Δημογραφική βόμβα: Άνω των 65 ετών το 22% των Ελλήνων....

Η Ελλάδα είναι πλέον γερασμένη καθώς το 22% σχεδόν των κατοίκων της είναι πλέον άνω των 65 ετών και το ποσοστό των 85+ εγγίζει το 3,5% (μόλις 0,04% το 1951). Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στη δημογραφική ιστορία μας, ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω (το 2018 οι 65 ετών και άνω είναι κατά 800.000 περισσότεροι από τα άτομα 0-14 ετών). ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Πρόκειται για στοιχεία έρευνας του Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας και Δ/ντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας που δημοσιευθήκαν στο 35ο τεύχος των «Δημογραφικών Νέων» με τίτλο «Ελλάδα, δημογραφικές εξελίξεις και δημογραφικές προκλήσεις» που εκδίδεται από το ΕΔΚΑ.
Έχουμε ταυτόχρονα, αναφέρεται στην δημοσίευση αυτή, μια υπερ-συγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας της χώρας μας καθώς σχεδόν 3 στους 4 κατοίκους ζουν πλέον στις μητροπολιτικές περιοχές Αθηνών και Θεσσαλονίκης και σε μια δεκάδα μεγάλων αστικών κέντρων (και την άμεση περιφέρειά τους), οι δε τάσεις εξόδου από τα αστικά κέντρα την περίοδο της κρίσης, ακόμη και αν ενισχυθούν με κάποια μέτρα (ενίσχυση π.χ. νέων για εγκατάσταση και δραστηριοποίησή τους στον ύπαιθρο χώρο), δεν πρόκειται να αλλάξουν ριζικά τον πληθυσμιακό χάρτη της Ελλάδας τις άμεσα επόμενες δεκαετίες.
Ειδική αναφορά ο κ. Κοτζαμάνης κάνει στις αλλαγές της δομής των νοικοκυριών και των οικογενειών μας, που, όπως αναφέρει έχουν αλλάξει ριζικά καθώς:
  • «Η μείωση της γαμηλιότητας και της γεννητικότητας/γονιμότητας, η αύξηση των εκτός γάμου γεννήσεων και των διαζυγίων και η ανάδειξη νέων μορφών συμβίωσης (βλ. σύμφωνα συμβίωσης) συρρίκνωσαν όχι μόνον τον αριθμό των πολυμελών και των διευρυμένων νοικοκυριών αλλά και αυτόν των πολυτέκνων οικογενειών καθώς οι τρίτες και τέταρτες γεννήσεις από το 15% και 25% του συνόλου των γεννήσεων στις αρχές της δεκαετίας του '50, αποτελούν σήμερα αντίστοιχα το 10% και 8%.
  • Η μικρή σε μέγεθος πυρηνική οικογένεια που προκύπτει από γάμο είναι μεν κυρίαρχη ακόμη, το ποσοστό όμως των ζευγαριών που συμβιώνουν χωρίς γάμο αυξάνεται σταθερά, όπως αυξάνεται τόσο το ποσοστό των παιδιών που ζει με γονείς που δεν έχουν ποτέ παντρευτεί όσο και οι συμβιώσεις με σύμφωνο οι οποίες ξεπερνούν πλέον τις 4.000 (μια συμβίωση σχεδόν ανά 10 πρώτους γάμους)».
Αυξάνεται επίσης, αναφέρει ο ίδιος, τόσο το πλήθος των μονογονεϊκών οικογενειών που αποτελούνται συνήθως από γυναίκες (απόρροια της αύξησης των διαζυγίων και των εκτός γάμου γεννήσεων που από 2% το 1990 εγγίζουν πλέον το 10%) όσο και ο αριθμός των άτεκνων ατόμων (πάνω από το 20% σχεδόν των γυναικών που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 δεν θα αποκτήσουν ένα παιδί).
Τέλος τις τελευταίες δεκαετίες, αναφέρει ο ίδιος, αυξάνεται και η μέση ηλικία όσων γυναικών αποκτούν ένα πρώτο παιδί (άνω των 31 ετών το 2018 έναντι 26 ετών στα τέλη της δεκαετίας του '80 και 29 ετών την δεκαετία του 1950) ενώ ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η κατανομή των γεννήσεων ανά ηλικία της μητέρας καθώς, ενώ τέσσερις δεκαετίες πριν 1 στις 2 γεννήσεις προέρχονταν από μητέρες μεγαλύτερες των 30 ετών, σήμερα, το αυτό ισχύει για 2 στις 3 γεννήσεις.
Επομένως, διαπιστώνει ο κ. Κοτζαμάνης, οι οικογενειακές δομές μας σήμερα διαφοροποιούνται σημαντικά αυτών του πρόσφατου παρελθόντος, και κατ' επέκταση, τα νέα οικογενειακά πρότυπα που αναδύονται δεν είναι δυνατόν να μην λαμβάνονται υπόψη στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της όποιας δημογραφικής πολιτικής.
Όσον αφορά το μέλλον, ο καθ. της Δημογραφία και Δ/ντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Παν. Θεσσαλίας αναφέρει ότι:
• Το 2035 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό αναμένεται να κυμανθεί γύρω από το 27,5% για τους πρώτους και το 4,3% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0- 14 και 0-18 ετών) αντίστοιχα θα κυμανθούν από 11,0% έως 12,4% και από 15,8% έως 14,2%.
• Το 2050 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (22% και 3,5% το 2019) αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% έως 30,3% για τους πρώτους και 6,5%-4,9% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0- 14 ετών και 0-18 ετών) από 14,8% έως 12,0% για τους πρώτους και από 19% έως 15,4% για την δεύτερη ομάδα αντίστοιχα.
Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια των δημογραφικών προβολών και η συνεχιζόμενη γήρανσή του, επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης, αναμένεται να επηρεάσουν και τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας ο οποίος θα φθίνει συνεχώς, για να αναφέρει ότι «το 2035 το ποσοστό των 15-64 στο συνολικό πληθυσμό (65% το 2015) θα μειωθεί στο 60% έως 61% το 2035 και θα κυμανθεί γύρω από το 55% 2050.
Η μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια δημογραφικών προβολών μετά το 2030, η επιτάχυνση δε αυτή οφείλεται κυρίως σε δυο λόγους: στην προοδευτική είσοδο στην ομάδα του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας των ολιγοπληθών γενεών >2010 και στην προοδευτική έξοδο από την ομάδα αυτή των πολυπληθέστερων γενεών της εικοσαετίας 1955 -1975.
Η προαναφερθείσα μείωση θα επηρεάσει προφανώς και τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (4,6 εκατ. σήμερα), ο οποίος ενδέχεται το 2035 να υπολείπεται, (ευνοϊκότερο/ δυσμενέστερο σενάριο) κατά 0,5-1 εκατ., το δε 2050 κατά 1,1 -1,7 εκατ.».
«Οι επιπτώσεις των αλλαγών που έχουν ήδη γίνει -αλλά και αυτών που αναμένονται-, είναι πολλαπλές, και έχουν αρχίσει ήδη να μας προβληματίζουν. Αρχίζουμε, έστω και καθυστερημένα, να καταλαβαίνουμε ότι η Δημογραφία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον μας, παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε.
"Το "δημογραφικό" είναι σήμερα μια από τις μεγάλες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε πλήθος πεδίων σε εθνικό και περιφερειακό-τοπικό επίπεδο δεν είναι δυνατόν να παραμένουν θεατές των δημογραφικών μας εξελίξεων και να μην έχουν σαφή εικόνα για τις επερχόμενες αλλαγές και για τις επιπτώσεις τους.Εξ ου και η αναγκαιότητα της διαμόρφωσης μιας συνεκτικής δημογραφικής πολιτικής, που απαιτεί -εκτός των άλλων- και την ενίσχυση της δημογραφικής έρευνας καθώς, αν η γνώση αναδεικνύει προβλήματα, η αγνοία δεν μπορεί να τα λύσει».
==================
blogger:
Πήγαινε στο 5 λεπτό.


  1. Οι ένοχοι της δημογραφικής γενοκτονίας των Ελλήνων

  2. ΦΥΛΕΤΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ

  3. Οι δημογραφικές επιπτώσεις της κρίσης

  4. Ενεργός γήρανση...

  5. Η Ελλάδα γερνάει -Μείωση 10% στις γεννήσεις

  6. «Καμπανάκι» από την Eurostat: Οι γεννήσεις μειώθηκαν κατά 10% στην Ελλάδα την τελευταία 15ετία

  7. Ο νεοφιλελευθερισμός οδηγεί στη φτώχεια, την εξορία και τον πρόωρο θάνατο

  8. Τα ελληνικά αδιέξοδα και ο νόμος του Okun

  9. To γερμανικό Diktat στην Ελλάδα*

  10. Διεθνές ειδικό δικαστήριο για τους οικονομικούς δολοφόνους μιας χώρας και ενός λαού

  11. Η νόμιμη Γενοκτονία των Ελλήνων

  12. Ελλάδα: μια χώρα σε πορεία πληθυσμιακής μετάλλαξης...

  13. Mια γενοκτονία σε εξέλιξη. Πεθαίνουμε σαν χώρα…  

  14. Η υπογεννητικότητα απειλεί την οικονομία και το συνταξιοδοτικό της Ελλάδας 

  15. Προς το νέο μοντέλο κοινωνίας 

  16. Δημογραφία και μετανάστευση αφελληνίζουν την Ελλάδα 

  17. Υπογεννητικότητα – Η βραδυφλεγής βόμβα

  18. Το δημογραφικό δημιουργεί πεπρωμένο!

  19. Γερνάμε, πεθαίνουμε, λιγοστεύουμε…

  20. “ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΑΡΘΡΩΣΗ”: Μείον 15% οι γεννήσεις από το 2008 και 150 χιλιάδες νέοι επιστήμονες στο εξωτερικό!

  21. Σε 6 χρόνια χάσαμε 110.000 γεννήσεις. Η βόμβα του δημογραφικού και το τέλος της νεοελληνικής κοινωνίας όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα

  22. Δημογραφική βόμβα: Η Ελλάδα “γερνάει” ταχύτερα από τις προβλέψεις, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία

  23. «Τοξικό κοκτέιλ» για οικονομία – κοινωνία το δημογραφικό

  24. Σ.Ρομπόλης: Δημογραφικό πρόβλημα και στις συντάξεις με επικουρικές κάτω των 100 ευρώ

  25. ΤΑ «ΜΥΣΤΙΚΑ» ΜΝΗΜΟΝΙΑ: Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ «ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ»

  26. Από τον οικονομικό στον γεωπολιτικό “πόλεμο” κατά της Ελλάδας


    Για πρώτη φορά στην ιστορία οι Έλληνες 0-14 ετών λιγότεροι από τους 65+
    Η Ελλάδα είναι πλέον γερασμένη καθώς το 22% σχεδόν των κατοίκων της είναι πλέον άνω των 65 ετών και το ποσοστό των 85+ εγγίζει το 3,5% (μόλις 0,04% το 1951). Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στη δημογραφική ιστορία μας, ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω (το 2018 οι 65 ετών και άνω είναι κατά 800.000 περισσότεροι από τα άτομα 0-14 ετών).
    Πρόκειται για στοιχεία έρευνας του Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας και Δ/ντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που δημοσιευθήκαν στο 35ο τεύχος των «Δημογραφικών Νέων» με τίτλο «Ελλάδα, δημογραφικές εξελίξεις και δημογραφικές προκλήσεις» που εκδίδεται από το ΕΔΚΑ. Έχουμε ταυτόχρονα, αναφέρεται στην δημοσίευση αυτή, μια υπερ-συγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας της χώρας μας καθώς σχεδόν 3 στους 4 κατοίκους ζουν πλέον στις μητροπολιτικές περιοχές Αθηνών και Θεσσαλονίκης και σε μια δεκάδα μεγάλων αστικών κέντρων (και την άμεση περιφέρειά τους), οι δε τάσεις εξόδου από τα αστικά κέντρα την περίοδο της κρίσης, ακόμη και αν ενισχυθούν με κάποια μέτρα (ενίσχυση π.χ. νέων για εγκατάσταση και δραστηριοποίησή τους στον ύπαιθρο χώρο), δεν πρόκειται να αλλάξουν ριζικά τον πληθυσμιακό χάρτη της Ελλάδας τις άμεσα επόμενες δεκαετίες.
    Ειδική αναφορά ο κ. Κοτζαμάνης κάνει στις αλλαγές της δομής των νοικοκυριών και των οικογενειών μας, που, όπως αναφέρει έχουν αλλάξει ριζικά καθώς:
    «Η μείωση της γαμηλιότητας και της γεννητικότητας/γονιμότητας, η αύξηση των εκτός γάμου γεννήσεων και των διαζυγίων και η ανάδειξη νέων μορφών συμβίωσης (βλ. σύμφωνα συμβίωσης) συρρίκνωσαν όχι μόνον τον αριθμό των πολυμελών και των διευρυμένων νοικοκυριών αλλά και αυτόν των πολυτέκνων οικογενειών καθώς οι τρίτες και τέταρτες γεννήσεις από το 15% και 25% του συνόλου των γεννήσεων στις αρχές της δεκαετίας του '50, αποτελούν σήμερα αντίστοιχα το 10% και 8%. Η μικρή σε μέγεθος πυρηνική οικογένεια που προκύπτει από γάμο είναι μεν κυρίαρχη ακόμη, το ποσοστό όμως των ζευγαριών που συμβιώνουν χωρίς γάμο αυξάνεται σταθερά, όπως αυξάνεται τόσο το ποσοστό των παιδιών που ζει με γονείς που δεν έχουν ποτέ παντρευτεί όσο και οι συμβιώσεις με σύμφωνο οι οποίες ξεπερνούν πλέον τις 4.000 (μια συμβίωση σχεδόν ανά 10 πρώτους γάμους)».
    Αυξάνεται επίσης, αναφέρει ο ίδιος, τόσο το πλήθος των μονογονεϊκών οικογενειών που αποτελούνται συνήθως από γυναίκες (απόρροια της αύξησης των διαζυγίων και των εκτός γάμου γεννήσεων που από 2% το 1990 εγγίζουν πλέον το 10%) όσο και ο αριθμός των άτεκνων ατόμων (πάνω από το 20% σχεδόν των γυναικών που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 δεν θα αποκτήσουν ένα παιδί). Τέλος τις τελευταίες δεκαετίες, αναφέρει ο ίδιος, αυξάνεται και η μέση ηλικία όσων γυναικών αποκτούν ένα πρώτο παιδί (άνω των 31 ετών το 2018 έναντι 26 ετών στα τέλη της δεκαετίας του '80 και 29 ετών την δεκαετία του 1950) ενώ ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η κατανομή των γεννήσεων ανά ηλικία της μητέρας καθώς, ενώ τέσσερις δεκαετίες πριν 1 στις 2 γεννήσεις προέρχονταν από μητέρες μεγαλύτερες των 30 ετών, σήμερα, το αυτό ισχύει για 2 στις 3 γεννήσεις. Επομένως, διαπιστώνει ο κ. Κοτζαμάνης, οι οικογενειακές δομές μας σήμερα διαφοροποιούνται σημαντικά αυτών του πρόσφατου παρελθόντος, και κατ' επέκταση, τα νέα οικογενειακά πρότυπα που αναδύονται δεν είναι δυνατόν να μην λαμβάνονται υπόψη στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της όποιας δημογραφικής πολιτικής.
    Όσοναφορά το μέλλον, ο καθ. της Δημογραφία και Δ/ντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Παν. Θεσσαλίας αναφέρει ότι:
    • Το 2035 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό αναμένεται να κυμανθεί γύρω από το 27,5% για τους πρώτους και το 4,3% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0- 14 και 0-18 ετών) αντίστοιχα θα κυμανθούν από 11,0% έως 12,4% και από 15,8% έως 14,2%.
    • Το 2050 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (22% και 3,5% το 2019) αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% έως 30,3% για τους πρώτους και 6,5%-4,9% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0- 14 ετών και 0-18 ετών) από 14,8% έως 12,0% για τους πρώτους και από 19% έως 15,4% για την δεύτερη ομάδα αντίστοιχα.
    Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια των δημογραφικών προβολών και η συνεχιζόμενη γήρανσή του, επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης, αναμένεται να επηρεάσουν και τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας ο οποίος θα φθίνει συνεχώς, για να αναφέρει ότι «το 2035 το ποσοστό των 15-64 στο συνολικό πληθυσμό (65% το 2015) θα μειωθεί στο 60% έως 61% το 2035 και θα κυμανθεί γύρω από το 55% 2050. Η μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια δημογραφικών προβολών μετά το 2030, η επιτάχυνση δε αυτή οφείλεται κυρίως σε δυο λόγους: στην προοδευτική είσοδο στην ομάδα του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας των ολιγοπληθών γενεών >2010 και στην προοδευτική έξοδο από την ομάδα αυτή των πολυπληθέστερων γενεών της εικοσαετίας 1955 -1975. Η προαναφερθείσα μείωση θα επηρεάσει προφανώς και τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (4,6 εκατ. σήμερα), ο οποίος ενδέχεται το 2035 να υπολείπεται, (ευνοϊκότερο/ δυσμενέστερο σενάριο) κατά 0,5-1 εκατ., το δε 2050 κατά 1,1 -1,7 εκατ.».
    Συμπερασματικά, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κοτζαμάνης «οι επιπτώσεις των αλλαγών που έχουν ήδη γίνει -αλλά και αυτών που αναμένονται-, είναι πολλαπλές, και έχουν αρχίσει ήδη να μας προβληματίζουν. Αρχίζουμε, έστω και καθυστερημένα, να καταλαβαίνουμε ότι η Δημογραφία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον μας, παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε.Το "δημογραφικό" είναι σήμερα μια από τις μεγάλες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε πλήθος πεδίων σε εθνικό και περιφερειακό-τοπικό επίπεδο δεν είναι δυνατόν να παραμένουν θεατές των δημογραφικών μας εξελίξεων και να μην έχουν σαφή εικόνα για τις επερχόμενες αλλαγές και για τις επιπτώσεις τους.Εξ ου και η αναγκαιότητα της διαμόρφωσης μιας συνεκτικής δημογραφικής πολιτικής, που απαιτεί -εκτός των άλλων- και την ενίσχυση της δημογραφικής έρευνας καθώς, αν η γνώση αναδεικνύει προβλήματα, η αγνοία δεν μπορεί να τα λύσει».

    Πηγή: Reader.gr
    ====================

    “Υπαρκτός καπιταλισμός”: Δημογραφική κατάρρευση στην Ανατολική Ευρώπη

    Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
    Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, τον Νοέμβριο του 1989, πανηγυρίστηκε στη Δύση ως θρίαμβος της ελευθερίας και αρχή «μετάβασης στην δημοκρατία, την αγορά και την ευημερία», οδηγώντας εν τέλει και στην ένταξη έντεκα χωρών της Αν. Ευρώπης στην ΕΕ.
    Βεβαίως δεν έλειψαν οι επικριτικές φωνές των διαφωνούντων, που μίλησαν για «προσάρτηση» της Αν. Γερμανίας από τη Δυτική, ή για ένα «νέο τείχος του χρήματος» που χωρίζει τώρα την ανατολή και τη δύση της ηπείρου, κατά την έκφραση του Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, ιστορικής μορφής του γαλλικού σοσιαλισμού. Ο μαρξιστής «οικονομολόγος της ανάπτυξης» Σαμίρ Αμίν μίλησε για τη δημιουργία μιας υπανάπτυκτης και εκμεταλλευόμενης ευρωπαϊκής περιφέρειας, το αντίστοιχο της Λατινικής Αμερικής για τις ΗΠΑ.
    Οι φωνές αυτές όμως καλύφθηκαν τότε και αργότερα από τον άνευ προηγουμένου ορυμαγδό των οπαδών του «τέλους της Ιστορίας» και της «ευτυχούς παγκοσμιοποίησης». Μόνο με την κρίση της ΕΕ το 2009, μια κρίση στην οποία πολλοί θεωρούν ότι συνέβαλε αποφασιστικά, εκτός του κραχ του 2008 και η μεγάλη διεύρυνση του 2004, άρχισαν να ακούγονται κάπως περισσότερο οι πιο κριτικές φωνές, τροφοδοτώντας ένα κύμα ριζοσπαστισμού, που κατευθύνθηκε είτε στην αριστερά, είτε στη δεξιά, στη Νότιο Ευρώπη περισσότερο προς τα αριστερά, στη Βόρειο περισσότερο προς τα δεξιά.
    Ο καθένας μπορεί να έχει βέβαια όποια γνώμη θέλει για αυτά τα μεγάλα, συγκλονιστικά γεγονότα που μεταμόρφωσαν την Ευρώπη και θα ήταν απίθανο να συμφωνήσουν όλοι στη σημασία τους. Αυτό αντίθετα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι οι συχνά ανελέητοι αριθμοί των στατιστικών.
    Και οι δημογραφικές στατιστικές, τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, αντανακλούν ανάγλυφα το βαρύ οικονομικό και κοινωνικό κόστος που υπέστησαν οι λαοί και τα έθνη της Αν. Ευρωπης ως αποτέλεσμα της μετάβασης στον καπιταλισμό, συνέπεια του οποίου ήταν η απώλεια σημαντικού μέρους του πληθυσμού τους.

    Μειώνεται ο πληθυσμός της Αν. Ευρώπης

    Σύμφωνα με μια μελέτη των ερευνητών Agnieska Fihel, του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας και του Γαλλικού Ινστιτούτου Μεταναστεύσεων  και Marek Okolski του Πανεπιστημίου Lazarski της Βαρσοβίας, που δημοσιεύεται στο τεύχος Ιουνίου της επιθεώρησης «Πληθυσμός και Κοινωνίες», του γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Δημογραφικών Μελετών (INED), μέσα σε τριάντα χρόνια η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Κροατία, η Λεττονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Τσεχία έχασαν το 7% του πληθυσμού τους, περνώντας από 111 σε 103 εκατομμύρια κατοίκων και χάνοντας τη νεολαία τους! Ενώ αυτά συνέβαιναν στην Ανατολική Ευρώπη, στη Δύση της ηπείρου ο πληθυσμός αυξανόταν κατά 13%.
    Η δημογραφική κατάρρευση δεν έγινε κατά τρόπο ομοιόμορφο. Η Βουλγαρία, η Λετονία και η Λιθουανία, έχασαν το ένα πέμπτο του πληθυσμού τους, ενώ η Εσθονία και η Ρουμανία το 16%. Μόνο η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Τσεχία γλύτωσαν τη μείωση, σημειώνοντας μια αναιμική έστω, αλλά υπαρκτή αύξηση του πληθυσμού τους από 2 έως 4%.

    Οι κύριες αιτίες

    Σε μερικές περιπτώσεις, είχαμε μετανάστευση μειονοτήτων που προτίμησαν να φύγουν από τις χώρες που κατοικούσαν. Ούγγροι της Ρουμανίας μετανάστευσαν στην Ουγγαρία, πολλοί πολίτες της Σλοβακίας πήγαν στην Τσεχία, Ρώσοι και Ουκρανοί μετακινήθηκαν από τις βαλτικές χώρες στη Ρωσία και στην Ουκρανία. Ωστόσο, ο βασικός παράγων που προκάλεσε τη δημογραφική συρρίκνωση είναι άλλος: η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση στη Δύση για την ανεύρεση καλύτερων όρων εργασίας.
    Με την ένταξη των νέων μελών στην ΕΕ, η μετανάστευση προς δυσμάς αυξήθηκε πέντε φορές, ξεπερνώντας τα 8 εκατομμύρια ανθρώπους. Παίρνοντας υπόψιν και όσους επέστρεψαν στις πατρίδες τους, 6,5 εκατομμύρια έφυγαν τελικά από την Αν. Ευρώπη, με πρώτες στον κατάλογο της «Εξόδου» τη Ρουμανία με 3,1 εκατομμύρια και την Πολωνία με 2,5 εκατομμύρια.
    Αρχικά, το μεταναστευτικό κύμα κινήθηκε προς τη Γερμανία και την Αυστρία, σύντομα όμως έφτασε και στα 17 δυτικο-ευρωπαϊκά κράτη – μέλη της ΕΕ.
    Πρωταγωνιστές της εξόδου ήταν ευλόγως οι νέοι, οι ηλικίες δηλαδή 20 έως 34 ετών, που φυσιολογικά θα αποτελούσαν μια βασική παραγωγική δύναμη των νέων χωρών.

    Δεν κάνουν παιδιά!

    Ταυτόχρονα σημειώθηκε όμως και μια καθαρή πτώση των γεννήσεων στην ανατολή. Ο δείκτης γονιμότητας, που ήταν ανώτερος από τη Δυτική Ευρώπη το 1989 (μεταξύ 1,9 και 2,2 παιδιά ανά γυναίκα) κατέρρευσε μέσα σε δέκα χρόνια φτάνοντας 1,1 παιδιά ανά γυναίκα στη Βουλγαρία, τη Λεττονία και την Τσεχία. Στη διάρκεια 25 χρόνων, οι γεννήσεις μειώθηκαν περισσότερο από ένα τρίτο στο σύνολο των ένδεκα χωρών!
    Οι κύριοι παράγοντες που προκάλεσαν την δραματική πτώση των γεννήσεων ήταν η λιτότητα, η αύξηση των ανισοτήτων στο εισόδημα, η απορύθμιση της αγοράς εργασίας, η αυξημένη ανεργία, η χειροτέρευση των κρατικών πολιτικών για την οικογένεια, με την κατάργηση των δωρεάν βρεφονηπιακών σταθμών κλπ.
    Ορισμένες χώρες αντελήφθησαν, αν και με μεγάλη καθυστέρηση, το πρόβλημα και έχουν αρχίσει πολιτικές ενθάρρυνσης της επιστροφής. Η απήχησή τους όμως φαίνεται πολύ περιορισμένη. Αυτοί που έχουν φτιάξει μια νέα ζωή στο εξωτερικό δεν είναι διατεθειμένοι εύκολα να επιστρέψουν. Κυρίως όμως η επιμονή σε πολιτικές λιτότητας και αύξησης των ανισοτήτων, είναι αυτή που συντηρεί τους θεμελιώδεις μηχανισμούς που κάνουν, χώρες όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία, οι Βαλτικές να «αδειάζουν» κυριολεκτικά από τον πληθυσμό τους και ιδίως το πιο ζωτικό τμήμα της νεολαίας του.
    Τα αυτά συμβαίνουν άλλωστε και σε άλλες χώρες της Αν. Ευρώπης, όπως η Μολδαβία, το ένα τρίτο του πληθυσμού της οποίας έχει μεταναστεύσει και η Ουκρανία που έχει χάσει περί τα δέκα εκατομμύρια.

Σχόλια