ΕΕ: Ωρολογιακή βόμβα η κατάργηση του βέτο και ο θεσμικός καταναγκασμός

Ιστορικά η “πολιτειακή” ιδιομορφία της ΕΕ επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με διαφορετικά μέσα και θεσμικές παρεμβάσεις. Ο Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου αποτέλεσε τον “μπούσουλα”, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ετερότητα και η διαφοροποίηση. Αποτέλεσε μια αυτονόητη επιλογή πολιτικής συμβίωσης ετερογενών κρατών με κοινούς, αλλά όχι ταυτόσημους στόχους. Εξάλλου την ετερότητα αναγνώρισε και η ΕΕ στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, με αναφορές στο δικαίωμα διαφοροποίησης και στον προσδιορισμό της Ένωσης ως “διττής ένωσης κρατών και λαών”. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Από τη στιγμή που η ΕΕ συνιστά “σύστημα διακυβέρνησης χωρίς κυβέρνηση” εντός ενός μη ομοσπονδιακού πλαισίου έπρεπε να δημιουργηθούν ασφαλιστικές δικλείδες προάσπισης των εθνικών συμφερόντων. Ένα χαρακτηριστικό του διττού οργανωτικού και θεσμικού οξύμωρου που χαρακτηρίζει την ΕΕ είναι ο προσδιορισμός της ως “ομοσπονδίας κυρίαρχων κρατών”. Η ΕΕ δεν αποτελεί και λειτουργεί ως κράτος με τη βεμπεριανή μορφή, καθώς οι επιλογές στα πεδία εξωτερικής πολιτικής, πολιτικής ασφάλειας και άμυνας αποτελούν προνόμιο των εθνικών κυβερνήσεων. Αυτό παρά το ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει δημιουργήσει ένα πολύπλοκο πολιτικό-θεσμικό-γραφειοκρατικό σύστημα, το οποίο έμμεσα ή άμεσα θέτει υπό αμφισβήτηση αποκλειστικά προνόμια του εθνικού κράτους.

Τα παραπάνω παραπέμπουν στον χαρακτηρισμό της ΕΕ (M. Smout) σαν ένα «παράξενο ζώο» και τονίζουν τη διαχρονική ανάγκη αποδοχής ενός μη θετικιστικού πλαισίου συνδιαχείρισης κοινών προκλήσεων μέσα από διαδικασίες συναίνεσης, διαπραγμάτευσης και συμβιβασμών χωρίς άτυπες ή/και τυπικές πρακτικές πειθαναγκασμού. Οι όροι “consensus” και “bargaining” αποτέλεσαν τα πρωτογενή υλικά οικοδόμησης της ευρωπαϊκής sui generis συμπολιτείας. Η ΕΈ οικοδομήθηκε όχι για να εξαλείψει την ετερότητα, τον εθνισμό και τα εθνικά συμφέροντα. Ένα σημαντικό ζήτημα που επέλυσε η ενοποιητική διαδικασία είναι της ηγεμονίας και της ειρηνικής, θεσμικής επίλυσης διακρατικών ζητημάτων.

Διαχρονικά, η δυσκολία όσων αφιερώσαμε το ακαδημαϊκό μας έργο στη μελέτη της πολυεπίπεδης οικοδόμησης της Ευρώπης έγκειτο, inter allia, στο πως αυτή η οργανωτική απόπειρα δημιουργίας μίας νέας εξουσιαστικής δομής θα παρέμενε δημοκρατική και θα λειτουργούσε χωρίς πρακτικές αποκλεισμού και θεσμικής περιθωριοποίησης των κρατών-μελών, ειδικά όταν οι κρίσεις επέβαλλαν τη λήψη αποφάσεων. Το διακύβευμα σε ακαδημαϊκό, οντολογικό και θεσμικό επίπεδο ήταν μεγάλο. Η ίδια η ΕΈ ενίοτε επέλεξε να πορευθεί με δημιουργική ασάφεια, προκειμένου να μη δημιουργήσει θεσμικά και οργανωτικά στεγανά, τα οποία θα οδηγούσαν τα κράτη-μέλη σε διλήμματα ασφαλείας, επιβίωσης, σε παίγνια μηδενικού αθροίσματος.

Ανάσχεση ή διάχυση

Μία τέτοια επιλογή θα οδηγούσε σε αδιέξοδο και θα καθιστούσε τη μη συμμετοχή ή/και αποχώρηση από την ΕΕ ορθολογική επιλογή, δημιουργώντας συνθήκες “spill-back” (ανάσχεση της ενοποιητικής διαδικασίας). Με στόχο το “spill-over” (διάχυση) της ενοποιητικής διαδικασίας η ΕΕ κινήθηκε σε διττό στρατηγικό άξονα: στους πυλώνες διεύρυνση και εμβάθυνση. Ο πρώτος λειτούργησε ικανοποιητικά, δίνοντας ωστόσο την λανθασμένη εκ των πραγμάτων αίσθηση ότι τα κύματα διεύρυνσης, ως επιλογές στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, δεν θα πολλαπλασίαζαν τα προβλήματα συνοχής και δεν θα απαιτούσαν ένα επανα-προσδιορισμένο πλαίσιο συμπόρευσης με όρους συναίνεσης.

Αυτό καθώς ο πλουραλισμός απόψεων (εθνικών συμφερόντων) ενίοτε λειτουργούσε ως φυγόκεντρος δύναμη εντός της ΕΕ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές ηγεσίες εκπροσωπούν έθνη είναι σαφές ότι τα εθνικά κοινωνικο-πολιτικά συμβόλαια υποχρέωναν τους ηγέτες να προασπίζουν θέσεις που αντανακλούσαν ένα εθνικό κοινό, με σημείο αναφοράς γεωγραφικά κριτήρια (εδαφικότητα) και τις προτεραιότητες των ευρωπαϊκών εθνών. Η ενοποιητική διαδικασία πραγματοποιείτο διαχρονικά στην κορυφή (πολιτικές ελίτ), ωστόσο υπήρχαν τα θεσμικά εργαλεία προάσπισης επιλογών που αντανακλούσαν τις προτεραιότητες των ευρωπαϊκών συλλογικοτήτων.

Στο παρελθόν ο Mark Leonard (Centre for European Reform, UK) είχε επισημάνει ότι «η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα… Βοήθησε να μεταβληθεί μία επιρρεπής στον πόλεμο ήπειρος σε ένα τεράστιο κλαμπ ειρηνικών κρατών. Αυτό επετεύχθη όχι με την εξάλειψη του εθνικισμού αλλά με τη μετάλλαξή του. Οι Ευρωπαίοι δεν αγαπούν λιγότερο τις πατρίδες τους, ούτε και έχουν αλλοιωθεί οι εθνικές τους ταυτότητες. Ωστόσο η ΕΕ μετέβαλλε την υφή του εθνικισμού στην Ευρώπη. Αυτός πλέον δεν αφορά τη διεξαγωγή πολέμων, αλλά τη διαχείριση της διαφορετικότητας με ειρηνικά μέσα». Η παραπάνω αξιολόγηση περιγράφει ρεαλιστικά τα επιτεύγματα της ενοποιητικής διαδικασίας.

Ο θεσμικός πειθαναγκασμός

Η κατάργηση του βέτο θα εξουδετερώσει το δικαίωμα διαφοροποίησης στην κορυφή της πυραμίδας και θα δημιουργήσει de jure και de facto ζητήματα νομιμοποίησης των κυβερνώντων ελίτ στη βάση. Θα δημιουργήσει θεσμικά ομάδες και συμμαχίες προθύμων, εξοστρακίζοντας εθνο-κρατικούς μικρόκοσμους. Τα ευρωπαϊκά έθνη ως έμμεσοι συνδιαμορφωτές πολιτικο-στρατηγικών επιλογών θα βρεθούν σε οργανωτικό περιθώριο περιορισμένης ικανότητας να παράγουν (με όρους Διεθνών Σχέσεων) επιθυμητά αποτελέσματα.

Αυτό θα δημιουργήσει ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, το οποίο εξ ορισμού θα ενισχύσει πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που αμφισβητούν την ενοποιητική διαδικασία. Οι πολιτικές επιλογές τους αποτελούν ήδη μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Το μέγα πρόβλημα είναι ότι αυτές θα αποτελούν (δυστυχώς) ορθολογικές επιλογές με όρους εθνο-κρατικής επιβίωσης. Η κατάργηση του βέτο θα φέρει την ΕΕ στα αχαρτογράφητα νερά του θεσμικού πειθαναγκασμού και μιας μη εθελούσιας “ολοκλήρωσης” που θα λάβει χώρα μέσα από μία αφαιρετική λογική. Θα νομιμοποιήσει διαδικαστικά ένα νέο modus operandi που δεν θα απαιτεί συναίνεση, αλλά θα επιβάλλει μία θεσμοθετημένη (και συνεπώς τυπικά νομιμοποιημένη) μορφή πολιτικής ισχύος.

Η άποψη στο παρελθόν ότι για να προχωρήσει η ενοποιητική διαδικασία πρέπει να τεθούν στο περιθώριο οι “εθνικοί εγωισμοί” αποτελεί διεθνοπολιτική ανοησία, αφού τα κράτη, σε αντίθεση με τα άτομα, δεν εκφράζουν εγωισμούς, αλλά εθνικά συμφέροντα. Ιστορικά η ΕΕ δημιούργησε θεσμικούς μηχανισμούς ειρηνικής απόσβεσης κι όχι θεσμικής εξουδετέρωσης των διακρατικών ασυμβατοτήτων. Η ύπαρξή τους αποτελεί μία διεθνοπολιτική κανονικότητα, την οποία ηγεμονικές δυνάμεις ή συμμαχίες προσπάθησαν να καταλύσουν. Η επιτυχία της ΕΕ έγκειται, μεταξύ πολλών άλλων, στο ότι προσέφερε γόνιμο έδαφος για μία ιδιόμορφη-ιδιότυπη “cohabitation” ετερογενών μονάδων μέσω πολυμερών συμβιβασμών.

Μία Πολιτεία χωρίς κράτος

Η όποια επιχειρηματολογία για εύρυθμη λειτουργία της ΕΕ και απλοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων λαμβάνει χώρα σε κενό αξιολόγησης της ευρωπαϊκής ιστορικο-θεσμικής και οργανωτικής πραγματικότητας. Πριν από μία εικοσαετία ο Δ. Τσάτσος είχε εύστοχα υπογραμμίσει «το σεβασμό στην κρατική υπόσταση των κρατών-μελών και της μεταξύ τους ισοτιμίας με βάση τις Συνθήκες και τους θεσμούς της Ένωσης» (“Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, για μία ένωση λαών με ισχυρές πατρίδες”). Με τη σειρά του ο Ζακ Ντελόρ είχε αναφερθεί στους «δαίδαλους της ΕΕ που είναι γεμάτοι υποσχέσεις και απογοητεύσεις».

Με editorial στο Futuribles (2003) είχε θέσει τρεις στόχους (“φιλοδοξίες”). Ένας εξ αυτών ήταν η αποδοχή της διαφορετικότητας των Ευρωπαίων εταίρων. Για τον ίδιο αποτελούσε τη μεγαλύτερη πρόκληση, καθώς απαιτούσε τη δημιουργία άξονα συναίνεσης που όφειλε να δημιουργηθεί εν μέσω αντικειμενικών συνθηκών ετερότητας. Αυτή συνιστά υπαρκτό πρόβλημα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις κυρίαρχων κρατών (Ήφαιστος, 2006) και δεν μπορεί να εξαλειφθεί δημοκρατικά εκτός ενός ομοσπονδιακού πλαισίου.

Μια περιγραφική αυτού που υφίσταται (descriptive) κι όχι συστατικής υφής προσέγγιση (prescriptive) της ΕΕ (Jean-Louis Quermonne, Το Πολιτικό Σύστημα της ΕΕ) την ορίζει ως «μία Πολιτεία χωρίς κράτος». Υπογραμμίζει δε ότι «η ΕΕ αποτελεί συμπολιτεία, δηλαδή σύνολο ανεξάρτητων κρατών που συνευρίσκονται και συνεργούν ως Ένωση, με γνώμονα το κοινό συμφέρον, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο διακρατικό περιβάλλον… [ωστόσο] η κοινή πολιτική βάση της συμπολιτείας δεν αναιρεί τη δυνατότητα των κρατών μελών να λειτουργούν, συγχρόνως και ως ανεξάρτητες πολιτικές οντότητες». Τα παραπάνω τονίζουν τη συστατική ιδιαιτερότητα της ΕΕ (ετερογενείς μονάδες) και ταυτόχρονα υπογραμμίζουν τη μοναδική προϋπόθεση προστασίας της αυτοτέλειας των κρατών-μελών στα πεδία που περιέγραψαν με σαφήνεια οι Συνθήκες (βλ. Συνθήκη της Λισαβόνας).

Συναίνεση-διαπραγμάτευση-συμβιβασμοί

Το ιδιόμορφο πολιτικό-θεσμικό σύστημα διακυβέρνησης της ΕΕ θεμελιώνεται στη συνειδητή απόφαση των εθνικών κυβερνήσεων (εθελούσια ολοκλήρωση) να μεταβιβάσουν εξουσίες σε μη εθνικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται εκεί υλοποιούνται από τις εθνικές κυβερνήσεις που με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιούν επιλογές που δεν έχουν γίνει σε εθνικό επίπεδο (Simon Hix, The Political System of the European Union). Αυτό καθ’ αυτό το γεγονός δημιουργεί προβλήματα, καθώς είναι σήμερα σαφές ότι καταγράφεται σημαντική απόκλιση προτεραιοτήτων μεταξύ ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ και ευρωπαϊκών λαών.

Το πολιτικό σύστημα της ΕΕ θεμελιώνεται σε κοινά συμφέροντα, κοινούς θεσμούς και κοινά αποδεκτές διαδικασίες (συναίνεση-διαπραγμάτευση) που προκύπτουν από πολυμερείς συμβιβασμούς μεταξύ κυρίαρχων σε σημαντικά πεδία κρατών. Το πόσο “κοινά” είναι αυτά τα συμφέροντα έχει αποτελέσει ζήτημα ακαδημαϊκών προσεγγίσεων (Βοσκόπουλος, Ποιότητα, 2012) και έχει κριθεί δια της εμπειρικής οδού. Στα πλαίσια της ενοποιητικής διαδικασίας τα κράτη επιλέγουν τα πεδία συνεργασίας ή και ολοκλήρωσης με βάση τις εκτιμήσεις και προσδοκίες των εθνικών πολιτικών ελίτ, αλλά και το εθνικό συμφέρον των ευρωπαίων εταίρων. Αυτή η πρακτική άλλοτε απεδείχθη αποτελεσματική, ενώ κάποιες φορές οδήγησε σε αδιέξοδα και καθυστερήσεις.

Η αξιολόγηση της ΕΕ ως ένα «αχαρτογράφητο πολιτικό αντικείμενο» από τον Ζακ Ντελόρ αναδύει πτυχές μίας θεσμικής ιδιαιτερότητας, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί δημοκρατικά με την κατάργηση του βέτο. Για μία επί μακρόν «υβριδική διεθνή οντότητα» (Caporaso, 1998) όπως η ΕΕ, το τρίπτυχο συναίνεση-διαπραγμάτευση-συμβιβασμοί είναι το μοναδικό modus operandi που ικανοποιεί με δημοκρατικό τρόπο τους εθνο-κρατικούς μικρόκοσμους των κρατών-μελών.

Η κατάργηση του βέτο θα θέσει ζητήματα πολιτικής νομιμότητας στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής από πλευράς ΕΕ και θα εξαλείψει την ανάγκη σύνθεσης απόψεων. Δεν θα συνιστά θεσμική εξέλιξη ή μετεξέλιξη της Ένωσης, αλλά μετάλλαξη που θα λάβει χώρα εκτός της ομοσπονδιακής ασφαλιστικής δικλείδας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ομοσπονδιοποίηση δεν τέθηκε ποτέ ως σαφής στόχος στις Συνθήκες, πρέπει να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τον άξονα “συναίνεσης-προσδοκιών” ως τη μόνη εφικτή θεσμικά λύση που εξασφαλίζει την ισότητα μεταξύ των κρατών-μελών και τη διεθνοπολιτική ετερότητα που δεν αποτελεί εκτροπή, αλλά κανονικότητα.


 -----------------------------

 -------------------------

 -----------------------------------

  • «Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης»

  • Ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση υπό γερμανική πατρωνία – Στην παράδοση των μνημονίων

    =========================

    ...είναι οι αυταπάτες των ελίτ, ή απλά εκτελούν το σχέδιο...

    Οι «γραικύλοι» του Ελληνισμού και ο ΕΛΙΑΜΕΠ της «κατευναστικής» πολιτικής μας

    Η αγωνιώδης προσπάθεια για επαναπροσδιορισμό της εθνικής μας ταυτότητας συνεχίζεται αέναα εδώ και 200 χρόνια, ασφαλώς, με φωτεινό ορόσημο την Ελληνική Επανάσταση η οποία σηματοδότησε την πάλη για ανεξαρτητοποίηση των υπόδουλων Ελλήνων απ' το πολυεθνικό καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε να ''νομιμοποιηθούν'' εθνικά και ηθικά.

    Σ' όλη αυτήν την μακρά πορεία για την απελευθέρωσή τους απ' τον τουρκικό ζυγό, ωστόσο, πέρασαν από διάφορα στάδια δυσκολίας του αυτοπροσδιορισμού τους. Του αυτοπροσδιορισμού που τους ωθούσε στην εναλλακτική χρήση των όρων ''Έλλην'', ''Γραικός'', Ρωμ(α)ιός, αλλά και ''Γραικύλος'' (όρος του Κοραή [19ος αι.] και απέδιδε 'φωτογραφικά' την αμηχανία τους να αποβάλλουν το ''ρούχο'' της Τουρκοκρατίας το οποίο παρέπεμπε στον υποταγμένο, αναξιοπρεπή και δουλοπρεπή Έλληνα.

    Ο τελευταίος όρος, σημειωτέον, έδωσε τη θέση του αργότερα (κατά τη φάση περιοδολόγησης της ''Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους'' απ' τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο) στον έτερο νεολογισμό του Κοραή ''Γραικογάλλοι''(''γραικοβάρβαροι'' εκμαυλισθέντες από τη Δύση), απ' τη χαρακτηριστική φράση του 'επανιδρυτή της ελληνικής γλώσσας' ''[...] έν έθνος Γραικογάλλοι, Kράζοντες, «Aφανισθήτω, και εκ της γης εξαλειφθήτω. H κατάρατος δουλεία! ZHTΩ H EΛEYΘEPIA!...'', στο έργο του ''Άσμα Πολεμιστήριον των εν Aιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών''.

    Το δυστύχημα είναι ότι όσο περνούσαν τα χρόνια έκτοτε και μαζί μ' αυτά αλληλοδιαδοχικά οι αιώνες, οι όροι αυτοί βρίσκονταν πάντα στην... επικαιρότητα. Έβρισκαν ουσιαστικά αφορμή και αιτία για να τρυπώσουν στην περιοδική πολιτική ιστορία του τόπου μας, όπως έχει καταγραφεί αυτή στην Ιστορία των Νεότερων Χρόνων μέχρι την εποχή μας.

    Την αφορμή την έδιναν οι κομματικές διαμάχες στην πολιτική μας σκηνή και την αιτία η σταδιακή συρρίκνωση του Ελληνισμού (που έμοιαζε να είναι μεθοδευμένη από άγνωστα κέντρα) εκ παραλλήλου με την αλλοίωση της πολιτισμικής, πνευματικής και φυσικής ταυτότητας των Νεοελλήνων.

    Κοντά σ' αυτά προστέθηκαν, συν τω χρόνω, στην Ελλάδα (με αντικατοπτρισμό των παθογενειών και στην Κύπρο) η πολυεπίπεδη διαφθορά και οι ανεπίτρεπτοι συμβιβασμοί των ηγεσιών της στα όρια ενός ιδιότυπου, επικαλυμμένου νεο-μηδισμού που άγγιζε την εθνική προδοσία.

    Στην κατηφορική πορεία της χώρας μας, εντωμεταξύ - και όσο πλησιάζαμε στον κάβο του 21ου αιώνα με απαρχή τη δεκαετία του '80 και εντεύθεν - είχε διαμορφωθεί στο πεδίο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μια εμπροσθοφυλακή ''κομματικών'' opinion makers της δημοσιογραφίας που είχαν πίσω τους δίκτυα στήριξης της κοινής γνώμης τα οποία ακολουθούσαν μαζοποιημένα και διακομματικά την κοινή γραμμή των εχόντων και κατεχόντων την εξουσία στον τόπο μας.

    Την πολιτική ''γραμμή του κατευνασμού'', όπως καθιερώθηκε να λέγεται έκτοτε, η οποία όμνυε στο ιδεολόγημα της 'ελληνοτουρκικής φιλίας' και δεν έδειχνε να πτοείται απ' το εθνικό τράνταγμα οδύνης στα Ίμια (1996).

    Με αφετηρία αυτήν τη γραμμή άρχισε να παρατηρείται σταδιακά μια διακομματική σύγκλιση στις επιλογές των τότε κυβερνήσεων σε ό,τι αφορούσε τα βαλκανικά θέματα και αυτά των σχέσεών μας με την Τουρκία.

    Ήταν μια σύγκλιση ευθυγράμμισης, ουσιαστικά, με την αμερικανική πολιτική την οποία στήριζαν αναφανδόν οι ελίτ της Αθήνας, έστω κι αν ο ελληνικός λαός κοιτούσε καχύποπτα την διακομματική συγκατάνευση με τις πλάτες των Αμερικανών, οι οποίοι προωθούσαν τη συμφιλίωση Ελλάδας-Τουρκίας.

    Δημιούργημα της Ανδρεοπαπανδρεϊκής εποχής, με επεκτάσεις που έδρεψαν... δάφνες επί Σημίτη ήταν το ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής), που διατηρούσε δεσμούς με την αμερικανική και βρετανική πολιτική.

    Ήταν το ίδρυμα που προωθούσε συστηματικά τη ''συμφιλίωσή'' μας με τους Τούρκους και ασπαζόταν πιστά τις ιδέες της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού εξοργίζοντας εκείνους οι οποίοι έβρισκαν εξαρχής ύποπτο τον ρόλο του και το κατηγορούσαν ότι προετοιμάζει γενιές εθελόδουλων Ελλήνων.

    Έτσι σιγά σιγά ήρθαν και συγκλίναν οι παράλληλοι δρόμοι της πολιτικής των ελληνικών κομμάτων, τα οποία στην πλειοψηφία τους ακολουθούσαν τα κελεύσματα της Αμερικής στα θέματα Εξωτερικής πολιτικής μας που αφορούσαν το Κυπριακό, την τρομοκρατία, τη σχέση μας με την Τουρκία, την στήριξη της προοπτικής της για είσοδο στην ΕΕ, αλλά και στα θέματα του ευρωατλαντικού προσανατολισμού της ΕΕ και του μέλλοντος των Βαλκανίων.

    Του μέλλοντος των Βαλκανίων, το οποίο -- στην παγκοσμιοποιημένη ιδεολογία και στρατηγική του ΕΛΙΑΜΕΠ [του ιδρύματος με τις πολυεπίπεδες διασυνδέσεις και τις διεθνείς χορηγίες (από ακαδημαϊκούς, πρεσβείες, γερμανικά και αμερικανικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων το ''Open Society Foundations'' του Ουγγρο-αμερικανο-εβραίου φιλοσκοπιανού δισεκατομμυριούχου, κερδοσκόπου και πολιτικού ακτιβιστή Τζορτζ Σόρος κλπ)] -- στηρίζεται στην Νέα Τάξη πραγμάτων και την πολιτική της, όπως διαμορφώθηκε αυτή για την περιοχή μας.

    Πολιτική χαραγμένη από ΗΠΑ-Βρετανία και ΝΑΤΟ με την ευγενική... χορηγία της ΕΕ και τη στήριξη των μη κυβερνητικών ΜΚΟ που προπαγανδίζουν και προωθούν διεθνώς τις ιδέες των ανωτέρω κρατών και Οργανισμών οι οποίες λειτουργούν ήδη ως ''δέκα εντολές'' στο ΕΛΙΑΜΕΠ και δια του συμβουλευτικού ρόλου του αποτελούν στοιχείο της Εξωτερικής μας πολιτικής.

    Κι αυτό το τελευταίο λέγεται καθ' υπερβολήν, γιατί - καθ' ομολογίαν του πρώην ΥΦΕΞ της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή Γιάννη Βαληνάκης - το ΕΛΙΑΜΕΠ αναλαμβάνει συχνά σεμινάρια επιμόρφωσης των αξιωματικών του ΓΕΕΘΑ τα οποία διοργανώνει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας που συνεργάζεται σε μόνιμη βάση με το υπουργείο Εξωτερικών.

    Αυτό το γαϊτανάκι συνεργασίας άνθισε ουσιαστικά επί Σημίτη, (όπως μαρτυρεί η εικόνα δραστηριοτήτων του ΕΛΙΑΜΕΠ στην ιστοσελίδα του), συνεχίστηκε επί Κώστα Καραμανλή και Γιώργου Παπανδρέου και έφτασε μέχρι τις μέρες μας.

    Τις μέρες διακυβέρνησης της χώρας μας από την ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος όχι μόνο διατήρησε την προνομιακή θέση του εν λόγω ιδρύματος με βασικούς πυλώνες του κράτους (αν και μέλη του είναι γνωστά για τον φιλοτουρκισμό τους), αλλά αναγόρευσε το ΕΛΙΑΜΕΠ σε συμβουλευτικό όργανο ΥΠΕΞ και Μαξίμου για θέματα χάραξης Εξωτερικής πολιτικής και λήψης αποφάσεων...

    Τώρα, αν σε αυτήν την απόφαση του πρωθυπουργού τον Ιούνιο του '21 προσθέσουμε και την προηγηθείσα απόφαση που είχε πάρει τον Οκτώβριο του '20 (σε συνεννόηση με το ΚΥΣΕΑ) για ανάθεση της εκπόνησης της Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) του ελληνικού κράτους στον σύμβουλο του Γραφείου του Θάνο Ντόκο (θιασώτη της ''συνεκμετάλλευσης'' του Αιγαίου), τα ερωτηματικά μας δεν πληθαίνουν απλώς, αλλά γίνονται σύννεφα διαρκείας, γιατί τα επεισόδια εθνομηδενισμού και ενδοτικότητας περισσεύουν, αν και βρίσκονται πια εκτός επικαιρότητας...

    Και περισσεύουν ειδικά μετά την αποκάλυψη-σκάνδαλο των WikiLeaks τον περασμένο Απρίλιο ότι ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού συμβούλευε τον Τ. Ερντογάν - μέσω της τουρκικής πρεσβείας στις Βρυξέλλες - πώς θα καταφέρει να βάλει στην ΕΕ την Τουρκία.

    Με τα δεδομένα αυτά είναι εύλογο να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι πάει μακριά η βαλίτσα του ΕΛΙΑΜΕΠ και εγείρονται πολλά ερωτηματικά από τις απανωτές αυτοκτονικές επιλογές ακατάλληλων συνεργατών και συμβούλων του πρωθυπουργού σε θέσεις εθνικής ευθύνης.

    Εγείρει ερωτηματικά, τέλος, και η σκυταλοδρομία των προηγούμενων πρωθυπουργών από εποχής Σημίτη και εντεύθεν, οι οποίοι μεταβίβαζαν τον ''μουτζούρη'' (τον ''μολυσματικό ιό''-ίδρυμα ΕΛΙΑΜΕΠ με τις ξένες εξαρτήσεις) ο ένας στον άλλον, με αποτέλεσμα να γαντζωθεί στην εξουσία διακομματικά και να αποκτήσει σήμερα ερείσματα νοικοκύρη που αποφασίζει παρασκηνιακά για την Εξωτερική μας πολιτική στην αλωμένη από ντόπια και ξένα συμφέροντα Ελλάδα...

    Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)


Σχόλια