Η ελληνική οικονομία μπροστά στον καθρέπτη – Τί λένε οι αριθμοί

 ΜΕΛΑΣ ΚΩΣΤΑΣ

Η επικοινωνιακή διαχείριση της οικονομίας από την κυβέρνηση αποτρέπει να αναδειχθεί η πραγματική κατάστασή της. Κατ’ αρχάς είναι επιλεκτική: προβάλλει μεμονωμένες βραχυχρόνιες εξελίξεις που τις θεωρεί θετικές, αδιαφορώντας παντελώς ότι για να “παίξουν αυτό το ρόλο” χρειάζεται να το αποδείξουν στην πράξη, εντασσόμενες σε ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό ενδυνάμωσης της ελληνικής οικονομίας. Στη συνέχεια, λέει τη μισή αλήθεια για πολλές εξελίξεις.

Η τελευταία είναι η αναφορά στην αύξηση του Ακαθάριστου Διαθέσιμου Εισοδήματος των νοικοκυριών το 2022, κατά 7,6% σε σύγκριση με το 2021. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή αύξηση είναι ονομαστική και όχι πραγματική, καθώς πρέπει να προσμετρηθεί ο πληθωρισμός, ο οποίος άγγιξε το 9,6% το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Συνεπώς, το πραγματικό εισόδημα των πολιτών συρρικνώθηκε κατά 2% (9,6%-7,6%=2%). Ακόμη, αποκρύπτει με συνέπεια όλες τις εξελίξεις που παρουσιάζουν αρνητικό πρόσημο: ακρίβεια, ειδικά στα τρόφιμα, στους επερχόμενους λογαριασμούς ρεύματος και στις τιμές των καυσίμων. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι δεν φαίνεται να την απασχολούν οι εξελίξεις σε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη, οι οποίες είναι καθοριστικές για το μέλλον της οικονομίας. Συγκεκριμένα:

Πρώτον, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ, όλη την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη είναι πολύ υψηλό: 2020: -6,6%, 2021: -6,8%, 2022: -10,3% και 2023: -5% (πρόβλεψη). Το έλλειμμα οφείλεται στο εμπορικό ισοζύγιο κάτι που δείχνει όχι μόνο έλλειψη διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αλλά και περιορισμένη παραγωγική βάση. Ειρήσθω εν παρόδω μόνο ένας βιομηχανικός όμιλος εξάγει το 10% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών! (ΕΛΣΤΑΤ)

Δεύτερον, το δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) παραμένει το υψηλότερο της ΕΕ και ένα από τα υψηλότερα διεθνώς. Η μείωσή του οφείλεται στην αύξηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς συνεχίζεται. Μπορεί η ρύθμιση του δημοσίου χρέους το 2018 να έχει εξασφαλίσει χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης (1,54% το 2022) και σταθερό επιτόκιο στο μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους, όμως η ρύθμιση λήγει το 2032 και κανείς δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι μελλοντικές εξελίξεις εντός ενός τόσο ρευστού οικονομικού πλαισίου, το οποίο υπερκαθορίζεται από τις έντονες γεωπολιτικές συγκρούσεις (ΟΔΔΗΧ).

Η προστιθέμενη αξία

Τρίτον, η προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ χαμηλή: σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, κυμαίνεται περίπου στο 23,2%! Γίνεται έτσι εμφανής η εξάρτηση της ελληνικής παραγωγής από τις εισαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού, ημικατεργασμένων και πρώτων υλών και υπογραμμίζεται η στενή παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας (ΕΛΣΤΑΤ).

Τέταρτον, σύμφωνα με την Eurostat, το 2022, στις 12 από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδος, οι υψηλά ειδικευμένοι εργαζόμενοι αποτελούν πολύ χαμηλό ποσοστό σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ το οποίο ανέρχεται σε 44.2% το 2022. Τα αντίστοιχα ποσοστά στις 13 περιφέρειες είναι: Αττική 41,8%, Κεντρική Μακεδονία 29,7%, Θεσσαλία 29,5%, Βόρειο Αιγαίο 28,1%, Κρήτη 27,1%, Ήπειρος 26,5%, Νότιο Αιγαίο 25,6%, Πελοπόννησος 25,3%, Δυτική Μακεδονία 25,2%, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 25,2%, Δυτική Ελλάδα 24,8%, Ιόνια Νησιά 22,3% και Στερεά Ελλάδαa 21,8%. Τα δεδομένα στοιχεία ίσως να εξηγούν μέρος της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ.

Πέμπτον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι απογοητευτικά χαμηλό (55% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης έναντι περίπου 70% πριν από την κρίση χρέους).

Έκτον, το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της Ευρωζώνης των 20 και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, όταν άρχισε η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην Ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη (Eurobank research 7 ημέρες Οικονομία, 30.10.2023).

Έβδομον, το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα €16.000, σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15.400) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (το 2019 ήταν €15.000). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21.000), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους. H Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ με τον μέσο ετήσιο μισθό στην ΕΕ να ανέρχεται στα €32.300. Μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, όπου ό μέσος μισθός ήταν €35.200, η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση ((Eurobank research 7 ημέρες Οικονομία, 30.10.2023).

Σχόλια