Είναι ιδιαίτερα σπάνιο να απευθύνει ανοικτή επιστολή στον πρωθυπουργό σύσσωμος ο κόσμος της βιομηχανίας, τονίζοντας μάλιστα ότι προκύπτει υπαρξιακός κίνδυνος για το μέλλον της, όπως συνέβη την περασμένη Παρασκευή.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι την επιστολή συνυπογράφουν ακόμη και βιομηχανικές οργανώσεις που τα τελευταία χρόνια έχουν μάλλον ψυχρές σχέσεις μεταξύ τους, που ενίοτε έχουν φτάσει ακόμη και σε ανεπίσημες αλληλοκατηγορίες.
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό. Πρέπει δε να αποτελέσει σήμα αφύπνισης όχι μόνο για την κυβέρνηση αλλά και για το σύνολο του πολιτικού κόσμου, που ίσως δεν έχει αντιληφθεί το μέγεθος της απειλής που συνιστούν όχι μόνο για την ελληνική αλλά και για την ευρωπαϊκή βιομηχανία οι εξελίξεις που έχουν συντελεστεί τους τελευταίους 12-18 μήνες.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα, ο Ευάγγελος Μυτιληναίoς, πρόεδρος πλέον της ευρωπαϊκής ένωσης βιομηχανιών μη σιδηρούχων μετάλλων Eurometaux (μέλη της οποίας είναι μεταξύ άλλων κολοσσοί όπως η Glencore, η Alcoa, η Rio Tinto και η BASF), μέσα από τις σελίδες του Business Review του Euro2day.gr εξέπεμψε ευθέως ανάλογο σήμα συναγερμού, γράφοντας μεταξύ άλλων χαρακτηριστικά ότι «… με το υπέρογκο ενεργειακό κόστος και με τη συνεχιζόμενη ολιγωρία της Ευρώπης ως προς την εξεύρεση ή και την υιοθέτηση λύσεων που έχουν τεθεί στο τραπέζι, η βιομηχανία δεν απειλείται απλώς, κλείνει. Η Ευρώπη ολόκληρη αποβιομηχανίζεται».
Οι δύο βασικές αιτίες της κρίσης
Πράγματι, κύριος μοχλός πίεσης για την ευρωπαϊκή βιομηχανία συνολικά, κι ακόμη περισσότερο για την ελληνική, είναι βεβαίως η κατακόρυφη αύξηση του ενεργειακού κόστους, φαινόμενο που σύμφωνα με τις περισσότερες προβλέψεις, δεν πρόκειται να εξαλειφθεί για αρκετά χρόνια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η συνεχιζόμενη προσπάθεια απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο δεν αλλάζουν δύο βασικές παραμέτρους.
Πρώτον, ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία (με επίκεντρο βεβαίως τη γερμανική) εξαρτήθηκε από το ρωσικό αέριο επειδή ήταν η φθηνότερη, εγγύτερη και αποτελεσματικότερη λύση. Και δεύτερον, ότι τουλάχιστον έως το 2025, δεν υπάρχει κάποια «πειστική λύση» υποκατάστασης με σχετικά ανταγωνιστικό κόστος. Η ενέργεια θα παραμείνει ακριβή στην Ευρώπη και τα επόμενα χρόνια.
Μπορεί λοιπόν οι οικονομικές ανάγκες να υποτάχθηκαν στις γεωπολιτικές, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιόδους, μπορεί μέχρι στιγμής να έχουν αποφευχθεί οι μεγάλες διακοπές ενέργειας και τα μπλακ άουτ (λόγω και του περιορισμού της βιομηχανικής παραγωγής στην Ευρώπη, βέβαια), αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και- μέσω της αλληλεξάρτησης στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας- της ελληνικής βιομηχανίας.
Δεν είναι όμως αυτό το μόνο σοβαρό πρόβλημα. Οι γεωπολιτικές αλλαγές που συντελούνται κατόπιν του πολέμου της Ουκρανίας και της αύξησης της έντασης στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δίνουν ώθηση σε κινήσεις «προστατευτισμού» της εγχώριας παραγωγής από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών (με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα το Inflation Reduction Act του προέδρου Μπάιντεν), θίγοντας έμμεσα αλλά σοβαρά και την Ευρώπη, αφού επιδιώκουν και την προσέλκυση ή τη μεταφορά ξένων (και ευρωπαϊκών) επενδύσεων, στο έδαφος των ΗΠΑ.
Οι κίνδυνοι που προκύπτουν είναι μεγάλοι. Και αφορούν όχι μόνο το «περιστασιακό» κλείσιμο μονάδων, που αδυνατούν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά (κάτι που έχει συμβεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης), αλλά και μονιμότερα «λουκέτα», όπως επίσης και τη μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων εκτός Ευρώπης, από τις μεγάλες εταιρείες που έχουν τέτοιες επιλογές, προκειμένου να μειωθεί το κόστος και να αποκτηθεί πρόσβαση σε κίνητρα όπως αυτά που παρέχουν οι ΗΠΑ.
Άνισος ανταγωνισμός και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Προς το παρόν, η «ενωμένη Ευρώπη» δεν έχει καταφέρει να προσφέρει μια πειστική απάντηση στα υπαρξιακά προβλήματα της βιομηχανίας, πέραν κάποιων υποσχέσεων. Κι εδώ προκύπτει ένα ακόμη πρόβλημα ειδικότερα για την ελληνική βιομηχανία, που βρίσκεται σε μια εύθραυστη φάση ανάπτυξης, μετά τις πολυετείς κρίσεις που μεσολάβησαν στην Ελλάδα: Η περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητάς της, απέναντι στις βιομηχανίες άλλων χωρών-μελών, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διότι οι οικονομικά (και βιομηχανικά) ισχυρές χώρες του Βορρά έχουν τη δυνατότητα να στηρίξουν τη βιομηχανία τους με εθνικούς πόρους και ήδη το κάνουν, σε βαθμό που προκαλεί αντιδράσεις από τις πιο αδύναμες χώρες, οι οποίες μη έχοντας αντίστοιχες δυνατότητες εκτιμούν ότι αυτή η κατάσταση θα οδηγήσει σε περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος Βορρά-Νότου.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της Γερμανίας, που ήδη από το τέλος Οκτωβρίου ενέκρινε πρόγραμμα-μαμούθ, ύψους άνω των 200 δισ. ευρώ, για την ενεργειακή στήριξη ιδιωτών και βιομηχανίας. Μπορεί η κίνηση αυτή να πυροδότησε σημαντικές αντιδράσεις εκ μέρους άλλων χωρών-μελών για τον αθέμιτο ανταγωνισμό που δημιουργεί στην εσωτερική αγορά, πλην όμως η ροή των εξελίξεων δεν άλλαξε ούτε αναμένεται να αλλάξει. Κάθε κράτος θα κάνει ό,τι μπορεί για να προστατεύσει τη βιομηχανία του, ιδίως καθόσον οι μηχανισμοί της Ευρώπης δεν δίνουν συνολική λύση.
Το ερώτημα είναι τι θα κάνει η Ελλάδα. Η βιομηχανία στην επιστολή της καταθέτει μια σειρά από προτάσεις που θεωρούνται λογικές και εφαρμόσιμες από την ευρύτερη αγορά. Το θέμα, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις σημαντικών αναταράξεων, είναι πόσο γρήγορα και σε ποιο βαθμό αυτές οι προτάσεις μπορούν να υιοθετηθούν και να εφαρμοστούν, πιθανώς και με τη σύμφωνη γνώμη όλων των μεγάλων κομμάτων, αλλά και αν θα αυξηθεί η πίεση από τη χώρα μας για την εύρεση, σε δεύτερο χρόνο απ' ό,τι φαίνεται, μιας συνολικής «ευρωπαϊκής» λύσης.
Το ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο -και με στοιχεία εξαιρετικά έντονης πόλωσης- σίγουρα δεν συγκαταλέγεται στα θετικά της συγκυρίας. Της «εποχής» είναι τα επιδόματα κατευθείαν στην τσέπη του πολίτη και η αντιπολίτευση εφ’ όλης της ύλης. Όχι η στήριξη «των βιομηχάνων». Εντούτοις, τόσο η κυβέρνηση όσο και οι πολιτικοί γενικότερα οφείλουν να αναλογιστούν ότι θα υπάρξει και επόμενη μέρα, μετά τις εκλογές. Και θα είναι δύσκολη!
Η βιομηχανία κατάφερε να «ανθήσει» αρκετά τα τελευταία χρόνια, απασχολεί άμεσα 425.000 εργαζόμενους, έχει προχωρήσει σε σημαντικές νέες επενδύσεις και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, με ρυθμούς που δεν βλέπουμε συχνά σε αυτή τη χώρα. Απέδειξε επίσης ότι μπορεί να στηρίξει τη χώρα και την οικονομία, σε περιόδους που η -ούτως ή άλλως λανθασμένη- «μονοκαλλιέργεια» του τουριστικού προϊόντος αδυνατεί.
Θα είναι στρατηγικό -και ενδεχομένως μοιραίο- λάθος να μείνει χωρίς ειδικότερη προστασία, σε μια περίοδο εξαιρετικά κρίσιμων οικονομικών ανακατατάξεων σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Έστω κι αν αυτό χαλάει κάπως το πολιτικό αφήγημα του «όλα πάνε καλά».
Εκτός αν θέλουμε πραγματικά να γίνουμε μόνο «γκαρσόνια της Ευρώπης»!
---------------------
---------------
---------------
------------
-------------------
Ηλεκτροσοκ απειλεί την ευρωπαϊκή βιομηχανία αλουμινίου
---------------
----------------
--------------
-------------
Σχόλια