Ο Εκτροχιασμός της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας και οι Επιπτώσεις στην Ανταγωνιστικότητα της Βιομηχανίας

Του Αντώνη Κοντολέοντος*

 Όλοι συμφωνούμε για την ανάγκη της σταδιακής μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας και την απεξάρτηση της οικονομίας μας από τα ορυκτά καύσιμα, μιας μετάβασης όμως που πρέπει να είναι δίκαιη, ασφαλής και ανταγωνιστική για τη βιομηχανία μας. Ο μετασχηματισμός (πράσινος και ψηφιακός) της βιομηχανίας αποτελεί προϋπόθεση για την υλοποίηση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και των νέων κλιματικών στόχων, ήτοι την μείωση των άμεσων και έμμεσων εκπομπών.

Μιας μετάβασης όμως, η οποία  δεν μπορεί να επιτευχθεί ταχύτερα από την εξασφάλιση των πόρων και της απαραίτητης τεχνολογίας, την ώρα μάλιστα που τα μέσα αυτά δεν θα  είναι ισομερώς  διαθέσιμα σε όλα κράτη της Ε.Ε, καθώς πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη εντάξει στα εθνικά σχέδια Ανάκαμψης τους ειδικά  προγράμματα στήριξης του «πράσινου» μετασχηματισμού της βιομηχανίας τους.

Δημιουργούνται επομένως εύλογες ανησυχίες για πιθανό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, κυρίως δε των εξαγωγικών αλλά και ευρύτερα για διεύρυνση του οικονομικού, κοινωνικού και γεωγραφικού χάσματος εντός της Ενιαίας Αγοράς.

Οι ανησυχίες αυτές ενισχύονται, καθώς η πρόσφατη ενεργειακή κρίση ανέδειξε πιο έντονα τα χρόνια δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς ενέργειας, μιας αγοράς που εμφανίζει χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου και έθεσε βάσιμα ερωτήματα για ενδεχόμενη χειραγώγηση των τιμών στο ελληνικό χρηματιστήριο ενέργειας, οι οποίες εν μέσω κρίσης διαμορφώνονται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα ως προς τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.

Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι τιμές εισαγωγής του φ.α στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας στην τριμηνιαία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Quarterly Report on European Gas Markets, Q3 2021), είναι χαμηλότερες εκείνων που διαμορφώθηκαν την αντίστοιχη περίοδο στα ευρωπαϊκά hubs (χονδρεμπορικές αγορές φ.α) και των τιμών που πλήρωσε η ελληνική βιομηχανία (TTF).

Συγκεκριμένα οι τιμές ανά σημείο εισόδου στη χώρα μας ήταν ως εξής: Σιδηρόκαστρο (Gazprom) 30.93 Ευρώ/MWh, Νέα Μεσημβρία (ΤΑΠ) 31.85 Ευρώ/Mwh και Ρεβυθούσα (LNG) 31.71 Ευρώ/MWH. Τιμές σίγουρα χαμηλότερες από  τις  τιμές των ευρωπαϊκών hubs την ίδια περίοδο (47.8 Ευρώ/ΜWh).

Ευλόγως λοιπόν τίθεται το ερώτημα γιατί παρά το φθηνό φ.α που μπήκε στη χώρα  δεν το είδαμε αυτό να αντανακλάται στις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ,οι οποίες εκείνη την περίοδο εκτοξεύτηκαν (ΤΕΑ Σεπτεμβρίου 134.7 Ευρώ/MWH) και γιατί η ΡΑΕ δεν έχει ανακοινώσει μέχρι και σήμερα τις τιμές εισαγωγής φ.α ως είθισται.

Τα ανωτέρω ερωτήματα περί διαμόρφωσης συνθηκών ενδεχόμενης χειραγώγησης των τιμών ενισχύονται από το γεγονός ότι όλες οι συμβάσεις προμήθειας ΜΤ ΚΑΙ ΧΤ, μετά τον Ιούλιο, τροποποιήθηκαν και μεταφέρουν πλέον 100% τις τιμές της αγοράς στους καταναλωτές, γεγονός το οποίο  όφειλε να ευαισθητοποιήσει τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές ενέργειας.

Και τούτο διότι οι  καθετοποιημένοι παραγωγοί/προμηθευτές πλέον καθίστανται αδιάφοροι ως προς τις τιμές που διαμορφώνουν οι ίδιοι στη χονδρεμπορική αγορά, οι οποίες μετά τον Ιούλιο διαμορφώνονται σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από το υπολογιζόμενο κόστος παραγωγής μιας μονάδας συνδυασμένου κύκλου, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, παρά το γεγονός ότι οι σχετικοί υπολογισμοί έλαβαν υπόψη τους τις τιμές φ.α των ευρωπαϊκών Hubs (TTF) και όχι τις τιμές εισαγωγής στη χώρα μας.


 Η δε επιβάρυνση για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, παρά τις υψηλότερες τιμές των ευρωπαϊκών hubs, είναι σαφώς μικρότερη, καθώς αυτές καλύπτονται από  διμερή συμβόλαια με σταθερές ανταγωνιστικές τιμές, που υπογράφουν με μεγάλους παραγωγούς,  όπως εξάλλου προκύπτει από πρόσφατη έκθεση του ΑCER (Market monitoring report 2020, 30.10.2021) από την οποία παραθέτουμε τον παρακάτω πίνακα.

Αντίθετα με κύρια ευθύνη των υπεύθυνων του  Χρηματιστήριου Ενέργειας (ΕΝΧΕ), ένα έτος μετά τον υποτιθέμενο εκσυγχρονισμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στο πλαίσιο του target model η προθεσμιακή αγορά είναι ανύπαρκτη, γεγονός το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα οι μη καθετοποιημένοι προμηθευτές και οι μεγάλες βιομηχανίες να μην έχουν, εν μέσω κρίσης, τη δυνατότητα αντιστάθμισης του κινδύνου από την εκτόξευση των τιμών. 

Την ίδια στιγμή, τα όποια μέτρα προωθούνται από τους αρμοδίους με στόχο τη σύναψη συμβάσεων παραγωγών ΑΠΕ με μεγάλες βιομηχανίες (ΡΡΑ), αυτοαναιρούνται στην πράξη από την διατήρηση έως το 2025 των δημοπρασιών επιδότησης έργων ΑΠΕ με σταθερές τιμές  για 20 έτη.

Θα πρέπει κατ’ ελάχιστο οι μονάδες ΑΠΕ, οι οποίες θα συμμετέχουν στους διαγωνισμούς για σταθερές τιμές να διαθέτουν το 50% της παραγόμενης ενέργειας τους σε ΡΡΑ με βιομηχανίες.

Συμπερασματικά η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία επιβαρύνεται δυσανάλογα από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές ομοειδείς επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση της πράσινης μετάβασης.

Επομένως βραχυπρόθεσμα, εγκυμονούνται κίνδυνοι περιορισμού της παραγωγής ή και αναστολής λειτουργίας για πολλές βιομηχανίες της χώρας μας, ενώ μεσοπρόθεσμα απειλείται η ανταγωνιστικότητα όλης της βιομηχανίας, ιδίως δε των εξωστρεφών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις διεθνείς αγορές.   

 

* Λίγα λόγια για τον  κ. Αντώνη Κοντολέων πρόεδρο του ΔΣ  της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας

Σπουδές: Πτυχιούχος Mηχανολόγος- Ηλεκτρολόγος ΕΜΠ, 1979.

Επαγγελματικές Δραστηριότητες (από 1982 – σήμερα):

- ΑΓΕΤ – ΗΡΑΚΛΗΣ (1982-2011) , σε διάφορες διευθυντικές θέσεις μεταξύ των οποίων  Δ/ντής  Νέων έργων  (1989-2008) , και   Δ/ντής  Ενέργειας  (2006-2011)

- Μέλος ΔΣ ΕΒΙΚΕΝ (2010-2019)

- Πρόεδρος ΔΣ ΕΒΙΚΕΝ 2020

- ΒΙΟΧΑΛΚΟ - Σύμβουλος Ενέργειας (2012- σήμερα)

Το άρθρο του δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ στις  24 Ιανουαρίου 2022

ΠΗΓΗ

-----------------

Σχόλια