Βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη καμπή της ευρωπαϊκής και
παγκόσμιας ιστορίας από τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1970, όταν
άνοιγε η αυλαία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ως απάντηση στη
κρίση του κεϋνσιανισμού και των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Βιώσαμε τη παγκόσμια χρηματιστηριακή κρίση (2007-10), ακολούθησε η κρίση
της ευρωζώνης (2010-2015), το Brexit και η πανδημία. Όλα αυτά συνέβαλαν
στη πτώση της κερδοφορίας των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και στη
συνακόλουθη συστολή του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, εφόσον
διαταράχθηκαν τα δίκτυα των αλυσίδων παραγωγής και το παγκόσμιο εμπόριο.
Και τώρα εν έτει 2022 προς το 2023 έχουμε το Ουκρανικό. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Κι ενώ όλα έδειχναν η αποσύνθεση του Ευρω-Ατλαντισμού να παίρνει ένα δρόμο χωρίς γυρισμό, ο πόλεμος στην Ουκρανία επανένωσε τον Ευρω-Ατλαντισμό υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να αποκόβει, όσο αυτό είναι δυνατό, τη Κίνα από τις δυτικές αγορές. Έτσι, η Ουκρανία δεν είναι παρά το επιστέγασμα της ιστορικής τάσης για αναδίπλωση του φαινομένου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία κυριάρχησε στη Δύση μετά τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1970 ως η απάντηση στον καταρρέοντα κεϋνσιανισμό.
Εδώ και 15 χρόνια, τα νεοφιλελεύθερα πολιτικά συστήματα της Δύσης προσπαθούν, μάταια, να επουλώσουν τα ρήγματα που προκάλεσαν οι τεράστιοι δομικοί κραδασμοί του δυτικού συστήματος εξουσίας με μέτρα όπως η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η διαρκής λιτότητα. Ωστόσο, η Ουκρανία έδειξε ότι αυτά τα μέτρα, πλέον, δεν αρκούν και ότι χρειάζονται θεσμοθετημένα καθεστώτα αυξημένης προστασίας των αγορών και των βιομηχανιών, μια θεσμοθέτηση η οποία επιβάλλεται να γίνει όχι μόνο σε επίπεδο έθνους-κράτους αλλά και με την καίρια αρωγή του.
Σ’ αυτή τη συνάφεια, και με δεδομένο τον καλπάζοντα πληθωρισμό, οι ενδογενείς άρχουσες τάξεις των κρατών που προσανατολίζονται στον προστατευτισμό θα πρέπει να κατανοήσουν ότι προστασία χρήζει όχι μόνο η επιχείρηση, αλλά, προπάντων, η εργασιακή δύναμη. Οι ΗΠΑ πρωτοστατούν, τουλάχιστον στον πρώτο τομέα: στη προστασία της (καπιταλιστικής) επιχείρησης.
Έλεγχος των αγορών από τις ΗΠΑ
Όπως συνέβη στον μεσοπόλεμο –οι ΗΠΑ, κι όχι η ναζιστική Γερμανία, ήταν οι πρώτες που έκλεισαν τις αγορές τους με αποκορύφωμα το δασμολογικό νόμο των Smoot-Hawley του 1931– έτσι και σήμερα οι ΗΠΑ εντατικοποίησαν τις πολιτικές τους προσπάθειες για προσέλκυση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας και προστασίας των επιχειρήσεών τους, ενώ μαίνεται ο τεχνολογικός πόλεμος με τη Κίνα.
Η Γαλλία επιτέθηκε ανοιχτά τόσο ενάντια στην επιδότηση των $430 δισ. προς τις αμερικανικές εταιρείες για να τις προστατεύσει απ’ το πληθωρισμό –το περίφημο Inflation Reduction Act-IRA– όσο και σε επιδοτήσεις επενδυτών που σκοπεύουν να μεταναστεύσουν τα κεφάλαιά τους στις ΗΠΑ. Επίσης, σε ανοιχτό τεχνολογικό πόλεμο με τη Κίνα, η Γερουσία ψήφισε και νόμο για την ενίσχυση και προστασία της ψηφιακής βιομηχανίας στη χώρα (Chips and Science Act), ύψους $280 δισ.
Όλα αυτά παραβιάζουν τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), πυλώνα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, κανόνες που οι ίδιες οι ΗΠΑ πρωτοστάτησαν να επιβάλλουν στον Οργανισμό τη δεκαετία του 1990 όταν η νεοφιλελεύθερη επίθεση ανθούσε. Κι ενώ είναι φανερό ότι οι πυλώνες της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης αγοράς γκρεμίζονται ο ένας μετά τον άλλο, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είναι αδύναμες να αντιδράσουν στις αμερικανικές πρωτοβουλίες οι οποίες διαλύουν όχι μόνο τη κοινωνική συνοχή αλλά και επιφέρουν μεγάλα πλήγματα στις ίδιες τις Ευρωπαϊκές αστικές τάξεις.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ αυτοπεριορίζεται από τις ίδιες τις ορντο-φιλελεύθερες Συνθήκες (αυταρχικές) που επέβαλλε στα κράτη-μέλη της, εφόσον αυτά δεν διαθέτουν πλέον κανένα κεϋνσιανό εργαλείο για την άσκηση οικονομικής, νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και, άρα, δεν μπορούν να τονώσουν την ενεργό ζήτηση ή να προστατεύσουν με κρατικές χορηγίες την Ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Η ολοφάνερη στρατηγική των ΗΠΑ με αφορμή το πόλεμο στην Ουκρανία είναι ν’ αποκόψει παντελώς την Ευρώπη απ’ την ενεργειακή εξάρτηση που έχει από τη Ρωσία. Αυτό φαίνεται να το καταφέρνει, εφόσον η Γερμανία πείστηκε όχι μόνο να κλείσει τους αγωγούς Nord Stream αλλά και να οικοδομήσει εντελώς νέες υποδομές υποδοχής αμερικανικού φυσικού αερίου (LNG) το οποίο θα αγοράζει σε τιμές πέντε φορές υψηλότερες απ’ ότι πουλιέται στην εσωτερική αγορά των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, οι βιομηχανίες παραγωγής αλουμινίου, λιπασμάτων και αυτοκινήτων σε όλη την Ευρώπη υποφέρουν από τον πληθωρισμό και τις υψηλές τιμές ενέργειας.
Πίεση σε ΕΕ και Κίνα
Η πτώση της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αναγκάζει τη μετανάστευσή τους στις ΗΠΑ, όπου όχι μόνο λαμβάνουν τα οφέλη που περιγράψαμε πιο πάνω, αλλά και διότι οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει καθεστώς απαγόρευσης συνεργασίας μεταξύ χωρών-μελών της ΕΕ και της Κίνας. Τα προβλήματα, ωστόσο, δεν σταματούν εδώ. Η κρίση της νεο-φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και η αδυναμία επιστροφής σε μία πολιτική και κοινωνική κανονικότητα, έστω κι αν αυτές στηρίζονται στη διαρκή λιτότητα και τη φτωχοποίηση, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε κούρσες εξοπλισμών και γενίκευση του πολέμου της Ουκρανίας.
Με άξονες τη Ταϊβάν, την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, οι ΗΠΑ προσπαθούν να χτίσουν ένα δακτύλιο οικονομικής και στρατιωτικής περίσφιξης της Κίνας. Στην Ευρώπη, αυτό επιτυγχάνεται με την ολοκληρωτική υποταγή της Γερμανίας και τον επανεξοπλισμό της, στην κατεύθυνση της όξυνσης των σχέσεων με τη Ρωσία και τον αποκλεισμό της τελευταίας από κάθε συνεργασία με την ΕΕ.
Η αμερικανική Γερουσία ενέκρινε αμυντικό προϋπολογισμό ύψους $858 δισ. μεγαλύτερο ακόμη κι απ’ αυτόν που ζήτησε ο Λευκός Οίκος. Αυτός ο προϋπολογισμός είναι υψηλότερος κατά 30% απ’ ότι αυτός του 2016. Το σημαντικό σ’ αυτό το προϋπολογισμό είναι ότι προβλέπει άμεση στρατιωτική ενίσχυση της Ταϊβάν με $10 δισ. κάτι πρωτοφανές στις σχέσεις Κίνας-Ρωσίας. Η Ταϊβάν γίνεται έτσι η Ουκρανία της Νότιας Ασίας με στόχο τη Κίνα, η οποία αναμένεται να κάνει το “μεγάλο λάθος”, όπως η Ρωσία.
Για τη Γερμανία εγκρίθηκε η αγορά μεγάλου αριθμού μαχητικών F-35, την ίδια στιγμή που η Γερμανία πρωτοστατεί στην Ευρώπη για αποστολή βοήθειας $18 δισ. στην Ουκρανία. Η δε Ιαπωνία αυξάνει τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά ¼ και προμηθεύεται πυραυλικά συστήματα Tomahawk που μπορούν να πλήξουν στόχους μέχρι τα 1.000 χιλιόμετρα, δηλαδή τη Βόρεια Κορέα και μέσα στην Κίνα.
Ποια η θέση της Ελλάδας
Στη ρίζα των πάντων βρίσκεται η πτώση της κερδοφορίας των δυτικών πολυεθνικών κολοσσών και της διπλής κρίσης τόσο των αλυσίδων παραγωγής όσο και της χρηματιστηκοποίησης, δηλαδή δύο απ’ τα βασικότερα χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που έχει τις ιστορικές της καταβολές τη δεκαετία του 1970. Έτσι, κάθε κράτος ή/και γεωπολιτικό μπλοκ αρχίζουν να φλερτάρουν με το προστατευτισμό και τη περιχαράκωση των αγορών τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, κι ενώ οι ΗΠΑ θα εξακολουθούν ν’ απομακρύνουν Κίνα και Ρωσία από την ΕΕ ενώ οι ίδιες θα αυτοπροστατεύονται, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία θα κλονίσει παραπέρα τις ευρωπαϊκές οικονομίες και θα οξύνουν τα αδιέξοδά τους με κίνδυνο τη πλήρη παράλυση.
Σ’ αυτή την Ευρω-Ατλαντική και παγκόσμια συνάφεια, η Ελλάδα, εκατό χρόνια μετά, θα κληθεί να αμυνθεί της Συνθήκης της Λωζάνης. Δεν θα είναι εύκολο, διότι οι κυρίαρχες μερίδες της αστικής τάξης και το πολιτικό σύστημα συνολικά δεν έχουν σχέδιο αντιμετώπισης του τουρκικού ιμπεριαλισμού, έτσι όπως δεν είχαν σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους μέσα (ή έξω) από την Ευρωζώνη τη περίοδο 2010-2015.
Να τονίσω ότι η Τουρκία, εδώ και δεκαετίες, έχει εμπράκτως αμφισβητήσει τη Συνθήκη σε όλα τα μέτωπα που είχαν συζητηθεί σε διπλωματικό επίπεδο μεταξύ Νοέμβρη 1922 και Ιούλη 1923: από τη βόρεια Συρία, τη Μοσούλη και το Καύκασο, μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και τη Θράκη. Επίσης εμπράκτως, τουλάχιστον απ’ το 1955, έχει αμφισβητήσει και το δικαίωμα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση.
Εν ολίγοις, αυτά είναι τα φορτία με τα οποία μπαίνουμε στο 2023 και αν η ελληνική κοινωνία συνολικά δεν αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις με ομοψυχία και ένα νέο σχέδιο για οικονομική και πολιτική αναγέννηση, τότε το 2023 θα γίνει απαρχή νέων συμφορών.
==================
Σχόλια