Γνωρίζουμε πως η ανισομετρία μεταξύ έθνους και κράτους στην Ελλάδα –το γεγονός δηλαδή ότι το ελληνικό Έθνος, τουλάχιστον μέχρι σχετικά πρόσφατα, υπερέβαινε
τις διαστάσεις του κράτους– δεν είχε επιτρέψει ποτέ στο παρελθόν την
πλήρη σύμπτωση έθνους και κράτους. Και παρότι οι Κύπριοι αγωνιστές
δάκρυζαν όταν έψαλλαν το «σκέπασε μάνα σκέπασε», αυτή τους
συμπεριφέρθηκε μάλλον σαν μητρυιά που απόδιωχνε τα παιδιά της. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Οι ελίτ του ελλαδικού κράτους, στην πλειοψηφία τους, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα 80 ή 90 χρόνια της ιστορίας του, προσπαθούσαν διαρκώς να ανακόψουν τη βούληση του εθνικού σώματος για δημιουργία ενός ενιαίου ελληνικού κράτους που να περιλαμβάνει το σύνολο του έθνους. Πράγμα που έκαναν είτε κάτω από τη μόνιμη πίεση των μεγάλων δυνάμεων, που επιθυμούσαν μια μικρή Ελλάδα άθυρμα στα χέρια τους, είτε διότι είχαν ενστερνιστεί και οι ίδιοι την ίδια ιδεολογία –«η μικρά άλλα τίμιος Ελλάδα– είτε, συνηθέστερα, και για τα δύο μαζί. Αυτό το γεγονός θα μεταβάλει την υπαρκτή, ήδη επί τουρκοκρατίας, διαφοροποίηση των ανώτερων τάξεων και των ελίτ με το λαϊκό σώμα σε αντίθεση μεταξύ κράτους και έθνους.
Εξ ου και η γελοιότης του σχήματος που προωθούν οι εθνοαποδομητές πως «είναι το κράτος που συγκρότησε το έθνος», όχι μόνο διότι το έθνος προϋπήρχε κατά χιλιετίες του νεοελληνικού κράτους, αλλά και διότι το κράτος, αντίθετα, προσπαθούσε να συρρικνώσει το έθνος στα δικά του μέτρα και μεγέθη. Ο πρώτος που θα δοκιμάσει να άρει αυτή την ανισορροπία, εν μέρει επιτυχώς, υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος που είχε αναδειχθεί μέσα από την επανάσταση ενός τμήματος του αλύτρωτου ελληνισμού, πέραν του ελλαδικού Κράτους – της Κρήτης, η οποία εξεβίασε κυριολεκτικώς την ένταξή της στο ελληνικό κράτος. Ο Βενιζέλος ερχόταν από έξω, γι’ αυτό και θα επιχειρήσει μιαν αντίστροφη κίνηση, να φέρει το κράτος στα μέτρα του έθνους.
Εν τέλει, αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο ευρύτερο έθνος και τον στενό ελλαδισμό των κρατικών ελίτ–συσπειρωμένων γύρω από τον βασιλιά Κωνσταντίνο– θα οδηγήσει και στην πρώτη μεγάλη εμφύλια διαμάχη, από το 1915 έως το 1923, η οποία τελικά και θα οδηγήσει στη βίαιη συρρίκνωση του έθνους ώστε να προσαρμοστεί στα μεγέθη του κράτους, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Το 1922, η σύμπτωση έθνους και κράτους –εκτός από την Κύπρο, τη Βόρεια Ήπειρο–, θα ολοκληρωθεί με την οριστική απώλεια της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης. Εν συνεχεία, καθώς οι Έλληνες θα έχουν χάσει κάθε μεγάλο εθνικό όραμα, θα ακολουθήσει μία μακρά περίοδος εμφύλιων διαμαχών και αντιπαραθέσεων στη διάρκεια των οποίων το κράτος συχνά συγκρούεται με το λαϊκό σώμα, ή με ένα μεγάλο μέρος του, ακόμα και βίαια. Αυτό θα συμβεί κατ’ εξοχήν στη διάρκεια του εμφυλίου, αλλά και στις κινητοποιήσεις για το Κυπριακό, στα Ιουλιανά και προφανώς στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Άλλωστε, αυτή η διαμάχη συνιστά εν μέρει και σύγκρουση στο εσωτερικό του λαϊκού σώματος – όπως ανάμεσα στις ελλαδικές μάζες και τις επήλυδες προσφυγικές μάζες, αλλά όχι μόνο, ή ανάμεσα στους παλαιοελλαδίτες και τις νέες χώρες. Και μέχρι τουλάχιστον τα Ιουλιανά του 1965, ακόμα και κατά τη δικτατορία, αυτή η παράμετρος θα είναι παρούσα και ενεργή στις εμφύλιες διαμάχες της χώρας. [Θα αρκούσε κανείς να δει την κατ’ εξοχήν παλαιοελλαδίτικη προέλευση της πεντάδας των συνταγματαρχών της χούντας. Ο Παπαδόπουλος, ο Ρουφογάλης, ο Λαδάς, ο Μακαρέζος και ο Ιωαννίδης: από την Πελοπόννησο κατάγονταν οι τρεις πρώτοι και από τη Στερεά Ελλάδα και την Αθήνα οι δύο άλλοι.]
Η τομή της μεταπολίτευσης, το έθνος «γίνεται» κράτος
Κατά τη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα θα συνεχίζει να επιβιώνει και μάλιστα, με τη ρεβάνς των ηττημένων του εμφυλίου να ορίζει τις νέες ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες, μεταφρασμένο όμως σε μια έντονη αλλά «κόσμια» αντίθεση συντηρητικών και προοδευτικών – και μόνο η «17 Νοέμβρη» θα επιχειρεί ανεπιτυχώς να την επαναφέρει στο επίπεδο ενός αιματηρού εμφυλίου.
Τώρα, οι εκπρόσωποι των ηττημένων του εμφυλίου όχι απλώς θα καταλάβουν την ιδεολογική εξουσία αλλά και θα φτάσουν και στην ίδια την πολιτική εξουσία, με κύκνειο άσμα τους τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κράτος θα ταυτιστεί με το έθνος, έστω δι’ αντιπροσώπων και διορισμών, καθώς οι «εκπρόσωποι» του έθνους «θα κατακτήσουν» το κράτος. Σύμβολο αυτής της νέας αναδυόμενης πραγματικότητας θα αποτελέσει το Πολυτεχνείο και ο εορτασμός της 17ης Νοεμβρίου. Το «ΕΑΜικό έθνος» –μέσω του ΠΑΣΟΚ και της παραδοσιακής Αριστεράς– θα επιτύχει τη θριαμβευτική είσοδό του στο κράτος και η λεγόμενη γενιά του Πολυτεχνείου θα ταυτιστεί με τη «γενιά της μεταπολίτευσης». [Και όταν μιλάμε για γενιά του Πολυτεχνείου δεν θα πρέπει να περιοριζόμαστε στη Δαμανάκη, τον Λαλιώτη, τον Τζουμάκα ή τον Αλαβάνο, αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε πως και ο Κώστας Σημίτης τοποθετούσε βόμβες στη διάρκεια της δικτατορίας!]
Στην παλιά διαίρεση έθνους και κράτους η δεξιά παράταξη, με τους παλαιοελλαδίτικους πληθυσμούς κατ’ εξοχήν, εκπροσωπούσε λίγο-πολύ το κράτος και η άλλη, η αριστερά και η κεντρώα, με τους προσφυγικούς πληθυσμούς, εξέφραζε τον «λαό». Αυτή η διαίρεση θα εκκενωθεί πλήρως – έθνος και κράτος θα συμπέσουν, τόσο από άποψη καταγωγής (οι απόγονοι των προσφύγων και των Βορειοελλαδιτών θα συνυπάρχουν σχεδόν ισότιμα με τους παλαιοελλαδίτες και τους κρητικούς στο κράτος), καθώς και οι γόνοι των αριστερών με εκείνους της δεξιάς. Άλλωστε, η κυβερνώσα και ιδεολογικά κυρίαρχη στη μεταπολίτευση προοδευτική παράταξη, και δι’ αυτής ο λαός, «θα κατακτήσει» το κράτος, διογκώνοντάς το (μόνο και μόνο σε επίπεδο μεγεθών οι 250.000 δημόσιοι υπάλληλοι του 1967 θα γίνουν 1.100.000 το 2008). Πλέον έθνος και κράτος έχουν καταστεί ιδεολογικά και καταγωγικά ομοιογενή.
Εν κατακλείδι, ο διχασμός έθνους και κράτους που σημάδεψε τη νεοελληνική ιστορία θα πάψει να έχει νόημα, καθώς έθνος και κράτος θα συμπέσουν – αρχικώς δια της οριστικής συρρικνώσεως του έθνους και της ενσωμάτωσης του τελευταίου στο κράτος.
Ελίτ και λαϊκό σώμα
Θα πρέπει, όμως, να θυμίσουμε πως ο διχασμός κράτους-έθνους αποτελούσε ταυτόχρονα και μια έκφραση του διαφορισμού ανάμεσα στις ελίτ και το λαϊκό σώμα, καθώς οι ελίτ θα ελέγχουν το κράτος και, μέσω αυτού, το έθνος-λαϊκό σώμα. Και όχι μόνο θα αναπαράγουν την πολιτική ηγεμονία τζακιών και οικογενειών στην ελληνική πολιτική ζωή αλλά, προπαντός, θα ελέγχουν μέσω του πολιτισμικού τους κεφαλαίου την ιδεολογική και εκπαιδευτική ζωή της χώρας.
Και εδώ θα έχουμε ένα βαθύτατα δυιστικό-διχαστικό σχήμα, που θα εκφράζεται και μέσω του γλωσσικού διαφορισμού –η «καθαρή» ελληνική για το κράτος και την ανώτερη εκπαίδευση, η χυδαία δημοτική για το πόπολο, τον λαό–, αλλά όχι μόνο. Δηλαδή, οι ελίτ και το κράτος που ήλεγξαν –αφού το έθνος το είχε δημιουργήσει με αίμα, δάκρυα και αναρίθμητες επαναστάσεις– θα έχουν «οργανωθεί» εναντίον του ίδιου του λαού τους και εν τέλει του ίδιου του έθνους τους. Βεβαίως, αυτή η σχέση δεν είναι μονοδιάστατη, καθώς οι ελίτ υπάρχουν διότι υπάρχει το έθνος και επομένως το έχουν ανάγκη παρά το ότι συχνά το περιφρονούν. Προφανώς λοιπόν και θα το εκπροσωπούν, διότι υπάρχουν δι’ αυτού, όπως θα συμβεί με τους βαλκανικούς πολέμους ή το Όχι του 1940, ταυτόχρονα όμως θα το υπονομεύουν και θα το πριονίζουν όπως θα κάνουν με την Κύπρο.
Πάντως, μετά τη μεταπολίτευση, και αφού οι παλιές ελίτ θα εμπλουτιστούν ή ακόμα και θα αντικατασταθούν από τους «αντιπροσώπους» του έθνους της κεντροαριστεράς, οι παρεδεδομένοι διαχωρισμοί ανάμεσα στις ελίτ και το λαϊκό σώμα θα καταρρεύσουν με τη σειρά τους. Ο γλωσσικός και πολιτισμικός διαφορισμός θα αντικατασταθεί μάλιστα με μια τέτοια γλωσσική και πολιτιστική ισοπέδωση, που συχνά μας κάνουν να νοσταλγούμε παλαιότερες εποχές.
Δηλαδή, για πρώτη φορά στην ιστορία του νεώτερου ελληνισμού, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, τα στεγανά μεταξύ κράτους και έθνους και ελίτ και λαϊκού σώματος θα καταρρεύσουν δομικά και όχι απλώς συγκυριακά.
Η γένεση του εθνομηδενισμού
Αυτή η υπέρβαση της παλιάς διχοτομίας είχε δύο πιθανές απαντήσεις. Η μία θα ήταν η σύμπτωση επιτέλους των ελίτ και του λαϊκού σώματος γύρω από ένα πρόταγμα ανάταξης και αναβάθμισης του ελληνισμού ως έθνους-κράτους πλέον – όπως είχε εν μέρει συμβεί από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τη μεγάλη εθνική εξόρμηση του 1912- 1920. Η δεύτερη θα ήταν, αντίθετα, η ολοκληρωτική εγκατάλειψη του έθνους και της εθνικής διάστασης. Στην πρόσφατη ιστορία μας, ψήγματα της πρώτης απάντησης θα διαφανούν κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, μέχρι το 1989 περίπου, ενώ κατά τη δεύτερη μεταπολιτευτική περίοδο θα επικρατήσει συντριπτικά η δεύτερη επιλογή: Οι ελίτ θα αναπαράγονται όχι πλέον σε σύνδεση, έστω και κατασταλτική, ανταγωνιστική με το λαϊκό σώμα, αλλά θα αναπαράγονται χωριστικά, και θα απογειωθούν φαντασιακά και υλικά από την ελληνική πραγματικότητα: Για τις πολιτικές ελίτ, το ελληνικό έθνος-κράτος έχει ήδη μεταβληθεί σε μια επαρχία των Βρυξελλών και κατά συνέπεια έχει πάψει να υπάρχει ως έθνος, διάβημα που εξέφραζε ιδεολογικά ο εθνομηδενισμός της πνευματικής και καλλιτεχνικής ελίτ.
Γι’ αυτό, πλέον, η αναπαραγωγή των ελίτ δεν θα γίνεται μέσω του όποιου θεσμικού, γλωσσικού, ή καταγωγικού ή ακόμα και ταξικού διαφορισμού, αλλά μέσω της διαμόρφωσης μιας κοινής εθνομηδενιστικής βουλγκάτας, κυρίαρχης στα ΜΜΕ, την εκπαίδευση, τα Πανεπιστήμια, τους εκδοτικούς οίκους, τις ΜΚΟ, τον καλλιτεχνικό χώρο. Όσο για το έθνος, αυτό εκχωρείται σε μια ακαθόριστη «λαϊκιστική» πλειοψηφία που, παρά την επιμονή της στην παράδοση και τη θρησκεία, παραμένει υποτελής και εξαρτημένη από την κυρίαρχη εθνομηδενιστική ελίτ.
Καθώς λοιπόν τα παλαιά στεγανά μεταξύ έθνους και κράτους κατέρρευσαν και έθνος και λαός είχαν πλέον ταυτιστεί υλικά, η αναπαραγωγή των διαχωρισμών μεταξύ των ελίτ και του λαϊκού σώματος δεν θα μπορούσε να εκφραστεί ως αντίθεση στο εσωτερικό του έθνους, αλλά θα γίνει εξωτερική ως προς αυτό, θα μεταβληθεί σε απόρριψη του έθνους. Γι’ αυτό και η Κατερίνα Σακελλαροπούλου θα ξιφουλκήσει στην πλέον εθνομηδενιστική εφημερίδα της χώρας, την Εφημερίδα των Συντακτών, ενάντια στην «τυραννία της πλειοψηφίας». Ακριβώς διότι οι κυρίαρχες α-εθνικές ελίτ της χώρας εκλαμβάνουν ως τυραννία την ύπαρξη του ίδιου του έθνους τους.
Άλλωστε, ηγεμονικό ρόλο σε αυτή τη μετεξέλιξη θα διαδραματίσει η μεταλλαγμένη αριστερή διανόηση, η οποία θα μεταβάλει την παλιά δυσπιστία της Αριστεράς και των λαϊκών στρωμάτων έναντι του κράτους, καθώς και τον στρεβλό διεθνισμό της, σε απόρριψη της όποιας εθνικής διάστασης. Γι’ αυτό εξάλλου οι αριστεροί διανοούμενοι θα καταλάβουν την ηγεμονία σε όλα τα ιδρύματα των Τραπεζών και των εφοπλιστών – βλέπε, π.χ., ΜΙΕΤ, ίδρυμα Ωνάση, καθώς και σε όλα τα σχολεία της άρχουσας τάξης της χώρας: Κολλέγιο Αθηνών, Σχολή Μωραΐτη, κ.λπ.
Αυτό το εγχείρημα εξελισσόταν σχετικά απρόσκοπτα, μια και το μοντέλο του παρασιτικού εκσυγχρονισμού του Κώστα Σημίτη έμοιαζε να θριαμβεύει, και οι ελληνικές ελίτ βάδιζαν απρόσκοπτα προς την πλήρη αποεθνικοποίησή τους, καθώς μάλιστα –το τερπνόν μετά του ωφελίμου– όλο και περισσότερο οι πηγές της χρηματοδότησής τους μεσολαβούνταν από τις Βρυξέλλες και τα περιβόητα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Αντικατάσταση των Ελλήνων αλλά επιβίωση της «Ελλάδας»
Συναφώς δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως, τις τελευταίες δεκαετίες, και μάλιστα κατά τη δεκαετία 2010-2020 –όταν πλέον τα μεταναστευτικά ρεύματα θα αφορούν πληθυσμούς απολύτως ασύμβατους με την ελληνική πολιτισμική ιδιοπροσωπία–, το μεταναστευτικό ζήτημα θα αποκτήσει κομβικό ιδεολογικό και πολιτικό ρόλο, καθώς οι ελληνικές εθνομηδενιστικές ελίτ της Αριστεράς και της Δεξιάς, σε συμμαχία με τη διεθνή της αποεθνικοποίησης, των ΜΚΟ και του Σόρος, θα δουν στη μετανάστευση την ευκαιρία για «να ξεφορτωθούν» επί τέλους τους ίδιους τους Έλληνες, το ίδιο το ελληνικό έθνος.
Ο πατριάρχης του αριστερού ακαδημαϊκού μηδενισμού, ο Αντώνης Λιάκος, σε κείμενό του στο περιοδικό Lifo, στις 20 Φεβρουαρίου 2020, θα υποστηρίξει πως το δημογραφικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο μέσα από μια μεγάλη μεταναστευτική ένεση:
«Μπορεί να φαίνεται αντιδημοφιλές αλλά πρέπει να ειπωθεί κατηγορηματικά. Η Ελλάδα έχει ανάγκη τουλάχιστον ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Για να αντιμετωπίσει την πληθυσμιακή κατάρρευση. Εκείνο που θα πρεπε να μας απασχολεί είναι το πώς θα τους ενσωματώσουμε… Αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα των επόμενων χρόνων». (https://www.lifo.gr/now/politics/270862/liakos-i-ellada-xreiazetai-1-ekat-prosfyges-gia-na-lysei-to-dimografiko)
Εντούτοις, ένας διανοούμενος της κεντροδεξιάς και μέλος της Επιτροπής Αγγελοπούλου για το 1821, ο Στάθης Καλύβας, θα τον ξεπεράσει προς την ίδια κατεύθυνση διατυπώνοντας ένα συνεκτικότερο θεωρητικό σχήμα. Στις 3 Νοεμβρίου του 2019, σε ένα άρθρο του με τον τίτλο Εθνική και δημογραφική συνέχεια,θα υποστηρίξει πως δεν πρέπει να αγωνιζόμαστε αδίκως για να ανατάξουμε τη δημογραφία της χώρας, αλλά θα πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός πως: στην «ανθρώπινη ιστορία στη μεγάλη της διάρκεια… η πληθυσμιακή καθαρότητα και σταθερότητα είναι μύθοι. Οι άνθρωποι μετακινούνται συνεχώς, είτε ειρηνικά είτε βίαια, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός διαφόρων περιοχών να μεταλλάσσεται συνεχώς».
Θα μας διαβεβαιώσει μάλιστα πως ακόμα και αν πάψουν να υπάρχουν οι Έλληνες, η Ελλάδα θα συνεχίσει να… κατοικείται,παρά τη «μεγάλη αντικατάσταση» που θα έχει λάβει χώρα, κυριολεκτικώς:
«Η Ελλάδα αποτελεί προνομιακό τόπο και στο κοντινό μέλλον θα τραβήξει ανθρώπους τόσο από πλούσιες χώρες που θα θέλουν να ζήσουν σ’ αυτή για την ποιότητα ζωής που μπορεί να προσφέρει, όσο και από φτωχές χώρες, οι οποίοι αναζητούν ασφάλεια και ελευθερία. Είναι, δηλαδή, εντελώς απίθανο η Ελλάδα να αδειάσει από ανθρώπους. Θεωρώ επομένως πως εμείς, οι σημερινοί Έλληνες, έχουμε την ιστορική αποστολή, ως ένας κρίκος σε μια μακρά ανθρώπινη αλυσίδα που έζησε στον τόπο αυτόν, να μεταδώσουμε κάποιες πολύ σημαντικές αξίες μας στους ανθρώπους που θα μας διαδεχθούν στον τόπο αυτό, είτε συνδεόμαστε γονιδιακά μαζί τους είτε όχι». (https://www.kathimerini.gr/opinion/1050017/)
Ένας διανοούμενος στης κεντροδεξιάς ξεπέρασε σε θεωρητική «τόλμη» (ή αναισχυντία αν προτιμάτε) τους ίδιους τους αριστερούς διανοουμένους. Όμως, στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης, θα είναι ακόμα η κεντροαριστερά του ΓΑΠ, του Καμίνη, στην Αθήνα (παρότι ο Μπακογιάννης προσπαθεί φιλότιμα να τον ξεπεράσει), και η Αριστερά του Τσίπρα που θα προχωρήσουν περισσότερο «θαρραλέα» στις πρακτικές της μαζικής και ταχείας ενοφθάλμισης μουσουλμανικών γκέτο στην ελληνική κοινωνία. Άλλωστε, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, τότε πρωθυπουργός, δήλωνε στη Βουλή, στις 5 Μαρτίου 2019, σε συζήτηση για το δημογραφικό, πως:
«Θέλω να ολοκληρώσω την παρέμβασή μου για το δημογραφικό με μία αναφορά, όπως υποσχέθηκα αρχικά, στον τρίτο άξονα –κομβικό κατά τη γνώμη μου– μιας συνολικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του δημογραφικού … Και αναφέρομαι στο κρίσιμο θέμα του μεταναστευτικού προβλήματος … Και πιστεύω ότι είμαστε μια χώρα που πρέπει να έχουμε εθνική υπερηφάνεια και εθνική αυτοπεποίθηση, να πιστεύουμε ότι η ενσωμάτωση ανθρώπων που έρχονται από άλλες χώρες εδώ δεν αποτελεί απειλή, αλλά αποτελεί πλούτο…. Εμείς, λοιπόν, θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για μια κοινωνία συμπεριληπτική, για μια χώρα που πρέπει να είναι πρότυπο συνύπαρξης και αλληλεγγύης, για μια χώρα που θα πρέπει να αγκαλιάζει τον πλούτο των παραδόσεων και των διαφορετικών καταγωγών, με δύο λόγια για την Ελλάδα των ανοιχτών οριζόντων…» (https://www.protothema.gr/politics/article/870837/ )
Έτσι, αυτά που ο Καλύβας αρθρώνει σε θεωρητικό πεδίο ο Τσίπρας τα προωθεί σε πολιτικο-πρακτικό. Η αναφορά του δεν είναι οι Έλληνες και ο ελληνικός λαός αλλά η «Ελλάδα των ανοικτών οριζόντων» με τις διαφορετικές καταγωγές και παραδόσεις της.
Ο υπονομευμένος θρίαμβος
Προφανώς, μια ανάλογη ιδεολογία χαρακτηρίζει όλες τις μεταμοντέρνες ελίτ της Δύσης, που επιθυμούν να εγκαταλείψουν τη στενοχωρία των εθνικών κρατών και ταυτοτήτων και να μεταβληθούν σε «πολίτες του κόσμου». Παντού, όπως το έχουν υπέροχα παρουσιάσει ο Κρίστοφερ Λας, ο Κριστόφ Γκιλουί και ο Ζαν-Κλωντ Μισεά μεταξύ άλλων, στις δυτικές κοινωνίες, οι ελίτ μετασχηματίζονται σε χωριστικές δυνάμεις που επιδιώκουν την πλήρη απόσπασή τους από το λαϊκό σώμα. Άλλωστε, οι δικές μας ελίτ όπως πάντα αναπαράγονται «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες» (Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα), πιθηκίζοντας τον Τόφλερ, την Μπάτλερ, τον Φουκώ, τον Αγκάμπεν. Με μια «μικρή διαφορά». Ότι, εκεί, πρόκειται για χώρες ισχυρές, που δεν απειλούνται στην ίδια τους την ύπαρξη όπως συμβαίνει με την Ελλάδα. Γι’ αυτό εξ άλλου ο μεταμοντερνισμός των ελληνικών ελίτ είναι πολύ πιο ακραίος από εκείνον της Δύσης και ο αποχωρισμός από το λαϊκό σώμα μετασχηματίζεται αναπόφευκτα σε εθνομηδενισμό, σε μια χώρα που το έθνος, ο λαός και το κράτος απειλούνται στην ίδια την υπόστασή τους.
Εντούτοις, παρά τη ρήξη του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των ηγεσιών και του λαϊκού σώματος, που αναδείχθηκε μέσα από την κρίση των μνημονίων και τη Συμφωνία των Πρεσπών, οι εγχώριοι εθνομηδενιστές έμοιαζαν να θριαμβεύουν έχοντας επιτύχει να ελέγξουν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας. Η κεντροαριστερά, ήδη από την εποχή του Σημίτη και του ΓΑΠ, είχε εγκαταλείψει κάθε πατριωτική αναφορά, διαδικασία που θα ολοκληρωθεί με την ανάδειξη, ως νέου πόλου του χώρου, του ΣΥΡΙΖΑ – ενός γενετικά εθνομηδενιστικού κόμματος. Παράλληλα, και η άνοδος του Κυριάκου Μητσοτάκη και του κύκλου του στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας σηματοδοτούσε την επικράτηση των παγκοσμιοποιημένων τεχνοκρατικών ελίτ στην ηγεσία του παραδοσιακού πόλου της Δεξιάς.
Οι ελίτ μπορούσαν λοιπόν να πανηγυρίζουν ότι είχαν διασφαλίσει «δύο στα δύο» και να επαίρονται ότι είχαν αποκτήσει την πλήρη ηγεμονία στο «σύστημα Ελλάδα». Κυριαρχούσαν ήδη απόλυτα στον πολιτισμό, τα Πανεπιστήμια, τους εκπαιδευτικούς, τα ΜΜΕ και εφεξής και στο σύνολο του πολιτικού συστήματος – καθώς, εκτός από την αστεία περίπτωση Βελόπουλου, και στα υπόλοιπα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης κυρίαρχη ήταν η εθνομηδενιστική ιδεολογία. Και τι υψηλότερος συμβολισμός αυτής της ενότητας του πολιτικο-ιδεολογικού συστήματος από την πρόσφατη εκλογή μιας διακηρυγμένης «αντι-εθνικίστριας» στην πολιτειακή ηγεσία της χώρας και την παράλληλη ανάθεση του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση σε μια επιτροπή του ενιαίου εθνοαποδομητισμού, της Αριστεράς και της Δεξιάς, με τη Γιάννα Αγγελοπούλου, τον Στάθη Καλύβα, τον Αριστείδη Χατζή, τον Μαρκ Μαζάουερ, τον Νίκο Αλιβιζάτο, τον Αλέξη Πολίτη!
Επρόκειτο για θρίαμβο, αλλά για θρίαμβο δομικά υπονομευμένο.
Για να εγκαταλείψεις το έθνος, θα πρέπει πρώτα… να το υπερασπιστείς!
Τωόντι, στο εγχείρημα των ελληνικών ελίτ, ελλοχεύει μια βασική αντίφαση. Εξακολουθούν να ηγεμονεύουν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική επικράτεια, σε ένα έθνος-κράτος έστω και ανάπηρο· ακόμα, δεν έχουν μεταναστεύσει –όπως οι περισσότεροι γόνοι τους– στη Δύση, ούτε ακόμα έχουν εγκατασταθεί μαζικά Ευρωπαίοι και Αφγανοί στην Ελλάδα, εξέλιξη την οποία προδιαγράφει και ευλογεί ο Στάθης Καλύβας· κατά συνέπεια αυτό το έθνος-κράτος θα πρέπει να διασφαλίζει τους πιο στοιχειώδεις όρους της αναπαραγωγής του. Άλλωστε, ακόμα και οι εφοπλιστές –που αποτελούν την καρδιά, την εγχώρια ναυαρχίδα των μεταπρατικών ελίτ, από τον padrone Βαρδινογιάννη μέχρι τον νεοφερμένο Μαρινάκη– εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό να διατηρούν σημαντικά συμφέροντα, υλικά και συμβολικά, στην Ελλάδα. Ναυτιλιακά γραφεία, εφημερίδες, ραδιόφωνα, κανάλια, πολιτιστικά κέντρα, διυλιστήρια, μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις και real estate. Κατά συνέπεια, αυτό το κράτος, καθώς και το έθνος που του δίνει υπόσταση, θα πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει έστω και ως παρασιτικό εξάρτημα και τουριστικό ενδιαίτημα της Δύσης.
Όμως, μετά το 2010 και κυρίως μετά το 2020 και την επιτάχυνση της τουρκικής επιθετικότητας, ακόμα και μέσω μιας επαπειλούμενης μεταναστευτικής εισβολής, μπήκε σε κρίση η ίδια η ενθαδική υπόσταση του ελληνικού έθνους-κράτους. Παράλληλα, και η «τροφός» Δύση άρχισε να ανησυχεί με την επιτάχυνση της παρακμής της και το κύμα της εγκατάστασης μουσουλμανικών πληθυσμών – βλέπε Γαλλία. Συνεπώς, οι ελληνικές εθνομηδενιστικές ελίτ, ενώ είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη της εξουσίας, βρέθηκαν μπροστά στην παράδοξη ανάγκη να πρέπει να υπερασπιστούν, εκούσες ή άκουσες, το έθνος-κράτος τους! Άλλωστε, η ταυτόχρονη εκδήλωση της πανδημίας του κορωνοϊού δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για ενίσχυση της εθνικής και κοινωνικής συνοχής﮲ παράλληλα δε, η κρίση του τουρισμού και της ελληνικής ναυτιλίας υποχρεώνει σε οικονομικές προσαρμογές απέναντι στο καταρρέον παρασιτικό μοντέλο.
Οι ίδιες οι παγκόσμιες εξελίξεις σπρώχνουν σε ενίσχυση του ρόλου του κράτους και σε ανακοπή της τάσης για ολοκληρωτική αποκόλληση των ελίτ από το λαϊκό σώμα –τάση που έχει περιγράψει τόσο καλά ο Γκιλουί για τη Γαλλία– και στην οποία υποχρεώθηκε να αντιταχθεί ακόμα και ο προερχόμενος από αυτή την παγκοσμιοποιημένη ελίτ και άλλοτε τραπεζίτης της Ρότσιλντ, πρόεδρος Μακρόν.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μια κυβέρνηση μεταεθνικής και διακομματικής σύνθεσης, σκόπευε να κυβερνήσει με αίτημα τη διαχειριστική αποτελεσματικότητα, μετά το μπάχαλο ΣΥΡΙΖΑ, και με έμβλημα την επένδυση του Ελληνικού, την Κατερίνα Σακελλαροπούλου και τη Γιάννα Αγγελοπούλου, περικόπτοντας παράλληλα τις αμυντικές δαπάνες της χώρας. Ωστόσο, η πανουργία της ιστορίας –λέγε με Ερντογάν και COVID 19– την έφερε αντιμέτωπη με μια ευθεία απειλή στην εθνική κυριαρχία. Απειλή που αφορούσε μάλιστα, στην πρώτη φάση της, στον ίδιο τον απτό-υλικό πυρήνα του αποεθνοποιητικού εγχειρήματος, το μεταναστευτικό. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη υποχρεώθηκε, στον Έβρο και στην Ανατολική Μεσόγειο, να προστατεύσει στοιχειωδώς τα σύνορα, να οικοδομήσει ένα δίκτυο αντιτουρκικών συμμαχιών, καθώς και να επαναφέρει στο τραπέζι την ανάγκη της αμυντικής θωράκισης της χώρας.
Επιπλέον, ο COVID-19 κατεδάφισε μια οικονομική στρατηγική βασισμένη προνομιακά στον τουρισμό και τα ναυτιλιακά έσοδα, καθιστώντας όλο και περισσότερο αναγκαία μια οικονομική πολιτική στραμμένη στην ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση. Τέλος, η εθνική κρίση και η πανδημία κατέστησαν από κοινού αναγκαία μια εκτεταμένη πολιτική εισοδηματικών ενισχύσεων, που από τη φύση τους ενδυναμώνουν τη σύνδεση έθνους και κράτους απαξιώνοντας τα όποια φιλελεύθερα φληναφήματα για αποσύνδεση κράτους και κοινωνίας. Και στα δύο μέτωπα, ενισχύθηκε η σχέση έθνους και κράτους, σε βαθμό πρωτόφαντο, τουλάχιστον για την περίοδο μετά το 1990.
Η διαμόρφωση μιας νέας πατριωτικής ελίτ
Πώς άραγε λοιπόν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται ένα πολιτικό και ιδεολογικό σύστημα που είναι υποχρεωμένο να πράττει τα αντίθετα από ό,τι πιστεύει; Είτε θα υποχρεωθεί να μεταβάλει το ίδιο το ιδεολογικό του credo, ώστε να προσαρμοστεί πλήρως στη νέα πραγματικότητα που του επιτάσσει η εθνική αλλά και παγκόσμια συγκυρία, είτε θα αποκαλύπτει όλο και περισσότερο τις ανεπάρκειές του, καθώς είναι υποχρεωμένο να κινείται στη μακρά διάρκεια, ή, ίσως –όπερ και το πιθανότερο– και τα δύο μαζί.
Και αυτές οι ανεπάρκειες, που οφείλονται στην αναντιστοιχία ιδεολογικής αντίληψης και πραγματικότητας, κατεδείχθησαν ήδη στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων: Στην καθυστέρηση –που μπορεί να φτάσει ακόμα και σε ναυάγιο– της στρατηγικής συμμαχίας με τη Γαλλία, η οποία και οδήγησε στην αποτυχία της Ελλάδας στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου﮲ στην επιστροφή στη διαχείριση ΜΚΟ-Μηταράκη-Μπακογιάννη στο μεταναστευτικό, με τον κίνδυνο μεταβολής των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και του κέντρου της Αθήνας σε μεταναστευτικά γκέτο. Και θα μπορούσα να αναφέρω πολλά άλλα θέματα, όπως την έλλειψη μιας πανεθνικής εκστρατείας για το δημογραφικό ζήτημα, τη φυγή των νέων, την έλλειψη στρατηγικής στον οικονομικό τομέα κ.λπ.
Και, δυστυχώς για τις ελίτ της χώρας και την κυβέρνηση Μητσοτάκη, το «πακέτο» είναι ολιστικό και σφαιρικό και δεν μπορείς να το αποδεχθείς μόνο τμηματικά. Έστω και καθυστερώντας, είσαι υποχρεωμένος να φθάσεις στον πυρήνα του, που δεν είναι άλλος από το ζήτημα της ολοκλήρωσης του ελληνισμού μπροστά στο χαίνον βάραθρο της ιστορικής έκλειψης.
Δηλαδή, ο γεροτυφλοπόντικας της Ιστορίας έχει αρχίσει να δουλεύει και πάλι, αργά αλλά μεθοδικά. Θέτοντας μπροστά στις διαχειριστικές και διανοούμενες ελίτ, που είχαν εγκαταλείψει το ελληνικό έθνος, το αίτημα σωτηρίας αυτού του έθνους, τις υποχρεώνει να πάρουν τον δρόμο που οδηγεί στην αυθυπέρβασή τους. Είναι η μακρά περίοδος που ήδη διανύουμε: Μια εθνοκεντρική με διάρκεια και χρονικό βάθος ιστορική περίοδος, διαδεχόμενη μια μακρά μηδενιστική εποχή, απαιτεί και την εδραίωση μιας νέας εθνοκρατικής ιδεολογίας, μιας νέας πατριωτικής ελίτ, σε αντίθεση με την μέχρι τώρα κυρίαρχη. Και αυτό θα επισυμβεί είτε σταδιακά, μέσα από την ανάδειξη νέων δυνάμεων, αλλά και μια πληθώρα «μεταγραφών» –αρκεί να δούμε τις περιπτώσεις αρκετών δημοσιογράφων και συγγραφέων, από τον Γιάννη Πρετεντέρη μέχρι τον Τάκη Θεοδωρόπουλο και τη Σώτη Τριανταφύλλου, που έχουν ήδη «υποβάλει» το σχετικό «μεταγραφικό αίτημα»–, είτε θα γίνει πολύ πιο βίαια και καταστροφικά εάν η σήμερα κυρίαρχη ιδεολογία μας οδηγήσει στα βράχια μιας νέας εθνικής ταπείνωσης και καταστροφής.
Πάντως, με τον ένα ή άλλο τρόπο, μετά το τέλος του διχασμού έθνους και κράτους, που σηματοδότησε η άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου –και σφράγισε θετικά αλλά και αρνητικά τη μεταπολιτευτική περίοδο–, εκκρεμεί μια νέα ίσως ακόμα βαθύτερη αλλαγή –βαθύτερη γιατί ακριβώς είναι αρχέγονη και προηγείται της δημιουργίας του ελληνικού κράτους–, η άρση της διχοτομίας ελίτ και λαού. Και, όπως πάντα συμβαίνει στην ιστορία, αυτή η διχοτομία έπρεπε να οδηγηθεί στο απόγειό της κατά την ύστερη μεταπολίτευση, καθώς αυτή η ελίτ θα βαυκαλίζεται με την αυταπάτη ότι μπορεί πλέον να εγκαταλείψει κυριολεκτικώς αυτόν τον λαό και το έθνος του, που το ένιωθε σαν βρόγχο –αυτή την τυραννία της πλειοψηφίας που τόσο ενοχλεί την Κατερίνα–, για να αρχίσει η κατεδάφισή της και η αντίστροφη μέτρηση.
Εξ ου και η σχετική αισιοδοξία μου. Μέσα από τις τεράστιες προκλήσεις, ίσως και πιθανές ήττες, ο ελληνισμός ετοιμάζεται να δώσει τη μεγάλη μάχη της ιστορικής επιβίωσης-ολοκλήρωσής του. Και η επιτυχία του σε αυτό το κυριολεκτικά τιτάνιο έργο θα κριθεί αποφασιστικά από το εάν επιτέλους θα αποκτήσει και ηγέτιδες δυνάμεις και ελίτ που θα σεμνύνονται και θα υπηρετούν το έθνος και τον λαό τους και δεν θα τον περιφρονούν ούτε θα τον μισούν.
Οι ηγέτιδες τάξεις πιάστηκαν στο δόκανο της ιστορίας. Δεν πρόλαβαν να καταφύγουν μαζικά στην Αγγλία και τη Γερμανία, παραχωρώντας τη θέση τους σε Γερμανούς συνταξιούχους και Αφγανούς εργάτες, όπως οραματίζεται ο Στάθης Καλύβας – που έχει ήδη διαφύγει δια της Οξφόρδης. Πρέπει, εδώ και τώρα, εκούσες ή άκουσες, να υπερασπίσουν το κράτος και τη χώρα τους μαζί με αυτόν τον λαό. Αυτόν τον λαό με τη θρησκεία του, τις παραδόσεις του, τους χορούς του, τη γλώσσα του, τις παραξενιές του, τα τραγούδια του, και τη σκληρή δουλειά του, την περηφάνια του, τις μικρότητες και τη μεγαλοσύνη του. Και εάν αποτύχουν –και σε ένα βαθμό είναι μάλλον βέβαιο ότι θα αποτύχουν–, θα παραχωρήσουν τη θέση τους στις νέες δυνάμεις που θα τις αντικαταστήσουν. Ώστε να παραχθεί επί τέλους αυτό που ονειρευόταν ο Γιώργος Σεφέρης μπροστά σε ένα πίνακα του Θεοτοκόπουλου, έναν «ελληνικό ελληνισμό», έστω και ως κύκνειο άσμα.
Του Γιώργου Καραμπελιά
==========
Σχόλια