2021-2023: Οι πολίτες νιώθουν ανασφάλεια για την εξέλιξη του εισοδήματός τους • Το ωρομίσθιο έχει τη μικρότερη αγοραστική δύναμη στη ΕΕ των 27 • Οι επενδύσεις που γίνονται δεν αφορούν παραγωγικούς τομείς που μπορούν να ωθήσουν την ανάπτυξη. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
19 Ιουνίου 2024
Πολύ δύσκολη ήταν η τριετία 2021-2023 για τους Έλληνες εργαζόμενους, σύμφωνα με την ετήσια του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, για την κατάσταση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση. Η έκθεση καταγράφει τη μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος στην εργασία στους 27, μεγάλη δυσχέρεια στην κάλυψη βασικών αναγκών και τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη με βάση το ημερομίσθιο.
Διαπιστώνει δε ότι μπορεί να υπάρχει αύξηση επενδύσεων και εταιρικών κερδών, ωστόσο δεν υπάρχει αναλογική βελτίωση των μισθολογικών όρων, γεγονός που επιβεβαιώνει το αίσθημα που έχει μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και να καλύψει βασικές ανάγκες ακόμη και αν εργάζεται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
Βασικό συμπέρασμα της έκθεσης είναι ότι «την τριετία 2021-2023, περίπου το 36% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντεπεξερχόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία στις δαπάνες για την κάλυψη των βασικών του αναγκών. Το 2023, το ποσοστό των εργαζομένων με σύμβαση μερικής απασχόλησης που αντιμετώπισε κίνδυνο φτώχειας στην εργασία αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, με σχεδόν 22 στους 100 εργαζόμενους να έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ στην ίδια συνθήκη βρέθηκαν 9 στους 100 απασχολούμενους με σύμβαση πλήρους απασχόλησης».
Απώλεια εισοδήματος και κίνδυνος φτώχειας
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, συνολικά, την περίοδο 2019-2023, η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του πραγματικού εισοδήματος από εργασία (-8,3%) σε σχέση με όλες τις χώρες της ΕΕ-27, γεγονός που σημαίνει ότι η Ελλάδα όχι απλώς δεν συγκλίνει με την ΕΕ-27 σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, αλλά αποκλίνει ταχύτατα και από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και από τις περιφερειακές χώρες, που αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο ραγδαία.
Επίσης, τα ευρήματα πολλών από τους δείκτες κοινωνικής βιωσιμότητας στην Ελλάδα δείχνουν επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών, μετά το 2020, ως αποτέλεσμα της επίδρασης της πανδημικής κρίσης, της κρίσης κόστους ζωής, αλλά και της αναποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Τα στοιχεία είναι ενδεικτικά καθώς:
- Το 2023, το 21,8% των ανηλίκων και το 18,3% των ενηλίκων βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας. Την ίδια χρονιά, το 27,5% των ατόμων με επίπεδο εκπαίδευσης 0-2, το 18,5% των ατόμων με επίπεδο εκπαίδευσης 3-4 και το 7,6% με επίπεδο εκπαίδευσης 5-8 βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας.
- Με εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας ζούσαν οι 23 στους 100 απασχολούμενους με επίπεδο εκπαίδευσης 0-2, περίπου 10 στους 100 απασχολούμενους με επίπεδο εκπαίδευσης 3-4 και 3,5 στους 100 απασχολούμενους με επίπεδο εκπαίδευσης 5-8.
- Σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό βρέθηκε το 24,1% των ατόμων που ζούσαν στις πόλεις και το 30,4% όσων ζούσαν στις αγροτικές περιοχές.
- Επιπλέον, το ποσοστό των ανήλικων και των ενήλικων ατόμων που ζούσαν σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας έφτασε το 2023 στο 86,9% και στο 61,7% αντίστοιχα, αναδεικνύοντας τις σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις της υποαπόδοσης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα.
- Το 2023, το ποσοστό των νέων, ηλικίας 18-24 ετών, σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση στην Ελλάδα είναι πάνω από δύο φορές πιο υψηλό από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Ειδικότερα, το 14,7% των νέων, ηλικίας 18-24 ετών, το 13% των ατόμων, ηλικίας άνω των 55 ετών, το 12,9% των ανδρών και το 14,1% των γυναικών, ήταν σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση. Το ποσοστό των ατόμων με υλική και κοινωνική στέρηση στο 1ο εισοδηματικό πεμπτημόριο μειώθηκε από 73,7% το 2022 στο 68,3%. Ωστόσο, εξακολουθεί να βρίσκεται σε σημαντικά υψηλά επίπεδα.
Επιχειρήσεις αποταμιευτές και όχι επενδυτές
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ διαπιστώνει επίσης ότι η Ελλάδα είχε μακράν τις χαμηλότερες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), παρά την υψηλή κερδοφορία και την αύξηση των επενδυτικών χορηγήσεων, εν μέρει λόγω της ρευστότητας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).
Ένα μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας κατευθύνθηκε προς τις κατασκευές, παραπάνω από τις μισές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) κατευθύνθηκαν προς την αγορά κατοικίας και τον κλάδο της εστίασης και της παροχής καταλυμάτων.
Και τονίζει ότι το έλλειμμα επενδύσεων σε κλάδους που προσφέρουν υψηλή προστιθέμενη αξία στο σύνολο της οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, οι επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), εγκλωβίζει την οικονομία σε ένα πλαίσιο χαμηλής παραγωγικότητας, αδύναμης παραγωγικής διάρθρωσης και υψηλής εισαγωγικής εξάρτησης. Ενδεικτικό είναι ότι, το 2023, το απόθεμα κεφαλαίου προϊόντων διανοητικής ιδιοκτησίας των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το χαμηλότερο σε όλη την ΕΕ.
Επιπλέον, το 2023, το ωριαίο εισόδημα, το οποίο δημιούργησε η ελληνική οικονομία, που αποτελεί και έναν δείκτη παραγωγικότητας, είχε τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ. Παράλληλα, το ίδιο έτος, η Ελλάδα είχε τις χαμηλότερες εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό του συνόλου των εξαγωγών ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Τονίζεται δε ότι η κατάσταση αυτή καθίσταται μη βιώσιμη στον βαθμό που η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να βασίζεται στο έλλειμμα των νοικοκυριών και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις των επιχειρήσεων. «Ο επιχειρηματικός τομέας οφείλει να συμπεριφέρεται ως επενδυτής και όχι ως αποταμιευτής», σημειώνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Άλλες διαπιστώσεις
Άλλα στοιχεία που καταγράφονται στην έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ:
- Η Ελλάδα, ενώ εμφανίζει με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό δημόσιου χρέους στην ΕΕ, κατέγραψε και τις υψηλότερες δαπάνες για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης μεταξύ των κρατών-μελών της.
- Η Ελλάδα κατέγραψε το 2023 υψηλότερο επίπεδο δημοσίων εσόδων συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
- Κυριότερη πηγή εισροής ρευστότητας της Γενικής Κυβέρνησης ήταν για ένα ακόμα έτος οι εισπράξεις από έμμεσους φόρους, με το ύψος τους να ανέρχεται στο 17,4% του ΑΕΠ έναντι 12,5% στην Ευρωζώνη.
- Σημαντική υστέρηση καταγράφει η Ελλάδα όσον αφορά τις εισπράξεις από άμεσους φόρους, το ύψος των οποίων το 2023 ανήλθε στο 10,6% του ΑΕΠ έναντι 13,4% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη.
Πηγή: www.efsyn.gr
=================
-----------------------
-------------=========================
--------------------------
--------------
-----------------
-----------------------
Σχόλια