Αμερικανοποίηση σε μια τουριστική έρημο

Ελένη Γουργού.

 Μια ανισόρροπη «ανάπτυξη», μια κοινωνική συνθήκη που ευνοεί κάποιους ενώ άλλους τους πετάει στον κουβά με τους «άτυχους» ή τους «ανίκανους» αυτού του κόσμου. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ακούμε συχνά από φίλους την απορία «μα είναι σαν να ζούμε σε άλλη χώρα!» Η απεγνωσμένη διαπίστωση εκφράζεται συνήθως ως απόκριση σε θριαμβευτικές δηλώσεις υπουργών, πρωθυπουργικά διαγγέλματα και «δημοσιογραφικούς» επαίνους. Και η αναφορά σε μια άλλη πραγματικότητα αναδύεται από τη βιωμένη εμπειρία της καθημερινότητας.

Ζημιές σε δημόσια σχολεία του Ντιτρόιτ (αριστερά-από το σάιτ Detroit News) και της Θεσσαλίας, μετά τις πλημμύρες του Daniel (δεξιά-από το σάιτ Αχαϊκή Πολιτεία).
Κι αν πρόκειται όντως για δύο χώρες στην περιφέρεια της μίας;

Από κάμποσους φίλους και περισσότερους γνωστούς, μαθαίνουμε ότι δεν υπάρχει αβεβαιότητα πια, διεκπεραιώνουν τις συναλλαγές τους με το δημόσιο μέσω του gov.gr με άνεση, οι μισθοί τους είναι καλοί, χαίρονται με την εξωστρέφεια των πανεπιστημίων και τις περισσότερες επιλογές που θα έχουν τα παιδιά τους όταν μεγαλώσουν, και αισθάνονται ότι η ψηφιακή εποχή ήρθε και στην Ελλάδα, μαζί με τους διαδραστικούς πίνακες στα σχολεία και τις νέες αίθουσες στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Γενικά, η ζωή τους έχει καλυτερέψει, λένε, αν και δεν ξεκαθαρίζουν με ποια εποχή ακριβώς γίνεται η σύγκριση, ίσως με τα χρόνια των μνημονίων; Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται ως στελέχη σε μεγάλες εταιρείες, διδάσκουν στο πανεπιστήμιο ή έχουν δική τους επιχείρηση με επιλεγμένη πελατεία, συνήθως έχουν (ένα τουλάχιστον) δικό τους σπίτι, και προέρχονται από αστικές οικογένειες ή πριν καμιά δεκαπενταριά-είκοσι χρόνια επωφελήθηκαν από την κοινωνική κινητικότητα που εξασφάλιζε ένα πανεπιστημιακό πτυχίο+μεταπτυχιακό.

Από την άλλη, ακούμε φίλους και γνωστούς να παραπονιούνται για τα απλησίαστα νοίκια και τους όλο και πιο βαρείς λογαριασμούς, να αγχώνονται γιατί δεν μπορούν να στηρίξουν τα παιδιά τους που πέρασαν σε σχολή άλλης πόλης, να ψάχνουν για τις προσφορές στα σούπερ μάρκετ, να δουλεύουν κακοπληρωμένα δωδεκάωρα χωρίς χρόνο για τον εαυτό τους ή για μια νέα σχέση, να παρακαλάνε να μην αρρωστήσουν οι ίδιοι και οι μεγάλοι πια γονείς τους. Πρόκειται για ανθρώπους που δουλεύουν σε χαμηλότερες θέσεις στον τομέα των υπηρεσιών, στο ηλεκτρονικό εμπόριο και στις διανομές ή διδάσκουν σε σχολείο, μένουν στο νοίκι, και προέρχονται από μικροαστικές οικογένειες ή πριν καμιά δεκαπενταριά-είκοσι χρόνια έλπιζαν να επωφεληθούν από την κοινωνική κινητικότητα που εξασφάλιζε ένα πανεπιστημιακό πτυχίο+μεταπτυχιακό.
Λέει κάποιος ψέματα; Όχι. Τι συμβαίνει τότε;

Μάλλον συμβαίνει μια ανισόρροπη «ανάπτυξη», ένα άνοιγμα της ψαλίδας, μια κοινωνική συνθήκη που ευνοεί κάποιους ενώ άλλους τους πετάει στον κουβά με τους «άτυχους» ή τους «ανίκανους» αυτού του κόσμου: μια αμερικανοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, συνειδητή, σχεδιασμένη, και εκτελούμενη βήμα το βήμα. (Η αύξηση των ανισοτήτων δεν προκύπτει μόνο από αυτά που μας λένε οι φίλοι μας -σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς, ο δείκτης ανισότητας Gini Index για την Ελλάδα αυξάνεται σταθερά από το 2019-2020, και αν και μειώθηκε το 2022, αυξήθηκε πάλι για το 2023. Φυσικά, υπάρχουν πολλοί δείκτες για να επικαλεστεί κανείς ανάλογα με το επιχείρημα που θέλει να χτίσει, αλλά ο Gini Index είναι αρκετά ενδεικτικός).

Η αντιγραφή των όσων ισχύουν στις ΗΠΑ είναι δηλωμένος στόχος πολλών μελών της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος, εκτός φυσικά από την περίπτωση των πανεπιστημίων όπου σημειώθηκαν φιλοπαλαιστινιακές διαδηλώσεις, όπως ξεκαθάρισε πρόσφατα ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Στις «μεταρρυθμίσεις» λοιπόν της σωτήριας κυβέρνησής μας περιλαμβάνονται οι αξιολογήσεις σχολικών μονάδων που θα συνδέονται με τη χρηματοδότηση αυτών (ό,τι ακριβώς απέτυχε στις φτωχές συνοικίες των αμερικανικών πόλεων, όπως στο Ντιτρόιτ), η μετατροπή της ανώτατης εκπαίδευσης από μοχλό κοινωνικής κινητικότητας και βελτίωσης του βιοτικού και πνευματικού επιπέδου του πληθυσμού σε καταναλωτικό αγαθό πολλών ταχυτήτων για λίγους (βλέπε τα διαφόρων κατηγοριών πανεπιστήμια και κολλέγια των ΗΠΑ, για τα οποία οι γονείς μαζεύουν χρήματα πριν γεννηθεί το παιδί τους), η πρόσβαση σε εξαιρετικές και ταχείες υπηρεσίες υγείας για ορισμένους ενώ στους πολλούς θα παρέχονται μόνο τα βασικά («όπως Αμερική»), η εισβολή ιδιωτών στην πλειονότητα των κοινωνικών δραστηριοτήτων (βασικό πρόβλημα στις ΗΠΑ, που κριτικάρεται ακόμα και κει, για παράδειγμα στη συζήτηση περί πλημμελούς συντήρησης των χιλιάδων φραγμάτων στην πολιτεία του Μίσιγκαν).

Ο κατάλογος φαίνεται να μακραίνει, όσο κυλάνε οι γαλάζιες τετραετίες. Προστίθενται το φλέγον στεγαστικό πρόβλημα, η ψηφιακή διοίκηση που διευκολύνει όσους έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία και χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό, οι φυλακές που γεμίζουν από μικροπαραβάτες αλλά όχι από ισχυρούς εγκληματίες που διαπλέκονται με εγχώριους ολιγάρχες ή πολιτικά τζάκια και που ίσως παραχωρηθούν σε ιδιώτες στο μέλλον, η αστυνομική βία που χτυπάει κόκκινο και δολοφονεί Ρομά (όπως συμβαίνει με τους Μαύρους στις ΗΠΑ) ή αδιαφορεί για τη δολοφονία άλλων «περιθωριακών» ανθρώπων όταν κάποιοι τους σκοτώνουν στο ξύλο ή τους πνίγουν, η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας, το μεροληπτικό, ταξικό και άτεγκτο νομικό σύστημα.

Μήπως κάποια από αυτά θυμίζουν αμερικανικές ειδήσεις; ‘Εχει κι άλλα: «ευεργετικές» δράσεις που εξαντλούνται στη φιλανθρωπία αντί για κοινωνικές παροχές για όσους τις δικαιούνται, μικρές νησίδες ανθρωπιάς από ομάδες που δείχνουν έμπρακτα πραγματική αλληλεγγύη (σε κρατούμενους, κατατρεγμένους, άπορους, άστεγους, ανασφάλιστους) ενώ το επίσημο κράτος στοχοποιεί τους «τεμπέληδες» και σηκώνει τα χέρια στη «φυσική ανισότητα», ξεχειλωμένες εργασιακές σχέσεις και εξατομικευμένα συμβόλαια εργασίας, λογική ανάθεσης, υποβάθμιση της πολιτικής, απάρνηση των «κοινών», εμπέδωση της ατομικής δράσης και ευθύνης. Κι ένας πληθυσμός που ζει άνετα, ευχάριστα κι ωραία, δίπλα σε έναν άλλο που δεν έχει ούτε να φτιάξει τα δόντια του, να τους διχάζουν η μετανάστευση, τα εμβόλια και ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών. Ακόμα και το θέμα των αμβλώσεων έγινε προσπάθεια να επανέλθει στη δημόσια συζήτηση και μόνο το δικαίωμα στην οπλοχρησία δεν αποτελεί ακόμα θέμα τριβής στην ελληνική πραγματικότητα.

Είναι εντυπωσιακό ότι η επιδιωκόμενη αμερικανοποίηση δεν περιλαμβάνει κανένα από τα θετικά που συναντάει κανείς όταν ζει στις ΗΠΑ: διαφάνεια και λογοδοσία του Κράτους απέναντι στον πολίτη, αυστηρά καθορισμένες διαδικασίες στις συναλλαγές με το δημόσιο, πραγματικά φιλικές δημόσιες υπηρεσίες, υποδομές για ΑΜΕΑ, δικαστική εξουσία που δεν είναι πλήρως υποταγμένη στο πολιτικό σύστημα (πχ, ελέγχονται και διώκονται ακόμα και Πρόεδροι, νυν και πρώην, όπως και τα παιδιά τους), Τύπος και δημοσιογραφία που αφήνει τεράστια περιθώρια κριτικής στην εξουσία, ουσιαστικά θεσμικά αντίβαρα στην αυθαιρεσία πολιτικών κέντρων, πλήρης απουσία της Εκκλησίας από οποιαδήποτε έκφανση του Κράτους, σταθεροί μηχανισμοί δημόσιας διοίκησης με ανήκουστη την έννοια του «πελατειακού κράτους». Αναρωτιέται κανείς αν οι κυβερνώντες απλώς φαντάζονται πώς είναι η Αμερική ή ξέρουν αλλά τη χρησιμοποιούν στεγνά ως τυράκι για τους ψηφοφόρους τους. (Η ουσιαστική αλληλεπίδραση με Έλληνες της Διασποράς πέρα από επιλεγμένους εκπροσώπους της στερεοτυπικής «ομογένειας» θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει να σχηματιστεί μια πιο ρεαλιστική εικόνα για ό,τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).

Η επιθυμία του συστήματος Μητσοτάκη για υποβάθμιση του οτιδήποτε δημόσιου με ταυτόχρονη αποθέωση της ανεξέλεγκτης ιδιωτικής πρωτοβουλίας συνάδει με την αντίληψή του για τους ίδιους τους ανθρώπους, για αυτό που αποκαλούμε συνήθως «λαό»: το σύστημα Μητσοτάκη αντιμετωπίζει τον λαό ως γίδια που πρέπει να τα σαλαγάει με κούφια λόγια, ανοησίες και ψέματα μια ελίτ εκλεκτών, στους οποίους η εξουσία ανήκει αυτοδικαίως. Κατ’ επέκταση, οποιοδήποτε «όραμα» για το μέλλον αυτού του λαού δε χρειάζεται να περιλαμβάνει τίποτε άλλο, παρά ένα απέραντο ξενοδοχείο, μια επικράτεια που θα αποτελεί ένα ατελείωτο τουριστικό προϊόν, με τους υπηκόους σε ρόλο εργαζόμενων-παρόχων υπηρεσιών, χωρίς καν να χρησιμοποιούνται υλικά και τρόφιμα από την εγχώρια παραγωγή.
Υπερβολές;

Ας σκεφτούμε ποιον τομέα της οικονομίας έχει ενισχύσει αυτή η κυβέρνηση. Αν εντοπίσουμε κάποιον άλλο εκτός του τουρισμού και της αγοράς ακίνητης περιουσίας (real estate), θα είναι έκπληξη. Ο λαός που προορίζεται να παρέχει υπηρεσίες σε τουρίστες και επισκέπτες όλων των ειδών, δε χρειάζεται ούτε πανεπιστήμια, ούτε σχολεία, ούτε πολιτισμό, ούτε πολιτική, ούτε στιβαρό παραγωγικό μοντέλο για την ύπαιθρο, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ούτε βιομηχανική πολιτική, ούτε σχέδιο για την αναζωογόνηση των πόλεων, την αναγέννηση της περιφέρειας και την προστασία έναντι της επελαύνουσας κλιματικής κρίσης. Καλά-καλά ούτε ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας χρειάζονται. Αρκεί μια στοιχειώδης εκπαίδευση, λίγα αγγλικά από νωρίς, ψηφιακές «καινοτομίες» ως επίφαση εκσυγχρονισμού, ξήλωμα των συλλογικοτήτων και της κοινωνίας των πολιτών για να μην υπάρχουν αντιδράσεις στην ισοπέδωση, γάνωμα στο κεφάλι για τον «ηγέτη» που βάζει τη χώρα στο «κέντρο των διεθνών εξελίξεων», και ένα διαρκή φόβο, για το μέλλον που κινδυνεύει είτε από κάποιον πόλεμο είτε από κάποιον αδαή πολιτικό αντίπαλο είτε από στρατιές απελπισμένων μεταναστών.

Κι έτσι φτιάχνεται μια χώρα που θα τη λυμαίνονται οι εγχώριοι ολιγάρχες και θα τη χαίρονται οι ξένοι επισκέπτες, ενώ οι ντόπιοι θα βαυκαλίζονται με την ψευδαίσθηση ότι έχουν αναβαθμιστεί σε πρότυπα Μανχάταν ενώ θα ζουν σε συνθήκες Νέας Ορλεάνης.

Δεν είναι σαφές ποιος είναι ο δρόμος που οδηγεί στην ανατροπή αυτής της πορείας. Επειδή όμως είναι ξεκάθαρη η τροχιά που έχουμε πάρει, είναι προφανές το πού θα καταλήξουμε, αν δε βρούμε εμείς οι «από ‘δω» τρόπους να δράσουμε, και γρήγορα.
=================

Σχόλια