Η “παρωχημένη” Συνθήκη, οι δύο εκπλήξεις και η ασίστ στον Ερντογάν

 

ΔΡΟΣΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ

Με την έναρξη του νέου έτους είχαμε δύο εκπλήξεις επί του αυτού θέματος. Πρώτη, η δήλωση Συρίγου για “παρωχημένη” Συνθήκη. Δεύτερη, η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτήν τη δήλωση. Συνηθίζαμε να εξαιρούμε τον κ. Συρίγο από το ρεύμα ενδοτισμού που πρυτανεύει στην μητσοτακική Δεξιά. Να όμως που και αυτός φαίνεται να προσχωρεί, και μάλιστα θεαματικά, στο κλίμα της Διακήρυξης των Αθηνών. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Ήταν μια εξαιρετική ασίστ στον Ερντογάν που επιδιώκει ανοικτά να αναθεωρήσει την “παρωχημένη” Συνθήκη. Έγιναν βεβαίως διορθωτικές κινήσεις. Δεν διορθώνεται, όμως, ένα τέτοιο διπλωματικό ολίσθημα με μια μουτζούρα. Διότι μουτζούρα είναι η “διόρθωση” του κ. Συρίγου: «Καταρχάς [η Συνθήκη] έχει διατάξεις για το πως θα πληρώσουμε το οθωμανικό χρέος. Παίζει ρόλο πώς θα πληρώσουμε το οθωμανικό χρέος στο σήμερα; Έχει διατάξεις για το πώς θα γίνει ανταλλαγή αιχμαλώτων, τι θα γίνει με τα συμμαχικά νεκροταφεία, τι θα γίνει με τις εταιρείες οι οποίες είχαν συμβόλαια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όλα αυτά είναι νεκρά, είναι περασμένα». Είναι όμως άλλο πράγμα, και ένας διπλωμάτης το γνωρίζει άριστα, να μην υφίσταται πλέον ένα ζήτημα, η λύση του οποίου προβλέπεται από κάποιες ρυθμίσεις μιας Συνθήκης και άλλο να μην ισχύουν οι λύσεις που αυτή προβλέπει για ζητήματα που αφορούν την ύπαρξη της κρατικής μας οντότητας σήμερα. Πρόκειται για μουτζούρα που συγκαλύπτει πίσω από ένα ευλογοφανές προπέτασμα καπνού το μήνυμα που δίνει η δήλωση προς την άλλη πλευρά.

Η Συνθήκη αυτή ορίζει τα σύνορα κι αυτά αμφισβητεί η Τουρκία κι όχι τις ρυθμίσεις των χρεών προς τον σουλτάνο! Κάθε διπλωμάτης και κάθε πρωτοετής φοιτητής πολιτικών επιστημών γνωρίζει ότι δεν χρειάζεται να δηλώσεις πως συμφωνείς με τις αξιώσεις κάποιου που έχει απαιτήσεις σε όσα νόμιμα σου ανήκουν. Αρκεί να δεχθείς ότι αποτελεί θέμα προς συζήτηση και ήδη ο άλλος έχει κερδίσει μια σημαντική πρώτη μάχη.

Ποιοι μιλούν για “παρωχημένη” Συνθήκη

Οι Συνθήκες συνήθως αποτελούν καρπούς πολεμικών αναμετρήσεων και θέτουν τέρμα σε διαμάχες που ήταν ανοικτές εν καιρώ πολέμου. Ορίζουν οι Συνθήκες τους όρους της ειρήνης. Γι’ αυτό ονομάζονται και Συνθήκες Ειρήνης, επειδή ορίζουν τι δεν μπορεί να αλλάξει ειρηνικά. Η παραβίαση των όρων αυτών ισοδυναμεί per se με νέα πολεμική αναμέτρηση. Μόνον οι αναθεωρητικές δυνάμεις, δηλαδή οι δυνάμεις που επιδιώκουν νέα οριοθέτηση της κυριαρχίας τους και των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων θέτουν ζήτημα “απαρχαίωσης” των Συνθηκών. Και οι Συνθήκες δεν απαρχαιώνονται επειδή πέρασαν τα χρόνια· απαρχαιώνονται όταν νέοι συσχετισμοί δύναμης υποστηρίζουν νέες αξιώσεις μιας δύναμης και την οδηγούν στην παραβίαση της ειρήνης όπως είχε ορισθεί από την Συνθήκη.

Η πλευρά που επιθυμεί την διατήρηση του status quo δεν έχει κανέναν λόγο να θέσει ή να δεχθεί ζήτημα αναθεώρησης Συνθήκης Ειρήνης, ακόμα και αν κάποιες ρυθμίσεις της αναφέρονται σε ζητήματα που δεν υφίστανται πλέον. Κάθε αντίθετη κίνηση ή δήλωση κεφαλαιοποιείται αυτομάτως από τον αντίπαλο και ενισχύει την δικαιολόγηση των αξιώσεών του στη διεθνή κοινή γνώμη.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όσο κι αν “αδειάζει” η κυβέρνηση μια τέτοια δήλωση ή όσο κι αν την μουτζουρώνει ο ίδιος που την έκανε, εκείνο που μένει είναι ότι “υπάρχει θέμα”. Ο αντίπαλος δεν είναι τόσο ανόητος να αναμένει μια δημόσια δήλωση συμφωνίας με τις απαιτήσεις του· του αρκεί σε αυτή την φάση η παραδοχή ότι “υπάρχει θέμα”. Αυτό που μένει είναι ότι υπάρχει “κάτι” ως προς το οποίο γίνεται αποδεκτό να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και ότι αυτό το “κάτι” μπορεί να λυθεί χωρίς πολεμική αναμέτρηση. Κανένα κράτος που σέβεται την κυριαρχία του δεν νοείται να δεχθεί ότι “υπάρχει θέμα” ως προς τον εγγυημένο από Συνθήκη Ειρήνης προσδιορισμό της.

Έκπληξη από Κασσελάκη

Η άλλη έκπληξη ήταν ότι το θέμα το σήκωσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες ευαισθησίες και οπωσδήποτε αποτελεί ευχάριστη έκπληξη που η Κουμουνδούρου ανακάλυψε πως η χώρα δεν είναι αφηρημένη κοινωνία, αλλά έχει υλική, γεωγραφική υπόσταση με σύνορα και κυριαρχία. Μετά από αδεξιότητες και αστοχίες, ο κ. Κασσελάκης έκανε μια πολύ σωστή πολιτική κίνηση και αυτό πρέπει να του αναγνωριστεί, παρά τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς.

Το ζήτημα δεν είναι εύστοχες δηλώσεις ή εκλογική εκμετάλλευση του διευρυνόμενου κενού όσον αφορά την πατριωτική στάση της χώρας στη διεθνή σκακιέρα. Δεν αρκεί η ευκαιριακή χρήση του όρου “πατριωτική” για να σηκώσει αυτή η Αριστερά το βάρος της εθνικής ευθύνης, πόσο μάλλον της εθνικής ηγεμονίας, ως θα όφειλε. Ένα κόμμα διαπαιδαγωγημένο στον αποεδαφοποιημένο δικαιωματισμό, με όλες τις παθογένειες της απόσπασης από τη λαϊκή βάση, πρέπει να κάνει εσωτερική επανάσταση και ουσιαστικά να επανιδρυθεί. Κυρίως, πρέπει να αποδείξει –στον εαυτό του πρώτα– ότι δεν βλέπει τον πατριωτισμό ως σημαία ευκαιρίας, ως “προσαρμογή” ή “συμβιβασμό”, αλλά ως ουσιώδη προσδιορισμό του πολιτικού χαρακτήρα του.

Η Αριστερά δεν είναι και “πατριωτική”: δεν μπορεί παρά να είναι πατριωτική. Ζούμε σε μια χώρα που έχει πρόβλημα εθνικής ανεξαρτησίας σε δύο επίπεδα:

  • Πρώτον, είναι ενταγμένη σε μια συμμαχία ιμπεριαλιστικών χωρών, με γεωστρατηγικά συμφέροντα, τα οποία εν πολλοίς δεν είναι συμβατά με τα εθνικά μας συμφέροντα.
  • Δεύτερον, γειτνιάζει με μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη, η οποία φιλοδοξεί να γίνει παγκόσμια δύναμη, ανήκει στο ΝΑΤΟ, όπως εμείς, έχει δυναμική οικονομία, η οποία διεισδύει καλυμμένα ή απροκάλυπτα στην κλονιζόμενη δική μας, έχει ταχύτατη δημογραφική ανάπτυξη, ισχυρή πολεμική βιομηχανία και είναι εθνικά συσπειρωμένη σε ένα σχέδιο επέκτασης.

Αριστερή πολιτική και εθνική ανεξαρτησία

Καμία αριστερή πολιτική στα κοινωνικά ζητήματα δεν μπορεί να ασκηθεί, ενόσω η εθνική ανεξαρτησία τίθεται εν αμφιβόλω. Σε μια χώρα, όπου οι άρχουσες ελίτ είναι οργανικά συνδεδεμένες με ξένα κέντρα, όπου το σύστημα υγείας π.χ. έχει πωληθεί σε ξένα funds στα οποία έχουν μετοχές στελέχη της κυβέρνησης, όπου η Τουρκία θα επωφεληθεί από την ίδρυση ξένων πανεπιστημίων, όπου τηλεοπτικά κανάλια και ποδοσφαιρικές ομάδες περνούν στην τουρκική σφαίρα συμφερόντων, η Αριστερά οφείλει να συσπειρώσει τις δυνάμεις του έθνους, γύρω από ένα πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής.

Η μόνη περίοδος στην ιστορία όπου η Αριστερά κατόρθωσε να ηγεμονεύσει στην ελληνική κοινωνία ήταν η περίοδος του ΕΑΜ, άσχετα με τους άστοχους χειρισμούς που οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο, την κατάρα του οποίου πληρώνουμε ακόμα και φέρουμε ως τραύμα εθνικό. Η δεύτερη φορά, πολύ βραχύβια αυτή, όπου η Αριστερά κατόρθωσε να εκφράσει την “γενική θέληση” σε εθνικό επίπεδο ήταν το Πολυτεχνείο, όπου δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι οι εξεγερμένοι συσπειρώθηκαν και συνετάραξαν την χειμαζόμενη κοινωνία, γύρω από συνθήματα που έβαζαν στο επίκεντρο του αγώνα, την εθνική ανεξαρτησία. Τον εθνικό ύμνο έψαλαν και την ελληνική σημαία σήκωσαν μέχρι το τέλος. Δεν ήταν εθνικιστές βεβαίως.

Η ΣΥΡΙΖΟγενής Αριστερά έκανε tabula rasa την ιστορική αυτή κληρονομιά και συμπεριφέρθηκε σαν ΜΚΟ σε έναν κόσμο τον οποίο φανταζόταν σαν ολοκληρωμένα παγκοσμιοποιημένο. Το χειρότερο είναι ότι θεωρώντας “δεξιά απόκλιση” κάθε ενασχόληση με τα εθνικά θέματα, εκχώρησε το πεδίο αυτό, στην ακροδεξιά πατριδοκαπηλική δημαγωγία. Ίσως η αντίδραση του νέου προέδρου στο στραβοπάτημα Συρίγου δείχνει πρόθεση αλλαγής ως προς αυτό.

Θα ολοκληρώσει το βήμα ο ΣΥΡΙΖΑ;

Όσο για το άλλο κόμμα που προέκυψε από την διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, τα πρώτα δείγματα γραφής δεν αφήνουν αμφιβολία ότι θα βαδίσει στο ίδιο “αντι-εθνικιστικό”, αντι-πατριωτικό ουσιαστικά μονοπάτι όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα. Αυτό δείχνουν τόσο η σαφής δήλωσή του ως προς αυτό, όσο και το γεγονός καθεαυτό ότι δεν μπόρεσε να σχηματίσει αυτόνομη κοινοβουλευτική ομάδα, παρά με την βοήθεια των δύο μουσουλμάνων βουλευτών (είναι ως φαίνεται και αυτοί της “ακραιφνούς, ριζοσπαστικής αντι-εθνικιστικής Αριστεράς”!

Θα μείνουμε με την απορία σε ποιο κόμμα θα εντάσσονταν αν ζούσαν στην Τουρκία; Δηλώνουν Τούρκοι, συμφωνώντας εδώ με τον Συρίγο ότι η Συνθήκη της Λωζάννης, που τους θέλει μωαμεθανούς Έλληνες, είναι “παρωχημένη”. Οι δύο αυτοί κύριοι βεβαίως συμμετείχαν στην ομήγυρη των εδώ συνεργατών του Ερντογάν, τους οποίους αυτός δεξιώθηκε στην τουρκική πρεσβεία κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα.

Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ που απέμεινε να πραγματοποιήσει μια αυθυπέρβαση, αναθεωρώντας ένα ταυτοτικό μέχρι τώρα στοιχείο της ιδεολογίας του. Δεν το γνωρίζουμε ούτε έχουμε λόγους να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι. Πάντως, ακόμα κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ απομακρυνθεί από τις καταβολές του, έστω και αν κινηθεί προς τον χώρο του κέντρου, είναι επείγον να είναι τουλάχιστον θεληματικά ανοικτό στον σχηματισμό μετώπου δημοκρατικών πατριωτικών δυνάμεων, έστω και αν η πρωτοβουλία έλθει από αλλού, ώστε να υπάρξει αντίσταση στον ολισθηρό κατήφορο όπου έχουν βάλει στην χώρα οι δεξιοί και αριστεροί κληρονόμοι του Σημίτη.

=============

 -------------------

 ----------------------------


Σχόλια