Σε προπαγανδιστική υπηρεσία το άρθρο των Λιάκουρα-Υφαντή-Φίλη-Διακόπουλου

Αϋφαντής Γιώργος

Το άρθρο των καθηγητών Λιάκουρα, Υφαντή, Φίλη και του αντιναυάρχου Διακόπουλου στην “Καθημερινή” της 30/7/23, δεν συνιστά καταγραφή ακαδημαϊκής ανησυχίας και επιστημονικών παρατηρήσεων. Αντίθετα, αποτελεί αντικειμενικά επιχείρηση εκλαΐκευσης της αναγγελίας του Πρωθυπουργού για αναπόφευκτες υποχωρήσεις από τις ελληνικές αφετηριακές θέσεις στην επί θύραις διαπραγμάτευση με την Άγκυρα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Όπως καταδεικνύεται κατωτέρω, το άρθρο των “τεσσάρων” στερείται ακαδημαϊκής ακεραιότητας, υπό την έννοια ότι παραπλανά τον αναγνώστη για περιστατικά και καταστάσεις. Αποτελεί, συνεπώς, προπαγάνδα που λειτουργεί στην βάση όχι τόσο επιχειρημάτων όσο στη βάση των ακαδημαϊκών και στρατιωτικών τους τίτλων. Η λογική του εγχειρήματος είναι ότι “τέσσερις” (και μετ’ ου πολύ 24;) καθηγητές Διεθνούς Δικαίου / Διεθνών Σχέσεων καθώς και “έγκριτοι” στρατιωτικοί μας συνιστούν να παραχωρήσουμε στην Τουρκία τμήματα των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, τα οποία, προφανώς, μας περισσεύουν!

Η παραπλάνηση του κειμένου των “τεσσάρων” έγκειται στον προσδιορισμό της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης σαν αντιδικίας περί την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Ωστόσο, και οι καθηγητές και ο αντιναύαρχος γνωρίζουν άριστα ότι η τουρκική διεκδίκηση περιλαμβάνει πολύ περισσότερες και καίριες απαιτήσεις:

  • Κυριαρχία επί απροσδιόριστου αριθμού νησιών που κατά την Άγκυρα έχουν καταληφθεί από την Ελλάδα δίχως ρητή πρόνοια Συνθηκών, άρα ανήκουν στο διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κράτος, την Τουρκική Δημοκρατία.
  • Περιορισμό της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά που ονομαστικά αναφέρονται στις Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και Παρισίων (1947) με την επιβολή καθεστώτος βαριάς αποστρατιωτικοποίησης και στην πράξη ουδετερότητας.
  • Ακύρωση της προοπτικής εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων από την Ελλάδα όχι μόνον στο Αιγαίο, αλλά και στα πολύ πιο σημαντικά κοιτάσματα νότια της Κρήτης.
  • Συνδιοίκηση-συγκυριαρχία στην Θράκη με την αναγόρευση της μουσουλμανικής μειονότητας σε τουρκική κοινότητα.

Όλα τα ανωτέρω τα έχουν –κατά καιρούς και πρόσφατα– διατυπώσει τα πιο επίσημα τουρκικά χείλη. Αυτές οι τουρκικές διεκδικήσεις συνιστούν τον πυρήνα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Έστω και έμμεση διαπραγμάτευση επ’ αυτών συνιστά, ipso facto, αναίρεση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, οι “τέσσερις” ψευδεπίγραφα εμφανίζουν το αντικείμενο της επικείμενης διαπραγμάτευσης περιορισμένο στην οριοθέτηση της ΑΟΖ, διατεινόμενοι ότι πρόκειται για κάτι που μπορούμε να συμφωνήσουμε με την Άγκυρα, πέντε πάνω-πέντε κάτω δεν βαριέσαι! Ακόμη πιο απατηλά, υπαινίσσονται ότι για την υπεράσπιση του “αδειανού πουκάμισου” της ΑΟΖ έχουμε τα τελευταία 50 χρόνια αφιερώσει σε αμυντικές δαπάνες 400 δισ. ευρώ, δηλαδή το ισοδύναμο του σημερινού δημόσιου χρέους!

Παρεμπίπτουσα απάτη

Επισημαίνω το παρεμπίπτον ψεύδος των “τεσσάρων”, ότι δηλαδή το σημερινό χρέος δεν το δημιούργησαν ούτε οι σπατάλες των Ολυμπιακών Αγώνων, ούτε η χρόνια κακοδιαχείριση των “θεσμικών” πολιτικών élites της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά το δημιούργησαν οι άνευ ουσιαστικού λόγου δαπάνες των τελευταίων 50 ετών για την άμυνα της χώρας που υπερβαίνουν κατά πολύ την όποια αξία των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων!

Θα εστιάσω, ωστόσο, στο μείζον: εάν προσέλθουμε –και μάλιστα με διακηρυγμένη πρόθεση υποχωρήσεων– σε διαπραγμάτευση με την Άγκυρα τάχα μόνον για οριοθέτηση ΑΟΖ, τότε αφεύκτως θα οδηγηθούμε σε διαπραγμάτευση επί των αλληλένδετων μειζόνων τουρκικών διεκδικήσεων, που συγκροτούν τον πυρήνα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης και αφορούν την εθνική μας κυριαρχία, ακεραιότητα και βεβαίως τα κυριαρχικά μας δικαιώματα!

Αυτό το γνωρίζουν άριστα οι “τέσσερις”, γιατί ένας εξ αυτών, ο καθηγητής Λιάκουρας είχε επί μακρό διάστημα πρόσβαση στα πρακτικά των 64 γύρων των “Διερευνητικών Επαφών”. Και εκεί, σ’ αυτήν την άτυπη διαπραγμάτευση, εμφατικά και κατ’ επανάληψιν τέθηκε από τους Τούρκους η αμφισβήτηση της κυριαρχίας και του καθεστώτος των ελληνικών νησιών. Ακόμη περισσότερο, όταν τον χειμώνα του 2003-2004 οι δύο πλευρές συμφώνησαν να προσφύγουν στη Χάγη και συνέταξαν συνυποσχετικό, η Τουρκία φρόντισε να χαρακτηρίσει την συμφωνία ως πρότυπο επίλυσης και της άλλης “διαφοράς” για τη Θράκη!

Το άρθρο των “τεσσάρων” καταλήγει ότι «οι καιροί ου μενετοί»: να διευθετήσουμε τώρα διότι «ενδέχεται να βρεθούμε σε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό και επικίνδυνο, με εκκρεμή τα θέματά μας με την Τουρκία. Να έχουμε μετακυλίσει δηλαδή το πρόβλημα στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να το διαχειριστούν, κατά τα φαινόμενα με χειρότερους όρους». Και αμέσως πιο πάνω, εξηγούν ότι «τα τελευταία 50 χρόνια όλοι οι συγκριτικοί δείκτες, ποιοτικοί και ποσοτικοί, έχουν μεταβληθεί εις βάρος μας. Το 1970 είχαμε σχεδόν ίδιο ΑΕΠ και η Τουρκία είχε τετραπλάσιο πληθυσμό. Σήμερα η Τουρκία έχει τετραπλάσιο από εμάς ΑΕΠ και σχεδόν εννεαπλάσιο πληθυσμό, με μέσο όρο τα 31 έτη, πολύ μικρότερο από τον δικό μας που είναι περίπου 45 έτη. Οι τάσεις αυτές δεν φαίνεται να αναστρέφονται στο ορατό μέλλον».

Παρατηρώ ότι οι “τέσσερις” δεν αναγράφουν στο άρθρο τους τους αριθμούς τηλεφώνου της Τουρκικής Προεδρίας, προκειμένου να καλέσουν τώρα οι Έλληνες διαπραγματευτές, ώστε να κλείσουν άμεσα συμφωνία, όσο διαρκεί ο μη χείρων συσχετισμός δυνάμεων! Απορίας άξια είναι και η μεταφυσική πίστη των “τεσσάρων” στην βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα του κατεπείγοντος συμβιβασμού που εισηγούνται, πολύ περισσότερο καθώς προβλέπουν ότι η εξέλιξη των ευρύτερων γεωπολιτικών συσχετισμών όσο και του ανισοζυγίου ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας θα εξελίσσεται δυσμενέστερα για εμάς. Εξ ου και πρέπει να βιαστούμε!

Τί, αλήθεια, θα εμποδίσει την Άγκυρα, αφού ενθυλακώσει τις υποχωρήσεις και αποκλίσεις των κ.κ. Μητσοτάκη και Γεραπετρίτη, να επανέλθει δριμύτερη, απαιτώντας όσα θεωρεί ότι ο συσχετισμός δύναμης της επιδικάζει; Σε αντίθεση με το Τίμιο Ξύλο, που αενάως προστατεύει όσους το φέρουν, οι Διεθνείς Συνθήκες (π.χ. Λωζάννη) και το Διεθνές Δίκαιο ουδόλως προστατεύουν εσαεί τους αδυνάμους.

Αν δεν πρέπει να εναποθέτουμε την πίστη μας αποκλειστικά στον ουρανό, διότι, όπως ορισμένοι έχουν παρατηρήσει, ο ουρανός πουθενά δεν στηρίζεται, τότε ας αναλογισθούμε ότι το Διεθνές Δίκαιο στηρίζεται στην αποτρεπτική ισχύ των αδυνάμων. Όχι στις συλλογές υπερόπλων και gadgets που επιδεικνύονται σε παρελάσεις, αλλά στην αποφασιστικότητα των αδυνάτων να αμυνθούν, χρησιμοποιώντας τα αναγκαία όπλα που έχουν.

Οι “ανόητοι” και οι “ξύπνιοι”

Δεν μπορεί η Χεζμπολάχ να αποτρέπει το Ισραήλ να εισβάλει πλέον στο νότιο Λίβανο αλλά οι “τέσσερις” να ολοφύρονται επειδή εάν οριοθετήσουμε ΑΟΖ με την (αντικείμενη στην Κρήτη και Κάσο) Κύπρο «εμείς θα έπρεπε να είμαστε θέση να την υπερασπιζόμαστε επιχειρησιακά μόνιμα και μόνοι μας, δεδομένης της αντικειμενικής αδυναμίας της Κύπρου». Η λογική των “τεσσάρων” συγκλονίζει: “οι ανόητοι πετούν τα λεφτά τους σε αμυντικές δαπάνες και πρέπει να τρέχουν μεσοπέλαγα να υπερασπίσουν κυριαρχικά δικαιώματα! Οι ξύπνιοι πηγαίνουν στη Χάγη όπου με αποκλίσεις και υποχωρήσεις ξενοιάζουν”!

Επισημαίνω, ακόμη, ότι οι “τέσσερις” έχουν το θράσος να ονειδίζουν «την ευγενή τύφλωσιν» των «βολονταριστών» που «επιμένουν να προσδοκούν ΑΟΖ που φθάνει μέχρι την Κύπρο αλλά προσώρας δεν μπορούν καν να διεξάγουν σεισμικές έρευνες στη μέση του Θερμαϊκού Κόλπου!» Θυμάμαι τους τρεις από τους τέσσερις συντάκτες του επίμαχου άρθρου να παροικούν επί δεκαετίες το κτίριο της Βασιλίσσης Σοφίας, ο αντιναύαρχος εγκαταστάθηκε εκεί πρόσφατα!

Για να το πούμε λοιπόν κομψά και αγγλιστί: they have the ear of the Minister! Όχι μόνον του τωρινού, αλλά και των προηγούμενων. Και στου Μαξίμου δεν τους έλειπε η πρόσβαση. Γιατί λοιπόν δεν εισηγήθηκαν να κλείσουμε με ευθεία γραμμή βάσης την είσοδο του Θερμαϊκού Κόλπου, ώστε να είναι σύννομες με την Θρησκεία του Διεθνούς Δικαίου οι σεισμικές έρευνες στο μέσον του;

Εν κατακλείδι: είναι γνωστό ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία, το μνημονεύουν και τα πακέτα όλων ανεξαιρέτως των εταιρειών που παράγουν τσιγάρα. Αν πει κάποιος δημόσια ότι το κάπνισμα είναι θανάσιμο, παραμένει σύννομος. Αν πει ότι οι εταιρείες τσιγάρων είναι δολοφόνοι, τότε χάνει ό,τι έχει και δεν έχει, λόγω συκοφαντικής δυσφήμησης. Ας εφαρμόσουμε, λοιπόν, αυτή την σοφή πρακτική και με τους “τέσσερις”. Δεν αμφισβητώ, λοιπόν, δημοσίως τις προθέσεις τους, περιορίζομαι μόνο να επισημάνω τις καταστροφικές συνέπειες της εξωτερικής πολιτικής που εισηγούνται.

=============


Πώς επηρεάζουν την ελληνοτουρκική προσέγγιση, το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, οι εναλλακτικές σε περίπτωση μη συμφωνίας και η χρονική συγκυρία

Στο Βίλνιους, Μητσοτάκης και Ερντογάν έδειξαν έτοιμοι να δώσουν μια ευκαιρία στην επαναπροσέγγιση. Και ενδεχομένως να ακολουθήσει η διαπραγμάτευση. Αν και είμαστε πολύ μακριά από μια τέτοια προοπτική, ο δημόσιος διάλογος έχει ανοίξει και η ψυχραιμία δεν περισσεύει. Σε αυτή την προοπτική θα σταθούμε. Τρία στοιχεία, διασυνδεόμενα, είναι σημαντικά σε μια διαπραγμάτευση: οι όροι/το πλαίσιο με τους οποίους αυτή γίνεται, οι εναλλακτικές που υπάρχουν σε περίπτωση μη συμφωνίας και ο χρόνος. Ο παράγων χρόνος, επί παραδείγματι, έχει τόσο την έννοια του χρονισμού (timing) όσο και του ποιο από τα δύο μέρη επείγεται περισσότερο για συμφωνία αλλά και του πώς εξελίσσονται οι συνθήκες που καθορίζουν τη δυναμική σχέση των δύο πλευρών, κάτι που αυτονόητα επηρεάζει και τις εναλλακτικές τους.
Περί όρων/πλαισίου

Μετά σχεδόν τέσσερα χρόνια πρωτοφανούς έντασης και επιθετικότητας από πλευράς Τουρκίας, η Αγκυρα εγκατέλειψε επί του παρόντος τη «διπλωματία του καταναγκασμού» (coercion diplomacy), δηλαδή τη στρατηγική άσκησης συνεχούς και αυξανόμενης πίεσης προς τη χώρα μας, προχωρώντας σε βήματα αποκλιμάκωσης. Οι περισσότεροι απέδωσαν αυτή την αλλαγή στη «διπλωματία των σεισμών», αν και κάποιες ενδείξεις είχαν διαφανεί νωρίτερα. Στην πραγματικότητα, ο σεισμός στην Τουρκία και η άμεση αντίδραση της Ελλάδας αποτέλεσαν απλώς επιβοηθητικούς παράγοντες, προσφέροντας και πολιτική κάλυψη στην αλλαγή κατεύθυνσης της γείτονος. Λειτούργησαν δηλαδή ως ένα άλλοθι για μια τακτική έστω αναδίπλωση. Αυτή ήλθε ως συνέχεια στα αντίστοιχα ανοίγματα της Τουρκίας προς Ισραήλ, Αίγυπτο, Σ. Αραβία και Εμιράτα. Οι λόγοι λοιπόν είναι βαθύτεροι και έχουν να κάνουν με την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο πόλεμος ειδικά, επηρεάζει και περιορίζει σε κάποιο βαθμό τις τουρκικές επιλογές σε αρκετά επίπεδα.

Κατ’ αρχάς, ανέδειξε ότι ο αναθεωρητισμός δεν είναι χωρίς κόστος, ιδιαίτερα σε συγκυρίες διεθνούς αποσταθεροποίησης και ιδιαίτερα όταν απειλεί τη συνοχή της Δύσης και του ΝΑΤΟ. Η ενότητα που επέδειξε η Δύση, η συναντίληψη των συντριπτικά περισσοτέρων μελών της Συμμαχίας για τη ρωσική απειλή περιορίζει την ελευθερία κινήσεων της Aγκυρας, παρότι η τελευταία αναβαθμίζεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Επιπλέον, η απώλεια κύρους της Μόσχας, η αντιστροφή των σχέσεων εξάρτησης μεταξύ Τουρκίας – Ρωσίας, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η επανάκαμψη των ΗΠΑ στην Ευρώπη έχουν δημιουργήσει ένα νέο περιβάλλον ασφάλειας που δεν διευκολύνει τον επιθετικό ακτιβισμό και τη στρατηγική αυτονομία που η Aγκυρα σταθερά επιδίωκε. Την ίδια στιγμή, η αναβάθμιση της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο, λόγω της στάσης της στο Ουκρανικό αλλά και της πολυδιάστατης γεωπολιτικής χρησιμότητας του λιμένος της Αλεξανδρούπολης, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τον τουρκικό στρατηγικό σχεδιασμό. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. έχουν ανανεώσει το ενδιαφέρον τους για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι το βασικό πρόβλημα είναι ο τουρκικός αναθεωρητισμός, τα παραπάνω δημιουργούν μια συγκυρία που ίσως ευνοεί μια διαδικασία ουσιαστικότερης διαπραγμάτευσης επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου, όπως διαχρονικά επιδιώκει η Αθήνα εδώ και μισόν αιώνα.
Αρθρο του Κ. Φίλη στην «Κ» – Ελληνοτουρκικά: Γιατί η Χάγη είναι η καλύτερη λύση
Αρθρο του Κ. Φίλη στην «Κ» – Ελληνοτουρκικά: Γιατί η Χάγη είναι η καλύτερη λύση

Ρεαλιστικά, η μόνη εναλλακτική που δεν οδηγεί σε σύγκρουση (μια καταστροφική από κάθε άποψη εξέλιξη και για τις δύο χώρες) είναι η διατήρηση της παρούσας κατάστασης. Αυτή η επιλογή έχει το μικρότερο πολιτικό κόστος αλλά δεν είναι χωρίς κόστος γενικότερα. Για το μείγμα εσωτερικής (αποτροπή) και εξωτερικής (ανάσχεση) εξισορρόπησης, δαπανούμε τεράστιους πόρους και πάρα πολύ διπλωματικό κεφάλαιο. Υπολογίζεται ότι δαπανούμε περίπου το 4% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο τα τελευταία 50 χρόνια για την Aμυνα. Σε σημερινές τιμές, έχουμε δαπανήσει συνολικά κοντά στα 400 δισ. ευρώ (όσο ακριβώς είναι σήμερα το δημόσιο χρέος)! Είναι λοιπόν πιθανό η κούρσα εξοπλισμών, που ξεκίνησε λόγω της διαφοράς μας για την υφαλοκρηπίδα, να έχει κοστίσει μέχρι σήμερα περισσότερο από το όποιο προσδοκώμενο κέρδος θα μας απέφεραν τυχόν πλουτοπαραγωγικοί πόροι της υφαλοκρηπίδας. Επιπλέον, υπάρχει και το κόστος των ευκαιριών. Αν αυτό το ποσό επενδυόταν στο κράτος πρόνοιας, στις υποδομές και σε άλλους κοινωφελείς σκοπούς, θα μπορούσε να παραγάγει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα σε οικονομία και κοινωνία. Επιπλέον, σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν νόημα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακόμη και αν αυτά υπάρχουν και είναι εκμεταλλεύσιμα, λόγω της κλιματικής κρίσης και συνακόλουθα της αναπόφευκτης πράσινης μετάβασης.

Κλωτσώντας λοιπόν το τενεκεδάκι παρακάτω, διατηρούμε μεν ακέραια τα «κυριαρχικά μας δικαιώματα» σε θεωρητικό (αλλά και φαντασιακό) επίπεδο, στην πράξη όμως, όσο δεν οριοθετούμε, δεν έχουμε τίποτα πέραν των 6 ν.μ. κυριαρχίας. Προσδοκούμε ΑΟΖ που φθάνει μέχρι την Κύπρο, αλλά προσώρας δεν μπορούμε καν να διεξάγουμε σεισμικές έρευνες στη μέση του Θερμαϊκού Κόλπου!

Πολλοί αναλυτές και δημοσιολόγοι εκφράζουν βάσιμες ενστάσεις στη διαδικασία προσέγγισης με την Τουρκία λόγω της καθ’ υποτροπήν παραβατικότητάς της, καθώς επίσης εκφράζουν εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσον η Aγκυρα θα δεχτεί ποτέ μια επίλυση που θα βασίζεται στο διεθνές δίκαιο. Το πρόβλημα με τις αναλύσεις αυτές δεν είναι ότι έχουν άδικο στην επιχειρηματολογία τους, αλλά πως αδυνατούν να προτείνουν μια αξιόπιστη και ρεαλιστική εναλλακτική. Κατασκευάζουν άρτια επιχειρήματα μεν, μη διευθέτησης δε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η ακινησία. Και αν κάποια πλευρά επιθυμεί να τορπιλίσει τον διάλογο, αυτή δεν (πρέπει να) είναι η Ελλάδα.
Η δύσκολη εξίσωση της Χάγης
Η δύσκολη εξίσωση της Χάγης

Ο καταγγελτικός και αφοριστικός λόγος (ακόμη και αν είναι δικαιολογημένος) δημιουργεί άρνηση αλλά δεν προσφέρει λύση. Ο αποκομμένος από την πραγματικότητα βολονταρισμός («η ευγενής μας τύφλωσις») οδηγεί σε επικίνδυνες αυταπάτες και στρατηγικά αδιέξοδα. Στις περιπτώσεις που, πέρα από την καταγγελία, προτείνονται κάποιες (αντι)δράσεις της ελληνικής πλευράς, αυτές είναι κατά κανόνα άστοχες, μη ρεαλιστικές, έως και επικίνδυνες. Η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια έχει βασίσει τη στρατηγική της στο διεθνές δίκαιο και οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις αρχές μας θα αποτελέσει στρατηγικό λάθος. Μονομερείς ενέργειες από πλευράς μας θα δικαίωναν τις τουρκικές αντιδράσεις, θα εξομοίωναν τις συμπεριφορές και θα μετέφεραν τη διαδικασία επίλυσης από το «πεδίο του δικαίου» (όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα) στο «πεδίο της ισχύος». Η συνέπεια άλλωστε είναι εκ των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας σε σχέση με τη γείτονα.

Επίσης, είναι αλυσιτελής η πρόταση για άμεση οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο προκειμένου να φέρουμε την Aγκυρα προ τετελεσμένων. Είναι προφανές ότι όμορες χώρες, όπως η Αίγυπτος, σημαντικός περιφερειακός δρων και εκ των σημαντικότερων αραβικών κρατών, με τις οποίες επιθυμούμε μια σχέση εμπιστοσύνης και λειτουργική, θα προβληματίζονταν, ενώ στα μάτια της διεθνούς κοινότητας θα εμφανιζόμασταν περιφρονητικοί έναντι προνοιών του Δικαίου της Θάλασσας που κατά τα άλλα επικαλούμαστε.

Το σημαντικότερο: Η Aγκυρα θα προσπαθούσε άμεσα, αφού πρώτα μας κατήγγελλε για αποκλεισμό της, να παραβιάσει τη συμφωνία μας με τη Λευκωσία με διάφορους τρόπους (ερευνητικά, πλωτά γεωτρύπανα κ.ά.) και εμείς θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να την υπερασπιζόμαστε επιχειρησιακά μόνιμα και μόνοι μας, δεδομένης της αντικειμενικής αδυναμίας της Κύπρου.

Aλλοι πάλι ζητούν να αρχίσει και η χώρα μας να «διεκδικεί» (τι;). Να γίνουμε δηλαδή και εμείς αναθεωρητική χώρα. Να υιοθετήσουμε με άλλα λόγια την πολιτική της Τουρκίας χωρίς να έχουμε τα χαρακτηριστικά της Τουρκίας. Δηλαδή, να καθίσουμε στο τραπέζι ως δύο αναθεωρητικές χώρες και να βάλουμε κάτω όλες τις εκατέρωθεν διεκδικήσεις αντί να συνομιλούμε ως κράτος που υπερασπίζεται το status quo με βάση το διεθνές δίκαιο. Και εδώ η μυωπία σε στρατηγικό αλλά και τακτικό επίπεδο είναι χαρακτηριστική.

    Ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει και περιορίζει σε κάποιο βαθμό τις τουρκικές επιλογές σε αρκετά επίπεδα – ανέδειξε ότι ο αναθεωρητισμός δεν είναι χωρίς κόστος.

Είναι δε παράδοξος ο θαυμασμός που ορισμένοι εκφράζουν για την τουρκική εξωτερική πολιτική και τις ενέργειες Ερντογάν. Συναγωνίζονται το πρακτορείο «Αναντολού» στην προβολή των «επιτυχιών του προέδρου». Στα μάτια τους ο Ερντογάν είναι σχεδόν αλάνθαστος. Δεδομένου όμως ότι ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από συχνές και ραγδαίες μεταβολές στην πολιτική του, είναι άλογο να θεωρείται επιτυχία όταν κάνει κάτι και έπειτα από λίγο εξίσου επιτυχία όταν κάνει το αντίθετό του. Στην ουσία, οι «θαυμαστές» της τουρκικής πολιτικής συγχέουν τη γεωπολιτική σημασία της χώρας με τη στρατηγική. Αν η Τουρκία δεν είχε τα Στενά, αν δεν ήταν μια χώρα του Εύξεινου Πόντου που επιπλέον συνορεύει με Ιράν, Ιράκ, Συρία και την Κεντρική Ασία, αν δεν είχε νεανικό πληθυσμό 85 εκατομμυρίων, αλλά και τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ (ούσα η μόνη μουσουλμανική χώρα ενός δυτικού συνασπισμού), κανείς δεν θα ανεχόταν τους εκβιασμούς και τα καμώματα του προέδρου Ερντογάν. Κανείς δεν θα ανεχόταν τις σχέσεις με τον Πούτιν και την υπονόμευση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Κανείς δεν θα ενδιαφερόταν «να μη χαθεί η Αγκυρα». Για όποιον όμως έχει βρεθεί στο εξωτερικό και έχει συνομιλήσει με διεθνείς παράγοντες, είναι φανερό πως η Τουρκία (και ειδικά ο πρόεδρός της), όσο πολύτιμη είναι στη γεωπολιτική σκακιέρα, άλλο τόσο αναξιόπιστη καθίσταται στις δυτικές πρωτεύουσες.
Η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ

Η Ελλάδα διαχρονικά έχει βασίσει τη στρατηγική της στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, σύμφωνα με το οποίο τα κυριαρχικά δικαιώματα υφαλοκρηπίδας υπάρχουν αυτοδικαίως και εξ υπαρχής και ΑΟΖ εφόσον θεσπιστεί. Oμως δεν ασκούνται αυτομάτως. Αντιθέτως με τα χωρικά ύδατα/αιγιαλίτιδα ζώνη όπου η επέκταση είναι μία μονομερής πράξη, καθώς πρόκειται για κυριαρχία, για την κατοχύρωση και την άσκηση δικαιωμάτων υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ απαιτείται οριοθέτηση με τα γειτονικά κράτη, είτε με συμφωνία είτε με δικαστική διευθέτηση. Μέχρι τότε η Ελλάδα έχει μόνο διεκδικήσεις, ενώ μονομερής οριοθέτηση ή μονομερείς ενέργειες (π.χ. σεισμικές έρευνες) δεν κατοχυρώνουν δικαιώματα εφόσον υπάρχει υποχρέωση οριοθέτησης και αποχής από αυτές. Παράνομες πράξεις, όπως οι σεισμικές έρευνες του «Ορούτς Ρέις» σε ανοριοθέτητη περιοχή δεν παράγουν δίκαιο και δεν διορθώνονται με αντίστοιχες ενέργειες. Εάν επιμείνουμε στη διεκδίκηση θεωρώντας –εσφαλμένα σε μη οριοθετημένη περιοχή– ότι συνιστά δικαίωμα θα οδηγηθούμε στο δίλημμα είτε να ανεχόμαστε κατ’ εξακολούθηση καταπάτηση «δικαιώματος» είτε να εμπλακούμε σε σύγκρουση προκειμένου να το προασπίσουμε.

Συχνά προβάλλεται το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται να διαπραγματευτεί με την Τουρκία, διότι η υφαλοκρηπίδα υφίσταται ipso facto και ab initio και άρα το πρόβλημα είναι η ελληνική δειλία. Αυτό που διαφεύγει είναι ότι το ίδιο ισχύει και για την Aγκυρα, και η τουρκική υφαλοκρηπίδα υπάρχει ipso facto και ab initio. Η παρέκκλιση από τις αρχές μας υπέρ της διμερούς οριοθέτησης θα είναι εσφαλμένη κίνηση και δώρο στη δημόσια διπλωματία της γείτονος. Η Τουρκία δεν είναι μόνο «επίμονος αντιρρησίας» για την αιγιαλίτιδα ζώνη πέραν των 6 ν.μ., αλλά και σε κάθε ελληνική μονομερή ενέργεια, στην οποία θα αντιδράσει έμπρακτα για να «παγώσει» την άσκηση δικαιώματος υφαλοκρηπίδας ή την ανακήρυξη ΑΟΖ. Μια τέτοια ενέργεια περιμένει η Τουρκία για να ισχυριστεί ότι υψώνουμε ένα «σιδηρούν παραπέτασμα» εις βάρος της ώστε να δικαιολογήσει τυχόν απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων ως δήθεν αναγκαστική αντίδραση/επιλογή, δείχνοντας προς τον ξένο παράγοντα ότι την ευθύνη της κλιμάκωσης φέρει η ελληνική πλευρά.
Χρόνος και χρονισμός

Για πολλούς λόγους, από πλευράς χρονισμού (timing), αυτή είναι μάλλον η καλύτερη περίοδος των τελευταίων 20 χρόνων για να ξεκινήσουμε μια ουσιαστική συζήτηση με την Τουρκία. Οι σχέσεις μας δεν εκτυλίσσονται εν κενώ, αλλά μέσα σε ένα διεθνές σύστημα στο οποίο η Δύση προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις ορίζουσές της και την περιφερειακή αλλά και παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Εξίσου, οι προτεραιότητες των δύο ηγεσιών διαφοροποιούνται, στην περίπτωση της Τουρκίας εκ των πραγμάτων. Διότι ο Ερντογάν τελεί υπό την πίεση ανάταξης της οικονομίας που απαιτεί προσαρμογές. Οχι μόνο στην οικονομική αλλά και στη γεωπολιτική πραγματικότητα. Πώς μπορεί η Αγκυρα να επιδιώκει να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια (όχι μόνο πουλώντας «ασημικά» στις αραβικές μοναρχίες) αν με τις ενέργειες της εξωτερικής πολιτικής της προκαλεί αστάθεια; Πώς μπορεί να αναμένει υποστήριξη πολιτική και οικονομική από τη Δύση αν υπονομεύει τα συμφέροντα της δεύτερης σε κάθε ευκαιρία;

Επομένως, σε αυτή την ιστορική καμπή, η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίσει τη διπλωματία του καταναγκασμού εις βάρος της χώρας μας χωρίς υψηλό κόστος. Ετσι, η επιλογή η όποια διαδικασία και διαπραγμάτευση να λάβει χώρα αυστηρά στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου θεωρείται πλέον πολιτικά αυτονόητη από τους περισσότερους εταίρους μας. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. έχουν αντιληφθεί πλήρως τη συναλλακτική λογική που χαρακτηρίζει τις τουρκικές ενέργειες και έχουν προσαρμόσει τη στάση τους αντίστοιχα. Τα όποια ανοίγματά τους προς αυτή γίνονται στη βάση συμμόρφωσης της τελευταίας σε συμφωνηθέντα και σε μια λογική (βηματιστικά) qui pro quο, με αναστρεψιμότητα. Η Αγκυρα για το προβλεπτό μέλλον πρέπει να εξομαλύνει τη σχέση της με τη Δύση, ενδεχομένως και να την αναθερμάνει, λόγω των αναγκών της οικονομίας της. Ακόμη και ο εκσυγχρονισμός της Τελωνειακής Ενωσης έπεσε στο τραπέζι από τον Ερντογάν, ο οποίος μπορεί να φτάσει στο σημείο να δανειστεί ευρωπαϊκά χρήματα για να αποφύγει το ΔΝΤ, και η Ελλάδα με την Κύπρο θα έχουν λόγο σε αυτό. Ενώ και με όρους σκληρής ισχύος, αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι εμφανώς βελτιωμένη. Συμπερασματικά, λοιπόν, δύσκολα θα παρουσιαστεί ευνοϊκότερη συγκυρία στο ορατό μέλλον.

Το μέλλον βέβαια είναι εγγενώς αδύνατον να προβλεφθεί, αλλά μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες τάσεις και να κάνουμε προβολές. Το διεθνές σύστημα που βασίζεται σε κανόνες είναι αυτή τη στιγμή ρευστό και κλυδωνίζεται. Οι κανόνες πάνω στους οποίους βασίζουμε τα δίκαιά μας και τη στρατηγική μας αμφισβητούνται από πολλές πλευρές. Η επίθεση της Μόσχας στην Ουκρανία φέρνει ανατροπές στη μεταπολεμική αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης και η Κίνα, στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, παραβιάζει και περιφρονεί τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Τυχόν αλλαγή της ηγεσίας των ΗΠΑ μπορεί να μεταβάλει, επί τα χείρω, ακόμη περισσότερο τις ισορροπίες και η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πολύ διαιρεμένη και αδύνατη για να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία. Οπως έγραφε ο Σάιμον Τίσνταλ στον Guardian: Η εξαιρετικά ευάλωτη Ευρώπη έχει εισέλθει σε επικίνδυνη τροχιά αποσταθεροποίησης, σημειώνοντας ότι εχθρικές δυνάμεις με αρπακτικές διαθέσεις καραδοκούν, καθώς «οσμίζονται αίμα». Οι απειλές από Ρωσία και Κίνα, η εξασθένηση των συμμαχικών δεσμών ασφαλείας με τις ΗΠΑ και ο κοινωνικός και πολιτικός διχασμός στο εσωτερικό τους, αναδεικνύουν θεμελιώδεις αδυναμίες στρατηγικού χαρακτήρα. Σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό, η Ευρώπη μοιάζει πλέον με μια «πολιορκημένη νησίδα δημοκρατίας» σε έναν κόσμο αναρχίας που σημαδεύεται από διογκούμενα κύματα απολυταρχισμού, ατιμωρησίας και μαζικών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου, τα οποία απειλούν να την κατακλύσουν.

Επιπλέον, είναι κρίσιμη η εξέλιξη παραμέτρων που επηρεάζουν το ισοζύγιο ισχύος και τη δυναμική των σχέσεων με την Τουρκία. Τα τελευταία 50 χρόνια όλοι οι συγκριτικοί δείκτες, ποιοτικοί και ποσοτικοί, έχουν μεταβληθεί εις βάρος μας. Το 1970 είχαμε σχεδόν ίδιο ΑΕΠ και η Τουρκία είχε τετραπλάσιο πληθυσμό. Σήμερα η Τουρκία έχει τετραπλάσιο ΑΕΠ από εμάς και σχεδόν εννεαπλάσιο πληθυσμό με μέσο όρο ηλικίας τα 31 έτη, πολύ μικρότερο από τον δικό μας που είναι περίπου 45 έτη. Οι τάσεις αυτές δεν φαίνεται να αναστρέφονται στο ορατό μέλλον.
Οι καιροί ου μενετοί

Παραπέμποντας στον χρόνο την απόπειρα διευθέτησης, ενδέχεται να βρεθούμε σε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό και πολύ πιο επικίνδυνο, με εκκρεμή τα θέματά μας με την Τουρκία. Να έχουμε μετακυλίσει δηλαδή το πρόβλημα στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να το διαχειριστούν, κατά τα φαινόμενα, με χειρότερους όρους.

Η γεωγραφία είναι πεπρωμένο. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο (όχι βέβαια οποιονδήποτε τρόπο) να συνυπάρξουμε με την Τουρκία που έχουμε, όχι με αυτή που θέλουμε. Μια ενδεχόμενη όμως επίλυση στη βάση του διεθνούς δικαίου διασφαλίζει τα δικαιώματά μας, την ασφάλεια και τη σταθερότητα. Αν λοιπόν υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, έστω και μικρό, χρήσιμο είναι να το αξιοποιήσουμε. Δεν θα διαπραγματευτούμε από φόβο ή αδυναμία, αλλά με αυτοπεποίθηση και γιατί πιθανόν θα κρίνουμε ότι είναι η ορθή επιλογή στην παρούσα συγκυρία. Και βεβαίως χωρίς να διακοπεί ούτε στιγμή η συνεχής ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλων συντελεστών ισχύος και αποτροπής.

Ο κ. Αλέξανδρος Διακόπουλος είναι αντιναύαρχος (ε.α.) Π.Ν., πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, ειδικός σύμβουλος ΕΛΙΑΜΕΠ.

Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής μεταπτυχιακού προγράμματος, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος και αναλυτής του AΝΤ1.

===============

Pantelis Savvidis


Το κείμενο των τεσσάρων στην "Καθημερινή" προκάλεσε αίσθηση. Κυρίως, γιατί πολλοί αναγνώστες του υπενόησαν πως εκφράζει την κυβερνητική βούληση να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη. 
Δεν ξέρω αν είναι έτσι ή όχι, αλλά η θέση των τεσσάρων συμπίπτει με τον κυβερνητικό προβληματισμό. 
Και της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Το διάβασα προσεκτικά. 
Όπως και τους σχολιασμούς που του έκαναν κριτική. Το κείμενο είναι, κυρίως, πολιτικό και λιγότερο επιστημονικό. 
Μας λέει με δύο λόγια πως αν ασκήσουμε το δικαίωμα που μας παραχωρεί το Δίκαιο της Θάλασσας θα ενοχληθεί η Τουρκία και ενδεχομένως η Αίγυπτος και πως είναι η κατάλληλη, χρονικά, στιγμή, να έρθουμε σε συνεννόηση με την Τουρκία.
Υπάρχουν δύο βασικά ερωτήματα. Το πρώτο είναι πως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την έναρξη των συνομιλών για συνυποσχετικό η Τουρκία θα θέσει θέμα κυριαρχίας των νησιών. Πως ξεπερνιέται αυτός ο σκόπελος; Το δεύτερο: ακόμη και αν υπάρξει συνυποσχετικό η Τουρκία θα εγείρει και άλλα ζητήματα στο προσεχές μέλλον. Μήπως το πρόβλημα με την Τουρκία, απλως, μετατίθεται χρονικά;
Και κάτι ακόμη: στην αντίληψη των συντακτών του, το οικονομικό βάρος των εξοπλισμών κατέχει κυρίαρχη θέση. Σωστά. Είναι μια αιμοραγία η οποία κρατά την χώρα καθηλωμένη. Αλλά τα κράτη δεν είναι εταιρείες παρά, μόνο, στην σκέψη των φιλελεύθερων. Πρώτιστο μέλημα του κράτους είναι να επιβεβαιώνει την κυριαρχία του. Κράτος χωρίς κυριαρχία είναι φτερό στον άνεμο.
Αυτά ως προς το κείμενο αυτό καθαυτό.
Υπάρχει και ένα δεύτερο μέρος. Για πρώτη φορά ο χώρος αυτός προβληματισμού εκφράστηκε με τόση σαφήνεια. Αυτό είναι θετικό. Η τάση υπάρχει και είναι καλό ότι δεν κρύβεται. Ξέρουμε ποιοι την εκφράζουν, πως την εκφράζουν και τι επιδιώκουν.
Οι άνθρωποι έχουν μια άλλη προσέγγιση και αυτό είναι και κατανοητό και αποδεκτό σε μια πλουραλιστική κοινωνία.
Ο χαρακτηρισμός τους ως προδοτών απο τους αντιτιθέμενους στην άποψή τους είναι απαράδεκτος.
Ποιός όρισε ποιον ως τιμητή απόψεων και ανθρώπων για να προβαίνει σε τέτοιους χαρακτηρισμούς;
Είχε δίκαιο ο κ. Κων. Φίλης με την οργισμένη αντίδρασή του.
Δεν μπορούμε ούτε έναν νηφάλιο δημόσιο διάλογο να κάνουμε για ένα θέμα υπαρξιακού χαρακτήρα για την χώρα και κατά συνέπεια και για εμάς.
Κατά τα άλλα είμαστε φορείς του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Σε τι; Τι μεταφέρουμε;
===============

Σχόλια