20 Θέσεις κριτικής παρέμβασης στο άρθρο των κ.κ. Διακόπουλου, Λιάκουρα, Υφαντή και Φίλη για τη Χάγη: Αναγνωρίζουν, αν και υποβαθμίζουν, τον τουρκικό αναθεωρητισμό
Παρακάτω δημοσιεύουμε 20 θέσεις κριτικής παρέμβασης στο άρθρο των κ.κ. Διακόπουλου, Λιάκουρα, Υφαντή και Φίλη για τη Χάγη, στην Καθημερινή Κυριακής 30/7/2023) * ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
- Το επίμαχο άρθρο των κ.κ. Διακόπουλου, Λιάκουρα, Υφαντή και Φίλη, στην Καθημερινή της Κυριακής 30/7/2023, έχει ως επίκεντρο μια «διαπραγμάτευση» με την Τουρκία συνοδευόμενη από 3 στοιχεία που κατά τους συγγραφείς τη διέπουν: «όροι/πλαίσιο», «εναλλακτικές», «χρόνος». Δίδεται εξ αρχής η εντύπωση ότι το όλο ζήτημα στα Ελληνοτουρκικά είναι απλώς μια συνολική διαπραγμάτευση, πιθανόν προαποφασισμένη για κάποιους, και όχι μια μοναδική διαφορά, αυτή της οριοθέτησης Υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ, για την επίλυση της οποίας, ωστόσο, η διαπραγμάτευση προωθείται εν είδει φετίχ ως η πρώτιστη, μόνη και μοναδική λύση.
- Και ενώ οι υπογράφοντες επεξηγούν ότι ο «χρόνος έχει τόσο την έννοια του χρονισμού (timing) όσο και του ποιο από τα δύο μέρη επείγεται περισσότερο για συμφωνία», εμφανίζουν την Ελλάδα ως επισπεύδουσα, χωρίς ποτέ να εξηγούν κατ᾽ ουσίαν το γιατί, αρκούμενοι απλώς σε αόριστες κινδυνολογίες του τύπου «στο μέλλον τα πράγματα θα είναι δυσχερέστερα»: «…ενδέχεται να βρεθούμε σε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό και πολύ πιο επικίνδυνο, με εκκρεμή τα θέματά μας με την Τουρκία. Να έχουμε μετακυλίσει δηλαδή το πρόβλημα στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να το διαχειριστούν, κατά τα φαινόμενα, με χειρότερους όρους».
- Φάσκουν και αντιφάσκουν οι συγγραφείς, αφενός εμφανιζόμενοι ως επισπεύδοντες της Χάγης (προκειμένου, φαντάζομαι, να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε επιτέλους τα όσα απορρέουν από τα κυριαρχικά δικαιώματά μας), αφετέρου διατεινόμενοι ότι η Ελλάδα δεν ενδιαφέρεται για τον ορυκτό πλούτο της, μιας και τα επόμενα χρόνια θα επικρατήσει η πράσινη ενέργεια: «σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν νόημα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακόμη και αν αυτά υπάρχουν και είναι εκμεταλλεύσιμα, λόγω της κλιματικής κρίσης και συνακόλουθα της αναπόφευκτης πράσινης μετάβασης». Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς: προς τί τοιαύτη επίσπευσις; Άραγε, θα συμφωνούσαν μαζί τους οι ιθύνοντες της ExxonMobil, της BP, της TOTAL, της Shell, της QP και πολλών άλλων εταιρειών, οι οποίοι συμμετέχουν από καιρό τώρα σε φανερές και μυστικές συσκέψεις με στελέχη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και άλλα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη;
- Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν – αν και ταυτόχρονα επιδιώκουν να τον υποβαθμίσουν – τον τουρκικό αναθεωρητισμό, ενώ παράλληλα αποκρύπτουν έντεχνα από τη συλλογιστική τους τη δεδομένη πίεση από πλευράς ΗΠΑ και Γερμανίας για συνολική διευθέτηση των Ελληνοτουρκικών. Αποψιλώνουν το εύρος των δυνατοτήτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θέτοντας κατ᾽ ουσίαν ψευδοδιλλήματα του τύπου «ευλαβική διατήρηση του status quo, ή κάθε τι άλλο πλην της διαπραγμάτευσης θα σημάνει πόλεμο».
- Παραβάλλουν παντελώς ανόμοια, μη συγκρίσιμα μεγέθη: τα 50 μεταπολιτευτικά χρόνια αγώνα διατήρησης του αξιόμαχου των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με 35 σχεδόν χρόνια κατασπατάλησης της δημόσιας περιουσίας, αφαίμαξης του ελληνικού πλούτου, υπερχρέωσης του εθνικού δημοσίου χρέους λόγω του καρκινώματος του ρουσφετιού και της μίζας στη χώρα, και της υποθήκευσης του μέλλοντος των Ελλήνων χάριν των ολίγων.
- Επιχειρούν να παραπλανήσουν την ελληνική κοινή γνώμη μιλώντας για «κούρσα εξοπλισμών, που ξεκίνησε λόγω της διαφοράς μας για την υφαλοκρηπίδα», ωσάν οι εξοπλισμοί να μην ξεκίνησαν στον απόηχο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της παράνομης μέχρι σήμερα κατοχής πλέον του 37% της Μεγαλονήσου!
- Αναφέρονται σε «προσδοκώμενο κέρδος» από «τυχόν πλουτοπαραγωγικούς πόρους», όταν τα δεδομένα που αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί δεν κρύβουν πλέον μιλούν για γιγάντια αποθέματα ορυκτού πλούτου στην Ανατολική Μεσόγειο, ικανά να παρέχουν υψηλή κάλυψη ενεργειακής επάρκειας στην Ευρώπη, τη στιγμή μάλιστα που η Νορβηγία π.χ. έχει αυξήσει κατακόρυφα την παροχή ενέργειας στην ΕΕ μετά το Ουκρανικό και την ανατίναξη του Nordstream και μόνον στο 2022 τα συνολικά έσοδά της από εξαγωγές υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου ανήλθαν σε περίπου 170 δις ευρώ: ΕΔΩ).
- Όπως ήδη επισημάναμε αλλού, οι εν λόγω συντάκτες δεν διστάζουν να υιοθετήσουν ρητορική του ΚΚΕ και των πασιφιστών της ελληνικής ψευδοαριστεράς, προκειμένου να παρακάμψουν – ανεπίτρεπτα για αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού, Συμβούλους του ΕΛΙΑΜΕΠ, και ειδικούς επιστήμονες ων Διεθνών Σχέσεων – το διαχρονικό αξίωμα si vis pacem para bellum (εάν θες ειρήνη προετοιμάζου για πόλεμο).
- Δεν φαίνεται να τους απασχολεί ότι η μομφή τους περί «κυριαρχικών μας δικαιωμάτων σε θεωρητικό (αλλά και φαντασιακό) επίπεδο» είναι ακριβώς απότοκο της εγκληματικής κληρονομιάς της Μαδρίτης, όταν ο Κώστας Σημίτης αποδείχθηκε για δεύτερη φορά εντός διετίας εντολοδόχος των Ηνωμένων Πολιτειών, και υιοθέτησε verbatim τις διατυπώσεις που του ενεχείρησε ο Τόμας Νάιλς, τότε Αμερικανός Πρέσβης στην Αθήνα, μέσω του δικού μας Πρέσβη Αριστείδη Αγαθοκλή (βλ. σχετικά το κορυφαίο έργο: Μ. Ιγνατίου, Ν. Μελέτης, Η Συμφωνία που «γκρίζαρε» το Αιγαίο: Από τα Ίμια στη Μαδρίτη – Classified, Αθήνα: Πεδίο, 2020). Η φοβική στασιμότητα άσκησης τόσο του μονομερούς δικαιώματος – με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το ΔΔΘ – πλήρους επέκτασης της εθνικής κυριαρχίας μας στα 12 ναυτικά μίλια χωρικών υδάτων, όσο και η ανυπαρξία έναρξης άσκησης και εφαρμογής των όσων απορρέουν από τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος στις δεδομένες πλέον ΑΟΖ, πλήρους με Ιταλία και μερικής με Αίγυπτο, τις οποίες αυτή ταύτη η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη οριοθέτησε, είναι εδώ και σχεδόν δύο χρόνια μια πραγματικότητα για την οποία κάποιοι οφείλουν να λογοδοτήσουν, παρά κάποιοι άλλοι να την χρησιμοποιούν ως επιχείρημα στην πράξη απεμπόλησής τους!
- Οι κ.κ. Διακόπουλος, Λιάκουρας, Υφαντής και Φίλης, αποδεικνύονται περίτρανα ανακόλουθοι και λογικά ασυνεπείς, όταν αναγνωρίζουν και αποδέχονται την ορθότητα της επιχειρηματολογίας και της ορθής ανάγνωσης της Τουρκίας από τις αντίθετες προς αυτούς φωνές («Πολλοί αναλυτές και δημοσιολόγοι εκφράζουν βάσιμες ενστάσεις στη διαδικασία προσέγγισης με την Τουρκία»), ενώ ταυτόχρονα καταλογίζουν απουσία, δήθεν, «αξιόπιστης και ρεαλιστικής εναλλακτικής». Υπονοούν, έτσι, τορπιλισμό του διαλόγου από την Ελλάδα, αντί να ευγνωμονούν τον τουρκικό μαξιμαλισμό ο οποίος ευνοεί ως τώρα τη χώρα κατά της πολυπόθητης σε ορισμένους εκχώρηση, ή έστω παραχώρηση, «κάποιων κυριαρχικών δικαιωμάτων», για να θυμηθούμε πρόσφατους λόγους του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών στη Βουλή.
- Επιδίδονται οι ίδιοι, ως κάκιστοι ερασιτέχνες σκακιστές, σε biased προβλέψεις για τις επόμενες κινήσεις του αντιπάλου, λησμονώντας να οργανώσουν το δικό τους πλαίσιο στρατηγικών κινήσεων με γνώμονα την αποτροπή έκβασης των κινδυνολογουμένων. Θα άξιζε να ερωτηθούν εξάλλου, εάν διαφωνούν με τη στρατηγική επιλογή των φρεγατών Belharra, στις οποίες η Ελλάδα κατέληξε (έστω και αν υπήρξε η σπόντα της εμπλοκής μεταξύ Αυστραλίας, ΗΠΑ και Γαλλίας) ακριβώς λόγω της στρατηγικής επιμονής στο επιχειρησιακό πλεονέκτημα που εδράζεται σε κάθε άλλο παρά την παραίτηση κάλυψης του θαλάσσιου χώρου της ανατολικής Μεσογείου, μέχρι την Κύπρο. Εκτός, φυσικά, και εάν τα Επιτελεία των Ενόπλων Δυνάμεων θεωρούνται από κάποιους ως προσκόμματα στην άσκηση «μεταμοντέρνας» εξωτερικής πολιτικής.
- Οι εν λόγω συντάκτες ξορκίζουν τις διεκδικήσεις από πλευράς Ελλάδος, αφού βέβαια προηγουμένως έχουν μοιραία ενδώσει στην εμπράγματο αποδοχή του τουρκικού ορισμού του όρου «διεκδίκηση», εκλαμβάνοντας μονοσήμαντα ως μοναδική λογική επέκταση της έννοιας διεκδίκηση τον τουρκικό αναθεωρητισμό, τη ναυαρχίδα δηλαδή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής: «Άλλοι πάλι ζητούν να αρχίσει και η χώρα μας να «διεκδικεί» (τι;). Να γίνουμε δηλαδή και εμείς αναθεωρητική χώρα. Να υιοθετήσουμε με άλλα λόγια την πολιτική της Τουρκίας χωρίς να έχουμε τα χαρακτηριστικά της Τουρκίας». Διαπομπεύουν έτσι, συνειδητά ή ασυνείδητα, μετά ή άνευ δόλου, τα εθνικά δίκαια, όπως η νευραλγική επέκταση των εθνικών Χωρικών Υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια – ή στο μέγιστο της μέσης γραμμής στο Α/ΝΑ Αιγαίο – και τα υποβαθμίζουν ποιοτικά, εξισώνοντάς τα σχεδόν, στο σκεπτικό τους, με υφαρπαγή ζωτικών συμφερόντων της γείτονος ή αμφισβήτηση της υπόστασής της, τη στιγμή μάλιστα που οι αξιώσεις τις Τουρκίας εδράζονται επί της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδος, όπως οι παραβιάσεις, η απαίτηση για αποστρατικοποίηση των νησιών, η επιδίωξη γκριζοποίησης του Αιγαίου και ο σταθερά προωθούμενος εκτουρκισμός της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, αποδεικνύουν. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνον διαστρέφουν τα εθνικά δίκαια, αλλά παρέχουν εμμέσως άλλοθι ανοχής στις εμπράγματες τουρκικές αξιώσεις!
- Δύσκολα αποφεύγουν να εμφανιστούν ως κυνηγοί σχεδόν «φιλότουρκων» Ελλήνων, ενώπιον όσων επισημαίνουν τις επιτυχίες του Ερντογάν, και αγνοούν στιβαρούς Αμερικανούς αναλυτές, όπως ο Michael Rubin, που εξέθεσαν αντικειμενικά τα κέρδη Ερντογάν στο Βίλνιους, τη στιγμή μάλιστα που ο Τούρκος Πρόεδρος συνεχίζει να τα «μασάει» περί οριστικής επικύρωσης της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση τον προσεχή Οκτώβριο. Δεν διστάζουν μάλιστα να υποβαθμίσουν εκ νέου την αμετάβλητη τουρκική στρατηγική αποκαλώντας τους τακτικούς ελιγμούς της γείτονος «ραγδαίες μεταβολές του Ερντογάν».
- Φαίνεται ότι ορισμένοι εκ των συγγραφέων δεν διδάσκονται ούτε καν από τη θητεία τους ως επισκέπτες καθηγητές σε τουρκικά πανεπιστήμια. Καταφεύγουν, λοιπόν, στην ανεπίτρεπτη αφέλεια των ευχολογίων και των εύλογων υποθέσεων μιας κατεξοχήν φαντασιακής Τουρκίας, τη στιγμή μάλιστα που οι ίδιοι νωρίτερα αποκήρυξαν κάθε τι το «φαντασιακό»! Όσον αφορά στο πόσο ενοχλητική είναι η «αναξιοπιστία της Τουρκίας στις δυτικές πρωτεύουσες», θα άξιζε οι εν λόγω συντάκτες να συζητήσουν με Νορβηγούς διπλωμάτες, προσωπικούς φίλους του ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, εδώ στο Όσλο, ώστε να ελέγξουν τον βαθμό εγκυρότητας της εκτίμησής τους.
- Επικαλούνται οι συγγραφείς, τον χρονισμό μιας δήθεν στριμωγμένης στον τοίχο Τουρκίας, όχι ούτως ώστε – όπως εύλογα θα ανέμενε κάθε νοήμων Έλληνας – η Ελλάδα να αποκομίσει το μέγιστο όφελος που μια τέτοια δεδομένη κατάσταση της γείτονος θα απέφερε, αλλά προκειμένου να επιτευχθεί μια συμφωνία για την οποία η Ελλάδα – τραγικά και ανόητα – έχει ήδη δηλώσει κατ᾽ ουσίαν ότι θα αντιμετωπίσει την ακρότητα των τουρκικών απαιτήσεων με εκπεφρασμένη τη βούλησή της για υποχωρήσεις από τα απώτατα όρια των δικών της εθνικών δικαίων. Ελληνικός μινιμαλισμός, δηλαδή, ως αντίδοτο στον τουρκικό μαξιμαλισμό!
- Όλως παραδόξως, οι συγγραφείς αυτού του κειμένου, μολονότι γνήσια (;) τέκνα του Καραμανλικού Ευρωκεντρικού Φιλελευθερισμού, είναι έτοιμοι όσο ποτέ άλλοτε να αποταχθούν το ευρωπαϊκό πλαίσιο – μιας και όπως ομολογούν χαρακτηριστικά «η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ διαιρεμένη και αδύνατη για να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία» – και να εγκαταλείψουν τη θεώρηση των τουρκικών αξιώσεων εις βάρος της Ελλάδος ως πρόβλημα ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την Κύπρο, παρακάμπτοντας αμφότερα, προκειμένου να διευκολυνθεί μια διμερής διαπραγμάτευση που θα οδηγήσει στον επιθυμητό κατ᾽ αυτούς συμβιβασμό.
- Η τετράς των κυρίων αυτών παραλογίζεται, καθώς αναγνωρίζει αφενός αρνητικό συντελεστή ισοζυγίου ισχύος έναντι της Τουρκίας κατά τα τελευταία 50 χρόνια, αφετέρου λίγο νωρίτερα στο κείμενό τους κατήγγειλε τα 400 δις ευρώ της τελευταίας 50ετίας ελληνικών αμυντικών δαπανών. Επικαλούνται φαυλοπρεπώς μιαν σε απόλυτους αριθμούς (αν)ισορροπία ισχύος αποστερημένη του ποιοτικού πλεονεκτήματος που διαθέτει ο αμυνόμενος υπέρ πάτρης, ιερών και οσίων, προκειμένου να τοκιστεί το ηττοπαθές κεφάλαιό τους με τον προς τούτο επιβεβλημένο, καταναγκαστικό συμβιβασμό.
- Φυσικά, η κινδυνολογία δεν απουσιάζει, καθώς η κατ᾽ αυτούς τυχόν μη επίλυση των Ελληνοτουρκικών τώρα θα σημάνει αυτόματα και την επιδείνωσή τους στο μέλλον, αφού «δύσκολα θα παρουσιαστεί ευνοϊκότερη συγκυρία στο ορατό μέλλον». Αγνοούν άραγε, το γεγονός ότι η Νορβηγία, παραδείγματος χάριν, συζητούσε επί 40 χρόνια με τη Σοβιετική Ένωση – και μάλιστα σε ευρύτερες συνθήκες λίαν δυσμενέστερες αυτών που διέπουν τα Ελληνοτουρκικά σήμερα, όπως ήταν εκείνες του Ψυχρού Πολέμου – έως ότου αισθανθεί αρκετά ισχυρή για να προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ μαζί της; Και βεβαίως, η Νορβηγία, ουδόλως δείχνει σήμερα να μοιράζεται τη συγκίνηση των συγγραφέων του άρθρου υπέρ της «πράσινης ανάπτυξης», ώστε να αρνηθεί να είναι ο πάροχος του 1/3 του εισαγόμενου από την Ευρώπη Φυσικού Αερίου, το 2021, ή να είναι εισαγωγέας στην Ευρώπη 80 εκατομμυρίων βαρελιών αργού πετρελαίου, μόνον μέσα στο 2022.
- Εν κατακλείδι, η εν λόγω παρέμβαση των τεσσάρων, δεν θα μπορούσε παρά να κλείσει μοιρολατρικά, αποδεχόμενη ότι «η γεωγραφία είναι πεπρωμένο». Λυπεί, δυστυχώς, όχι μόνον το όραμα που απουσιάζει από την ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως οι κ.κ. Διακόπουλος, Λιάκουρας, Υφαντής και Φίλης την αντιλαμβάνονται, αλλά και η αδυναμία των εν λόγω κυρίων να σκεφθούν ελληνικά, και να συνειδητοποιήσουν ότι όπως ακριβώς ο κάθε άνθρωπος, έτσι και η κάθε χώρα ορίζει τη δική της μοίρα.
- Στον 20ο αιώνα η Ελλάδα όρισε το πεπρωμένο της γεωγραφίας της. Αν οι εν λόγω κύριοι οραματίζονται, αξιώνουν και εκφράζουν κάτι διαφορετικό ή αντίθετο στον 21ο αιώνα, ας έχουν υπόψιν ότι αυτό δεν είναι δική τους δουλειά αλλά σύσσωμου του ελληνικού λαού.
* Το προσχέδιο του κειμένου αυτού ετοιμάστηκε πριν τον θόρυβο που ξέσπασε με αφορμή το εν λόγω δημοσίευμα της Καθημερινής. Στην παρούσα μορφή του όμως ο συγγραφέας έλαβε υπόψιν όλες τις εξαίρετες παρεμβάσεις που έχουν δημοσιευθεί ως το βράδυ της Κυριακής 6 Αυγούστου καθώς και τις πρώτες αντιδράσεις ορισμένων εκ των υπογραφόντων το επίμαχο κείμενο, γι᾽ αυτό και επέλεξε την υπάρχουσα μορφή του κειμένου αυτού.
** Ο Παναγιώτης Παύλος είναι Ερευνητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Όσλο και Επιστημονικός Συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
============
---------------
Σχόλια