του Αλέξανδρου Τάρκα
Πεμ, 12 Δεκεμβρίου 2024 - 18:00
Η ελληνική διπλωματία, χάρη στο εξόχως συμπτωματικό γεγονός της ακύρωσης του ταξιδιού του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Λίβανο την περασμένη Παρασκευή (είτε λόγω πραγματικής βλάβης του κυβερνητικού αεροσκάφους, είτε λόγω άλλης αιτίας που δεν επέτρεψε ούτε τη μετάβασή του στο Παρίσι για τα θυρανοίξια της Notre Dame την επόμενη ημέρα), γλύτωσε έναν διεθνή εξευτελισμό.
Ο Μητσοτάκης που, κατά το κυβερνητικό αφήγημα, θα πραγματοποιούσε επίσκεψη “υψηλού συμβολισμού” με το “μήνυμα σταθερότητας στη Μέση Ανατολή”, θα αναχωρούσε από τον αερολιμένα της Βηρυτού το απόγευμα της Παρασκευής. Περίπου 30 ώρες αργότερα και σε οδική απόσταση μικρότερη των 140 χιλιομέτρων, οι ισλαμιστές αντάρτες θα εισέρχονταν στη Δαμασκό, κάνοντας κουρελόχαρτο τη “σταθερότητα” της ευρύτερης περιοχής που – εθελοντικά – ήθελε να συμβολίσει, πρώτος εκ των ομολόγων του στην ΕΕ, ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Προφανώς, κάτι περισσότερο γνωρίζουν, τόσα χρόνια, στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές και δίνοντας στη Γαλλία το προβάδισμα των χειρισμών για το Λίβανο και τη Συρία, λόγω των εκεί συμφερόντων της από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε κάθε περίπτωση, η πραγματικότητα είναι ότι τα αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών επιτελούν τα καθήκοντά τους, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ο δε Μητσοτάκης είχε προβεί – μόνο στην αρχή της θητείας του – σε επιτυχείς χειρισμούς, ειδικά σε σχέση με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Χωρίς, όμως, την ανάλογη συνέχεια και επαναπαυόμενος στην πρωτοφανή “προσωπική διπλωματία” που διαρκώς ασκεί σε όλα τα μέτωπα, παρά την αδυναμία επίτευξης των στόχων.
Συγκεκριμένα, ως προς τις σχέσεις με την Αίγυπτο, ο Μητσοτάκης ευτύχησε (όπως και ο προκάτοχός του, Αλέξης Τσίπρας) να οικοδομήσει επί της ορθής επιλογής του 2013. Ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος (η μοναδική ίσως επιτυχία της πολιτικής του καριέρας) έπεισαν, μαζί με την Αυστρία, τα άλλα μέλη της ΕΕ ότι έπρεπε να στηριχθεί ο επικεφαλής του στρατιωτικού κινήματος, τότε υπουργός Άμυνας και ως σήμερα πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ Ελ Σίσι. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα οδηγούσε την Αίγυπτο και ολόκληρη την περιοχή στον ακραίο ισλαμισμό και σε ορδές παράνομων μεταναστών προς την Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα.
Το Νοέμβριο του 2019, ο πρόεδρος Σίσι προφανώς δεν ενθουσιάστηκε από το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης προτίμησε να αναχωρήσει για ιδιωτικό ταξίδι στο Λονδίνο αντί να αξιοποιήσει, με επείγουσα διπλωματική πρωτοβουλία, ένα απόρρητο αιγυπτιακό μήνυμα περί επικείμενης υπογραφής του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου.
Ούτε οι Αιγύπτιοι διπλωμάτες είχαν χαρεί πολύ, τον Αύγουστο του 2020, μαθαίνοντας ότι η – έστω “μερική” – διμερής συμφωνία για την ΑΟΖ καθυστερούσε να κυρωθεί από τη Βουλή των Ελλήνων, λόγω παρεμβάσεων της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ. Μέχρι που ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, έπεισε τον πρωθυπουργό για τα επιβεβλημένα επόμενα βήματα.
Αργότερα, ο κ. Μητσοτάκης είχε την επιδεξιότητα να αναπτύξει στενή σχέση με τον Σίσι. Ο Αιγύπτιος πρόεδρος επέδειξε μάλιστα ένας είδος ανωτερότητας, μη δίνοντας σημασία στη διπλωματική γκάφα της πρόσκλησής του από τον Μητσοτάκη, στην Αθήνα το Μάιο του 2022, για να συμμετάσχει – κάτι σαν κονφερασιέ – σε πάνελ ενεργειακού συνεδρίου μαζί με έναν… εκ των αντιπροέδρων της Κομισιόν. Προτίμησε να δει την καλή πλευρά. Συνεκτίμησε το συμβολικό στοιχείο της καταγωγής ενός μέλους της ευρύτερης πρωθυπουργικής οικογένειας από την Ελληνική Κοινότητα της Αιγύπτου και ευχαρίστησε, επίσης, τον Μητσοτάκη για την ευγενή χειρονομία αποστολής ενός συμβολικού δώρου στις αρχές του 2023.
Σήμερα, το Κάιρο προσβλέπει στην ενεργειακή διασύνδεση με την Ελλάδα (GREGY, Euro-Africa Interconnector) και αποδέχθηκε την πρόταση σύστασης Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών. Ωστόσο, δεν βιάζεται για τη σύγκλησή του και τη λήψη αποφάσεων λόγω της, στο μεταξύ, αναθέρμανσης των τουρκο-αιγυπτιακών σχέσεων. Η “προσωπική διπλωματία” του Μητσοτάκη δεν ήταν επαρκής για να την αποτρέψει.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η αιγυπτιακή πλευρά θα τηρήσει τη διαβεβαίωσή της ότι οι σχέσεις με την Αθήνα δεν θα θιγούν στο παραμικρό, όσο και αν προοδεύσουν οι αντίστοιχες με την Άγκυρα. Ο Σίσι εμφανίζεται συνεπέστατος, αλλά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις μέρους του του διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου της χώρας του.
Παράλληλα, τους επόμενους μήνες, η κυβέρνηση και η ελληνική διπλωματία θα πρέπει να βρουν τη χρυσή τομή μεταξύ της ασαφούς πολιτικής της ΕΕ έναντι του Ισραήλ και της αξιοποίησης των στενών διμερών σχέσεων, όχι μόνον με τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, αλλά σχεδόν με όλες τις πολιτικές προσωπικότητες και κόμματα της χώρας.
Το Ισραήλ, πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί το φυσικό σύμμαχο της Ελλάδας και το μοναδικό αντίβαρο έναντι της Τουρκίας στην περιοχή, κατάφερε σε σύντομο χρόνο να συντρίψει την αντιαεροπορική άμυνα του Ιράν και να συρρικνώσει τις επιχειρησιακές δυνατότητες των Χαμάς και Χεζμπολάχ.
Τα ερωτήματα για τους επόμενους μήνες και χρόνια είναι αφενός αν η ΕΕ θα προσφέρει οικονομική και διπλωματική στήριξη στο Τελ Αβίβ (που έχει καταστεί ακόμα πιο δύσκολη μετά την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα και τα γνωστά εντάλματα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου). Και, αφετέρου, αν η Αθήνα θα μπορεί να διαχωρίσει, επαρκώς, τη δική της πολιτική, από την αντίστοιχη των εταίρων της και την τακτική της Κομισιόν.
Από την άλλη πλευρά, μόλις θα μπορεί να γίνει μια ψύχραιμη εκτίμηση των εξελίξεων στη Συρία και της αυξημένης ισχύος και επιρροής της Τουρκίας, η Αθήνα θα πρέπει να διερευνήσει την ισραηλινή πολιτική έναντι του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν.
Βασιζόμενος στην “προσωπική διπλωματία”, ο πρωθυπουργός είχε παρεξηγήσει, τον Ιούνιο του 2020, κάποια σχόλια του Νετανιάχου. Αντιλήφθηκε, λανθασμένα, ότι οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ θα προστάτευαν το – από την αρχή μάλλον ανεδαφικό και σήμερα καταρρέον πλέον – σχέδιο κατασκευής του αγωγού EastMed σε όλο το μήκος του. Μερικούς μήνες αργότερα, η ισραηλινή πλευρά ξεκαθάρισε ότι κάθε χώρα όφειλε να προστατεύσει το δικό της τμήμα του αγωγού.
Σε ένα παρόμοιο σημείο, βρισκόμαστε και τώρα. Το Τελ Αβίβ έχει εντάξει το σχέδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ (Great Sea Interconnector) στο μεσοπρόθεσμο ενεργειακό σχεδιασμό του, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορεί να υπερασπίσει επαρκώς – ούτε καν στα διεθνή ύδατα κοντά στην Κάσο – τις βυθομετρικές έρευνες του ερευνητικού πλοίου Ievoli Relume. Με αποτέλεσμα, τις τελευταίες πολλές εβδομάδες, το πλήρωμά του να έχει βαρεθεί από το σεργιάνι κοντά στα παράλια της Κρήτης και να ζαλίζεται από την παρακολούθηση του τουρκικού UAV μόλις κινηθεί λίγο πιο ανατολικά.
Μέσω διαρροών, το υπουργείο Εξωτερικών διαβεβαιώνει ότι ο Γιώργος Γεραπετρίτης «θέτει το ζήτημα» στον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν. Δεν μας λέγουν, βέβαια, τι του απαντά ο Φιντάν. Αν και το καταλαβαίνουμε, σχεδόν, όλοι…
Σχόλια