Ο διάλογος Ελλάδας – Τουρκίας είναι χρησιμότατος ακόμα και σε ώρες έντασης, αλλά η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν της 13ης Μαρτίου διεύρυνε το ελλειμματικό ισοζύγιο δυνάμεων σε βάρος της Αθήνας. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Ο πρωθυπουργός κακώς επικρίνεται κατά καιρούς από την αντιπολίτευση για την άσκηση «μυστικής» διπλωματίας. Η -χειρότερη- πραγματικότητα είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης, που κατά τα άλλα διαφημίζει ότι πάντα συμβουλεύεται «τη γνώμη των ειδικών», ασκεί -ειδικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις- προσωπική διπλωματία σε απόσταση από το υπουργείο Εξωτερικών και τα επιφανή στελέχη της παράταξης. Η προσωπική διπλωματία του πρωθυπουργού έχει βεβαρημένο παρελθόν και επικίνδυνο μέλλον. Ως προς το παρελθόν, η «νέα αφετηρία», που πρόβαλε στην πρώτη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο τον Σεπτέμβριο του 2019, εξευτελίστηκε με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου μόλις δύο μήνες αργότερα. Η κυβέρνηση διέθετε συγκεκριμένες πληροφορίες για τις συνεννοήσεις Αγκυρας – Τρίπολης, που πάντως δεν προβλημάτισαν αρκετά τον πρωθυπουργό ώστε να αναλάβει προληπτική δράση διεθνώς.
Μετά τη δεύτερη συνάντηση με τον Ρ. Τ. Ερντογάν, τον Δεκέμβριο του 2019, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι οι διαφωνίες «μπορούν να ξεπεραστούν με καλή διάθεση» και ότι συμφωνήθηκε η συνέχιση των συζητήσεων για τα στρατιωτικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Σχεδόν ξημερώματα της επόμενης ημέρας, ο συνομιλητής του απάντησε με την κοινοβουλευτική κύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου και το 2020 συνέχισε με τη μεταναστευτική κρίση στον Εβρο και την έξοδο του «Oruc Reis» στη Μεσόγειο. Τη δε τρίτη συνάντηση, τον Ιούνιο του 2021, ακολούθησαν διαρροές ελληνικών κυβερνητικών πηγών για «σπάσιμο του πάγου» και μικρότερη ένταση. Ακραία ένταση όντως δεν υπήρξε, αλλά έκτοτε η Αγκυρα εισήγαγε την άκρως επικίνδυνη -διπλωματικά και στρατιωτικά- διασύνδεση της ελληνικής κυριαρχίας και της αμυντικής οχύρωσης αρκετών νησιών. Με αυτά τα δυσμενή δεδομένα, δεν εμπνέουν σιγουριά και αισιοδοξία οι χειρισμοί του πρωθυπουργού ούτε στη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης ούτε για το άμεσο μέλλον. Η απουσία κοινού ανακοινωθέντος (ενδεικτική της απόστασης των δύο πλευρών) και η μη πραγματοποίηση κοινών δηλώσεων (χαρακτηριστική της υπεροψίας Ερντογάν, που δέχεται αγόγγυστα ο κ. Μητσοτάκης) δεν επιτρέπουν την εξαγωγή άμεσων συμπερασμάτων. Ωστόσο, έγκυρες πηγές περιγράφουν ως εξής το σημερινό πλαίσιο των διμερών σχέσεων:
ΠΡΩΤΟΝ, ο κ. Μητσοτάκης δεν έκανε ήδη κάποιο «μυστικό ντιλ» με τον Τούρκο πρόεδρο για τα ενεργειακά θέματα. Μετά όμως τη στρατηγική ήττα με το (ούτως ή άλλως ανεδαφικό ως φαραωνικό) σχέδιο του EastMed, o πρωθυπουργός έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη, ολιγωρώντας ενώπιον των νέων τουρκικών αμφισβητήσεων για την ηλεκτρική διασύνδεση της Ελλάδας με το Ισραήλ (EuroAsia) και την Αίγυπτο (EuroAfrica). Το πρόσθετο -εξαιρετικά δυσάρεστο- γεγονός είναι ότι, αν και πιθανώς θα υπάρξει κάποια συνάντηση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ με υψηλή συμμετοχή και των ΗΠΑ για το λεγόμενο σχήμα «3+1», η Ουάσινγκτον συμβουλεύει άμεση ή έμμεση εμπλοκή και της Τουρκίας στα ενεργειακά σχέδια της ανατολικής Μεσογείου. Ο κ. Μητσοτάκης δεν αντιδρά, καθώς προτεραιότητά του είναι η δημόσια εικόνα μιας επίσκεψης στον Λευκό Οίκο τους προσεχείς μήνες.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, η Αθήνα εξασφάλισε μεν, πολύ γρήγορα, δηλώσεις της Ε.Ε., των ΗΠΑ και της Βρετανίας για την απαράδεκτη τουρκική διασύνδεση ελληνικής κυριαρχίας και αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, αλλά οι -υπέρ ημών- διατυπώσεις αφορούσαν μόνο το πρώτο σκέλος. Η κυριαρχία αναγνωρίστηκε, αυτονόητα, ως ελληνική χωρίς λέξη για τον αμυντικό εξοπλισμό των νησιών. Ταυτόχρονα, το μήνυμα της Ουάσινγκτον είναι ότι οι εξελίξεις των επόμενων πολλών μηνών θα μονοπωληθούν από την κρίση της Ουκρανίας και δεν θα υπάρχουν περιθώρια ενασχόλησης με τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Παρόμοια στάση υιοθετούν και κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ε.Ε. Επομένως, η βιασύνη του κ. Μητσοτάκη να συναντήσει τον Τούρκο πρόεδρο, που εμμένει στο θέμα των νησιών, μάλλον αρνητική θα αποδειχθεί.
ΤΡΙΤΟΝ, προκαλεί έκπληξη η ευκολία με την οποία ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι «εφόσον όλα πάνε καλά, θα μπορούμε να συγκαλέσουμε ένα Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) στην Ελλάδα πια -είναι η σειρά μας να το διοργανώσουμε-, με το καλό το φθινόπωρο». Ο κ. Μητσοτάκης δεν έθεσε όρους, πέραν της αόριστης αναφοράς στην «οικοδόμηση θετικής ατζέντας», κυρίως στον τομέα της οικονομίας.
Όμως, οι συζητήσεις πριν και κατά τη διάρκεια ενός ΑΣΣ έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Δεν είναι δυνατόν να προγραμματίζονται με εικόνα «ανεμελιάς», του τύπου «ε, ας το συγκαλέσουμε», ανάλογα με το ποιος έχει σειρά. Το ΑΣΣ αποτελεί πεδίο κορύφωσης της διμερούς συνεργασίας εφ’ όλης της ύλης (όχι μόνον της οικονομικής), υπό τους στοιχειώδεις όρους του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και των καλών γειτονικών σχέσεων. Επιπλέον, η σύγκλησή του παρουσιάζει, στα μάτια εταίρων και συμμάχων, ψευδή εικόνα «κανονικότητας» στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, σαν να απουσιάζουν οι κλιμακούμενες προκλήσεις εκ μέρους της Αγκυρας.
Το ίδιο ακριβώς λάθος της ανακοίνωσης σύγκλησης ΑΣΣ, χωρίς όρους ή ανταλλάγματα, είχε κάνει ο κ. Μητσοτάκης και τον Σεπτέμβριο του 2019, αλλά το ματαίωσε (ορθώς) μόλις συνειδητοποίησε την πραγματικότητα. Από τότε, η Αθήνα ακολούθησε τη γραμμή ότι όχι μόνον πρέπει να αποκλιμακωθεί η ένταση, αλλά -το κυριότερο- να διατηρηθεί με πειστικό τρόπο και για μακρύ χρονικό διάστημα. Τώρα που η Τουρκία κάνει το χείριστο βήμα αμφισβήτησης κυριαρχίας και οχύρωσης των νησιών, πώς ο κ. Μητσοτάκης κρίνει χρήσιμο το ΑΣΣ το φθινόπωρο;
Προφανώς, ακόμα και αν γινόταν δεκτή η λογική του πρωθυπουργού για θετική οικονομική ατζέντα, η θεματολογία της προκαλεί περιέργεια. Οι τρέχουσες συζητήσεις, που αφορούν την εισαγωγή βοοειδών, τους δασμούς στη φέτα, τις ζώνες αλιείας και την κατασκευή δεύτερης γέφυρας στους Κήπους Εβρου, είναι πασιφανές ότι δεν συνδέονται με την οικοδόμηση διμερούς εμπιστοσύνης στα καίρια ζητήματα. Εκτός, βέβαια, αν ο κ. Μητσοτάκης αποπειραθεί να εντάξει στην ατζέντα και τα ενεργειακά θέματα, χωρίς παραταξιακή και διακομματική συναίνεση.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Σχόλια