====================
Φωτογραφία: η Ναυμαχία του Ναυαρίνου
Στη συνείδηση του μέσου Έλληνα είναι καταγεγραμμένο πως η τσαρική Ρωσία αποτέλεσε την παραδοσιακή προστάτιδα των ορθοδόξων πληθυσμών και το αντίπαλο δέος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιστορικά η Ρωσία με την Τουρκία ήταν παραδοσιακοί εχθροί, καθώς μεταξύ του 16ου και 20ου αιώνα είχαν καταγραφεί τουλάχιστον δώδεκα ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, η πλειονότητα των οποίων βρήκε νικητές τους Ρώσους.
Ο ανταγωνισμός των δύο χωρών ιστορικά εκτάθηκε από την περιοχή της Ουκρανίας μέχρι την Αρμενία και την Περσία, το σημερινό Ιράν. Κατά τα νεότερα χρόνια, στο επίκεντρο της διαμάχης βρέθηκε η περιοχή της Κριμαίας, λόγω της κομβικής σημασίας των Στενών για την Ρωσία και τη διαχρονική της ανάγκη να αποκτήσει πρόσβαση στην Μεσόγειο.
Αναφορικά με το Ελληνικό Ζήτημα, σημαντικός ήταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-29, που προέκυψε μετά από την Ναυμαχία του Ναυαρίνου και την απόφαση της Υψηλής Πύλης να κλείσει τα Στενά για τα Ρωσικά πλοία και να υπαναχωρήσει από την Σύμβαση του Άκκερμαν του 1826. Η ρωσική επικράτηση οδήγησε στη Συνθήκη της Αδριανούπολης της 2/14 Σεπτεμβρίου του 1829, όπου μεταξύ άλλων παραχωρήσεων ο Σουλτάνος θα αποδεχόταν την δημιουργία ενός αυτόνομου, αλλά όχι ανεξάρτητου ελληνικού κράτους στα όρια της γραμμής Αμβρακικού-Παγασητικού, σύμφωνα με τα δεδομένα του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου του ίδιου έτους. Ο φόρος υποτέλειας της Ελλάδας προς την Τουρκία θα ανερχόταν σε ενάμισι εκατομμύρια γρόσια ετησίως.
Στην ουσία με το άρθρο 10 της συνθήκης ο Σουλτάνος αποδέχτηκε δύο προγενέστερα κείμενα που είχαν συνομολογηθεί από τη Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία και την Ρωσία: τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1827 και το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 10/22 Μαρτίου του 1829.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-29 κατέδειξε στην Ευρώπη ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία τελούσε υπό καθεστώς διάλυσης. Οι νίκες του ρωσικού στρατού στα Βαλκάνια και στον Καύκασο οδήγησαν σε δυσανάλογα κέρδη για την Ρωσία, όπως αυτά αποτυπώθηκαν με την Συνθήκη της Αδριανούπολης. Βρισκόμασταν στην εποχή μετά από τους Ναπολεόντειους Πολέμους και στην συλλογική ηγεμονία της Ευρώπης υπό την Ευρωπαϊκή Συμφωνία, όπου μια ριζική μεταβολή του status quo, όπως η ενδεχόμενη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώσους, θα ήταν ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη από τις λοιπές Δυνάμεις. Στην Αγία Πετρούπολη αποφάσισαν εν τέλει πως θα ήταν προς το συμφέρον της Ρωσίας η διατήρηση μιας αδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρά η οριστική διάλυσή της. Η τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης από όλες τις Δυνάμεις της εποχής και θα έπρεπε να διευθετηθεί μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας.
Για αυτό η ρωσική κυβέρνηση αποφάσισε πως θα ήταν προτιμότερο η λύση του «Ανατολικού Ζητήματος» να δοθεί όσο το δυνατόν πιο αργά γινόταν.
Ο στρατηγός Ντιέμπιτς σταμάτησε την προέλαση του ρωσικού στρατού στην Αδριανούπολη και τελικά το Ανατολικό Ζήτημα διευθετήθηκε οριστικά τον επόμενο αιώνα με την Συνθήκη της Λωζάννης του 1923.
Όμως ο πόλεμος του 1828-29 κατέστησε φανερό στις Δυνάμεις ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την αυτονομία ενός νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όσο η ίδια η ύπαρξή της ετίθετο υπό αμφισβήτηση. Υπό αυτό το πρίσμα, μέσα στους επόμενους μήνες, οι Δυνάμεις θα προέκριναν την πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδας υπό Ευρωπαίο ηγεμόνα και όχι τον Σουλτάνο.
Η Ελληνική Ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου του 1830.
Η πολιτική του τσάρου Νικόλαου Α’ για την Εγγύς Ανατολή αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο μνημόνιο[1] που συνέταξε ο κόμης Νέσελροντ αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Στο μνημόνιο αυτό ο Νέσελροντ συνοψίζει την πολιτική που θα ακολουθούσε η Ρωσία μέχρι τον πόλεμο της Κριμαίας του 1854-56, πολιτική την οποία διαμόρφωσαν οι στενότεροι συνεργάτες του Τσάρου και την οποία ο Νικόλαος ενέκρινε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1829:
« Πάντα θεωρούσαμε ότι η διατήρηση της [Οθωμανικής] Αυτοκρατορίας ήταν περισσότερο χρήσιμη παρά επιζήμια για τα αληθινά συμφέροντα της Ρωσίας, ότι οποιαδήποτε [νέα] τάξη πραγμάτων, που θα αντικαθιστούσε την υπάρχουσα, δεν θα αντιστάθμιζε για εμάς το πλεονέκτημα να έχουμε για γείτονα ένα αδύναμο κράτος, απειλούμενο διαρκώς από το επαναστατικό πνεύμα, το οποίο παρακινεί τους υποτελείς της…»
Ο φόβος της «Επιτροπής της Αγίας Πετρούπολης», των στενών συνεργατών του Νικόλαου, σε μια ενδεχόμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνίστατο στο εξής:
« Η [ρωσική] κατοχή του Βόσπορου και των Δαρδανελίων δεν θα αποτύγχανε στο να βοηθήσει το εμπόριό μας, αλλά ποιο θα ήταν το τίμημα των θυσιών για να την αποκτήσουμε! Επιπλέον, άλλες Δυνάμεις, χάρη στη γεωγραφική τους θέση, θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μεγαλύτερα κέρδη εις βάρος της Υψηλής Πύλης από ό,τι θα μπορούσε η Ρωσία. Η Αυστρία θα μπορούσε να αποκτήσει την Σερβία, την Ερζεγοβίνη, την Βοσνία, την Αλβανία και ομοίως να υποτάξει το Μαυροβούνιο. Η Αγγλία και η Γαλλία θα μπορούσαν να καταλάβουν τα ελληνικά νησιά, την Κρήτη και την Αίγυπτο. Σε αυτή την περίπτωση η Ρωσική Σημαία θα κληθεί να συναντήσει επικίνδυνους εχθρούς στη νότια Ευρώπη αντί για τους αδιάφορους Τούρκους»
Ο Τσάρος Νικόλαος A’ δεν έδωσε την εντολή στον Ντιέμπιτς να εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που θα προκαλούσε την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προτίμησε το 1829 οι ομόθρησκοί του λαοί της βαλκανικής να παραμείνουν υποτελείς στους Τούρκους από το να περάσουν στη σφαίρα επιρροής μιας ανταγωνιστικής δυτικής Δύναμης, όπως ήταν η Αυστρία, η Βρετανία και η Γαλλία.
Η στρατηγική των Ρώσων θα ήταν να αυξήσουν σταδιακά την επιρροή τους στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς να όμως προκαλέσουν την αντίδραση της Δύσης.
Οι Ρώσοι συνέχισαν την αναθεωρητική πολιτική τους στην Ευρώπη, όμως το 1853 ο ρωσικός στρατός εισέβαλε στην Μολδοβλαχία με προφανή σκοπό αυτή την φορά να την προσαρτήσει οριστικά στην Ρωσική Αυτοκρατορία. Οι Αγγλογάλλοι υποχρεώθηκαν να προστρέξουν στη βοήθεια των Τούρκων για να διατηρηθεί το status quo στην Ευρώπη, ενώ η Αυστροουγγαρία προς απογοήτευση του Τσάρου παρέμεινε ουδέτερη. Στον πόλεμο της Κριμαίας του 1854-56, η Ρωσία δεν θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει τις συνασπισμένες Δυνάμεις της Δύσης και θα ηττούνταν. Με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1856, η Ρωσία θα έχανε οριστικά την Μολδοβλαχία, που το 1881 θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της ως Βασίλειο της Ρουμανίας.
Επίσης, η Ρωσία αποποιήθηκε του δικαιώματός της να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποτελεί τον προστάτη των Ορθοδόξων στην οθωμανική επικράτεια, ενός δικαιώματος που η ίδια πίστευε πως είχε κατακτήσει η Μεγάλη Αικατερίνη με την Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774.
Προστάτης των χριστιανικών πληθυσμών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αυτοανακηρύχτηκε ο ίδιος ο Σουλτάνος με τις ευλογίες των Δυτικών Δυνάμεων.
Συμπερασματικά, ο πόλεμος του 1828-29 δεν έγινε από την Ρωσία για να επιβάλει στους Τούρκους την δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ελλάδας, αλλά επειδή ο Σουλτάνος απέκλεισε την ελεύθερη πρόσβαση των ρωσικών πλοίων από τα Στενά και υπαναχώρησε από τα συμφωνηθέντα του Άκκερμαν αναφορικά με την αυτονομία της Σερβίας και το καθεστώς στην Μολδοβλαχία.
Ορισμένοι ρώσοι ιστορικοί επιχειρούν να υπερτονίσουν την αδιαμφισβήτητη βοήθεια που παρείχαν στην Ελλάδα κατά τα χρόνια του αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Δεν θα πρέπει να αγνοούμε όμως πως η πολιτική της Αγίας Πετρούπολης υπαγορευόταν από τα διαχρονικά ζωτικά συμφέροντα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και όχι από την αγάπη των Ρώσων προς τους ομόθρησκους Έλληνες.
Αρκετή συζήτηση έχει γίνει στο παρελθόν αναφορικά με την στάση του Φρίντριχ Ένγκελς[2] στο Ελληνικό Ζήτημα τον Απρίλιο του 1853, όταν τα δεδομένα έδειχναν πως η σύγκρουση της Ρωσίας με τις Δυνάμεις της Δύσης θα ήταν αναπόφευκτη. Το παρακάτω απόσπασμα επικαλούνται ορισμένοι ιστορικοί για να μειώσουν την σημασία της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου και να τονίσουν τη σημαντικότητα του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828-29.
«Όταν επαναστάτησαν οι Έλληνες, ποιος αποφάσισε την έκβαση του [αγώνα]; Ούτε οι συνωμοσίες και οι επαναστάσεις τού Αλή πασά των Ιωαννίνων, ούτε η Ναυμαχία τού Ναυαρίνου, ούτε ο Γαλλικός στρατός στον Μοριά, ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα τού Λονδίνου, αλλά η προέλαση των Ρώσων του Ντιέμπιτς διά μέσου των Βαλκανίων στην πεδιάδα τής Μαρίτσας [Έβρου] …»
Όμως το σημείο καμπής της Ελληνικής Επανάστασης παραμένει η Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο με βρετανικό πλοίο για να αναλάβει κυβερνήτης της Ελλάδας στις 18 Ιανουαρίου του 1828, σχεδόν δύο χρόνια πριν ο στρατηγός Ντιέμπιτς διασχίσει τον Έβρο με προορισμό την Αδριανούπολη. Οι 15 χιλιάδες Γάλλοι στρατιώτες του Expédition de Morée έφτασαν στην Πελοπόννησο τον Αύγουστο του 1828. Ο στρατάρχης Νικολά-Ζοζέφ Μαιζόν ήταν αυτός που εκδίωξε οριστικά τους Τουρκαλβανούς του Ιμπραήμ πασά από τον Μοριά.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-29 ήταν «το κερασάκι στην τούρτα» που συνετέλεσε στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου από τον Σουλτάνο ελληνικού κράτους.
Οι Τρεις Δυνάμεις συμφώνησαν να οριστεί ένας δυτικός επικυρίαρχος, ενώ ο Καποδίστριας θα παρέμενε κυβερνήτης της Ελλάδος. Ο διπλωματικός αγώνας για το ποια από τις Τρεις Δυνάμεις θα παρέμενε ως ο μοναδικός προστάτης της Ελλάδας, σε αντίθεση με τα συμφωνηθέντα μεταξύ των Δυνάμεων, είχε μόλις ξεκινήσει. Ο τελικός νικητής θα ήταν η Μεγάλη Βρετανία.
*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι ιστορικός ερευνητής.
[1] Kerner, Robert J. “Russia’s New Policy in the Near East after the Peace of Adrianople; Including the Text of the Protocol of 16 September 1829.” Cambridge Historical Journal, vol. 5, no. 3, 1937, pp. 280–90. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/3020733. Accessed 1 Apr. 2024.
[2] “Friedrich Engels · What is to Become of Turkey in Europe?”. Band 12 Karl Marx / Friedrich Engels: Werke, Artikel, Entwürfe Januar bis Dezember 1853, Berlin, Boston: Akademie Verlag, 1984, pp. 796-798. https://doi.org/10.1515/9783050076072-105
Σχόλια