Δύο θάνατοι για κάθε γέννα

 Οξύνεται το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας – Ανεπαρκής και παραπλανητική η κυβερνητική πολιτική για το ζήτημα.

Νίκος Ταυρής

Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) δείχνουν ότι το 2022 έκλεισε με το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων από το 1932 μέχρι σήμερα. Οι γεννήσεις περιορίστηκαν στις 76.541, ενώ οι θάνατοι ήταν 140.801. Έτσι έχουμε και τη δεύτερη χειρότερη επίδοση όλων των εποχών όσον αφορά τον αριθμό των θανάτων – κάτι που μπορεί να λέει επίσης πολλά για τις πολιτικές υγείας που εφαρμόζονται στη χώρα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι για κάθε δύο ανθρώπους που πεθαίνουν γεννιέται ένας, κάτι που αναμένεται να επιφέρει πολλαπλά κοινωνικά και εθνικά προβλήματα: μείωση του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας, αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης της χώρας, ερήμωση της υπαίθρου, έλλειψη εργατικού και επιστημονικού δυναμικού, γήρανση του πληθυσμού, περαιτέρω επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος κ.ο.κ. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Το δημογραφικό αποτελεί πλέον ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της χώρας, αφού το 2022 ήταν το δωδέκατο συνεχόμενο έτος που είχαμε αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων, ενώ για το 2023 τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν 41.389 γεννήσεις και 78.248 θανάτους για το πρώτο επτάμηνο – ήδη το έλλειμμα φθάνει στα 36.859 άτομα.

Επίσης φαίνεται από τα στοιχεία ότι η μέση ηλικία τεκνοποίησης των ζευγαριών έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία 40 χρόνια. Το 1982 οι περισσότερες γεννήσεις ήταν από ζευγάρια που οι γυναίκες ήταν ηλικίας 20-29 ετών, το 2002 οι περισσότερες γεννήσεις ήταν από ζευγάρια που οι γυναίκες ήταν ηλικίας 25-34 ετών, ενώ το 2022 οι περισσότερες γεννήσεις είναι από ζευγάρια που γυναίκες ηλικίας 30-39 ετών. Επίσης, το 1982 γεννήθηκαν 1.707 βρέφη (σε σύνολο 137.275 γεννήσεων) από γυναίκες ηλικίας 40-44 ετών, το 2002 γεννήθηκαν 2.368 (σε σύνολο 103.569 γεννήσεων) από γυναίκες που ανήκουν σε αυτή την ηλιακή ομάδα, ενώ αντίστοιχα το 2022 γεννήθηκαν 6.303 βρέφη (σε σύνολο 76.514 γεννήσεων).

Συσκότιση των αιτιών

Την ίδια στιγμή, η βασική αιτία του προβλήματος συσκοτίζεται διαρκώς, καθώς οι εν λόγω δείκτες είναι οι πρώτοι που επηρεάζονται από αλλαγές στη δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας. Στην Ελλάδα η μνημονιακή περίοδος αποτέλεσε σημείο καμπής για τη ευρεία χειροτέρευση των κοινωνικών συνθηκών – κάτι που συνεχίστηκε την περίοδο της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία και μέχρι και σήμερα με την όξυνση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η τεράστια μείωση των εισοδημάτων, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, η υψηλή ανεργία ειδικά για τους νέους, αλλά και η οικονομική μετανάστευση –πάλι κυρίως των νέων– αποτελούν σημαντικές πληγές για το δημογραφικό πρόβλημα.

Δεν είναι καθόλου εύκολο για ένα νέο ζευγάρι να κάνει παιδί, πολύ περισσότερο για να κάνει δύο ή τρία. Οι νέοι και οι νέες σήμερα ψάχνουν τη μια δουλειά μετά την άλλη για να μπορέσουν να βιοποριστούν. Η αναγκαστική παραμονή στο πατρικό τους, της πλειοψηφίας των νέων μέχρι τα 30-35, επηρεάζει την ηλικία που κάνουν οικογένεια αλλά και την ποιότητα των σχέσεών τους. Η μετανάστευση, όχι μόνο η εξωτερική αλλά και η εσωτερική –δουλειά με σεζόν και όχι μόνο– δεν τους επιτρέπει να ριζώσουν. Πόσο μάλλον να δουν μια κοινή ζωή με τον άνθρωπό τους.

Το δημογραφικό αποτελεί πλέον ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της χώρας, αφού το 2022 ήταν το δωδέκατο συνεχόμενο έτος που είχαμε αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων

Τα παραπάνω συνοδεύονται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμιά πολιτική, κανένα πραγματικό κίνητρο, καμιά πραγματική στήριξη των νέων να ζήσουν σε κανονικές συνθήκες, καμιά πολιτική για στήριξη της οικογένειας συνολικά. Μπορεί να λέγονται πάρα πολλά για τη συνεπιμέλεια, για το ζήτημα των ομόφυλων ζευγαριών και των δικαιωμάτων τους, να στήνονται χρυσοφόρες επιχειρήσεις για την αλλαγή φύλου και των παρένθετων μητέρων, αλλά να μην δίνεται καμία σημασία για τη στήριξη και την προστασία της οικογένειας και να μην γίνεται τίποτα για να στηριχτούν οι γυναίκες και οι μητέρες – πολύ περισσότερο οι εργαζόμενες.

Συμπερασματικά, η διαρκής υποβάθμιση της ζωής στη χώρα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να βελτιωθεί το δημογραφικό ζήτημα, ενώ η πολιτική των εγχώριων ελίτ, τόσο για το συγκεκριμένο ζήτημα όσο και γενικά, μεγεθύνει το πρόβλημα. Για να καταλάβουμε την αδιαφορία των ελληνικών κυβερνήσεων, στο τέλος διακυβέρνησης της χώρας από τη Ν.Δ. την περίοδο 1990-1993 συζητήθηκε στη Βουλή το ομόφωνο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής της Βουλής για το πρόβλημα αυτό. Καμιά από τις επόμενες συζητήθηκε στα τέλη της διακυβέρνησης της χώρας από τα κόμματα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά ούτε και αυτή η κυβέρνηση έλαβε δραστικά μέτρα για το δημογραφικό πρόβλημα την περίοδο 2015-2019. Τα ίδια τώρα και με τη κυβέρνηση της Ν.Δ., που με κάποια ψευτοεπιδόματα προσπαθεί να πείσει ότι ενδιαφέρεται για το πρόβλημα.


Ψευτοεπιδόματα και μέτρα ουσίας

Η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη για να δείξει ότι «ασχολείται» με το δημογραφικό πρόβλημα έχει εξαγγείλει διάφορα μέτρα για το 2024 όπως:

  • Αυξημένη έκπτωση φόρου για τους γονείς με παιδιά. Το συγκεκριμένο μέτρο έχει προϋπολογισμό 80 εκατ. ευρώ και ουσιαστικά ισοδυναμεί με αύξηση της έκπτωσης φόρου κατά 90 ευρώ τον χρόνο για τους γονείς με ένα παιδί και κατά 220 ευρώ τον χρόνο για τους γονείς με δύο ή περισσότερα παιδιά. Αν δεν εντυπωσιαστήκατε με αυτό το μέτρο, σίγουρα θα το πάθετε με το επόμενο.
  • Η αύξηση του επιδόματος τέκνων για τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα. Το επίδομα για τους γονείς με ένα παιδί αναπροσαρμόζεται από τα 50 ευρώ στα 70 ευρώ και για τους γονείς με δύο παιδιά από τα 70 στα 120 ευρώ τον μήνα. Αντίστοιχα αυξημένο κατά 50 ευρώ τον μήνα είναι το επίδομα και για όσους έχουν περισσότερα παιδιά. Και προχωράμε στο επόμενο μέτρο.
  • Η συνέχιση του προγράμματος «Σπίτι μου», που αποσκοπεί στην κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των νέων ζευγαριών. Βέβαια για να βρεις και να αγοράσεις κατοικία με βάση τις προϋποθέσεις του προγράμματος οι πιθανότητες είναι ελάχιστες και πρέπει να υπάρχει ένα γερό κομπόδεμα στην άκρη από ό,τι προκύπτει από τα στοιχεία ως τώρα.

Την ίδια στιγμή υπάρχει και ο πληθωρισμός που «τρώει» όχι μόνο το οικογενειακό εισόδημα των ζευγαριών, αλλά ακόμη και την «αγοραστική δύναμη» των μικρών επιδομάτων που δίδονται για να στηριχτεί η απόφαση απόκτησης παιδιού. Όλα αυτά είναι γνωστά στο κυβερνητικό επιτελείο για αυτό το συμπέρασμα είναι ότι το Μαξίμου κάνει ότι νοιάζεται για το πρόβλημα αλλά επί της ουσίας κοροϊδεύει – ακόμα και αν πάρουμε υπόψη μας το διχίλιαρο που θέσπισε η κυβέρνηση για κάθε γέννα που πρακτικά καλύπτει κάποια από τα έξοδα του τοκετού και της εγκυμοσύνης.

Παράλληλα υπάρχει και η άποψη που προβάλλεται από πολλούς Έλληνες πολιτικούς ότι το δημογραφικό πρόβλημα θα λυθεί μέσω του μεταναστευτικού. Πρόκειται για μια ακραία αντιδραστική άποψη που συμβαδίζει με τις πολιτικές και τους σχεδιασμούς της παγκοσμιοποίησης που θέλει μέσω αυτού του τρόπου όχι μόνο να εξασφαλίσει φτηνά εργατικά χέρια αλλά πολύ περισσότερο να υποσκάψει την κοινωνική συνοχή και ομοιογένεια ώστε να κάμπτονται πιο εύκολα οι κοινωνικές αντιστάσεις.

Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι είναι αναγκαία μια άλλη πολιτική. Μια πολιτική που θα προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα θα έκανε άλλα πράγματα, όπως: Θα έπρεπε να εξασφαλίζεται η εύκολη, δωρεάν και απρόσκοπτη πρόσβαση των νέων ζευγαριών και οικογενειών σε όλες τις υπηρεσίες υγείας. Να υπάρχουν κίνητρα για τη δημιουργία οικογένειας που δεν θα περιορίζονται μονάχα στην τεκνοποίηση αλλά θα περιλαμβάνουν και την ανατροφή των παιδιών. Να στηριχτούν κοινωνικά και οικονομικά τα νέα ζευγάρια που αναγκάζονται να προσφύγουν στην επιλογή της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Να στηρίζονται ουσιαστικά τα νέα ζευγάρια και σε επίπεδο κατοικίας καθώς η αύξηση των ενοικίων και ή έλλειψη κατοικιών καθιστά πολύ δύσκολη την από κοινού συμβίωση. Να υπάρξει αύξηση των εισοδημάτων και μείωση της ανεργίας και της επισφάλειας, τέτοια που να επιτρέπει στα νέα ζευγάρια να κάνουν έναν οικογενειακό προγραμματισμό. Να δοθούν κίνητρα και δουλειές στα νέα ζευγάρια να κατοικήσουν στην επαρχία. Αυτά είναι κάποια λίγα και ενδεικτικά μέτρα που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν. Σίγουρα η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα θα μπορούσαν να σκεφτούν περισσότερα αλλά λείπει η βούληση και η θέληση…


Εθνική συρρίκνωση

Η Ελλάδα υφίσταται εθνική συρρίκνωση. Το δημογραφικό πρόβλημα είναι μία από τις πιο τρανταχτές αποδείξεις αυτής της διαπίστωσης. Όμως δεν είναι η μόνη. Έχουμε γενική συρρίκνωση: κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική, κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, δημοκρατίας, υποδομών, πολιτικής προστασίας, παιδείας, υγείας κ.ο.κ.

Η χώρα μετατρέπεται σε χώρο για επενδυτές, τουρίστες, στρατεύματα και συγχρόνως βρίσκεται σε ένα από τα γεωπολιτικά τόξα όπου εφαρμόζονται υβριδικές πολιτικές πληθυσμών και μια «πληθυσμιακή μηχανική». Μετατρέπεται σε ένα παζλ που θα αποτελείται από: Μητροπολιτικά κέντρα και πόλεις όπου η ζωή θα γίνεται όλο και πιο αβίωτη, γκέτο όλων των ειδών, οικονομικές ζώνες διαφόρων κατηγοριών, στρατιωτικές βάσεις, περιοχές εγκαταλειμμένες από το κεντρικό κράτος, hot-spot προσφύγων και μεταναστών, θαλάσσιους χώρους και εδάφη μειωμένης κυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης με την Τουρκία, νησιά αποστρατιωτικοποιημένα και ανυπεράσπιστα από επιθετικές ενέργειες της γειτονικής χώρας κ.ο.κ.

Αυτό το παζλ ονειρεύονται οι διεθνείς πάτρωνες και υλοποιούν με ζέση οι εγχώριες ελίτ. Και αυτό αποτελεί το σύγχρονο υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας. Έτσι οι πολιτικές για τη λύση του δημογραφικού προβλήματος αποκτούν μεγάλη σημασία για την αντιμετώπιση σοβαρών πλευρών και σοβαρών συνεπειών της εθνικής συρρίκνωσης. Τα κυβερνητικά μέτρα για το δημογραφικό, επί της ουσίας, δεν αποτελούν μέτρα αντιμετώπισης αλλά μια παραπλανητική πολιτική που θέλει να πείσει ότι κάτι κάνει το Μαξίμου – στην πράξη παράγει αντίθετα αποτελέσματα. Αυτό που χρειάζεται είναι μια συνολικά άλλη εναλλακτική πολιτική για τη χώρα και την κοινωνία, που θα υπερασπίζεται το δικαίωμα του ελληνικού λαού να υπάρχει και να προοδεύει, ελεύθερος, σε μια χώρα επίσης ελεύθερη.

===========

 «Στη χώρα μας η φθίνουσα πορεία των γεννήσεων ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1980 και συνεχίζεται -αν και με διακυμάνσεις-, ενώ η αυξητική πορεία των θανάτων ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, από τις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας».

Πρόκειται για κάποια από τα στοιχεία και συμπεράσματα που αναφέρονται στο τελευταίο τεύχος της σειράς «Flash News», ένα ψηφιακό δελτίο που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ και υλοποιούμενου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα».
Οι θάνατοι αυξάνονται

Ο συγγραφέας του άρθρου αυτού, ο καθηγητής και επιστημονικός υπεύθυνος του προαναφερθέντος προγράμματος Βύρων Κοτζαμάνης, αναφερόμενος στους θανάτους, τονίζει ότι «στη χώρα μας, ενώ το 1951-60 κατεγράφησαν 580 χιλ. θάνατοι, το 1991-2000 είχαμε 980 χιλ., το δε 2011-20 1,2 εκατ. (120 χιλ. ετησίως κατά μέσο όρο) ενώ το 2021 και 2022 υπερέβησαν λόγω και του κορωναϊού τις 141 χιλ.

Οι θάνατοι αναφέρει, αυξάνονται σταθερά μετά το 1950, παρόλο που η θνησιμότητα περιορίζεται, για έναν και μόνο λόγο: οι 65 ετών και άνω αυξήθηκαν ταχύτατα, καθώς, από 520 χιλ. στις αρχές του ’50, ανέρχονται στα 2,4 εκατ. σήμερα (πολλαπλασιάστηκαν δηλ. επί 4,6 ενώ ο συνολικός πληθυσμός επί μόλις 1,4).
Οι γεννήσεις μειώνονται

Από την άλλη πλευρά, ο αριθμός των γεννήσεων μετά το 1980 μειώνεται. Οι γεννήσεις σημειώνει, επηρεάζονται φυσικά παροδικά -όπως και οι θάνατοι- και από δυσμενείς συγκυρίες (αυτές πχ του 2022 επηρεάσθηκαν και από την πρόσφατη πανδημία, καθώς τα 2/3 προήλθαν από συλλήψεις που έγιναν την προηγουμένη χρονιά, εξ ου και η μεγάλη μείωσή τους κατά 10% σε σχέση με το 2021), αλλά η συνεχής πτώση τους δεν οφείλεται στη συγκυρία.

Το πλήθος τους κάθε έτος, αναφέρει, «εξαρτάται από τον τελικό αριθμό των παιδιών που θα αποκτήσουν τα ζευγάρια κάθε χρονιά, από την ηλικία που θα τεκνοποιήσουν, και, τέλος, και από το πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας».
Οι τρεις παράγοντες

Τους τρεις αυτούς παράγοντες ο κ. Κοτζαμάνης εξετάζει για να εξηγήσει την πτωτική τους πορεία.

Στην Ελλάδα, αναφέρει, οι μεταβολές της γονιμότητας, του αριθμού δηλ. των παιδιών και της ηλικίας που τα απέκτησαν, επηρέασαν καθοριστικά το πλήθος των γεννήσεων που από 1,54 εκατ. το 1951-60, μειώθηκαν στο 1,02 εκατ. το 1991-2000 και στις 920 χιλ. το 2011-20.

Οι γεννήσεις αυτές, στην πλειονότητά τους, προέρχονται από τις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950.

Οι γυναίκες των γενεών αυτών περιόρισαν τον αριθμό των παιδιών και ταυτόχρονα τα έκαναν σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία: 2,0 παιδιά στα 25,8 έτη όσες γεννήθηκαν το 1955, 1,65 στα 27,3 έτη οι γεννηθείσες το 1965, 1,56 παιδιά στα 30,2 έτη όσες γεννήθηκαν το 1975, και, μόλις 1,5 παιδιά στα 31,5 έτη όσες γεννήθηκαν το 1985.

Θα πρέπει όμως να αναφέρουμε, σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης, ότι, την τελευταία δεκαπενταετία, αρνητική επίπτωση είχε και το γεγονός ότι το πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας μειώθηκε (περίπου -450 χιλ. ανάμεσα στο 2008 και 2022).
Ζοφερή πρόβλεψη για το… ισοζύγιο

Ο συγγραφέας του άρθρου, θέτει όμως -και απαντά- στο ερώτημα κατά πόσο είναι εφικτό, τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, γεννήσεις και θάνατοι να σταθεροποιηθούν στα προ της πανδημίας επίπεδα.

Όσον αφορά τους θανάτους η σταθεροποίησή τους κατ’ αυτόν στα ήδη σχετικά υψηλά επίπεδα του 2015-19 (121,2 χιλ. ετησίως), είναι ανέφικτη. Οι 65 ετών και άνω θα αυξηθούν κατά 700-750 χιλ. μέχρι το 2050 (ο αριθμός τους μπορεί να εκτιμηθεί με σχετική ακρίβεια καθώς αφενός αφορά άτομα που είναι ήδη εν ζωή και αφετέρου επηρεάζεται ελάχιστα από τη μετανάστευση) και, ακόμη και αν οι πιθανότητες θανάτου μειωθούν, οι θάνατοι πιθανότατα θα ανέλθουν τα επόμενα 27 χρόνια στις 128 χιλ. ετησίως κατά μέσο όρο (3,5 εκατομμύρια το 2023-2050).

Όσον αφορά τις γεννήσεις, και εδώ η απάντησή του είναι αρνητική. Η σταθεροποίησή τους- εν απουσία ενός θετικότατου μεταναστευτικού ισοζυγίου- στα προ της πανδημίας χαμηλά επίπεδα (88,5 χιλ. ετησίως το 2015-2019) είναι αδύνατη καθώς:

    ι) Το πλήθος των σε αναπαραγωγική ηλικία ατόμων θα συνεχίσει να μειώνεται, και
    ιι) ακόμη και αν επιβραδυνθεί η τάση απόκτησης ολοένα και λιγότερων παιδιών στις νεότερες γενεές και, στη συνέχεια αυτή αντιστραφεί, θα πρέπει οι γενεές αυτές να αυξήσουν σημαντικά το αριθμό των παιδιών τους (από 1,5 σε 1,9-2,0) και, στη συνέχεια, να τον σταθεροποιήσουν στα επίπεδα αυτά, επιβραδύνοντας ταυτόχρονα την τάση αύξησης της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους.

Από 1,1 έως 1,4 εκατ. λιγότεροι το 2050

Αλλά, ακόμη και στο εξαιρετικά αισιόδοξο -και λίγο πιθανό- αυτό σενάριο που προϋποθέτει, σύμφωνα με τον ίδιο, τη ριζική αναστροφή του μη ιδιαίτερα ευνοϊκού περιβάλλοντος για την απόκτηση παιδιών, οι γεννήσεις της επομένης 27ετίας, δεν αναμένεται να υπερβούν τις 85 χιλ. ετησίως κατά μέσο όρο (2,3 εκατομ. το 2024-2050), με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο της περιόδου αυτής να είναι αρνητικό κατά 1,15 εκατ.

Σε αντίθετη περίπτωση, σε ένα σενάριο με αργή και περιορισμένη αύξηση της γονιμότητας και μικρή μόνον επιβράδυνση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών, οι γεννήσεις θα υπερβούν μόλις τα 2,0 εκατ. (75 χιλ. ετησίως κατά μέσο όρο) και το φυσικό ισοζύγιο θα είναι αρνητικό κατά 1,4 εκατ.

Από τα προαναφερθέντα, σημειώνει ο συγγραφέας του άρθρου, είναι προφανές ότι το μεταναστευτικό ισοζύγιο των αμέσως επόμενων δεκαετιών θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το εύρος της μη αναστρέψιμης μείωσης του πληθυσμού μέχρι το 2050, μιας μείωσης που θα προκύψει από την πολύ ταχύτερη συρρίκνωση των μικρών και μεσαίων ηλικιών σε σχέση με την αύξηση των 65 ετών και άνω.
Υπάρχει λύση;

Μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Δημογραφίας και επιστημονικός υπεύθυνος του Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα» κ. Κοτζαμάνης δηλώνει ότι «από δημογραφική σκοπιά μια σημαντική υπεροχή των εισόδων έναντι των εξόδων τις αμέσως επόμενες δεκαετίες (εφικτή υπό την προϋπόθεση ότι θα ανακοπεί η φυγή των νέων μας, ένα τμήμα τους θα επιστέψει σύντομα και ταυτόχρονα θα έχουμε και την είσοδο και ενσωμάτωση νέων αλλοδαπών) θα περιορίσει απλώς τη μείωση του πληθυσμού μας.

Η είσοδος ειδικότερα νέων αλλοδαπών θα περιορίσει τα αρνητικά φυσικά ισοζύγια καθώς αυτοί, λόγω της νεότητάς τους και της υψηλότερης σχετικά γονιμότητάς τους, θα επιβραδύνουν τη μείωση των ατόμων σε αναπαραγωγικές ηλικίες, θα αυξήσουν λίγο τη γονιμότητα των νέων γενεών, και, κυρίως, θα τονώσουν τις γεννήσεις επιβραδύνοντας έτσι και την αναμενόμενη μείωση των κάτω των 20 ετών (οι χθεσινές γεννήσεις δίδουν τους νέους του αύριο).

Θα περιορίσουν όμως ταυτόχρονα και την αναμενόμενη μείωση των ατόμων εργάσιμης ηλικίας (20-64 ετών) και θα επιβραδύνουν και την δημογραφική γήρανση (την αύξηση δηλαδή του ειδικού βάρους των 65 και άνω στον συνολικό πληθυσμό)».

Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ / Α. Ζώης
Τρίκαλα, Ελλάδα

Σχόλια