Η εισβολή στο Ιράκ στις 20 Μαρτίου 2003 από έναν «συνασπισμό πρόθυμων» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ υπήρξε πρότυπο χρήσης βίας ως εργαλείου εξωτερικής πολιτικής μεγάλης δύναμης χωρίς προηγούμενο ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών.
Αυτή η ενέργεια αποσταθεροποίησε βαθιά τις ευαίσθητες ισορροπίες δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική και υπονόμευσε το σύστημα συμμαχιών του οποίου ο κύριος πυλώνας ήταν η συμφωνία της 14ης Φεβρουαρίου 1945 μεταξύ του Ρούσβελτ - ερχόμενου από την Γιάλτα - και του Αμντέλ Αζίζ Μπιν Σαούντ. Υπογράφτηκε στο αγκυροβολημένο στην διώρυγα του Σουέζ αμερικανικό καταδρομικό Quincy και καθιέρωσε το σύμφωνο «πετρέλαιο έναντι προστασίας» μεταξύ του Ουαχαμπιτικού βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό θα καθιστούσε δυνατή την διασφάλιση των προμηθειών υδρογονανθράκων στο δυτικό μπλοκ, αργότερα ΝΑΤΟ, απέναντι στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, πλούσιου σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο της Σιβηρίας καθώς και της Κασπίας Θάλασσας.
Η εισβολή στο Ιράκ ήταν μια ετεροχρονισμένη αντίδραση στην επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 από την Αλ Κάιντα στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, την επονομαζόμενη «ευλογημένη διπλή επιδρομή» στο λεξιλόγιο των ισλαμιστών. Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό, τα τέσσερα αεροπλάνα που έπληξαν την Αμερική εκείνη την ημέρα ήταν απλώς το μπούμερανγκ της αφγανικής τζιχάντ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αφήσει το τζίνι να βγει από το μπουκάλι όταν η CIA εργαλειοποίησε τις ταξιαρχίες των Αφγανών και διεθνών μουτζαχεντίν για να νικήσουν τον Κόκκινο Στρατό και να τον εκδιώξουν από την Καμπούλ στις 15 Φεβρουαρίου 1989. Η συνέπεια ήταν η κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου την επόμενη χρονιά που όμως θα έπρεπε να πληρωθεί με ένα βαρύ τίμημα. Η χρήση μαχητών τζιχαντιστών για την αποσταθεροποίηση της ΕΣΣΔ φαινόταν εξαρχής σαν αριστουργηματική κίνηση στην σκακιέρα η οποία όμως μετατράπηκε σε επικίνδυνο πείραμα μαθητευόμενου μάγου : ο τζιχαντισμός εγκαταστάθηκε για τρεις δεκαετίες ως μια από τις κύριες παγκόσμιες απειλές μεταβαίνοντας σταδιακά από το τοπικό στο περιφερειακό και στη συνέχεια σε διεθνές επίπεδο, με τη μορφή της Αλ Κάιντα και στη συνέχεια του Ισλαμικού Κράτους, μέχρι που χτύπησε τις αμερικανικές και μετά τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Με τους δεκαπέντε από τους καμικάζι βομβιστές της 11ης Σεπτεμβρίου να είναι Σαουδάραβες οι νεοσυντηρητικοί που περιέβαλαν στον Λευκό Οίκο τον Τζορτζ Μπους έσπευσαν να βάλουν το ουαχαμπιτικό βασίλειο στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Σκέφτηκαν την εισβολή στο Ιράκ ως μέσο τιμωρίας του Ριάντ μετατρέποντας την απαλλαγμένη από τον Σαντάμ Χουσείν σιιτική Μεσοποταμία του μέλλοντος με τα τεράστια αποθέματα υδρογονανθράκων τον κύριο παραγωγό πετρελαίου στην θέση της Σαουδικής Αραβίας. Επηρεασμένοι από Ιρακινούς εξόριστους γνωστούς σε κύκλους της Ουάσινγκτον, υποτίμησαν σοβαρά την ικανότητα στρατιωτικής αντίστασης των Σουνιτών που μπορεί να ήταν μειονότητα αλλά ήταν υπεροπλισμένη από τον Σαντάμ και από την οποία θα προέκυπτε αργότερα το Ισλαμικό Κράτος. Επιπλέον, δεν περίμεναν ότι το γειτονικό Ιράν θα πατρονάριζε αμέσως τις ιρακινές σιιτικές μιλίτσιες που θα κυριαρχούσαν τελικά στη Βαγδάτη. Παραδόξως η αμερικανική εισβολή είχε ως αποτέλεσμα να προσφέρει το Ιράκ σε μια πιατέλα στον κατ' εξοχήν εχθρό των Ηνωμένων Πολιτειών, την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν... ενώ οι νεοσυντηρητικοί πίστευαν αφελώς σε μια θεωρία ενάρετου κύκλου σύμφωνα με την οποία η δημοκρατία δυτικού τύπου θα εξαπλώνονταν από την Βαγδάτη στην Τεχεράνη λόγω της υποδειγματικότητας της.
Το ιρακινό φιάσκο δημιούργησε το τοπικό παρακλάδι αυτού που θα γινόταν το Ισλαμικό Κράτος μέσα στα στρατόπεδα κράτησης Bucca και Abu Ghraib, αργότερα επεκτάθηκε στη Συρία και τον Λίβανο κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 2012, αξιοποιώντας την εμφυλιοθρησκευτική διάσταση της σύγκρουσης που γέννησε η εμφάνιση της αράβικης άνοιξης το 2011, της οποίας τα πρώιμα εγκώμια ως κινήματα δημοκρατίας διαψεύστηκαν. Μία από τις συνέπειες, μέχρι το 2020, θα ήταν η τρομοκρατία στην Ευρώπη που θα χτυπούσε την Γαλλία, την Γερμανία, το Βέλγιο, την Αγγλία κ.λπ.
Αλλά ακόμη περισσότερο, στην ίδια τη Μέση Ανατολή, η εισβολή στο Ιράκ κατέστρεψε τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Αμερικής, η οποία είχε επιβιώσει από τις δοκιμασίες του πολέμου του Γιουμ Κιπούρ τον Οκτώβριο του 1973 και της πετρελαικής κρίσης που ακολούθησε. Όταν ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έγινε Πρίγκιπας διάδοχος το 2017 και ξεκίνησε την διαδικασία που θα μετέτρεπε το βασίλειο από βενζινάδικο των Ηνωμένων Πολιτειών σε μεγάλο μέγεθος της διεθνούς σκηνής έδειξε ότ ο ίδιος είχε πάρει τα μαθήματα από την εισβολή στο Ιράκ έως τις πιο μακρινές της συνέπειες.
Μία από αυτές ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ζεματισμένες από το φιάσκο της εισβολής στο Ιράκ, θα αυτοπεριορίζονταν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και θα απέφευγαν κάθε επιτόπια στρατιωτική επέμβαση στη Μέση Ανατολή, υπό τον φόβο απρόβλεπτων επιπτώσεων. Ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος ολοκλήρωσε την περίπλοκη απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ τον Δεκέμβριο του 2011, δεν υλοποίησε την δέσμευσή του να βομβαρδίσει το καθεστώς Άσαντ το καλοκαίρι του 2013, όταν αυτό εξόντωνε με χημικά τον πληθυσμό στα προάστια της Δαμασκού. Ως προφύλαξη από το χάος που προέκυψε από την Αραβική Άνοιξη, η κυβέρνησή του Μπαράκ Ομπάμα άνοιξε δίαυλους επικοινωνίας και συνεργασίας με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, θεωρούμενοι ως περιφερειακή σταθεροποιητική δύναμη – παρόλο που είναι ορκισμένοι εχθροί της Σαουδικής Αραβίας.
Ως αποτέλεσμα, η εμπιστοσύνη της Σαουδικής Αραβίας στις Ηνωμένες Πολιτείες εξασθένησε ακόμη περισσότερο και το Βασίλειο, μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ, βοήθησαν τον στρατάρχη Σίσι να ανατρέψει και να αντικαταστήσει τον Αιγύπτιο πρόεδρο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Μοχάμεντ Μόρσι τον Ιούλιο του 2013 τον οποίον τα ΜΜΕ παρουσίαζαν ως μαριονέτα του Μπαράκ Ομπάμα. Οι σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας με τον Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησαν υπό καλύτερες προυποθέσεις όταν ο τελευταίος αποχώρησε το 2018 από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν επιβάλοντας στην χώρα βαριές κυρώσεις - ενώ ο νέος πρωθυπουργός του Ιράκ Μουσταφά Καζέμι υιοθετούσε μια πιο ισορροπημένη στάση με τους Σουνίτες γείτονες του καθώς και με την Δύση. Όμως, οι φιλοϊρανικές φατρίες ανέκτησαν το πάνω χέρι στη Βαγδάτη μετά τις εκλογές του 2022, ενώ η Τεχεράνη, πλέον εκτός ελέγχου της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, εμπλούτισε το ουράνιο της φτάνοντας ακόμα πιο κοντά στην υλοποίηση της ατομικής βόμβας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Τζο Μπάιντεν, σημαδεμένες και αυτές από το τραύμα των επιπτώσεων της εισβολής στο Ιράκ, συνέχισαν την απόσυρση στρατευμάτων από την περιοχή : τον Αύγουστο του 2021, άφησαν τους Ταλιμπάν να επιστρέψουν θριαμβευτές στην Καμπούλ, προκαλώντας κρύο ιδρώτα σε πολλούς από τους συμμάχους τους σχετικά με την αξιοπιστία των εγγυήσεων στρατιωτικής προστασίας τους.
Με το Πεντάγωνο να επικεντρώνεται εκ νέου στον πόλεμο στην Ουκρανία και τις προκλήσεις του κινεζικού ναυτικού στα στενά της Ταϊβάν, το αμερικανικό κενό ασφαλείας στη Μέση Ανατολή καλύπτει τώρα προσεκτικά η Κίνα, η οποία αρχίζει να μεταφράζει τις εμπορικές και οικονομικές της δεσμεύσεις σε εγγυήσεις ασφάλειας – μεσολαβώντας έτσι ανάμεσα στην Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Αυτά είναι τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τον πόλεμο στο Ιράκ, 20 χρόνια αργότερα, από το Πεκίνο και τους Άραβες εταίρους του – εν απουσία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Gilles Kepel
Le Figaro
31/3/23
via Babis Georges Petrakis
Σχόλια