Είκοσι χρόνια μετά η εισβολή στο Ιράκ...

Είκοσι χρόνια μετά η εισβολή στο Ιράκ αποδείχθηκε μια κολοσσιαία γεωπολιτική γκάφα που έπληξε σοβαρά τη διεθνή αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών και υπονόμευσε την εσωτερική τους πολιτική.
Τον Μάρτιο του 2003 οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Ιράκ σε μια επιχείρηση με ακαθόριστους στόχους και χωρίς πειστικές δικαιολογίες. Μετά από μια γρήγορη στρατιωτική νίκη αυτή η αποστολή μετατράπηκε σε στρατηγική καταστροφή μέσα σε λίγους μήνες, από την οποία οι Αμερικανοί χρειάστηκαν χρόνια για να ανακάμψουν.
Οι ιστορικοί εξακολουθούν να συζητούν τους βασικούς λόγους αυτού του πολέμου που αποφάσισε η ομάδα του Τζορτζ Μπους. Όλοι συμφωνούν ότι η εισβολή του 2003 στο Ιράκ ήταν απολύτως αποτρέψιμη. Ο συνδυασμός των γεγονότων μοιάζει σχεδόν απίθανος είκοσι χρόνια αργότερα: η επιστροφή στα πράγματα των συνεργατών του πρεσβύτερου Τζορτζ Μπους, ιδιαίτερα του Ντικ Τσέινι και του Ντόναλντ Ράμσφελντ διψασμένων για μια τελική νίκη μετά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου δέκα χρόνια νωρίτερα, η τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, που τους έδωσε την ευκαιρία να ολοκληρώσουν την πρώτη ημιτελή επιχείρηση και οι απογοητεύσεις μιας χώρας ξαναμμένης, που αναζητά έναν νέο εχθρό μετά την πολύ εύκολη ανατροπή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν…
Μια άλλη ιδιαιτερότητα αυτού του πολέμου είναι ότι είχε αποφασιστεί πριν βρεθούν οι λόγοι διεξαγωγής του. Οι πιο απίθανοι ισχυρισμοί, μερικές φορές κατασκευασμένοι εκ του μηδενός βοήθησαν να πείσουν την αμερικανική και διεθνή κοινή γνώμη ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε ανασυγκροτήσει ένα οπλοστάσιο όπλων μαζικής καταστροφής και διατηρούσε «επιχειρησιακές» σχέσεις με την Αλ Κάιντα. Η επιρροή των νεοσυντηρητικών διανοούμενων υπήρξε καταλυτική σε αυτόν τον παρεμβατικό πυρετό για να προωθηθεί η ιδέα του εκδημοκρατισμού της Μέσης Ανατολής με τη βία. Καταλαμβανόμενοι από πολεμικό πυρετό, οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν τους διεθνείς θεσμούς με τη μεγαλύτερη περιφρόνηση και θεώρησαν τις προειδοποιήσεις, ιδίως τις γαλλικές, ως περίπου προδοσίες. Ο υπουργός Εξωτερικών, Κόλιν Πάουελ, είχε ωστόσο υπογραμμίσει στον Πρόεδρο Μπους τον «νόμο του μαγαζιού που πουλάει πορσελάνες» : «If you break it, you own it » «Οποια σπάσεις πρέπει να την πληρώσεις σαν να ήταν δικιά σου». Η συνέχεια απέδειξε ότι είχε δίκιο.
Μια νέα εποχή τζιχαντισμού
Η ανετοιμότητα και η επιπολαιότητα ήταν χαρακτηριστικές αυτής της σύγκρουσης που έμελλε να μετατραπεί σε εφιάλτη. Μετά την εισβολή στο Ιράκ, οι Αμερικανοί συνέχισαν τα λάθη. Αφού δεν είχαν προετοιμάσει τίποτα για τη διοίκηση της χώρας μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, βρέθηκαν σύντομα αντιμέτωποι με μια διπλή εξέγερση και έναν εμφύλιο πόλεμο. Οι Σουνίτες, πικραμένοι που εκδιώχθηκαν από την εξουσία και οι σιίτες, μάλλον αχάριστοι απέναντι στους κατακτητές που τους απάλλαξαν από τη δικτατορία, συγκρούστηκαν σε έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο, απειλώντας το Ιράκ με διχοτόμηση, ενώ οι Κούρδοι εδραίωναν την de facto ανεξαρτησία τους.
Τα ψέματα των αμερικανών στράφηκαν σύντομα εναντίον τους. Η Αλ Κάιντα, την οποία οι Αμερικανοί είχαν ισχυριστεί ότι έδιωξαν εισβάλλοντας στο Ιράκ, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να ριζώσει στην καρδιά του αραβικού κόσμου και να δημιουργήσει μεταστάσεις εξαπλώνοντας την βία. Το Ιράν άδραξε την ευκαιρία να υποστηρίξει τις σιιτικές μιλίτσιες και να αφαιμάξει τον αμερικανικό στρατό. Οι κακοποιήσεις στις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ από Αμερικανούς αποτελείωσαν την απαξίωση των υποτιθέμενων δημοκρατικών ιδεωδών που επικαλούνταν οι εισβολείς. Η καταστροφή αποφεύχθηκε στο παρά πέντε όταν το 2007-2008 οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν ενάντια σε όλες τις πιθανότητες να αποτρέψουν το οριστικό ρήγμα της χώρας, στέλνοντας ενισχύσεις και βασιζόμενες στη νέα σιιτική διοίκηση και στις σουνιτικές μιλίτσιες για να συντρίψουν την Αλ Κάιντα.
Ο απολογισμός εκείνη την εποχή ήταν ήδη καταστροφικός. Κατά τη φάση της αμερικανικής κατοχής, ο πόλεμος άφησε τουλάχιστον 235.000 νεκρούς μεταξύ των Ιρακινών αμάχων και περισσότερους από 9 εκατομμύρια εκτοπισμένους και πρόσφυγες. Σχεδόν 9.000 Αμερικανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 32.000 τραυματίστηκαν, πολλοί ανάπηροι για μια ζωή. Όλα αυτά για να δημιουργηθεί στο Ιράκ το πρώτο σιιτικό καθεστώς του αραβικού κόσμου και να γίνει η χώρα ιρανικός δορυφόρος. Χωρίς προηγούμενο στα χρονικά, η Ουάσιγκτον απάλλαξε έτσι το Ιράν από τον πιο επικίνδυνο αντίπαλό του και επέτρεψε στο ιρανικό καθεστώς να επεκτείνει την επιρροή του μέσω της Μεσοποταμίας, της Συρίας και του Λιβάνου, μέχρι τη Μεσόγειο και τα ισραηλινά σύνορα.
Η ιρακινή κατάρα δεν τελείωσε με αυτό το φιάσκο. Αντί να φέρει σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, η αμερικανική περιπέτεια εγκαινίασε επίσης μια νέα εποχή διεθνούς τζιχαντισμού, η οποία έχει εξαπλωθεί σε όλη την περιοχή και στην Ευρώπη. Για μια στιγμή υπό έλεγχο, το ισχυρό παρακλάδι της Αλ Κάιντα στο Ιράκ, το οποίο έγινε «Ισλαμικό Κράτος», έκανε μεταστάσεις, εκμεταλλευόμενο τον συριακό εμφύλιο πόλεμο για να αποκτήσει βάση και στην γειτονική χώρα. Το 2014, επέστρεψε στο Ιράκ κατατροπώνοντας τον ιρακινό στρατό, καταλαμβάνοντας τη Μοσούλη και τη Φαλούντζα και το ένα τρίτο της χώρας, για να φτάσει μέχρι τις πύλες της Βαγδάτης.
Δύο χρόνια μετά την αποχώρησή τους, οι Αμερικανοί αναγκάζονται να επέμβουν ξανά. Εχοντας πάρει τα μαθήματα τους από την προηγούμενη εμπειρία τους, άφησαν τους Ιρακινούς να διεξάγουν τις μάχες στο έδαφος, παρέχοντας κρίσιμη υποστήριξη από την αεροπορία και τις προμήθειες τους. Η ανακατάληψη της Μοσούλης και η καταστροφή του χαλιφάτου θα χρειαστούν τρία χρόνια.
Οι συνέπειες του πολέμου στο Ιράκ επεκτάθηκαν και πέρα από τη Μέση Ανατολή. Στη διεθνή σκηνή η χειραγώγηση των υποτιθέμενων αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογηθεί η εισβολή έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμφανίζονται ως ψεύτες αλλά και ως υποκριτές ιμπεριαλιστές, πυροδοτώντας ένα νέο κύμα αντιαμερικανισμού σε όλο τον κόσμο. Η εισβολή, που ξεκίνησε χωρίς έγκριση του ΟΗΕ, έφερε επίσης πλήγμα στον οργανισμό και τον καταστατικό του χάρτη, ο οποίος βασίζεται στην κυριαρχία των κρατών μελών. Είκοσι χρόνια αργότερα οι αποκαλύψεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών σχετικά με τις προετοιμασίες της Ρωσίας για εισβολή στην Ουκρανία τον χειμώνα του 2021-2022, αν και αυτή τη φορά ήταν πλήρως θεμελιωμένες, έγιναν δεκτές από πολλές χώρες με σκεπτικισμό, τροφοδοτούμενο σε μεγάλο βαθμό από τις μνήμες του πολέμου στο Ιράκ.
Οι διπλωματικές προσπάθειες της Ουάσιγκτον να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή από τον ΟΗΕ έχουν επίσης αποδυναμωθεί από την περιφρόνηση της κυβέρνησης Μπους για το διεθνές δίκαιο εκείνη την εποχή. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν παραλείπει ποτέ να θυμηθεί την εισβολή στο Ιράκ, την οποία παρουσιάζει ως απόδειξη της αμερικανικής διπροσωπίας. Τέλος, η Κίνα εκμεταλλεύτηκε σε μεγάλο βαθμό αυτά τα χρόνια της αμερικανικής στρατηγικής απόσπασης της προσοχής για να αποκτήσει στρατιωτική δυναμική. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να προσαρμόσουν τον στρατό τους στον πόλεμο κατά της εξέγερσης, το Πεκίνο έχτιζε έναν στρατό που σήμερα ανταγωνίζεται αυτόν των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Τέλος, ο πόλεμος είχε βαθύ αντίκτυπο στην ίδια την αμερικανική κοινωνία, εισάγοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες στην εποχή της «μετα-αλήθειας». Τα ψέματα της κυβέρνησης Μπους στη διεθνή σκηνή τοξική επίδραση στην εσωτερική πολιτική. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες, η CIA, το FBI ή το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και τα μέσα ενημέρωσης που συνόδευαν και ενίσχυσαν την προπαγάνδα που αποσκοπούσε να δικαιολογήσει την εισβολή, έχασαν την αξιοπιστία τους που έκτοτε δεν έχουν ανακτήσει ουσιαστικά ποτέ.
Ο πόλεμος στο Ιράκ σηματοδότησε επίσης την αρχή μιας αμερικανικής αποχώρησης από τις παγκόσμιες υποθέσεις. Το δαπανηρό φιάσκο της αποστολής αναβίωσε παλιές αμερικανικές τάσεις απομονωτισμού, τόσο παλιές όσο ο Τζορτζ Ουάσιγκτον και την δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά που είχαν κατασταλεί σε μεγάλο βαθμό κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Δηλητήριο στην πολιτική
Αυτός ο νέος σκεπτικισμός για παρέμβασεις σε ξένες χώρες είχε άμεση επίδραση στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ο πρώτος που επωφελήθηκε ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα, ένας νεοφερμένος στην πολιτική σκηνή, ο οποίος πέτυχε να νικήσει την Χίλαρι Κλίντον στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών το 2008 και στην συνέχεια τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο Τζον ΜακΚέιν, δύο ένθερμους παρεμβατιστές που υποστήριξαν την εισβολή στο Ιράκ. Άπειρος στην διεθνή σκηνή ο Ομπάμα ένοιωθε πάντα απειλητικό το ιρακινό φιάσκο κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του. Τηρώντας τις προεκλογικές του υποσχέσεις, απέσυρε τα τελευταία αμερικανικά στρατεύματα το 2011, παρά τις συμβουλές του γενικού επιτελείου, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την επιστροφή των τζιχαντιστών. Καθυστέρησε να στείλει ενισχύσεις στο Αφγανιστάν και τελικά άφησε τον Μπασάρ να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα στη Συρία χωρίς αντίποινα το 2013, πληγώνοντας έτσι περαιτέρω την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αλλά ο πόλεμος στο Ιράκ ευνόησε πάνω από όλα την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτός ο απίθανος υποψήφιος που έκανε εκστρατεία κατά του κατεστημένου της Ουάσιγκτον το 2015 χρησιμοποίησε το Ιράκ για να κατηγορήσει τις πολιτικές δυναστείες Μπους και Κλίντον για στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό. Οι επικρίσεις του για τον πόλεμο είναι καταπέλτης : «Έχουμε προκαλέσει μεγάλο κακό όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά και στην ανθρωπότητα… Η Μέση Ανατολή είναι εντελώς αποσταθεροποιημένη, είναι ένα χάος. Θα ήμασταν καλύτερα αν είχαμε ξοδέψει αυτά τα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σχολεία, νοσοκομεία, δρόμους, αεροδρόμια και όλα όσα είναι έτοιμα να καταρρεύσουν !». Τα ίδια επιχειρήματα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σήμερα από τον Τραμπ και το νέο αμερικανικό απομονωτικό ρεύμα για να επικρίνουν την στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία.
Ο συλλογικός ψυχολογικός αντίκτυπος του πολέμου στο Ιράκ είναι δύσκολος να αποτιμηθεί. Αλλά ακόμα περισσότερο και από το Βιετνάμ, φαίνεται ότι σηματοδότησε το τέλος μιας περιόδου αμερικανικής αισιοδοξίας. Μετά την ευφορία του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, το τραύμα της 11ης Σεπτεμβρίου είχε μάλλον συμβάλει στην ένωση της αμερικανικής κοινωνίας γύρω από κοινές αξίες. Ο πόλεμος στο Ιράκ είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, σαν ένα δηλητήριο του οποίου οι τοξίνες βρήκαν τον δρόμο τους στην καρδιά του πολιτικού συστήματος. Οι πολιτικές διαιρέσεις έφθασαν στο απώγειο τους από τον πόλεμο στο Ιράκ. Η δυσπιστία προς τους θεσμούς, τους ειδικούς, την κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης, που γεννήθηκε στους αριστερούς κύκλους, εξαπλώθηκε έκτοτε και στη δεξιά. Η χειραγώγηση των γεγονότων από την τότε κυβέρνηση Μπους εγκαινίασε την εποχή των εναλλακτικών γεγονότων όπου κάθε πολιτικό στρατόπεδο παρουσιάζει μια διαφορετική πραγματικότητα σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για την αλήθεια.
Κατά τη διάρκεια μιας διάσκεψης στο Ντάλας τον Μάιο του 2022, ο πρώην Πρόεδρος Τζορτζ Μπους υπέπεσε σε μία αδιανόητη γκάφα όταν αναφέρθηκε στην επίθεση του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία καταδικάζοντας «την απόφαση ενός ανθρώπου να εξαπολύσει μια εντελώς αδικαιολόγητη και βάναυση εισβολή στο Ιράκ».
Adrien Jaulmes
Le Figaro

Σχόλια