Ο διεθνής Τύπος παρακολουθεί έκπληκτος την βία των κινητοποιήσεων κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Πολλοί το βλέπουν ως απόδειξη ότι αμφισβητείται η νομιμοποίηση της σημερινής κυβέρνησης ή ακόμα και της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Αριστερά και δεξιά φαντασιώνονται η μεν πρώτη μια είδους οικολογική και κοινωνική επανάσταση ή δε δεύτερη κάποια μορφή εμφυλίου πολέμου. Η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική. Οι διαμάχες που έχουν αναστατώσει τη χώρα εδώ και είκοσι χρόνια δείχνουν ότι οι Γάλλοι είναι στην πραγματικότητα πολύ κουρασμένοι και απηυδησμένοι, ακόμη και στα μίση που τρέφουν ο ένας για τον άλλο. Η βία που χαρακτηρίζει το κοινωνικό και πολιτικό μας κλίμα, αντί να προαναγγέλλει μεγάλες ανατροπές, μάλλον δείχνει ότι δεν ξέρουμε πλέον ακριβώς τι να κάνουμε τους εαυτούς μας και τι σημαίνει για έναν ενωμένο λαό να αυτοκυβερνηθεί.
Βλέποντας τα πράγματα γενικά, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες δυνάμεις που αντιτίθενται σήμερα η μία στην άλλη για τον καθορισμό της μοίρας μας. Πρώτον, υπάρχει το μπλοκ των συνταξιούχων, στο οποίο προστίθεται αυτό των οικονομικών συμφερόντων, των επιχειρηματιών και σημαντικής μερίδας στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων. Σε αυτή την κοινωνική βάση οφείλει ο σημερινός πρόεδρος την εκλογή του και ακόμη περισσότερο την επανεκλογή του. Οι συνταξιούχοι είναι στην πραγματικότητα αυτοί που μετράνε εκλογικά για την κυβέρνηση. Γι' αυτό δεν τέθηκε ποτέ θέμα να ζητηθεί από τους ανενεργούς παραγωγικά να συμβάλουν στη μεταρρύθμιση με μείωση των συντάξεων. Η υποστήριξή τους είναι τόσο εκλογικά επιτακτική όσο και πολιτικά εύθραυστη.
Μην μπορώντας να παράγει το μερίδιο του εθνικού πλούτου που κατέχει ως πάγια μορφή κεφαλαίου αυτή η κοινωνική ομάδα πρέπει να βασίζεται εξ ολοκλήρου στο κράτος για να εξασφαλίσει την κατοχή αγαθών που δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει. Η ηρεμία της εξαρτάται από έναν κόσμο στον οποίο ουσιαστικά δεν συμβαίνει τίποτα. Το κόμμα λοιπόν που μπορεί να κρατήσει τις άλλες κοινωνικές ομάδες μακριά από το να αμφισβητήσουν αυτήν την κατάσταση πραγμάτων βρίσκει, επομένως σε αυτήν ακλόνητη υποστήριξη. Ωστόσο οι συνταξιούχοι μπορεί να ψηφίζουν αλλά δεν είναι σε θέση να αγωνιστούν. Εάν η διαμαρτυρία λάβει επαναστατική τροπή, η κυβέρνηση θα πρέπει να αναζητήσει αλλού την ισχυρή υποστήριξη που χρειάζεται.
Η άκρα αριστερά, η οποία προμηθεύει σε αυτές τις κινητοποιήσεις το μεγαλύτερο ανθρώπινο δυναμικό υποστηρίζεται από νεαρούς φοιτητές, στους οποίους προστίθενται άνθρωποι με μεταναστευτικό υπόβαθρο, δημόσιοι υπάλληλοι, καλλιτέχνες και "άνθρωποι των γραμμάτων". Ενωμένες ως προς την απορριπτική τους λογική, αυτές οι κοινωνικές ομάδες δεν έχουν ένα ξεκάθαρα διατυπωμένο κοινό συμφέρον όπως οι συνταξιούχοι. Το μόνο που φαίνεται να τους ενδιαφέρει είναι η παράταση της ανευθυνότητας τους. Ενώ δηλώνουν προοδευτικοί, παραδόξως δεν έχουν κανένα ξεκάθαρο όραμα για το μέλλον και μόνη τους φιλοδοξία μοιάζει να είναι η συντήρηση ενός αόριστου παρόντος απαλλαγμένου από τις ανάγκες, αφενός της εργασίας και αφετέρου της αποπληρωμής του χρέους. Επιθυμούν να αποκτήσουν ό,τι θεωρούν ότι τους αναλογεί, αφήνοντας όμως στους άλλους να εκπληρώσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους.
Το κόμμα της κυρίας Λεπέν, τέλος, τραβάει την προσοχή της κεντρικής μάζας, εκείνων που δεν σπουδάζουν πια, ή δεν έχουν σπουδάσει ποτέ, και που απέχουν ακόμα πολύ από το να ξεκουραστούν. Με λίγα λόγια, η μάζα των Γάλλων που εργάζονται και είναι αρκετά μεγάλοι για να κάνουν οικογένεια. Με μια προσεκτική εξέταση, η ικανότητα των άλλων δύο μπλοκ να διεκδικήσουν οτιδήποτε εξαρτάται από τη συγκατάθεσή αυτής της κεντρικής μάζας στην εθνική προσπάθεια. Ωστόσο, είναι αυτή η μεγάλη μερίδα των πολιτών για την οποία τα κόμματα δείχνουν αποφασισμένα να της απαλείψουν κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Η τρέχουσα λειτουργία του καθεστώτος απαγορεύει ουσιαστικά σε αυτούς τους ανθρώπους να οργανώσουν τους στόχους τους σε συλλογική κλίμακα.
Θύματα όλης αυτής της γενικής διαταραχής και στερούμενοι όλο και περισσότερο τους καρπούς της εργασίας τους, η απάθειά τους οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι τα μέλη της οικογένειάς τους επωφελούνται από την κατάσταση που κανονικά θα έπρεπε να αμφισβητήσουν. Αντί να αναλάβει τις ευθύνες του, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν αρκείται να τους υποσχεθεί την ίδια συνταξιοδότηση και γενικότερα την ίδια ζωή με τους γονείς τους. Και καθώς η αυξανόμενη δυσαρέσκεια αυτού του τμήματος του πληθυσμού φέρνει το κόμμα της πιο κοντά στην εξουσία κάθε χρόνο, η Μαρίν Λεπέν δεν διακινδυνεύει να διαψεύσει τις ψευδαισθήσεις αυτών των υποσχέσεων.
Ένα αναδιανεμητικό σύστημα που παίρνει από τις νέες οικογένειες προς όφελος εκείνων που ήδη απολαμβάνουν μια καλύτερη οικονομική κατάσταση ενώ θα έπρεπε να ωφελεί και να προσφέρει μία προοπτική σε αυτές τις νέες οικογένειες θα έπρεπε να είναι εύκολο να μεταρρυθμιστεί. Από τις τρεις πολιτικές δυνάμεις όμως που αναφέραμε καμία δεν τολμά να θίξει το δυσανάλογο βάρος των ανενεργών πολιτών στην πολιτική μας ζωή.
Θα μπορούσαμε να χαιρόμαστε με την αδυναμία των ριζοσπαστικών λύσεων αν δεν ήταν σημάδι μιας βαθύτερης πολιτικής και ηθικής παρακμής. Στην πραγματικότητα, κανένα κόμμα δεν έχει την πολιτική βούληση, την δύναμη και της προνοητικότητα ώστε διερχόμενο της πειθούς αλλά και επιβάλοντας να έδινε λύσεις με προοπτική για το κοινό καλό. Σε λίγους μήνες η νεολαία θα είναι ακόμα πιο θυμωμένη, οι εργαζόμενοι πιο απηυδησμένοι και οι συνταξιούχοι πιο ανήσυχοι. Τα κόμματα θα κοιτάξουν όπως όπως να χαιδέψουν την εκλογική τους πελατεία χωρίς κανένα να τολμά να ακολουθήσει τον δρόμο της αλήθειας.
Alexis Carré
Le Figaro
29/3/23
via Babis Georges Petrakis
Σχόλια