Θεμέλια της εθνικής συνείδησης και ενότητας των υπόδουλων Ελλήνων σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξαν η ακλόνητη πίστη τους στην Ορθοδοξία, η ακράδαντη θέλησή τους για απελευθέρωση και η διαχρονική εθνική τους γλώσσα. Η Ορθοδοξία συγκροτούσε τον αξιακό τους κώδικα και νοηματοδοτούσε τη ζωή αλλά και τον θάνατο. Η θέληση τους για ελευθερία δεν τους επέτρεπε να συμβιβαστούν με μία ζωή μίζερη και υπόδουλη, ξεχνώντας το αληθινό νόημα και την αξία της. Και η γλώσσα, τους συνέδεε με το ένδοξο αρχαιοελληνικό και βυζαντινό παρελθόν και τους διαφοροποιούσε από τους κατακτητές.
Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί απλώς ιστορικό συμπέρασμα αλλά προέρχεται από την επίσημη καταγραφή της θέλησης των Ελλήνων να ζήσουν ελεύθεροι, με διακριτή εθνική ταυτότητα και αναγνωρισμένη πολιτική υπόσταση. Αυτή τη θέληση κατέγραψαν τα επαναστατικά συντάγματα, από το πρώτο κιόλας χρόνο του αγώνα για ανεξαρτησία.
Ήδη από τις 15 Νοεμβρίου 1821, σε δύο διατάξεις του ψηφισμένου στα Σάλωνα της Φωκίδας Συντάγματος της Νομικής Διατάξεως της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, αναφέρεται ότι όλα τα σύμβολα των Ελλήνων είναι προπατορικά: γλώσσα, πατρίδα και η σημαία του Σταυρού[1].
Η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος αναφέρει πως:
«Αν και όλας τας θρησκείας και γλώσσας δέχεται η Ελλάς, και τας τελετάς και χρήσιν αυτών, κατ΄ ουδένα τρόπον δεν εμποδίζει την Ανατολικήν όμως του Χριστού Εκκλησίαν και την σημερινήν γλώσσαν μόνας αναγνωρίζει ως επικρατούσας θρησκείαν και γλώσσα της Ελλάδος»[2].
Η αμφισβήτηση της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας
Όλα τα επαναστατικά κείμενα είναι γραμμένα στη λόγια – καθαρεύουσα γλώσσα, τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο ελληνικός λαός σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μία γλώσσα που είχε δύο μορφές -όχι δύο γλώσσες-, τη δημώδη και τη λόγια, χωρίς ποτέ να έρθει σε σύγκρουση μία προς την άλλη. Το λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα» εμφανίστηκε στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, υστερόβουλα, ως διγλωσσία, και προήλθε από Ευρωπαίους οι οποίοι δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να καταλάβουν πως η ελληνική γλώσσα της Τουρκοκρατίας ήταν μία φυσική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής. Συχνά κακόβουλα, χρησιμοποίησαν την απλή γλώσσα του λαού ως αποδεικτικό στοιχείο της τέλειας διαφθοράς, κατ΄ αυτούς, της νεοελληνικής γλώσσας και συνεπώς της πλήρους αποξένωσης της Νέας Ελλάδας από το αρχαίο παρελθόν της[3].
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως η γλώσσα δεν αποτελεί ένα από τα πολλά στοιχεία της εθνικής μας ταυτότητας αλλά ένα στοιχείο πρωτεύον, με πολιτιστικές, πνευματικές αλλά και πολιτικές διαστάσεις.
«Πρωτοπόρος» και πρωτοστάτης τις αλλοιώσεις της Ελληνικής προφοράς των αρχαίων ελληνικών κειμένων από τους Βυζαντινούς υπήρξε ο ιερέας Έρασμος (1466-1536). Εκείνος είναι ο πρώτος που επίσημα αφήνει να εννοηθεί πως το Βυζάντιο δεν μπορεί να διεκδικήσει τον ρόλο του συνεχιστή του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, καθώς –κατά τη γνώμη του- έχει αλλοιώσει τον τρόπο εκφοράς της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το σχετικό του έργο με την –δήθεν- αποκατάσταση της ορθής προφοράς διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη και έμεινε γνωστή ως «ερασμική προφορά»[4].
Ο Έρασμος έχει μεγάλη σημασία και τα νεοελληνικά μας γράμματα, διότι υπήρξε η αιτία να αφυπνιστούν οι σημαντικότεροι λόγιοι του Νέου Ελληνισμού με κοινό σκοπό την αποκατάσταση της αλήθειας.
Ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847) και ιδιαιτέρως ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων (1780-1857), ο όποιος γράφει ειδικό βιβλίο προκειμένου να προφυλάξει τους Ρώσους σπουδαστές της Ελληνικής από την «ερασμική αίρεση» και να διατηρήσει την σωστή εκφορά πολλών ιερών ονομάτων και τα ονόματα όλων σχεδόν των Αγίων της Εκκλησίας[5]. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά:
«Οι λεγόμενοι Ερασμίτες Ελληνιστές Γερμανοί και Άγγλοι και Γάλλοι και άλλοι άλλων της Ευρώπης Εθνών απαγγέλουσι τα Ελληνικά κατά την ερασμιακή προφορά ενώ την δική μας προφορά της Ελληνικής αποκρούουν ως αποδιοπομπαίον τράγο και την αποσκορακίζουν, ως τελείως πλαστή, κίβδηλη και εντελώς κατεστραμμένη»[6].
Και αλλού:
«Επαινούσι τους παλαιούς, με σκοπόν να λοιδωρήσωσι τους νεώτερους Έλληνας. Ας εξετάσουν οι κατήγοροι αν άλλο έθνος κατατρυχώμενο αδιάκοπα και από εσωτερικούς τυράννους και από εξωτερικούς ψευδαδελφούς μπόρεσε να κρατήσει τον τράχηλο ορθό και να ζητεί μόνο του τα μέσα θεραπείας και συμφορών του καθώς οι Έλληνες»[7].
Ο Κερκυραίος διαφωτιστής Σπυρίδων Κόνδος (1770-1833), τιμημένος από τον Ναπολέοντα και πρωτοδίκης στη Λευκάδα, ξιφουλκεί κατά των δήθεν ενδιαφερομένων για την καθαρότητα της ελληνικής γλώσσης, αποκαλύπτοντας τους ως τους χειρότερους των μισελλήνων και χαρακτηρίζοντάς τους ως δηλητηριώδεις όφεις, μισθοφόρους ανθελληνικών συμφερόντων, ευγνωμονώντας όμως συγχρόνως τους γνήσιους φιλέλληνες[8].
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Παναγιώτη Κοδρικά (1762-1827), Αθηναίου λόγιου, γραμματικού του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου και μεταφραστή και διερμηνέα του Υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας. Ο Κοδρικάς κλήθηκε να ανασκευάσει την θεωρία του ακαδημαϊκού Ελληνιστή Bonamy, ο οποίος υποστήριζε ότι πολλές από τις νεοελληνικές εκφράσεις προέρχονται από την γαλλική γλώσσα και πως η γλώσσα των σύγχρονων Ελλήνων μορφοποιήθηκε πρώτα πάνω στη γαλλική και την ιταλική[9].
Ο σημαντικότατος αν και εν πολλοίς άγνωστος αυτός λόγιος, με σοβαρότατα επιχειρήματα κατέληξε πως η σύγχρονη ελληνική γλώσσα δεν είναι παρά η νέα μορφή της αρχαίας κοινής διαλέκτου και είναι έργο πολλών αιώνων, προερχόμενη από στοιχεία της αιολικής, δωρικής, ιωνικής και αττικής διαλέκτου. Παραδέχτηκε την ανάμειξη στοιχείων βαρβαρικών διαλέκτων, διαχώρισε όμως τις τέσσερις γλώσσες που μιλά ολόκληρο το ελληνικό έθνος: Την εκκλησιαστική, την πολιτική των κρατικών υπαλλήλων, την εμπορική και την λόγια ή φιλολογική.
Όλη η γνώση, όλη του η προσφορά αλλά και όλη του η πατριωτική φλόγα συμπυκνώνεται στην αφιέρωση που έγραψε σε ένα άλλο βιβλίο του[10], το οποίο προσέφερε στον αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο τον πρώτο. Εκεί ο Κοδρικάς υπογραμμίζει ότι το δόγμα της Αγίας Θρησκείας διαδόθηκε στον κόσμο με την ελληνική γλώσσα, τη θεία αυτή η γλώσσα, που ενώνει τον άνθρωπο με το Θεό και είναι αδιαχώριστη από τη χριστιανική θρησκεία και προσθέτει: «Το Ελληνικό Έθνος ανάμεσα στις πιο σκληρές μετάπτωσης της τύχης, μπόρεσε να διατηρήσει την ακεραιότητα του και το όνομά τους έθνος με το να διαφυλάξει τη θρησκεία του και τη γλώσσα του. Χωρίς τη μία ή την άλλη, το Έθνος θα είχε πάψει να υπάρχει»[11].
Παραπομπές:
[1] Τμ. Γ΄, Κεφ. Α΄, άρθρο β΄, Βλ. Γ. Καρελλάς, Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος. Ελληνικά πολιτεύματα από της εποχής του ρήγα μέχρι σήμερον 1798-1975. Ιστορική και κριτική έρευνα επί τη βάσει ανεκδότων αρχείων και πιστών πρωτοτύπων, Αθήνα 1975, 266.
[2] Τμ. Α΄, Κεφ. Α΄, άρθρ. κστ΄, Βλ. Καρελλάς, όπ. π., 256.
[3] Μαρίας Μαντουβάλου, Η διαχρονική γραπτή και προφορική ελληνική γλώσσα, ως σταθερό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας του τουρκοκρατούμενου και επαναστατημένου ελληνορθόδοξου Γένους, και ως αναιρετικό των αμφισβητήσεων της ελληνικής εθνικής συνέχειας. Πρωτογενείς μαρτυρίες» στο Ορθόδοξη Εκκλησία και διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας. Νεομάρτυρες, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, επαναστατικά κινήματα, Πρακτικά Γ΄ Συνεδρίου, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκδ. ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ, 58-59.
[4] Εράσμου, Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου, Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια στο έργο «De recta Latini Graecique sermonis pronuntiatione dialogus», από τον Νίκο Πετρόχειλο, Αθήνα 2000.
[5] Περί της γνησίας προφοράς της Ελληνικής Γλώσσης. Βιβλίον Συνταχθέν υπό του Οικονόμου Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρου, του εξ Οικονόμων γενεαλογουμένου. Ετυπώθη δαπάνη της Αδελφότητος των Ζωσιμάδων. Εν Πετρουπόλει 1830.
[6] Όπ. π., 2.
[7] Όπ. π., 418, 419, 421.
[8] Ανέκδοτο χειρόγραφο που βρίσκεται στην κατοχή της Μαρίας Μαντουβάλου, όπως αναφέρει η σχετική υποσημείωση 15 στο παραπάνω άρθρο της, 63.
[9] Observations sur l’ opinion de quelques Hellenistestouchant le grec modern, par P. Codrika Athenien, A Paris, de l’ imprimerie Allemande de Kramer, An XII (1803).
[10] Μελέτη της Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου παρά Παναγιωτάκη Καγκελλαρίου Κοδρικά του εξ Αθηνών, πρώην Μεγάλου Γραμματικού της Αυθεντείας Βλαχίας και Μολδαυίας. Εκδοθείσα φιλοτίμω δαπάνη των ευγενών και φιλογενών Αλεξάνδρου Πατρινού και αδελφών Ποστόλακα. Τόμος Α. εν Παρισίω, εκ της τυπογραφίας, Ι.Μ. Εβεράρτου, ΑΩΠΗ (1818).
[11] Όπ. π., χ.α., προσφώνηση στον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄.
=========================
Μετά τον Γκαρντίνι και η Μελόνι αποθεώνει την ελληνική γλώσσα
Τον γύρο όλων των ελληνικών ΜΜΕ έκανε η αναφορά της Τζόρτζια Μελόνι, κατά την παρέμβασή της στο οικονομικό συνέδριο του ιδρύματος Γκουίντο Κάρλι, στο “μεράκι”, που συναντάται στην ελληνική γλώσσα, ως παράδειγμα προς μίμηση. Η Ιταλίδα πρωθυπουργός ανέφερε συγκεκριμένα πως «πρέπει να απελευθερώσουμε τις καλύτερες δυνάμεις που η Ιταλία διαθέτει… Είναι η εποχή, κατά την οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε εκείνη την προσέγγιση που οι Έλληνες προσδιορίζουν τέλεια με μια εξαιρετική λέξη: ‘Μεράκι’, δηλαδή να κάνεις κάτι με όλο σου το είναι, με πάθος, με την ψυχή σου».
Στις δηλώσεις της, εν όψει της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση της, η Μελόνι είχε χαρακτηρίσει την χώρα μας ως «κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού» μαζί με την Ιταλία. Οι αναφορές της Μελόνι, έρχονται στον αντίποδα της στάσης πολλών Ελλήνων που δεν έχουν σε εκτίμηση τον πυλώνα της γλώσσας μας: Τα αρχαία ελληνικά, όταν τα υμνούν ακόμα και οι Ιταλοί, που είναι κληρονόμοι μιας επίσης ιστορικής γλώσσας, των λατινικών.
Ο Ιταλός συγγραφέας Νικόλα Γκαρντίνι έχει γράψει βιβλίο με τίτλο “Viva il Greco” (“Ζήτω τα Ελληνικά”). Αντί για δικά μας λόγια παραθέτουμε τις δύο πρώτες σελίδες από την εισαγωγή του βιβλίου, που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2021. Τα σχόλιά μας περιττεύουν. Ο Γκαρντίνι μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε στους χαλεπούς καιρούς μας.
«Είναι αλήθεια πως τα αρχαία ελληνικά μας απασχολούν όλους μας από τους αρχαίους χρόνους. Είναι επίσης αλήθεια πως η γλώσσα αυτή φαίνεται μακρινή και μυστηριώδης, ακόμη και ξένη, σε όποιον δεν είχε έρθει σε επαφή μαζί της στα χρόνια του Λυκείου, ούτε αρκούν ώστε να μας την καταστήσουν οικεία όλες οι ελληνικές ετυμολογίες που επικαλούμαστε καθημερινώς.
Απεναντίας, τα λατινικά, φαίνεται να συνδέονται πιο στενά με την καθημερινότητα μας, σαν στενός συγγενής. Κατ΄ αρχάς, χρησιμοποιούν το ίδιο αλφάβητο με εμάς. Δευτερευόντως, ακόμη κι όταν δεν τα καταλαβαίνουμε, έχουμε την αίσθηση πως καταλάβαμε, καθώς το λεξιλόγιο τους είναι ο γεννήτορας του δικού μας. Παρόλο που οι διατυπώσεις και οι έννοιες δεν αντιστοιχούν πλέον, παραμένει μια αυταπάτη συνέχειας και συγγένειας.
Η ιστορία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών, καθώς παρακολουθούμε τις τροχιές τους στο χάρτη του ευρωπαϊκού πολιτισμού, είναι η ίδια. Υπάρχουν όμως και διαφορές. Δεν περιλαμβάνουμε σε αυτές μόνον τις ιδιαίτερες περιστάσεις που γνώρισε κάθε μια από τις δυο αυτές γλώσσες, αλλά και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο κατά το πέρασμα των αιώνων η κάθε μια θεωρήθηκε κι έγινε αντιληπτή».
Γλώσσα επαναπατρισμού
Συνεχίζει ο Γκαρντίνι «τα λατινικά υποδείκνυαν διάρκεια και σταθερότητα, τα ελληνικά εξάλειψη και καταστροφή. Εξαφανίστηκαν από το χάρτη της μελέτης για πολλούς αιώνες και μετατράπηκαν σε κάτι σαν την ίδια την προσωποποίηση της νοσταλγίας. Την εποχή της νεωτερικότητας, μετά τις θριαμβολογικές αποκαταστάσεις της Αναγέννησης, η γνώση των ελληνικών έγινε όλο και πιο συχνά μυθικό στοιχείο, που σηματοδοτούσε τον αγώνα εναντίον των διαλυτικών δυνάμεων, την αντιπαράθεση στην παρακμή, την ανάκτηση της ισχύος, την επιστροφή στις ρίζες, έναν “επαναπατρισμό”, ή ακόμη και μια διερεύνηση του Εγώ.
Ο Χαίλντερλιν, ο Λεοπάρντι, ο Νίτσε και ο Φρόιντ είναι παραδείγματα, μόνο και μόνο για να επικαλεστούμε κάποια διακεκριμένα ονόματα. Το θέμα δεν αφορά μόνον τη γλώσσα: αφορά και τη σκέψη, τη φαντασία, τη ζωή. Η ελληνική γλώσσα είναι ανθρώπινοι και θεϊκοί ήρωες, είναι πολιτική, μύθοι, τοποθεσίες, ηθικές αξίες, αισθητικές αντιλήψεις, αισθήματα και συναισθήματα. Επίσης φέρει μέσα της όλη την αμφισημία των αρχαίων πραγμάτων, μηνύματα τα οποία την ίδια στιγμή που εμφανίζονται σπεύδουν να εξαφανιστούν, ώστε να μας αναγκάσουν να διδαχθούμε άλλους κωδικούς, άλλες κατηγορίες, άλλες προθέσεις.
Συναντάμε δυσκολίες έκφρασης, εκλεπτυσμένες διατυπώσεις, ξέχειλη γλωσσική αφθονία, που οι σύγχρονες μεταφράσεις μας ποτέ δεν θα αποδώσουν στην εντέλεια. Υπάρχει επίσης και ένα ιδιαίτερο αίσθημα ευθύνης, που επικαλύπτει τη μελέτη με ένα πέπλο κάποιου είδους συγκίνησης, καθώς είναι πασίγνωστο πως όταν ασχολούμαστε με την ελληνική γλώσσα, ασχολούμαστε με τις δικές μας απαρχές ή τουλάχιστον με την προβολή των δικών μας απαρχών».
Σύγχρονα έπη
Ο Ιταλός συγγραφέας αναφέρει πως «Η ιστορία των ελληνικών είναι αρχαιότερη από εκείνη των λατινικών. Οι λογοτεχνικές τους αρχές, όπως δείχνουν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, συμπίπτουν με έναν πολύ υψηλό βαθμό γλωσσικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Και όχι μόνο. Τα ομηρικά έπη, όσο αρχαϊκά και παγωμένα σε κάποια τυποποίηση κι αν είναι, είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία που τα κατέστησε πάντα σύγχρονα με όλη τη λογοτεχνία που ακολούθησε, αποτελώντας τη βάση μιας κοινής παιδείας και μιας εθνικής μνήμης.
Δεν υπάρχει σημαντικός συγγραφέας που να μην αναμετρήθηκε με εκείνα τα κείμενα. Η ίδια η φιλοσοφική αναζήτηση αναγκάστηκε να αναμετρηθεί με το κύρος του Ομήρου. Και θα αναδειχτούν νέοι συνεχιστές και μιμητές του Ομήρου πολλούς αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού. Τα λατινικά δεν είχαν ένα τόσο εντυπωσιακό ξεκίνημα. Απεναντίας, η μοίρα τα ανάγκασε να αρνούνται με όλο και μεγαλύτερη πεποίθηση την αρχαιότητά τους, μέχρις ότου η γραφή τους δεν τελειοποιήθηκε και διακανονίστηκε από δυο διδασκάλους όπως ο Κικέρων και ο Βιργίλιος. Η ψυχή των ελληνικών είναι συγκριτική».
Ζήτω τα Ελληνικά
Επισημαίνει πως «θεωρεί τον άλλον (αρχής γενομένης με τους Τρώες) και τον καθορίζει μέσω αντιθέσεων, συμμετριών, παραλληλισμών, συγκρίσεων. Αναζητά και εκφράζει τη συζήτηση, τη φιλονικία, τον αγώνα –δικαστικό, αθλητικό, στρατιωτικό, ρητορικό– και ταυτόχρονα επιδιώκει τη φιλία και την γενναιόδωρη ανταλλαγή. Αυτή την τάση προς το διάλογο αναμφίβολα την ευνοούν οι γεωπολιτικές συνθήκες του έθνους. Οι Έλληνες θεωρούσαν πως αποτελούσαν έναν ενιαίο λαό, αλλά αισθάνονταν και ήταν διαιρεμένοι.
Όταν αναφερόμαστε σε αυτούς, δεν εννοούμε ένα ενιαίο κράτος, αλλά επικαλούμαστε ένα σύνολο πόλεων, εκατοντάδων, που κάθε μια από αυτές κυβερνάται ανεξάρτητα. Υπήρχαν μοναρχίες, ολιγαρχίες, τυραννίες, δημοκρατίες και όλες αυτές προσπαθούσαν συνεχώς να συσχετιστούν μέσω της διπλωματίας ή μέσω του πολέμου, συνάπτοντας συμμαχίες και διαχειριζόμενες εκεχειρίες, αμοιβαίες επιρροές, ακόμη και ενώπιον της μόνιμης απειλής ξένων παρεμβάσεων, όπως των Περσών πρώτα και των Μακεδόνων αργότερα.
Οι Έλληνες κατάφεραν να μετατρέψουν τις διαιρέσεις σε κρίσιμες ευκαιρίες και αυτή βεβαίως είναι η πιο ζωντανή και θετική κληρονομιά τους. Ας μάθουμε από αυτούς: να μιλάμε και να κάνουμε διάλογο, να αναγνωρίσουμε τις ιδιομορφίες και να εμπλουτίσουμε με αυτές την έρημο της ούτω αποκαλούμενης παγκοσμιοποίησης. Αποτελεί μεγάλη ανάγκη για εμάς να αποδώσουμε εκ νέου στις γλώσσες μας όραμα κι επίγνωση, να αποδώσουμε κοινωνικό ή, για να εκφραστώ με μια ελληνική λέξη, πολιτικό βάρος σε ό,τι στοχαζόμαστε και λέμε».
Λατρεία για τη λέξη
«Οι ομιλίες, ακόμη και οι πιο ιδιωτικές, αδειάζουν και χάνουν τη σημασία τους όταν παύουν να αναμετρούνται με κάποια αντίληψη του κόσμου. Από την εποχή του Ομήρου η ιστορία της ελληνικής γλώσσας χαρακτηρίζεται από πραγματική λατρεία για τη λέξη, και η απόδειξη βρίσκεται σε όλες τις μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας.
Με τις λέξεις αναζητούσαν την αλήθεια και το νόημα των πραγμάτων και η αλήθεια και το νόημα των πραγμάτων ενδέχεται να συμπίπτουν με την ίδια τη λέξη. Και αυτή η αναζήτηση συνεχίζεται με την επίγνωση πως η αλήθεια ξεφεύγει ή διασχίζεται ή δεν αφήνει να την πιάσεις και η ανθρώπινη γλώσσα είναι μονίμως εκτεθειμένη στον κίνδυνο να εκφράσει λανθασμένες παραστάσεις. Γι΄ αυτό οφείλει πάντα να επιβλέπει επί των μηχανισμών της για το γενικότερο αγαθό» γράφει χαρακτηριστικά ο Ιταλός συγγραφέας…
===================
Ζαν-Κλωντ Μισεά & Τζορτζ Όργουελ – Προσχέδιο μιας βοηθητικής γλώσσας
Σχόλια