Ζαν-Κλωντ Μισεά & Τζορτζ Όργουελ – Προσχέδιο μιας βοηθητικής γλώσσας


Ακολουθεί απόσπασμα -και σχολιασμός στο τέλος του αποσπάσματος- από το βιβλίο του Ζαν-Κλωντ Μισεά, Τζορτζ Όργουελ, ένας συντηρητικός αναρχικός – Σχετικά με το 1984, μτφρ.: Νίκος Ν. Μάλλιαρης, εκδ. Μάγμα, Αθήνα 2018.
−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−  ¤ −−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−
Όπως είδαμε, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ένα από τα πιο διαυγή κείμενα σχετικά με τον ολοκληρωτισμό είναι ένα μυθιστόρημα. Αντίστοιχα, η κεντρική θέση που λαμβάνει μέσα στο 1984 η κατασκευή της Νέας Ομιλίας [Newspeak] απλώς αντανακλά τις παλιότερες αναλύσεις του Όργουελ σχετικά με τον ρόλο της γλώσσας εντός μιας κοινωνίας κυριαρχούμενης από την Ιδεολογία. 
Διότι, όπως φυσικά αντιλαμβάνεται κανείς, η Νέα Ομιλία συνιστά την πιο ακραία εκδοχή της «ξύλινης γλώσσας» των ιδεολόγων.
Είναι αλήθεια ότι προς αυτήν την κατεύθυνση συνέτειναν και ορισμένα ακόμα στοιχεία. Δεν μπορούμε, λόγου χάριν, να παραβλέψουμε ότι η ακριβής περιγραφή της Νέας Ομιλίας πηγάζει επίσης και από το ενδιαφέρον του Όργουελ για τις τεχνητές γλώσσες, το οποίο τον είχε οδηγήσει να μελετήσει την «Interglossa» [1]. Άλλωστε είναι σχεδόν βέβαιο πως ο Όργουελ εμπνεύστηκε τις βασικές του ιδέες σχετικά με την απλοποίηση της γραμματικής από την Εσπεράντο. Τα παραδείγματα που επαναλαμβάνει σε άρθρα σχετικά με τη γλώσσα (η αντιμεταθεσιμότητα των ουσιαστικών, των ρημάτων, των επιθέτων και των επιρρημάτων, ο ρόλος των προθημάτων και των επιθημάτων, η κανονικότητα των βασικών συντακτικών λειτουργιών κ.ο.κ.) τα δανείζεται απευθείας από τη γλώσσα που κατασκεύασε ο L. L. Zamenhof, μιας και πρέπει να γνώριζε τουλάχιστον το γενικό της περίγραμμα (βλ. π.χ. την αναφορά που κάνει στην Εσπεράντο στο άρθρο του «New Words») [Α].
Ωστόσο, το ουσιώδες εν προκειμένω δεν είναι αυτές οι εξωτερικές επιρροές, αλλά το γεγονός πως για τον Όργουελ η λογική της Νέας Ομιλίας είναι ταυτόσημη μ’ εκείνη της σύγχρονης ιδεολογικής ρητορικής. Θα το διαπιστώσουμε αν διαβάσουμε τα δύο βασικά του άρθρα σχετικά με το ζήτημα της γλώσσας: το «Η αγγλική γλώσσα» (1944) [2] και το «Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα» (1946). Η βασική θέση που υποστηρίζει ο Όργουελ στα δύο αυτά άρθρα προαναγγέλλει το «Παράρτημα» του 1984 σχετικά με τη Νέα Ομιλία. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η αγγλική γλώσσα διαθέτει ένα μοναδικό πλεονέκτημα: ‘Όπως συμβαίνει και με τις ασιατικές γλώσσες, η γραμματική της είναι η ελάχιστη δυνατή, πράγμα που καθιστά τ’ Αγγλικά μια από τις πιο απλές γλώσσες του κόσμου. Ωστόσο, υπάρχει κι η πίσω όψη τούτης της απλότητας: «Το μεγαλύτερο μειονέκτημα των Αγγλικών είναι η ευκολία με την οποία διαφθείρονται. Ακριβώς επειδή μπορεί κανείς να τα μιλήσει εύκολα, μπορεί και να τα μιλά όπως να ‘ναι»» [3]. Είναι ο λόγος για τον οποίον οι Άγγλοι δεν υπήρξαν ποτέ τους ένας λαός γραμματικών, με αποτέλεσμα να «αποδεικνύονται συχνά εντελώς ανίκανοι να αντιληφθούν τι σημαίνουν το γένος, το πρόσωπο ή η πτώση». Επόμενο είναι, λοιπόν, μια γλώσσα, της οποίας η απλότητα την καθιστά τόσο ευάλωτη, να διευκολύνει, με τη σειρά της, σε εξαιρετικό βαθμό τη διάδοση των ποικίλων ιδιολέκτων που χρησιμοποιούν όσοι ελέγχουν τον δημόσιο λόγο. Υπό αυτήν την έννοια, «ο πιο Θανάσιμος εχθρός των καλών Αγγλικών είναι πιθανότατα τα λεγόμενα Standard English: η φριχτή διάλεκτος των κύριων άρθρων των εφημερίδων, της δημόσιας διοίκησης, των πολιτικών λόγων και των δελτίων ειδήσεων του ΒΒC» [4]. Κυριότερό της γνώρισμα είναι η γενίκευση της χρήσης προκατασκευασμένων εκφράσεων, στο πλαίσιο της οποίας, «ό,τι Θα μπορούσε, αρχικά, να είχε δροσιά και ζωντάνια, έχει πλέον μετατραπεί σε διαδικαστικό σχήμα λόγου με στόχο να μας απαλλάξει από την ανάγκη να σκεφτόμαστε. Αυτή η γλώσσα έχει τόση σχέση με τα ζωντανά Αγγλικά όση κι η πατερίτσα με το πόδι. Και καθώς, όποτε είναι κανείς να προετοιμάσει μια ραδιοφωνική εκπομπή ή να συντάξει ένα άρθρο για τους Τίmes, υιοθετεί σχεδόν ενστικτωδώς τούτο τον τρόπο έκφρασης, αυτός έχει φτάσει να μολύνει πλέον ακόμη και την καθημερινή γλώσσα» [5].
Βλέπουμε λοιπόν ότι η «ξυλοποίηση» της γλώσσας προϋπάρχει, ως τάση, των ολοκληρωτικών ιδεολογιών, παρ’ όλο που οι τελευταίες συνιστούν την απόλυτη κορύφωσή της. Το ίδιο ισχύει και για τις καταβολές της εν λόγω εξέλιξης. «Οι άνθρωποι που είναι πιθανότερο να χρησιμοποιούν μια γλώσσα απλή και σωστή ή να χρησιμοποιούν μεταφορές που βασίζονται σε οπτικές εικόνες, είναι όσοι βρίσκονται σε επαφή με τη φυσική πραγματικότητα», δηλαδή οι εργάτες. Βάσει αυτής της οπτικής, «η σημερινή παρακμή των Αγγλικών οφείλεται -όπως και τόσα άλλα πράγματα-στην αναχρονιστική ταξική δομή της αγγλικής κοινωνίας. Τα «λόγια» Αγγλικά έχουν γίνει τόσο αναιμικά, διότι πάει πολύς καιρός που δεν αναζωογονήθηκαν από τα «κάτω» [6].
Οι πιο χαρακτηριστικές μορφές ανικανότητας χρήσης της μητρικής μας γλώσσας με τρόπο άμεσο και ζωντανό προέρχονται, επομένως, από τα πάνω. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ξύλινη γλώσσα υφίσταται ήδη εν σπέρματι στον τρόπο έκφρασης όσων κατέχουν κάποια μορφή εξουσίας -από τους πολιτικούς και τους βιομήχανους ως τους δημοσιογράφους. Αν τα «μαρξιστικά Αγγλικά» [Marxίst Englίsh] [7]» συνιστούν το πιο καθαρό παράδειγμα αυτού του τρόπου έκφρασης, είναι μόνο και μόνο επειδή τα χρησιμοποιούν οι φορείς της πιο ολοκληρωτικής βούλησης για δύναμη. Γι’ αυτό και στον επίσημο λόγο των κομμουνιστικών καθεστώτων συναντά κανείς την πιο πλήρη πραγμάτωση μιας ρητορικής απογυμνωμένης από κάθε σκέψη. Εντός αυτής της ρητορικής. η ξύλινη γλώσσα μετατρέπεται σε «παπιομιλιά» [duckspeak] [8] και προσπαθεί συστηματικά να εξαλείψει το ανθρώπινο υποκείμενό της: «Μπορεί η φωνή να βγαίνει από τον λάρυγγά του, αλλά το μυαλό του παραμένει ουσιαστικά αμέτοχο, καθώς ακόμα και τις λέξεις που χρησιμοποιεί δεν τις έχει επιλέξει το ίδιο». Αν και μοιάζει παρμένη από το 1984, η συγκεκριμένη φράση είναι από το άρθρο του Όργουελ «Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα»[9]. Πράγμα που σημαίνει πως η Νέα Ομιλία αποτελούσε ήδη την αλήθεια της εποχής μας πριν ακόμη εμφανιστεί ο ολοκληρωτισμός.
Σημειώσεις
[Α]
Αντιθέτως, την ιδέα περί της συστηματικής αποψίλωσης του λεξιλογίου των Αγγλικών ως στόχου της Νέας Ομιλίας («Ωραίο πράγμα η καταστροφή των λέξεων» [10]) ο Όργουελ την εμπνέεται από τα Basic English (με τα οποία επίσης ασχολήθηκε) και την Interglossa (της οποίας το βασικό λεξιλόγιο περιορίζεται στις 880 λέξεις). Ως προς τη σχέση του με την Εσπεράντο, αυτή θα πρέπει ν’αναζητηθεί στην περίοδο της παραμονής του στο Παρίσι (1928-1929), όπου η θεία του Nellie Limouzin συζούσε με τον Ευγένιο Λαντί [11], ο οποίος είχε ιδρύσει το 1921 (κι όχι το 1928, όπως λανθασμένα αναφέρει ο βιογράφος του ‘Οργουελ, Β. Crick) τη «Sennacieca Asocio Tutmonda», μια από τις βασικότερες οργανώσεις της εσπεραντικής Αριστεράς. Καθώς φαίνεται, ο συγχρωτισμός του Όργουελ με τον -ιδιαίτερα ευφυή αλλά εκνευριστικά ιδιότροπο- Λαντί εξηγεί γιατί ο πρώτος υπήρξε τόσο φειδωλός γύρω από το ζήτημα της «Lingvo Internacia [διεθνούς γλώσσας] ». Έτσι, στο άρθρο του «Αναμνήσεις από βιβλιοπωλεία» [12] -που γράφει τον Νοέμβριο του 1936 και στο οποίο αναφέρεται στις εμπειρίες του από την περίοδο που δούλεψε στο βιβλιοπωλείο Booklover’s Corner στο Λονδίνο, από τον Οκτώβριο του 1934 ως τον Ιανουάριο του 1936- ο Όργουελ λησμονεί ν’ αναφέρει μια βασική λεπτομέρεια: ότι επρόκειτο για ένα εσπεραντικό βιβλιοπωλείο, που ανήκε στη Μαίρη και τον Φράνσις Γουέστροουπ (Westrope), μέλη της SAT και του ILP. Σχετικά με την προσωπικότητα της Νέλι και τις επισκέψεις του Όργουελ στο σπίτι του Λαντί, μπορεί κανείς να βρει ορισμένα στοιχεία σ’ ένα βιβλίο γραμμένο στην Εσπεράντο: Ε. Borsboom, Vivo de Lanti [Η ζωή του Λαντί], Παρίσι, 1976 [13].
[1] Σ.τ.μ.: Τεχνητή γλώσσα που κατασκεύασε ο Βρετανός βιολόγος Lancelot Hogben (1895-1975) το 1943 (και την οποία παρουσίασε στο έργο του Interglossa: Α draft of an auxilary for a democratic world order [Προσχέδιο μιας βοηθητικής γλώσσας για μια δημοκρατική παγκόσμια τάξη]), βασιζόμενος σε αρχαιοελληνικές και λατινικές ρίζες. Σκοπός του ήταν η διευκόλυνση της επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη της παγκόσμιας κοινότητας των Θετικών επιστημόνων. οι οποίοι, ούτως ή άλλως, χρησιμοποιούν ένα διεθνές ιδίωμα (σε επίπεδα τύπων και συμβόλων).
[2] G. Orwell. “The English Language”, CE 3. Πρόκειται για το 5ο κεφάλαιο του δοκιμίου του Όργουελ, The English People [Ο αγγλικός λαός]
[3] G. Orwell. “The English Language”, CE 3. σ. 42.
[4] Ό. π., σ. 43.
[5] Ό. π.
[6] Ό. π.
[7] G. Orwell, σημείωμα στη στήλη του “As I Please”, Tribune, 17/3/1944, CE 3, σ. 133.
[8] Τζ. Όργουελ, 1984, ό. π., σ. 66 και κυρίως σ. 337.
[9] Τζ. Όργουελ, «Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα», ό. π., σ. 278. (Σ.τ.μ.: Πρβλ. τη σχετική ανάλυση περί «παπιομιλιάς» στη σ. 337 της ελληνικής έκδοσης του 1984).
[10] Τζ. Όργουελ, 1984, ό. π., σ. 62
[11] Ε. Lanti, ψευδώνυμο του Eugène Adam.
[12] Βλ. Τζ. Όργουελ, Βιβλία εναντίον τσιγάρου, μτφρ. Γ Ι. Μπα­μπασάχης, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2009.
[13] Ως προς τα θεωρητικά ερωτήματα που εγείρει η Εσπεράντο, βλ. το άρθρο μου «Kial venkis esperanto? [Γιατί νίκησε η Εσπεράντο;] », περ. Crίtίque, τ. 387-388, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1979. (Σ.τ.μ.: ο τίτλος του άρθρου του Μισεά συνιστά δάνειο από τον τίτλο ενός βιβλίου του σοβιετικού μαρξιστή εσπεραντιστή L. Jirkov που κυκλοφόρησε το 1931. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για τη διευκρίνιση.)
−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−  ¤ −−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−
Οι πρώτες απόπειρες σχηματισμού τεχνητών γλωσσών έγιναν (ως φιλοσοφικές γλώσσες) από τον Καρτέσιο και τον Λάιμπνιτς. Αυτές διακρίνονται στις a priori (εκ των προτέρων) γλώσσες, οι οποίες δημιουργούνται με φανταστικά στοιχεία με βάση την ταξινόμηση a priori εννοιών, όπως η Solresol, και στις a posteriori (εκ των υστέρων), οι οποίες βασίζονται σε μια βασική γλώσσα (αγγλικανική, βασική-αγγλική) ή σε πιο σύγχρονες γλώσσες (Εσπεράντο, Occidental, Latin sine flexione). Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τύπους τοποθετούνται η γλώσσα Volapük και η Blue Language. Όλες αυτές οι γλώσσες, που δημιουργήθηκαν από άτομα και προωθήθηκαν από εκπαιδευτικά ιδρύματα και ενώσεις, είχαν πολύ περιορισμένη χρήση. Μόνο η Εσπεράντο είχε μια ορισμένη απήχηση.
Ξεκινώντας από την ιδέα μιας παγκόσμιας αδελφότητας το 1887 o Zamenhof δημιούργησε την Εσπεράντο, μια τεχνητή γλώσσα που ικανοποιεί τα κύρια χαρακτηριστικά που θεωρούνται θεμελιώδη από τον ίδιο το δημιουργό της [1]: α) είναι εύκολο να τη μάθει κανείς, β) έχει μια κανονική δομή (regular), γ) είναι απλή και λογική, και δ) προσφέρει ικανοποίηση σε όσους την μελετούν [2]. Εκτός από το αυστηρά γλωσσικό κομμάτι, είναι ενδιαφέρον ότι η Εσπεράντο -ως σχεδιασμός και επινόηση- είναι, από πολλές απόψεις, το αποτέλεσμα ενός ιδεώδους που ακολούθησε τον διαφωτισμό. Πράγματι, τον δέκατο έβδομο αιώνα, έγιναν πολλές προσπάθειες να κατασκευαστούν τεχνητές γλώσσες, αρχικά περισσότερο για φιλοσοφικούς λόγους παρά για γλωσσικούς, και στη συνέχεια με στόχο την υπέρβαση των κοινωνικών και πολιτικών εμποδίων που συνδέονται με την τεράστια γλωσσική πολυμορφία. Κατά τον εικοστό αιώνα ο στόχος της υπέρβασης των «βαβελικών» εμποδίων έγινε ο κανόνας. Το πιο ολοκληρωμένο πείραμα αυτής της περιόδου είναι η γλώσσα Volapük [3], που όμως σύντομα απέτυχε λόγω της πολυπλοκότητάς της, αλλά και της μανίας του δημιουργού της για τον απόλυτο έλεγχό της. Ως εκ τούτου, στην σκιά της αποτυχίας της Volapük, δημιουργήθηκε η Εσπεράντο. Η γλώσσα Εσπεράντο, αν και δεν είχε το μεγαλόπνοο στόχο να γίνει μια παγκόσμια γλώσσα, απόκτησε μεγάλη απήχηση σε σύγκριση με άλλες τεχνητές γλώσσες που προτάθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων.
Το στοιχείο που διακρίνει την Εσπεράντο -και έκανε μακρά τη διάρκειας ζωής της- είναι η ιδεολογική βάση πάνω στην οποία χτίστηκε: το λεγόμενο «interna ideo» (εσωτερικό ιδεώδες), σύμφωνα με το οποίο η γλώσσα θεωρείται εργαλείο επικοινωνίας και η επικοινωνία εκλαμβάνεται ως εργαλείο για τη βελτίωση της ευημερίας της ανθρωπότητας. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι, ακόμη και αν προέρχονται από διαφορετικά μέρη του κόσμου, εξακολουθούν να έχουν πολλά κοινά, η διεθνής επικοινωνία θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση της φιλίας και της ειρήνης, οδηγώντας στην εξάλειψη της εχθρότητας και του πολέμου. Εξ ου και το όραμα που προσανατολίζεται στις αξίες μιας διεθνοποιητικής αδελφοσύνης, το λεγόμενο «εσωτερικό ιδεώδες», που έχει ως βάση τον πασιφισμό και τον εσπεραντισμό, έναν νεολογισμό που υποδηλώνει ένα ιδανικό σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι μπορούν να επικοινωνήσουν ξεπερνώντας κάθε γλωσσικό εμπόδιο. Οι οπαδοί του Zamenhof αναγνωρίζουν έναν εσπεραντιανό όχι απλά ως ένα συνομιλητή, αλλά και ως ένα άτομο που μοιράζεται και υποστηρίζει συγκεκριμένα, κοινά, ιδεώδη. Έτσι, η κοινωνική διάσταση της γλώσσας καθιστά την Εσπεράντο μια πραγματική καινοτομία στον τομέα της γλωσσολογίας και της κοινωνίας. [4]
[1] Pierre Janton, Esperanto: Language, Literature and Community, State University of New York Press, Albany, 1993, p.24
[2] Frank H. Nuessel, The Esperanto Language, Legas, New York, 2000, pp.31-32
[3] Διεθνής γλώσσα που εφευρέθηκε από τον γερμανό μελετητή Johann Martin Schleyer (1831-1912), δημοσιεύθηκε το 1880 και είχε μικρή απήχηση.
[4] Detlev Blanke, “Causes of the relative success of Esperanto”, in Language problems and Language Planning, 2009, 33:3, p.252
−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−  ¤ −−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−
Το γεγονός ότι τα «λόγια» Αγγλικά έχουν γίνει τόσο αναιμικά, διότι δεν αναζωογονήθηκαν «από τα κάτω», δηλαδή από τους λαϊκούς ανθρώπους που είναι πιθανότερο να μιλούν σωστά λόγω του ότι «βρίσκονται σε επαφή με τη φυσική πραγματικότητα» (με βάση τον Michéa και τον Orwell) μπορεί να χαρακτηριστεί με μια λέξη: από-ζωτικοποίηση. Με άλλα λόγια, η γλώσσα δεν είναι ένας νεκρός οργανισμός, ένα είδωλο που παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο. Με βάση τους συλλογισμούς του Ealph Waldo Emerson [1] η γλώσσα (όπως και τα ποικίλα πολιτισμικά γνωρίσματα), λόγω της συνεχόμενης χρήσης της καθίσταται αντικείμενο συνεχόμενων αλλαγών. Τούτες οι αλλαγές δεν αποτελούν απλά φαινόμενα συγκυριακά και συμπτωματικά. Πρόκειται για ένα από τα πιο φυσικά χαρακτηριστικά των γλωσσών που αλλοιώνονται επειδή συνεχίζουν να ομιλούνται, και κυρίως διότι «αλλάζουν» οι γενιές -όπως είχε άλλωστε επισημάνει η Arendt [2] φέρνοντας ως παράδειγμα την αρχαία Αθήνα- δημιουργώντας νέες ιδέες, νέα πολιτισμικά αντικείμενα, νέους τρόπους σκέψης, ιδιοσυγκρασίες, καθώς και νέες ανάγκες επικοινωνίας, στις οποίες οι γλώσσες ανταποκρίνονται με την «αλλοίωση». Οι γλώσσες μετασχηματίζονται επειδή ακριβώς μεταβάλλονται οι κυρίαρχες ιδέες και οι νόρμες. Όλοι οι σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία των ανθρώπινων ομάδων που έφερναν «καινούρια» συστήματα ιδεών επέφεραν θεαματικά μεγάλες αλλαγές στις καθολικευμένες γλώσσες. Έτσι η ίδια γλώσσα -θα ήταν πιο σωστό να ειπωθεί- συνεχώς εμπλουτίζεται, δημιουργεί ή καταστρέφει νοήματα. Πιο συγκεκριμένα, η παλαιά γενιά μεταβιβάζει λέξεις στις επόμενες ανάλογα με το «λεξιλόγιο» (του δημόσιου λόγου) που χρησιμοποιεί ή αντιστοίχως οι νεότερες γενιές επιβάλλουν τα δικά τους νοήματα στους μεγαλύτερους. Όταν όμως οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων «παγώνουν», τότε η γλώσσα χάνει τη ζωτικότητά της: το κοινωνικό πεδίο (αυτό που η Arendt [3] αποκαλούσε social realm) και η μαζική κουλτούρα έχουν ως αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό κάθε διάδρασης και κρίσης (judgment) [4], κάτι που υποβιβάζει σταδιακά το ρόλο των ανθρώπων στον μετασχηματισμό της ίδιας τους της γλώσσας. Το αποτέλεσμα είναι όχι η γλώσσα να παραμένει αναλλοίωτη -μιας και κάτι τέτοιο είναι αδύνατο- αλλά να χάνει την ίδια της τη ζωτικότητα. Έτσι, οι αλλαγές και οι αλλοιώσεις που υφίσταται την οδηγούν στην υπεραπλούστευση καθότι οι λέξεις παύουν να χρησιμοποιούνται με στόχο να εκφράσουν ζωντανά νοήματα. Παύουν, με άλλα λόγια, να μεταφέρουν στο παρόν το παρελθόν που έχeι αποθηκευτεί στη μνήμη, συνθέτοντας νέα νοήματα. Καταντά, ως εκ τούτου, εργαλείο στείρας επικοινωνίας, μιας επικοινωνίας που βασίζεται στη μίμηση και όχι στη διάδραση, στην κρίση και στην ζωντανή αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων.
Έμφαση πρέπει να δώσουμε και στο γεγονός ότι τούτος ο ευτελισμός της γλώσσας -όπως αναλύει ο Michéa- συντελείται κυρίως από «τα πάνω». Η ναρκισσιστική συμπεριφορά -που αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα γνωρίσματα της εποχής μας- αποσκοπεί στη μίμηση: εξιδανικεύει, με άλλα λόγια, τα είδωλα· όχι μόνο τα καταναλωτικά προϊόντα, αλλά πάνω απ’ όλα τα celebrities και τις διασημότητες, με τις οποίες το εκμηδενισμένο «εγώ» (ως αποτέλεσμα της ριζικής απομάγευσης του κοινού μας κόσμου) προσπαθεί να ταυτιστεί ώστε να επανακτήσει τη χαμένη του ισχύ. Συνεπώς, ο άνθρωπος-νάρκισσος (όπως αναφέρει ο Kernberg [5]) αισθάνεται φόβο στην περίπτωση που δεν θα κατορθώσει να ταυτιστεί με τη συμμαχία των ισχυρών και πετυχημένων διασημοτήτων (μια ταύτιση που στοχεύει, πάνω απ’ όλα, στην απόδραση από την κουλτούρα του «μέτριου» και «κακόγουστου μέσου ανθρώπου»). Όμως τα περισσότερα αυτά celebrities δεν είναι παρά είδωλα: με άλλα λόγια, δεν είναι προσωπικότητες «ζωντανές» αλλά κατασκευάσματα που ως απώτερο στόχο θέτουν την ικανοποίηση της δίψας μας για εφήμερη απόλαυση, και της κυριαρχίας έναντι του άλλου «εγώ», μια τάση που χαρακτηρίζει κάθε ναρκισσιστική συμπεριφορά κατά τον Lasch [6]. Έτσι λοιπόν, η μίμηση αυτή συμβάλει στην απο-ζωτικοποίηση όλων των μορφών της ιδιωτικής, κοινωνικής και δημόσιας ζωής, την οποία κατακυριεύει η συμπεριφορά (και όχι η κρίση) [7]. Η νεκρή (απο-ζωτικοποιημένη) γλώσσα, ως εκ τούτου, θα καταντήσει εργαλείο που αντί να εμπλουτίζεται συνεχώς ευτελίζεται.
Ερχόμενοι στα λόγια του Orwell, η συρρίκνωση του λεξιλογίου ως αποτέλεσμα τούτης της υπεραπλούστευσης δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά στη δημαγωγία: ένας πολιτικός λόγος, για παράδειγμα, καταπιάνεται με πλήθος ζητημάτων, τα οποία χαρακτηρίζει ως Α. Σε άλλες συνθήκες, όπου η γλώσσα δεν θα είχε υποστεί έναν τέτοιον ευνουχισμό, αυτά τα ζητήματα θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ως Α, Β, Γ και Δ (με διαφορετικές λέξεις). Μπορεί το Α ζήτημα να αφορά περισσότερο τον Χ πολίτη από ότι τον Υ, ο οποίος καταπιάνεται κυρίως με το Γ, ενώ ο πολίτης Κ βλέπει την καθημερινή του ζωή να περιστρέφεται γύρω από το Δ. Έτσι, ένας τέτοιος πολιτικός λόγος, κατευθυνόμενος «από τα πάνω» θα μπορούσε να προσδιορίσει τον Χ, Υ, και Κ ταυτόχρονα, καθότι ένας και μόνο λεκτικός συμβολισμός συνενώνει τα Α, Β, και Δ, ζητήματα, τα οποία θα μπορούσαν να είναι αντιφατικά μεταξύ τους. Αντίθετα, σε μια άλλη συγκυρία θα απαιτούνταν άλλου είδους λεκτικοί συμβολισμοί (οι οποίοι πλέον έχουν εξαφανιστεί λόγω της υπεραπλούστευσης της γλώσσας) για να προσδιοριστούν τούτα τα διφορούμενα ζητήματα. Αυτοί οι συμβολισμοί θα καταστούσαν σαφές πως τα Α, Β, Γ, και Δ είναι μή συναφή και ετερόκλητα. Στη δεδομένη στιγμή λοιπόν, κάτω από την ομπρέλα ενός κοινού κώδικα (ελλείψει λεκτικού πλουραλισμού), τα Α, Β, Γ και Δ συνενώνονται, πράγμα που δημιουργεί την εντύπωση ότι όσοι επικεντρώνουν την προσοχή τους σε αυτά δεν είναι παρά ένα ομογενοποιημένο πλήθος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγούμαστε στη λογική του consensus politics, όπου μπορεί να ασκηθεί μεγαλύτερος έλεγχος «από τα πάνω» με στόχο να καλλιεργηθεί η ιδέα περί «γενικής βούλησης». Ο Εσπεραντισμός, λοιπόν, δεν αποτελεί τίποτα παρά μια κίβδηλη έκφραση του κοσμοπολιτισμού, μια ισοπέδωση όλων των γλωσσικών και πολιτισμικών ιδιωμάτων, με στόχο την ομογενοποίηση της ανθρωπότητας (όπως συγκεκριμένες φιλελεύθερες ιδέες του 18ου αιώνα αποσκοπούσαν). Η πραγματική πολιτισμική διάδραση δεν θα πρέπει να συγχέεται με τούτο το παράδειγμα: ο αληθινός οικουμενισμός (ο λαϊκός οικουμενισμός, με άλλα λόγια) δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει την τάση όπου οι λαοί μεταξύ τους εμπνέονται και δημιουργούν οδούς ανοιχτών αλληλεπιδράσεων, δίχως να χάνουν ωστόσο στοιχεία της (μετασχηματιζόμενης και ιδιάζουσας) ταυτότητάς τους.
[1] Βλ το δοκίμιο του Ralph Waldo Emerson (2000. Self-Reliance. New York: American Library Classics)
[2] Hannah Arendt, 1990. On Revolution. London: Penguin Books. (σ.28).
[3] Hannah Arendt. 1998. The Human Condition. Chicago. Chicago Publication Press.
[4] Βλ. Τρίτο Μέρος από Hannah Arendt. 1978. Life Of The Mind. New York: A Harvest Book.
[5] Otto F. Kenberg. 1975. Borderline Conditions and Pathological Narcissism. New York: Jason Aronson.
[6] Christopher Lasch. 1991. Culture of Narcissism. New York: W. W. Norton. (σ.86)
[7] Για τις διαφορές αναφορικά με κρίση/δράση πράξις) και συμπεριφορά (behaviour), βλ. Chrostpher Lasch. 1991. The True and Only Heaven. New York: W. W. Norton. (σ. 133).

Σχόλια