Δυσώδης σήψη των ελίτ

Η κραυγαλέα αντίφαση η Ελλάς να καίγεται συλλήβδην και εις τον αντίποδα οι αξιωματούχοι της πατρίδας μας να διοργανώνουν πολυτελείς εορτές δήθεν διά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, με υποκριτικές ρητορικές κατά της επταετούς δικτατορίας, άνευ ουδεμίας μεταπολιτευτικής αποτίμησης των μέχρι τούδε πεπραγμένων, συνιστά ανυπερθέτως ιταμή πρόκληση και απροκάλυπτη λοιδορία προς τον λαό.

  • Από τον Χαράλαμπο Β. Κατσιβαρδά*

Η διττή αυτή υποκρισία συνεπάγεται αυτόχρημα την παντελή αδιαφορία της κρατικής ελίτ προς τον παινόμενο, δυσωπηθέντα και καθημαγμένο ελληνικό λαό, ο οποίος βάλλεται πανταχόθεν και διώκεται κυκλοτερώς (κοινωνικά, οικονομικά πολιτισμικά), η οποία, παρά ταύτα, δρα ανεξέλεγκτα, υπακούουσα αμιγώς τις άνωθεν εντολές των εξωεθνικών συμφερόντων, τα οποία υποτακτικώς και απαρεγκλίτως υπηρετεί. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Η «εορτή» της Δημοκρατίας ερήμην του λαού και με πρόσωπα συμβολικής επιβολής της εγκαθίδρυσης της ατζέντας της πολιτικής ορθότητας (κυριαρχία του τρίτου φύλου, απαξία προς την οικογένεια, αντικατάσταση του ελληνικού πληθυσμού υπό των επιδοτούμενων -παντί προσφόρω τρόπω- επηλύδων-) δημιουργεί μια αλγεινή και αποτροπιαστική εντύπωση διά την ευθεία περιφρόνηση και απαξία προς τον απλό Ελληνα πολίτη, ο οποίος αντιμετωπίζεται ως άθυρμα και ανυπόληπτος.

Η ποιότητα της Δημοκρατίας μας ουδόλως εξελίσσεται ή βελτιώνεται με την κατίσχυση «ισχυρών προσώπων, τελούντων εις έμμισθον διατεταγμένη υπηρεσία υπό των αλλοδαπών και εν γένει των υπερεθνικών επικυρίαρχων λόμπι, όπως συμβαίνει επί των ημερών μας, αλλά απαιτεί εν τοις πράγμασι ρηξικέλευθες τομές, υπό πολιτικών προσώπων, τα οποία δρουν ακηδεμόνευτα, αλλά και ποσώς λογοδοτούν εις εξωθεσμικές δομές, αλλά όλως τουναντίον εμφορούνται από γνήσιο πατριωτικό φρόνημα προς σκοπόν να εξυπηρετήσουν ανιδιοτελώς το δημόσιο συμφέρον.

Πού άραγε κρύβονται οι κατ’ επάγγελμα δήθεν αλληλέγγυοι, οι Σταυροφόροι του ψεύδους, οι οποίοι, σφετεριζόμενοι την ανθρώπινη αξία, υπερθεμάτιζαν αντί ασφαλώς τριάκοντα αργυρίων υπέρ του συγκεχυμένου «αγαπουλισμού» αμιγώς των μεταναστών, ήτοι τα έμμισθα αυτά φερέφωνα υπερεθνικών συμφερόντων τα οποία ενεργοποιούνται κατά το δοκούν, οι βιομήχανοι της κίβδηλης αυτής αλληλεγγύης επί τω τέλει ίνα καταπείσουν τους αδαείς επιστράτευαν μία φληναφηματική ρητορική υπέρ των δικαιωμάτων και της παγκόσμιας ειρήνης;

Κατά την κρίσιμη τοιαύτη περίοδο, ένθα η Ελλάς ταλανίζεται και βρίθει από σωρεία ανεξιχνίαστων εμπρησμών διά παραλείψεως υπό του κράτους των προσηκόντων ενδεδειγμένων προληπτικών μέτρων προς αποσόβηση εκρήξεώς των πυρκαγιών, οι ψευδεπίγραφοι αυτόκλητοι αλληλέγγυοι απουσιάζουν πανταχόθεν – διατί άραγε οι μη κυβερνητικές οργανώσεις δεν ευαισθητοποιούνται υπέρ της Ελλάδας και των Ελλήνων ουδέποτε;

Συνελόντι ειπείν: «Τα χρήματα είναι χειρότερο δηλητήριο για τις ψυχές των ανθρώπων και διαπράττουν περισσότερους φόνους σε αυτόν τον απαίσιο κόσμο από αυτά τα φτωχά δηλητήρια που δεν επιτρέπεται να πωλούνται». Ουίλιαμ Σαίξπηρ

*Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

==============

  • Η δημοκρατία των επωνύμων 

    • Γιατί τόσος θόρυβος για την ιδιαίτερη μεταχείριση του θεατρανθρώπου από την ελλαδική δικαιοσύνη;

      Του Γιώργου Β. Μιχαήλ

      Τι άλλο περιμένατε δηλαδή; Και, προπάντων, γιατί το περιμένατε;

      Για μιαν ακόμα φορά, η ελλαδική (και όχι ελληνική) δικαιοσύνη λειτούργησε με απόλυτη συνέπεια προς τις αρχές της. Και δεν ευθύνεται η ίδια για το γεγονός ότι οι πολλοί αδυνατούν να κατανοήσουν την συμπεριφορά της.

      Οι αρχές αυτές απορρέουν από τον μείζονα αυτοπροσδιορισμό της δικαιοσύνης (ως σύστημα και εργαλείο):

      Εγγυήτρια της βασισμένης σε μη ηθικούς (=εκτός ηθικής, όχι ανήθικους) κανόνες τάξης.

      Ας το συνειδητοποιήσουμε, επιτέλους, άπαντες.

      Εδώ και πολύν καιρό, κάτω από το φανταχτερό μοδέρνο ένδυμά της, η ελλαδική δικαιοσύνη κρύβει ένα βάρβαρο σαρκίο που τρέφεται και αναπτύσσεται με δικαιικά συστατικά της προκλασικής αρχαιότητας, δηλαδή της αριστοκρατικής, μη δημοκρατικής εποχής.

      Στην ελληνική γλώσσα, δικαιοσύνη είναι η κατάσταση εκείνου που είναι δίκαιος. Το επίθετο «δίκαιος» προέρχεται από το ουσιαστικό «δίκη». Συνεπώς, ο ορισμός της λέξης «δίκη» καθορίζει το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων «δίκαιος» και «δικαιοσύνη».

      Η προκλασική -και πιθανότατα αρχική- σημασία της λέξης «δίκη» είναι: έξις, συνήθεια, τρόπος / πορεία, μονοπάτι. Στην δε αιτιατική πτώση («δίκην») η λέξη λειτουργεί ως επίρρημα και σημαίνει: κατά τον τρόπο, κατά την συνήθεια (π.χ. δίκην φιλολόγου = με τον τρόπο του φιλόλογου, σαν φιλόλογος).

      Συνακόλουθα, «δίκαιος» είναι αυτός που ενεργεί σύμφωνα με την συνήθειά του, με τον τρόπο του, αυτός που πορεύεται στο δικό του ξεχωριστό μονοπάτι. Αυτός που, για να θυμηθώ την πλατωνική Πολιτεία, σκέφτεται μόνον την δουλειά του -την δική του δουλειά, όχι των άλλων. Και «δικαιοσύνη» είναι η κατάστασή του.

      Κατά προέκταση, δίκη είναι ο συνήθης τρόπος με τον οποίον συμπεριφέρεται μια κοινωνική ομάδα ή τάξη. Αυτή η συμπεριφορά θεωρείται φυσιολογική και αναμενόμενη. Η δε «δίκη» της άρχουσας τάξης ή ομάδας εξυψώνεται σε αναμφισβήτητη «φυσική πορεία των πραγμάτων».

      Προσέξτε, δεν χωρούν εδώ αξιολογικές και ηθικές αποχρώσεις, δεν νομιμοποιούμαστε να κρίνουμε αυτήν την «δίκη», την συμπεριφορά, την πορεία ως σωστή ή λανθασμένη, καλή ή κακή. Είναι αυτή που είναι, και οφείλουμε να την αποδεχτούμε ως τέτοια.

      Η ελλαδική, λοιπόν, δικαιοσύνη έχει υιοθετήσει προ πολλού το παραπάνω εννοιολογικό σχήμα. Δεν είναι παρά ο τρόπος, η συνήθεια, το μονοπάτι της ομάδας που εξουσιάζει την χώρα. Ή, καλύτερα, είναι το σύστημα των (μη ηθικών) κανόνων που θέτει η άρχουσα ομάδα για να επιβάλει την δική της τάξη, τον δικό της τρόπο, και είναι ταυτόχρονα το εργαλείο εφαρμογής των κανόνων και χάραξης της πορείας, του μονοπατιού.

      Ένα ακόμα σημείο που πρέπει να προσέξουμε:

      Άλλο οι νόμοι, άλλο η ερμηνεία τους, και άλλο η εφαρμογή τους.

      Το σώμα των νόμων δεν είναι παρά ένα σύνολο αλληλοδιαπλεκόμενων άψυχων κειμένων, τα οποία επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών. Από μόνοι τους, οι νόμοι είναι «νεκρές φύσεις», σχήματα καμωμένα από χώμα και νερό, από χαρτί και μελάνι. Οι ερμηνευτές είναι αυτοί που θα εμφυσήσουν στο νεκρό σώμα την πνοή τους, προκειμένου να του δώσουν ζωή.

      Αλλά οι ερμηνευτές είναι τα έμψυχα (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) εργαλεία της άρχουσας ομάδας. Συνεπώς, εργαλειακή είναι η από μέρους τους ερμηνεία των νόμων, και τον τρόπο των ιδιοκτητών τους αντικατοπτρίζει.

      Ας μην γελιόμαστε, οι προκλασικού τύπου σύγχρονοι ελλαδικοί ερμηνευτές των νόμων εντολές εκτελούν. Εντολές που είτε έρχονται κατευθείαν από τα ανάκτορα είτε απορρέουν αβίαστα από το βασιλικό σαβουάρ βιβρ. Όποιος αρνιέται, στίβεται και πετιέται. Τόσο απλά.

      Τα περί ανεξαρτησίας τους αποτελούν τροφή (χαμηλής θρεπτικής αξίας σε φανταχτερή συσκευασία) προς κατανάλωση από το πόπολο, που μονίμως εκπλήσσεται -αν και μονίμως υπνώττει.

      Έμψυχα (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) εργαλεία στα χέρια της άρχουσας ομάδας είναι και αυτοί που καλούνται να εφαρμόσουν, να εκτελέσουν τις αποφάσεις των ερμηνευτών.

      Ως εργαλεία, οι ερμηνευτές και οι εκτελεστές των νόμων (δηλαδή των κανόνων που θέτει η άρχουσα ομάδα) στερούνται ηθικών αρχών γενικώς αποδεκτών. Και αρετήν διαθέτουν μόνον τόσην όση τους χρειάζεται για να είναι αρεστοί στους ιδιοκτήτες τους. Τελεία και παύλα.

      Η σύγχρονη ελλαδική δικαιοσύνη είναι αναπόφευκτα βάρβαρη, αφού βάρβαρη είναι (παρά τα αριστοκρατικά της φτιασίδια) και η άρχουσα ομάδα μας.

      Δεν αντιλέγω, υπάρχουν ακόμα τόποι πιο βάρβαροι από τον δικό μας. Αλλά έχω τυφλή εμπιστοσύνη σε όλους τους αρχόντους μας, και είμαι βέβαιος πως λίαν συντόμως θα τους καταπιούμε αυτούς τους τόπους, θα τους υποχρεώσουμε να βλέπουν την πλάτη μας και να ρουφάνε την σκόνη μας. Κοντολογίς, είμαι βέβαιος πως θα κατακτήσουμε μιαν ακόμα πρωτιά, πως θα σπάσουμε στην κυριολεξία το διεθνές βαρβαρόμετρο. Εκτός κι αν… Αλλά ας μην ξεφεύγω σε ονειροπολήσεις.

      Κάθε αριστοκρατίζουσα βαρβαρική ομάδα, αφού πρώτα χαράξει ευδιάκριτα σύνορα ανάμεσα σε αυτήν και τους υποτελείς της, την πλέμπα, το πόπολο, αυτοδομείται κατόπιν στην βάση ενός ψηφιδωτού με ομόκεντρους κύκλους, στους οποίους τοποθετούνται όλες οι εντός των τειχών έμψυχες (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) ψηφίδες.

      Φανταστείτε ως τέτοιους ομόκεντρους κύκλους, για παράδειγμα, το παλάτι, την αυλή, τους εξωαύλειους χώρους, και την έκταση ανάμεσα στο ανακτορικό συγκρότημα και τα τείχη.

      Όσο πιο κοντά στο κέντρο βρίσκεται ο κύκλος στον οποίον ανήκει μια έμψυχη (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) ψηφίδα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι απολαβές της.

      Φυσικά, όλοι αυτοί οι ομόκεντροι κύκλοι επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι δυνατή η μετεγκατάσταση των ψηφίδων από τον έναν κύκλο στον άλλον. Μόνο που, ενώ είναι εύκολο να βρεθείς από τους εσωτερικούς κύκλους στους εξωτερικούς, είναι εξαιρετικά δύσκολη η αντίστροφη πορεία. Και, φυσικά, ακόμα πιο δύσκολη είναι η μετάβαση από τις εκτός των τειχών περιοχές στο εντός των τειχών ψηφιδωτό.

      Ως εγγυήτρια της βασισμένης σε μη ηθικούς (=εκτός ηθικής, όχι ανήθικους) κανόνες τάξης, η δικαιοσύνη ενεργοποιείται (ή δεν ενεργοποιείται) και αποφασίζει με γνώμονα όχι την βαρύτητα της πράξης, αλλά την βαρύτητα της θέσης που κατέχει ο πράττων στην εντός και εκτός των τειχών σκακιέρα.

      Τοποθετήστε, τώρα, τον εν λόγω θεατράνθρωπο στον σωστό ομόκεντρο κύκλο, και θα γίνει πάραυτα ευκόλως ερμηνεύσιμη η στάση της ελλαδικής δικαιοσύνης.

      Κλείνω με μιαν υπενθύμιση:

      Δεν υπάρχουν άρχοντες χωρίς υποτελείς. Και υποτελής δεν γίνεται κάποιος επειδή ένας άλλος αποφασίζει να τον προσδιορίσει ως τέτοιον. Απολύτως αναγκαίος είναι ο αυτοπροσδιορισμός. Γι’ αυτό, πρόσεξε πώς αυτοπροσδιορίζεσαι…

     

Σχόλια