Κενό περί δικαίου αίσθημα

 Μια συζήτηση παράδοξη, ψευδώνυμη και ευκαιριακή επανέρχεται δριμύτερη μετά από την παρέμβαση της ΠτΔ 

Η συζήτηση περί του “Κοινού περί δικαίου αισθήματος” (ΚΠΔΑ), με αφορμή τη θεαματική αντίδραση θεατών και ακροατών διαφόρων παραστάσεων της θερινής πολιτιστικής σεζόν, τα ψηφίσματα και τις διαμαρτυρίες κατά της απόφασης για την προσωρινή αναστολή στην ποινή του Δημήτρη Λιγνάδη, καταδικασθέντα για δυο βιασμούς σε 12 χρόνια φυλάκιση, είναι παραδοξολογική, άστοχη, ευκαιριακή και εν τέλει βλαβερή. Απείρως δε βλαπτικότερη γίνεται όταν αποφασίζει να συμμετάσχει στη συζήτηση αυτή η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Είναι παραδοξολογική η φιλοκυβερνητική κατακραυγή κατά του “κοινού περί δικαίου αισθήματος”, το οποίο χρησιμοποιείται εναλλάξ με αναφορές σε “λαϊκά δικαστήρια”, γιατί η απόφαση για τον Λιγνάδη, η καταδίκη και η αναστολή αποφασίστηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, ένα δικαστήριο όπου τέσσερις ένορκοι, οι οποίοι εκπροσωπούν ακριβώς το κοινό περί δικαίου αίσθημα, συναποφάσισαν από κοινού με τρεις δικαστές την καταδίκη, την απαλλαγή για ένα αδίκημα και την αναστολή της ποινής του ΔΛ μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Την ιδιότητα των ενόρκων ως εκφραστών του κοινού περί δικαίου αισθήματος, τόνιζε μεταξύ άλλων – σε ανύποπτο χρόνο – ο Τάσος Τριανταφύλλου, επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, μιλώντας στο Protagon:

“Οι ένορκοι, λαϊκοί δικαστές, εκφράζουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τον μέσο άνθρωπο. Δεν είναι προσκολλημένοι στο γράμμα του νόμου, προσεγγίζοντας την ουσία της υπόθεσης, άλλοτε με ευαισθησία και άλλοτε με σκληρότητα, σε αντίθεση με τους επαγγελματίες δικαστές που διέπονται – ενίοτε – από «μηχανιστική αντίληψη»”

Και αν στην Ελλάδα η σύνθεση των δικαστηρίων είναι πλέον μεικτή, σε άλλες χώρες – ξεχωρίζουν οι ΗΠΑ, όπου το δικαίωμα να κριθεί κανείς από ένα σώμα ομοτίμων του ενόρκων, είναι συνταγματική προσταγή – λειτουργούν και αμιγώς δικαστήρια ενόρκων.

Μέσα στη σύγχυση των δημοσιολογούντων, όπου η απαξία του όρου “λαός” ξεκινά από τον πρωθυπουργο – αγνοείται πως το σύστημα των ενόρκων είναι φτιαγμένο ακριβώς για να συμπεριλαμβάνει το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Και αν οι δημοσιολόγοι και οι περί την κυβέρνηση βρίσκονται σε μια μόνιμη κατάσταση ηθικολογικής έξαρσης, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα όφειλε να είναι προσεκτικότερη:

«Ο λαϊκισμός ριζώνει στις αντιφάσεις και τις ανισότητες, αμφισβητώντας ανοικτά τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υπονομεύει τη διάκριση των εξουσιών και την ισορροπία του πολιτεύματος. Τα θεσμικά αντίβαρα, όμως, είναι θεμέλια του Κράτους Δικαίου και δεν υποτάσσονται στις πλειοψηφίες και τους εφήμερους συσχετισμούς. Η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».

Εδώ η αντιπαράθεση του Κράτους δικαίου και της φιλελεύθερης δημοκρατίας από τη μια, με το κοινό περί δικαίου αίσθημα από την άλλη και τον λαό, πέρα από το ότι διαψεύδεται από τη συνταγματική πρόβλεψη για ενόρκους “λαϊκούς δικαστές” – κατάκτηση της Γαλλικής Επανάστασης άλλωστε που καταργήθηκε μόνο από το καθεστώς του Βισύ – αποτελεί και πρόβλημα ουσίας ειδικά όταν αναγιγνώσκεται την επέτειο της πτώσης της χούντας. Και αυτό πέρα από την έμμεση παρέμβαση της Προέδρου σε μια δίκη που δεν έχει ακόμα τελεσιδικήσει.

Αλλά, όπως επισημαίνει ο δικηγόρος Βασίλης Σωτηρόπουλος, η ΠτΔ έχει συνταχθεί σε παρελθόντα χρόνο με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, ποικιλοτρόπως – και ορθώς: με την Μπεκατώρου ή τη δίκη της Χρυσής Αυγής π.χ

Ποιο αίσθημα;

Υπάρχουν όμως και άλλα προβλήματα με την τοποθέτηση του ζητήματος: κατ’αρχάς κανένας από τους διαμαρτυρόμενους για τη δικαστική απόφαση δεν φαίνεται να θέλει να αναλάβει την πρωτοβουλία να πάει να συλλάβει τον Λιγνάδη, ή να ασκήσει τον νόμο του Λυντς. Στην πραγματικότητα η επίκληση της αντιπαράθεσης μεταξύ ΚΠΔΑ και κράτους Δικαίου είναι παραπλανητική. Δεν έχω βρει ποιοι είναι οι πρώτοι που την επικαλέστηκαν, αλλά ουσιαστικά πρόκειται περί αντιπαράθεσης με κάτι που κανείς δεν ισχυρίζεται. Αυτό που θέλει να καταγγείλει αυτή η “καταδίκη του ΚΠΔΑ από όπου και αν προέρχεται” είναι η άσκηση από το πόπολο δημόσιας κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις και η αναγωγή του Λιγνάδη σε “θύμα του λαϊκισμού”, ώστε να πολιτικοποιηθεί η δικαστική απόφαση εντασσόμενη στα σχετικά κυβερνητικά αφηγήματα (την απορία μου για την επιλογή της κυβέρνησης να αναλάβει εργολαβικά να μάχεται στο ανεπίζηλο μετερίζι της προστασίας ενός καταδικασμένου έστω και πρωτοδίκως, βιαστή, την έχω καταθέσει σε άλλο άρθρο). Όμως το δικαίωμα αυτό είναι κρίσιμο για τη δημοκρατία και, όπως επισημαίνει ο Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ, Ακρίτας Καϊδατζής, και για το κράτος δικαίου:

Πότε ζούμε σε κράτος δικαίου; Όταν οι πολίτες, οι εξουσιαζόμενοι, έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τις πράξεις όσων ασκούν κρατική εξουσία. Όλες τις πράξεις, χωρίς καμία εξαίρεση

Ο άλλος λόγος που επιχειρείται η απαξίωση του κινήματος αναρτήσεων πανό και έκδοσης διαμαρτυριών ανά τις καλοκαιρινές δημόσιες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της χώρας, είναι γιατί βρίσκουν ευήκοα ώτα. Βρίσκουν δε ευήκοα ώτα στην Ελληνική κοινωνία επειδή συνιστούν διαμαρτυρία όχι με αίτημα την παράκαμψη του κράτους δικαίου, αλλά για την καταγγελία αυτού που προσλαμβάνεται ως ανυπαρξία του. Την καταγγελία ενός συστήματος που έχει δυο μέτρα και δυο σταθμά όταν δικάζει ελίτ και πληβείους. Ένα σύστημα που, παραφράζοντας μια γνωστή ρήση για τον συντηρητισμό, δρα σαν να “υπάρχουν οι ‘δικοί μας’, τους οποίους ο νόμος προστατεύει αλλά δεν δεσμεύει και οι ‘απέξω’, τους οποίους ο νόμος δεσμεύει αλλά δεν προστατεύει”. Η απαξίωση αυτής της καταγγελίας – που έχει σημαντικό εμπειρικό τεκμηριωτικό όγκο – πετυχαίνεται με τη σύνδεσή της με κάποια “λαϊκά δικαστήρια” τα οποία κανείς δεν έχει δει, και κανείς δεν έχει συγκροτήσει.

Ευκαιριακό Περί Δικαίου Αίσθημα

Το θέμα του ΚΠΔΑ (γύρω από το οποίο υπάρχει μεγάλη νομική συζήτηση, πολύ πέραν του στόχου αυτού του άρθρου), απλά έχει τύχει λόγω της συγκυρίας να χρησιμοποιηθεί ως μπάλα σε ένα κυνικό πολιτικό και επικοινωνιακό ποδόσφαιρο. Η αριστερά π.χ. έχει λόγους σοβαρούς να είναι επιφυλακτική σε μια “δημοσκοπική” ερμηνεία του, και πολύ πρόσφατα ο Νίκος Φίλης αρθρογραφούσε σχετικά, με αφορμή την υπόθεση Πισπιρίγκου, ενώ η Έλενα Ακρίτα σημείωνε πως “Δεν υπάρχει “κοινό περί δικαίου αίσθημα” όταν το αίσθημα αυτό οπλίζει χέρια και χύνει αίμα” για την ίδια υπόθεση.

Αλλά και ο Κώστας Τσιάρας, Υπ. Δικαιοσύνης, σε συνέντευξη στο δημοσιογράφο Γιώργο Ευγενίδη τον Μάρτιο σχετικά με την αυστηροποίηση της νομοθεσίας σε εγκλήματα κατά της “γενετήσιας ελευθερίας” επικαλέσθηκε το ΚΠΔΑ:

Η αρμόδια επιτροπή επεξεργάζεται τις σχετικές διατάξεις και αναμένεται σύντομα να υποβάλει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης μια συνεκτική δέσμη ρυθμίσεων, που θα μπορούν να εισαχθούν αρμονικά στον υφιστάμενο Ποινικό Κώδικα, αποκαθιστώντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών και διασφαλίζοντας παράλληλα την αυστηρή τιμώριση όσων τελούν τέτοια απεχθή και ειδεχθή εγκλήματα

Ενώ η ΝΔ, όταν ο Χριστόδουλος Ξηρός μετήχθη στις φυλακές Χαλκίδας το 2018, έσπευδε να καταγγείλει πως:

Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα επιδεικνύει συστηματικά στοργή στους τρομοκράτες δολοφόνους προκαλώντας τις οικογένειες των θυμάτων τους, αλλά και το κοινό περί Δικαίου αίσθημα

Άλλωστε ένα κοινό γνώρισμα της όλης συζήτησης, είναι πως κανένας δεν προσδιορίζει τι ακριβώς εννοεί μιλώντας για κοινό περί δικαίου αίσθημα. Και πάντως δεν μοιάζει να έχει καμία σχέση, όπως είπαμε, με τις αντιδράσεις για τον Δημήτρη Λιγνάδη…

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Σχόλια