«Η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα», δήλωσε χθες ανήμερα της επετείου της αποκατάστασης της Δημοκρατίας η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και ήλθε αντιμέτωπη η ίδια με το κοινό περί δικαίου, αλλά και πολιτικής αίσθημα. Η αρχή είναι γνωστή σε όλους τους τελειόφοιτους νομικών σπουδών και στην ρίζα της παραπέμπει στην ευρύτερη και φιλοσοφική σχέση Δικαιοσύνης -ως σύστημα εφαρμογής νομικών κανόνων- με το δίκαιο. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Πράγματι οι δικαστές δεν μπορούν να παραβλέπουν το γράμμα και το πνεύμα του νόμου με την επίκληση ενός δύσκολα ανιχνεύσιμου κοινού περί δικαίου αισθήματος. Από την άλλη όμως οι δικαστές δεν απονέμουν δικαιοσύνη εν κενώ, ούτε οι ίδιοι ζουν στο νησί της ουτοπίας: Είναι μέλη μίας συγκεκριμένης σε τόπο και χρόνο κοινωνίας και επηρεάζονται ακόμη και όταν δεν το θέλουν από την οργανωμένη κοινωνία μέσα στην οποία ζουν. Όταν το πλαίσιο του νόμου το επιτρέπει, (όταν δεν υπάρχει σύγκρουση), δεν μπορούν να μην λαμβάνουν υπόψη και την δικαιϊκή αντίληψη της κοινωνίας γιατί τότε χάνεται η νομιμοποιητική απήχηση της εφαρμογής του νόμου.
Η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου στην ομιλία της στην 48η επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας έκανε μία πολιτική παρέμβαση. Είναι σαφές ότι αναφερόταν στην υπόθεση Λιγνάδη και στις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις που έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί. Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί το έκανε, θα μπορούσε κάλλιστα να το αντιπαρέλθει, δεν είναι δα και το πλέον σημαντικό ζήτημα μία δικαστική απόφαση, για να μιλήσει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε μία τέτοια επέτειο.
Το λεπτό σημείο που φυσικά δεν ξέφυγε από την έμπειρη δικαστικό και νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είναι ότι ο δικαστής στην υπόθεση Λιγνάδη είχε ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας. Μπορούσε να πάρει την απόφαση που τελικά πήρε (την αποφυλάκιση) και να είναι εντός του πλαισίου του νόμου, αλλά απέναντι στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ή μπορούσε να διατάξει την συνέχιση της προφυλάκισης Λιγνάδη, όπως είχε αποφασιστεί πρωτόδικα, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και να είναι επίσης εντός του πλαισίου του νόμου και παράλληλα να εκφράζει την δικαιϊκή αντίληψη της κοινωνίας.
Πολιτική παρέμβαση από Σακελλαροπούλου
Με την συγκεκριμένη αναφορά η κ. Σακελλαροπούλου τοποθετήθηκε απέναντι σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας που εξακολουθεί να αντιδρά στην “απελευθέρωση του βιαστή”. Πίσω από την θετικιστική αρχή -ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα-, και την προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης, πήρε πολιτική θέση στηρίζοντας την αποφυλάκιση Λιγνάδη, κόντρα στο αίτημα της πλειοψηφίας της κοινωνίας το οποίο, ευθυγραμμιζόμενη με την κυβερνητική θέση, εμμέσως πλην σαφώς θεωρεί λαϊκίστικο. Για αυτό άλλωστε έκανε λόγο για «θεσμικά αντίβαρα που αποτελούν θεμέλια του Κράτους Δικαίου και δεν υποτάσσονται στο λαϊκισμό, τις πλειοψηφίες και τους εφήμερους συσχετισμούς».
Η θέση που εξέφρασε συνάδει με την κυβερνητική αντιμετώπιση του θέματος, όπως την εξέφρασε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος (και σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες την έχει επεξεργαστεί ο καθηγητής Γιώργος Γεραπετρίτης). Σύμφωνα με αυτή είναι «εύλογος ο προβληματισμός των πολιτών», αλλά οι πολίτες δεν είναι δικαστές (εν ολίγοις είναι αδαείς και πρέπει αυτά να αφήνονται στους ειδικούς) και ακολούθως αποδοκιμαστέες οι αντιδράσεις τους που υποκινούνται από την αξιωματική αντιπολίτευση, που λαϊκίστικά και δημαγωγικά επιθυμεί μία “λατινοαμερικάνικη μπανανία”.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου ευθυγραμμίζεται πολιτικά με την κυβέρνηση. Η θεσμική αποστολή της όμως είναι να στέκεται πάνω από τις τρέχουσες πολιτικές υποθέσεις ως πολιτειακός παράγοντας εξισορρόπησης των πολιτικών αντιπαραθέσεων και παθών και όχι να γίνεται μέρος τους. Η υποβάθμιση των “αδαών πολιτών” με την επίκληση του λαϊκισμού συνιστά απίσχναση της δημοκρατίας.
================
..θέλει η @ουτάνα να κρυφτεί αλλά η χαρά δεν την αφήνει...
Η δημοκρατία των επωνύμων
Όταν οι πολίτες αρχίζουν να μην καταλαβαίνουν τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, κάτι πάει λάθος. Και αντί να κατηγορούμε τους πολίτες για «ποινικό λαϊκισμό», καλό είναι να σκύψουμε πάνω στο πρόβλημα για να βρούμε τι φταίει. Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο υποκαθιστούν τη Δικαιοσύνη με φωτογραφικούς κανόνες δικαίου και με ωμές παρεμβάσεις σε ενεργές δίκες.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Η Δικαιοσύνη είναι βασικός πυλώνας του δημοκρατικού πολιτεύματος, την αποκατάσταση του οποίου τιμούμε σήμερα. Κάθε απόπειρα αμφισβήτησής της, λοιπόν, πρέπει να μας προβληματίζει και να μας βάζει σε σκέψεις. Ο κλασικός τρόπος που σκεπτόμασταν έως σήμερα, ότι κανείς δεν μπορεί να αξιολογεί τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και ως εκ τούτου όποιος το επιχειρεί θα συναντά την μήνιν και την κατακραυγή των Ενώσεων Δικαστών και Εισαγγελέων και των δικηγορικών συλλόγων, δυστυχώς δεν ισχύει πια, με ευθύνη των ίδιων των συνδικαλιστικών οργάνων της Δικαιοσύνης. Από τη στιγμή που αυτά τα συνδικαλιστικά όργανα άφησαν ασχολίαστο το γεγονός ότι ένας πρώην πρωθυπουργός υπέβαλε μήνυση κατά εισαγγελέως Διαφθοράς που χειριζόταν υπόθεσή του και από τη στιγμή που δεν μίλησε κανείς όταν έγινε ριφιφί στο σπίτι και το γραφείο της ίδιας εισαγγελικής λειτουργού, ο κανόνας «έσπασε». Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Με ευθύνη των ίδιων των συνδικαλιστών της Δικαιοσύνης που σιώπησαν, επαναλαμβάνω.
Τι φταίει, λοιπόν; Σίγουρα δεν μπορεί να φταίει ο πολίτης όταν πληροφορείται ότι μένει ελεύθερος ένας καταδικασμένος για βιασμό. Σίγουρα δεν φταίει ο πολίτης όταν ακούει ότι όσοι κάθισαν στο εδώλιο για την περίφημη υπόθεση ναρκωτικών του «Noor 1» αφέθηκαν τελικώς ελεύθεροι. Σίγουρα δεν φταίει ο πολίτης όταν διαβάζει ότι η Novartis υποχρεώθηκε από την αμερικανική Δικαιοσύνη σε καταβολή προστίμου «μαμούθ» 310.000.000 δολαρίων για πράξεις διαφθοράς στην Ελλάδα, αλλά στην πατρίδα μας δεν κατέβαλε έως τώρα δεκάρα τσακιστή. Ούτε κάποιος Ελλην διεφθαρμένος αξιωματούχος φυλακίστηκε. Σίγουρα, τέλος, δεν φταίει ο πολίτης όταν διαβάζει ότι τα περισσότερα στελέχη του ΟΤΕ και της Siemens που κατηγορήθηκαν για δωροδοκίες και απιστία περί την υπηρεσία είναι σήμερα στο σπίτι τους. Ανετα και ωραία.
Τι φταίει και ποιος φταίει, λοιπόν; Είναι οι δικαστές μας ευάλωτοι; Η απάντηση είναι όχι. Η συντριπτικότατη πλειονότης είναι τιμία, αδαμάντινη, ακεραία. Ωστόσο, υπάρχουν τρεις βασικές αιτίες στις οποίες, νομίζω, οφείλεται πως ορισμένες δικαστικές αποφάσεις είναι τόσο χοντροκομμένες και, ναι, απέχουν από αυτό που ονομάζουμε κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η πρώτη αιτία είναι ο ίδιος ο νόμος, το περιεχόμενο του νόμου, για το οποίο δεν ευθύνονται οι δικαστές που τον εφαρμόζουν, αλλά οι νομοθέτες, το Κοινοβούλιο. Αν το Κοινοβούλιο νομοθετήσει έναν ανήθικο νόμο, δυστυχώς το πολίτευμά μας δεν έχει μεγάλα περιθώρια να τον ακυρώσει. Το Κοινοβούλιο μπορεί να ελέγξει τη συνταγματικότητα νόμου που ψηφίζει συνήθως με πρόταση της αντιπολίτευσης, αλλά ο κανόνας είναι ότι αυτές οι προτάσεις απορρίπτονται. Σπανίως υιοθετούνται! Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει δικαίωμα αναπομπής νόμου, όπως στο Σύνταγμα του 1975, τα δε δικαστήρια στο πλαίσιο του διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας μπορούν, αν είναι τέτοια η διατύπωσή του, να ελέγξουν τη συμβατότητά του με τον καταστατικό μας χάρτη. Μέχρις εκεί.
Τι συμβαίνει στην πράξη, λοιπόν; Παστρικές δουλειές. Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο υποκαθιστούν τη Δικαιοσύνη με φωτογραφικούς κανόνες δικαίου και με ωμές παρεμβάσεις σε ενεργές δίκες. Οταν οι πολιτικές μας δυνάμεις κάνουν το κόλπο νόμο, ο δικαστής ακινητοποιείται, αχρηστεύεται, δεσμεύεται, κάθεται στη θέση του και δικάζει ο νομοθέτης βουλευτής. Καμιά φορά και η ίδια η μαφία, όταν καταφέρνει να μετατρέπει προϊόντα υποκλοπής σε νόμιμο αποδεικτικό μέσο.
Παράδειγμα ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2019 από την πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – Ποταμιού με τη Ν.Δ. απούσα. Προσοχή. Οχι καταψηφίσασα τις διατάξεις-σκάνδαλο, απλώς απούσα. Τάχα δεν γνώριζε για το έγκλημα. Ο νέος αυτός κώδικας εφαρμόστηκε σε πλείστες όσες εκκρεμείς δίκες που αφορούσαν κρατικούς αξιωματούχους, επιχειρηματίες, στελέχη τραπεζών, κάθε καρυδιάς καρύδι. Σε καραμπινάτες υποθέσεις διαφθοράς, όπως η Siemens. Kαι το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Ολοι ελεύθεροι! Στην υπόθεση Siemens το κακούργημα της απιστίας περί την υπηρεσία μετετράπη σε ιδιωτικό αδίκημα διαφθοράς με βάση τη διεθνή σύμβαση και όλοι οι κατηγορούμενοι που έβαλαν υπογραφή στη σύμβαση των ψηφιακών τηλεφώνων του ΟΤΕ το 1996 πήγαν σπίτια τους με δικαστική απόφαση. Ερώτημα: Φταίνε οι δικαστές γι’ αυτό; Απάντηση, όχι. Κλήθηκαν να εφαρμόσουν ως κανόνα δικαίου το ψηφισμένο διακομματικά σκάνδαλο του νέου Ποινικού Κώδικα.
Η δεύτερη αιτία ακατανόητων δικαστικών αποφάσεων και ενεργειών είναι η εξάρτηση των προαγωγών δικαστικών λειτουργών από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία. Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος δεν παρέλαβε από το FBI τις πληροφορίες για τραπεζικό λογαριασμό πολιτικού προσώπου που φέρεται ότι είχε οκταψήφιο αριθμό κατάθεσης σε δολάρια, είχε την προσδοκία ότι θα προαχθεί σε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δεν προήχθη, θα εξετίθετο η κυβέρνηση για συναλλαγή. Ετερος εισαγγελεύς, ο οποίος κατήγγειλε πολιτικό πρόσωπο στην υπόθεση Novartis, αλλά, όταν του ζητήθηκε να παραλάβει στο εξωτερικό στοιχεία από τα Panama Papers, δεν ταξίδεψε (γιατί του άρεσε η ντόλτσε βίτα), είχε επίσης την ίδια προσδοκία: Να προαχθεί από το υπουργικό συμβούλιο. Δεν προήχθη γιατί και εδώ θα φώναζε η συναλλαγή. Εισαγγελέας που επίσης επετέθη σε πολιτικό πρόσωπο -στην κατάθεσή της βασίζεται η πρόταση παραπομπής του στο Ειδικό Δικαστήριο- προήχθη. Παρά την αρνητική εισήγηση της Επιθεώρησης.
Οι πολίτες ούτε τα ξέρουν ούτε είναι σε θέση να τα παρακολουθήσουν όλα αυτά για να αντιληφθούν ότι δικαστικές ενέργειες σε μεγάλες υποθέσεις μείζονος σημασίας (ολίγων πλην αρκετών, για να πλήξουν την εικόνα της Δικαιοσύνης, λειτουργών) διαμορφώνονται εξαιτίας της εξάρτησης των προαγωγών της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική.
Η τρίτη αιτία που ο κόσμος δεν καταλαβαίνει τις δικαστικές αποφάσεις, είτε αυτές τελούνται διά πράξεως είτε διά παραλείψεως, είναι η πλέον στενόχωρη. Κάτι τρέχει και στο δικαστικό σώμα. Γράφω «και» διότι όλοι οι θεσμοί έχουν πρόβλημα. Κάτι τρέχει όταν εισαγγελεύς που διαχειρίζεται καταγγελία σκανδάλου εις βάρος πολυεθνικής εταιρίας έχει καραμπινάτο κώλυμα (ο σύζυγος συνεργαζόταν με την εταιρία αυτή) και δεν το αναφέρει για να εξαιρεθεί. Ηθικό κώλυμα, εννοώ. (Στις μέρες μας πολλά πράγματα είναι νόμιμα, δεν είναι πάντοτε όμως και ηθικά). Κάτι τρέχει όταν εισαγγελέας δηλώνει ότι έχασε κρίσιμα έγγραφα υποθέσεως επειδή έπιασε υγρασία η οικία του! Κάτι τρέχει όταν ο Αρειος Πάγος κλωθογυρίζει δύο τρία χρόνια φάκελο με καταγγελία για διαφθορά εις βάρος πρώην υπουργού και δεν τον διαβιβάζει στο δικαστικό συμβούλιο διά τα περαιτέρω. Κάτι τρέχει όταν εισαγγελεύς επισκέπτεται στην οικία του και στο γραφείο του υπουργό, τέως συνάδελφό της, για να τον συμβουλευτεί σε χειρισμό υπόθεσης και μετά στα ζόρια τον καταγγέλλει για… παρέμβαση στο έργο της. Δεν είναι κανονικά όλα τα παραπάνω. Τίποτε δεν είναι κανονικό.
Και ο μέσος πολίτης, ασχέτως αν σπούδασε νομικά ή γνωρίζει το Σύνταγμα για να νομιμοποιείται να αξιολογεί τους νόμους, έχει στην εποχή της πληροφορίας το εξής προνόμιο: να αντιλαμβάνεται σε χοντρές γραμμές τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο. Δεν απαιτείται πτυχίο Νομικής γι’ αυτό!
Ο φορτηγατζής στις Σέρρες που δεν φορούσε μάσκα μέσα στην καμπίνα της νταλίκας που οδηγούσε τον καιρό της πανδημίας συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του στο σύνολό της! Τρεις μήνες έμεινε μέσα επειδή η έφεσή του δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Ο υπουργός του ΠΑΣΟΚ, που καταδικάστηκε με νόθευση εγγράφου για τη «λίστα Λαγκάρντ», έμεινε έξω γιατί το δικαστήριο του χορήγησε αναστολή. Το ίδιο και ο άλλος υπουργός του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος καταδικάστηκε για μίζα 300.000 μάρκων. Αναστολή. Το ίδιο και ο σκηνοθέτης με τον βιασμό. Αναστολή. Και που έμεινε φυλακή… χάρη τούς έκανε!
Αυτές είναι, λοιπόν, οι βασικές αιτίες που οι πολίτες εξεγείρονται, οι οποίες ανεξαρτήτως αφετηρίας έχουν γνωστό τερματισμό. Τη δημοκρατία των επωνύμων. Ή καλύτερα: Το καθεστώς των προνομίων των επωνύμων. Εχω μέσα μου μια κρυφή ελπίδα ότι η νέα ηγεσία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που σφράγισε την πορεία της στον χώρο μέσα από συγκρούσεις και όχι μέσα από συμβιβασμούς, θα σηκώσει το λάβαρο για να αποκαταστήσει την τρωθείσα στα μάτια εκατομμυρίων Ελλήνων τιμή της ελληνικής Δικαιοσύνης.
================
Γιατί τόσος θόρυβος για την ιδιαίτερη μεταχείριση του θεατρανθρώπου από την ελλαδική δικαιοσύνη;
Του Γιώργου Β. Μιχαήλ
Τι άλλο περιμένατε δηλαδή; Και, προπάντων, γιατί το περιμένατε;
Για μιαν ακόμα φορά, η ελλαδική (και όχι ελληνική) δικαιοσύνη λειτούργησε με απόλυτη συνέπεια προς τις αρχές της. Και δεν ευθύνεται η ίδια για το γεγονός ότι οι πολλοί αδυνατούν να κατανοήσουν την συμπεριφορά της.
Οι αρχές αυτές απορρέουν από τον μείζονα αυτοπροσδιορισμό της δικαιοσύνης (ως σύστημα και εργαλείο):
Εγγυήτρια της βασισμένης σε μη ηθικούς (=εκτός ηθικής, όχι ανήθικους) κανόνες τάξης.
Ας το συνειδητοποιήσουμε, επιτέλους, άπαντες.
Εδώ και πολύν καιρό, κάτω από το φανταχτερό μοδέρνο ένδυμά της, η ελλαδική δικαιοσύνη κρύβει ένα βάρβαρο σαρκίο που τρέφεται και αναπτύσσεται με δικαιικά συστατικά της προκλασικής αρχαιότητας, δηλαδή της αριστοκρατικής, μη δημοκρατικής εποχής.
Στην ελληνική γλώσσα, δικαιοσύνη είναι η κατάσταση εκείνου που είναι δίκαιος. Το επίθετο «δίκαιος» προέρχεται από το ουσιαστικό «δίκη». Συνεπώς, ο ορισμός της λέξης «δίκη» καθορίζει το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων «δίκαιος» και «δικαιοσύνη».
Η προκλασική -και πιθανότατα αρχική- σημασία της λέξης «δίκη» είναι: έξις, συνήθεια, τρόπος / πορεία, μονοπάτι. Στην δε αιτιατική πτώση («δίκην») η λέξη λειτουργεί ως επίρρημα και σημαίνει: κατά τον τρόπο, κατά την συνήθεια (π.χ. δίκην φιλολόγου = με τον τρόπο του φιλόλογου, σαν φιλόλογος).
Συνακόλουθα, «δίκαιος» είναι αυτός που ενεργεί σύμφωνα με την συνήθειά του, με τον τρόπο του, αυτός που πορεύεται στο δικό του ξεχωριστό μονοπάτι. Αυτός που, για να θυμηθώ την πλατωνική Πολιτεία, σκέφτεται μόνον την δουλειά του -την δική του δουλειά, όχι των άλλων. Και «δικαιοσύνη» είναι η κατάστασή του.
Κατά προέκταση, δίκη είναι ο συνήθης τρόπος με τον οποίον συμπεριφέρεται μια κοινωνική ομάδα ή τάξη. Αυτή η συμπεριφορά θεωρείται φυσιολογική και αναμενόμενη. Η δε «δίκη» της άρχουσας τάξης ή ομάδας εξυψώνεται σε αναμφισβήτητη «φυσική πορεία των πραγμάτων».
Προσέξτε, δεν χωρούν εδώ αξιολογικές και ηθικές αποχρώσεις, δεν νομιμοποιούμαστε να κρίνουμε αυτήν την «δίκη», την συμπεριφορά, την πορεία ως σωστή ή λανθασμένη, καλή ή κακή. Είναι αυτή που είναι, και οφείλουμε να την αποδεχτούμε ως τέτοια.
Η ελλαδική, λοιπόν, δικαιοσύνη έχει υιοθετήσει προ πολλού το παραπάνω εννοιολογικό σχήμα. Δεν είναι παρά ο τρόπος, η συνήθεια, το μονοπάτι της ομάδας που εξουσιάζει την χώρα. Ή, καλύτερα, είναι το σύστημα των (μη ηθικών) κανόνων που θέτει η άρχουσα ομάδα για να επιβάλει την δική της τάξη, τον δικό της τρόπο, και είναι ταυτόχρονα το εργαλείο εφαρμογής των κανόνων και χάραξης της πορείας, του μονοπατιού.
Ένα ακόμα σημείο που πρέπει να προσέξουμε:
Άλλο οι νόμοι, άλλο η ερμηνεία τους, και άλλο η εφαρμογή τους.
Το σώμα των νόμων δεν είναι παρά ένα σύνολο αλληλοδιαπλεκόμενων άψυχων κειμένων, τα οποία επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών. Από μόνοι τους, οι νόμοι είναι «νεκρές φύσεις», σχήματα καμωμένα από χώμα και νερό, από χαρτί και μελάνι. Οι ερμηνευτές είναι αυτοί που θα εμφυσήσουν στο νεκρό σώμα την πνοή τους, προκειμένου να του δώσουν ζωή.
Αλλά οι ερμηνευτές είναι τα έμψυχα (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) εργαλεία της άρχουσας ομάδας. Συνεπώς, εργαλειακή είναι η από μέρους τους ερμηνεία των νόμων, και τον τρόπο των ιδιοκτητών τους αντικατοπτρίζει.
Ας μην γελιόμαστε, οι προκλασικού τύπου σύγχρονοι ελλαδικοί ερμηνευτές των νόμων εντολές εκτελούν. Εντολές που είτε έρχονται κατευθείαν από τα ανάκτορα είτε απορρέουν αβίαστα από το βασιλικό σαβουάρ βιβρ. Όποιος αρνιέται, στίβεται και πετιέται. Τόσο απλά.
Τα περί ανεξαρτησίας τους αποτελούν τροφή (χαμηλής θρεπτικής αξίας σε φανταχτερή συσκευασία) προς κατανάλωση από το πόπολο, που μονίμως εκπλήσσεται -αν και μονίμως υπνώττει.
Έμψυχα (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) εργαλεία στα χέρια της άρχουσας ομάδας είναι και αυτοί που καλούνται να εφαρμόσουν, να εκτελέσουν τις αποφάσεις των ερμηνευτών.
Ως εργαλεία, οι ερμηνευτές και οι εκτελεστές των νόμων (δηλαδή των κανόνων που θέτει η άρχουσα ομάδα) στερούνται ηθικών αρχών γενικώς αποδεκτών. Και αρετήν διαθέτουν μόνον τόσην όση τους χρειάζεται για να είναι αρεστοί στους ιδιοκτήτες τους. Τελεία και παύλα.
Η σύγχρονη ελλαδική δικαιοσύνη είναι αναπόφευκτα βάρβαρη, αφού βάρβαρη είναι (παρά τα αριστοκρατικά της φτιασίδια) και η άρχουσα ομάδα μας.
Δεν αντιλέγω, υπάρχουν ακόμα τόποι πιο βάρβαροι από τον δικό μας. Αλλά έχω τυφλή εμπιστοσύνη σε όλους τους αρχόντους μας, και είμαι βέβαιος πως λίαν συντόμως θα τους καταπιούμε αυτούς τους τόπους, θα τους υποχρεώσουμε να βλέπουν την πλάτη μας και να ρουφάνε την σκόνη μας. Κοντολογίς, είμαι βέβαιος πως θα κατακτήσουμε μιαν ακόμα πρωτιά, πως θα σπάσουμε στην κυριολεξία το διεθνές βαρβαρόμετρο. Εκτός κι αν… Αλλά ας μην ξεφεύγω σε ονειροπολήσεις.
Κάθε αριστοκρατίζουσα βαρβαρική ομάδα, αφού πρώτα χαράξει ευδιάκριτα σύνορα ανάμεσα σε αυτήν και τους υποτελείς της, την πλέμπα, το πόπολο, αυτοδομείται κατόπιν στην βάση ενός ψηφιδωτού με ομόκεντρους κύκλους, στους οποίους τοποθετούνται όλες οι εντός των τειχών έμψυχες (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) ψηφίδες.
Φανταστείτε ως τέτοιους ομόκεντρους κύκλους, για παράδειγμα, το παλάτι, την αυλή, τους εξωαύλειους χώρους, και την έκταση ανάμεσα στο ανακτορικό συγκρότημα και τα τείχη.
Όσο πιο κοντά στο κέντρο βρίσκεται ο κύκλος στον οποίον ανήκει μια έμψυχη (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) ψηφίδα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι απολαβές της.
Φυσικά, όλοι αυτοί οι ομόκεντροι κύκλοι επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι δυνατή η μετεγκατάσταση των ψηφίδων από τον έναν κύκλο στον άλλον. Μόνο που, ενώ είναι εύκολο να βρεθείς από τους εσωτερικούς κύκλους στους εξωτερικούς, είναι εξαιρετικά δύσκολη η αντίστροφη πορεία. Και, φυσικά, ακόμα πιο δύσκολη είναι η μετάβαση από τις εκτός των τειχών περιοχές στο εντός των τειχών ψηφιδωτό.
Ως εγγυήτρια της βασισμένης σε μη ηθικούς (=εκτός ηθικής, όχι ανήθικους) κανόνες τάξης, η δικαιοσύνη ενεργοποιείται (ή δεν ενεργοποιείται) και αποφασίζει με γνώμονα όχι την βαρύτητα της πράξης, αλλά την βαρύτητα της θέσης που κατέχει ο πράττων στην εντός και εκτός των τειχών σκακιέρα.
Τοποθετήστε, τώρα, τον εν λόγω θεατράνθρωπο στον σωστό ομόκεντρο κύκλο, και θα γίνει πάραυτα ευκόλως ερμηνεύσιμη η στάση της ελλαδικής δικαιοσύνης.
Κλείνω με μιαν υπενθύμιση:
Δεν υπάρχουν άρχοντες χωρίς υποτελείς. Και υποτελής δεν γίνεται κάποιος επειδή ένας άλλος αποφασίζει να τον προσδιορίσει ως τέτοιον. Απολύτως αναγκαίος είναι ο αυτοπροσδιορισμός. Γι’ αυτό, πρόσεξε πώς αυτοπροσδιορίζεσαι…
Σχόλια