Γαλλία – Ιταλία, πλήρης συμμαχία: Μακρόν και Ματαρέλα υπογράφουν τη συνθήκη που αλλάζει τα δεδομένα στην ΕΕ
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν θα προσγειωθεί σε λίγες ώρες στην Ρώμη, όπου θα έχει συνάντηση με τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι.
Η συγκεκριμένη Συνθήκη περιέχει έντεκα κεφάλαια και αποτελείται από περίπου τριάντα σελίδες. Σύμφωνα με τον ιταλικό Τύπο, σε ένα βαθμό θυμίζει την ιστορική Γαλλογερμανική Συνθήκη Φιλίας του 1963.
Η μόνη αντίθετη «φωνή», τέλος, στην Ιταλία, είναι εκείνη του αντιπολιτευόμενου, ακροδεξιού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας», το οποίο ασκεί κριτική στην όλη πρωτοβουλία και υπογραμμίζει ότι «ουδείς γνωρίζει το πραγματικό περιεχόμενο της Συνθήκης αυτής».
============
Πώς θα επηρεάσει τις ισορροπίες στην ΕΕ η συνθήκη Γαλλίας-Ιταλίας
Στη Ρώμη πάει σήμερα ο Γάλλος πρόεδρος για την υπογραφή της συμφωνίας φιλίας και συνεργασίας με την Ιταλία. Η διμερής συνθήκη αναμένεται να υπερβεί ή τουλάχιστον να αμβλύνει κατά καιρούς διπλωματικές εντάσεις μεταξύ των δύο κρατών. Αν και δεν έχουν ακόμα γίνει γνωστές λεπτομέρειες για το περιεχόμενο, οι μέχρι τώρα ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για καμπή κι όχι για συμφωνία ρουτίνας.
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η χρονική στιγμή της υπογραφής, μία μέρα μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης στην Γερμανία. Είναι προφανές πως όλοι μεγάλοι παίκτες στο ευρωπαϊκό γήπεδο προετοιμάζονται για τη νέα εποχή που ανοίγει η αποχώρηση της Μέρκελ. Και μάλιστα προετοιμάζονται για να περιορίσουν την υπέρμετρη επιρροή που είχε αποκτήσει το Βερολίνο. Σ’ αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η συμφωνία υπό την επίσημη ονομασία “Γαλλο-Ιταλική Συνθήκη Ενισχυμένης Συνεργασίας”.
Σύμφωνα με πηγές του Ελυζέ «θα προωθήσει τη σύγκλιση των θέσεων της Γαλλίας και της Ιταλίας και τον συντονισμό των δύο χωρών σε θέματα που αφορούν στην ευρωπαϊκή και διεθνή εξωτερική πολιτική, την ασφάλεια και την άμυνα, τη μεταναστευτική πολιτική, την οικονομία, την εκπαίδευση, την έρευνα τον πολιτισμό και τη διασυνοριακή συνεργασία». Η Ρώμη, από τη δική της μεριά, κάνει λόγο για συμφωνία με «σημαντική συμβολική αξία», βάζοντας μάλιστα ευθέως στο πλαίσιο που διαμόρφωσε τις συνθήκες για την υπογραφή της, το Brexit και την αποχώρηση της Μέρκελ από την καγκελαρία.
Κοινός στόχος των δύο κρατών φαίνεται να είναι η αναβάθμιση του ρόλου τους στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Και επειδή δεν μπορεί να το κάνει το καθένα μόνο του έναντι της Γερμανίας, το επιχειρούν από κοινού. Για την ακρίβεια, όλα δείχνουν ότι το Παρίσι, χωρίς να εγκαταλείπει τον παραδοσιακό άξονα με το Βερολίνο, επιχειρεί να εξισορροπήσει την υπέρ της Γερμανίας μετατόπιση εκείνου του άξονα, δημιουργώντας ένα νέο άξονα με τη Ρώμη.
Σε κάθε περίπτωση, η προαναγγελθείσα από το 2017 “Συνθήκη του Κυρηνάλιου” (Quirinale Treaty) όπως ονομάστηκε, φαίνεται πως έπρεπε να ολοκληρωθεί πριν την επερχόμενη αποχώρηση του Σέρτζιο Ματαρέλα από την ιταλική προεδρία τον ερχόμενο Ιανουάριο, αλλά και πριν τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία την άνοιξη, δεδομένου ότι ο πρόεδρος Μακρόν αντιμετωπίζει δύσκολο προεκλογικό αγώνα.
Γαλλο-ιταλικές συγκρούσεις
Όπως προαναφέραμε, ως προς το περιεχόμενο της διμερούς συμφωνίας λίγα πράγματα είναι ήδη γνωστά. Έχει επιβεβαιωθεί πάντως ότι θα περιλαμβάνει έντεκα κεφάλαια που θα αφορούν μία σειρά από θέματα, μεταξύ αυτών η άμυνα, η εξωτερική πολιτική, η έρευνα και η ευρωπαϊκή συνοχή. «Οι δύο χώρες συνεργάζονται εδώ και καιρό, αλλά η γαλλο-ιταλική σχέση δεν είχε την ίδια ισχύ που είχε δώσει η Συνθήκη των Ηλυσίων στη γαλλο-γερμανική. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η συνθήκη αυτή αφορά στην οικοδόμηση της σχέσης και μια προσπάθεια να αγγίξει τέτοιο επίπεδο συνεργασίας, που ήταν από καιρό απαραίτητο», δήλωσε η Ματίλντ Σιουλά από το Παρίσι και το European Council on Foreign Relations.
Το σύμφωνο φαίνεται πως θα συμβάλλει καθοριστικά όχι μόνο απλά στην αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, που μετά από μία περίοδο διπλωματικών τριβών, διανύουν τώρα τον «μήνα του μέλιτος» κατά τον Γάλλο ιστορικό, Μαρκ Λαζάρ. Οι διπλωματικές τριβές μεταξύ των δύο κρατών είχαν ενταθεί την περίοδο που στην Ιταλία συγκυβερνούσε το Κίνημα Πέντε Αστέρων με την Λέγκα. Ήταν τότε που ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης Λουίτζι Ντι Μάιο συναντήθηκε με ηγετικό στέλεχος των Κίτρινων Γιλέκων, ενώ ο Ματέο Σαλβίνι, ως υπουργός Εσωτερικών, είχε καλέσει τον πρόεδρο Μακρόν να παραιτηθεί.
Οι κινήσεις εκείνες είχαν προκαλέσει την οργή της Γαλλίας, που είχε ανακαλέσει προσωρινά τον πρέσβη της στην Ιταλία. Είχε χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη διπλωματική κρίση μεταξύ των δύο χωρών μεταπολεμικά. Ένα πρώτο βήμα βελτίωσης των διμερών σχέσεων ήταν η απόφαση του Γάλλου προέδρου τον περασμένο Απρίλιο για σύλληψη και έκδοση παλαιών στελεχών των Ερυθρών Ταξιαρχιών που είχαν διαφύγει προ δεκαετιών και ζούσαν στη Γαλλία. Ουσιαστικά, είναι η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μάριο Ντράγκι που έφερε πολύ κοντά τη Ρώμη με το Παρίσι στο πλαίσιο ενός κοινού ευρωπαϊκού προσανατολισμού.
Εύθραυστες ισορροπίες
Ωστόσο, η γαλλο-ιταλική συμφωνία πατάει σε λεπτές ισορροπίες. Από την μία μεριά, δεν εκλείπουν οι φωνές στην Ιταλία που εκφράζουν ενστάσεις και ανησυχίες ότι η Ιταλία «αυτό-προσαρτάται στη Γαλλία σε επίπεδο βιομηχανικό και στρατηγικό», κατά τον οικονομολόγο Κάρλο Πελάντ. Αντίστοιχα, γαλλικές πηγές επισημαίνουν ότι η υπογραφή της συνθήκης με την Ιταλία δεν σημαίνει απομάκρυνση της Γαλλίας από τον άξονα με τη Γερμανία.
«Υπάρχει μια ομοιότητα στην προσέγγιση, στις φιλοδοξείς, αλλά δεν θα έβγαζα απ’ αυτά το συμπέρασμα ότι υπάρχει μεγαλύτερη στρατηγική επιθυμία της Γαλλίας να αναθεωρήσει τις συμμαχίες της» δήλωσε στο Politico Eu αξιωματούχος της γαλλικής προεδρίας. Η δε Ματίλντ Σιουλά προσθέτει ότι η συμφωνία είναι σημαντική και σε συμβολικό επίπεδο, καθώς δείχνει ότι η ΕΕ δείχνει και έμπρακτα ότι λαμβάνει πλέον πιο σοβαρά υπ’ όψη της τις χώρες του Νότου.
Σε κάθε περίπτωση, οι επερχόμενες εκλογές εντός του 2022 και από τις δύο μεριές των συνόρων θα κρίνουν πολλά και για την πορεία Γαλλίας και Ιταλίας, αλλά και για τις διμερείς τους σχέσεις. Είναι σαφές, πάντως, πως η εποχή της “γερμανικής Ευρώπης” αμφισβητείται πλέον εμπράκτως κι όχι μόνο σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, αλλά και κυβερνήσεων. Προφανώς, η γαλλο-ιταλική συνθήκη δεν είναι ευθέως ανταγωνιστική του γαλλο-γερμανικού άξονα, αλλά οπωσδήποτε εξισορροπεί το πλεονέκτημα που δια της διολισθήσεως είχε αποκτήσει το Βερολίνο ειδικά μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και την κρίση του ευρώ λίγο αργότερα.
Σχόλια