Η Γερμανία βάζει φωτιά στην Ευρώπη

Για τους ιστορικούς του μέλλοντος, η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ μπορεί να θεωρηθεί το σημείο καμπής. Ποιες είναι οι επιλογές και τα πιθανά σενάρια.

Martin Wolf
Η 75η επέτειος της νίκης επί της ναζιστικής Γερμανίας ήταν στις 8 Μαΐου. Η 70ή επέτειος της διακήρυξης του Schuman, με την οποία ξεκίνησε η μεταπολεμική ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν στις 9 Μαΐου. Λίγες ημέρες πριν τις δύο επετείους, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας εκτόξευσε έναν νομικό πύραυλο στην καρδιά της ΕΕ. Η απόφασή του είναι εκπληκτική. Είναι μια επίθεση στα βασικά οικονομικά, στην αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας, στην ανεξαρτησία της και στη νομική τάξη της ΕΕ.
Το Δικαστήριο απεφάνθη κατά του προγράμματος αγοράς ομολόγων του δημόσιου τομέα από την ΕΚΤ, το οποίο ξεκίνησε το 2015. Δεν υποστηρίζει πως η ΕΚΤ ενεπλάκη παράτυπα σε νομισματική χρηματοδότηση, αλλά ότι απέτυχε να εφαρμόσει μια ανάλυση «αναλογικότητας», όταν αξιολογούσε την επίπτωση των πολιτικών της, σε μια σειρά συντηρητικών ανησυχιών: «Δημόσιο χρέος, προσωπικές αποταμιεύσεις, συντάξεις και συνταξιοδοτικά προγράμματα, τιμές ακινήτων και τη διάσωση οικονομικά μη βιώσιμων εταιρειών».

Οι νομισματικές πολιτικές είναι απαραιτήτως οικονομικές πολιτικές. Όμως οι πολιτικές της ΕΚΤ, περιλαμβανομένων των αγορών ομολόγων, δικαιολογούνται από το γεγονός πως δεν κατάφερνε -και εξακολουθεί να μην καταφέρνει- να πετύχει τον «πρωταρχικό στόχο» της εντολής που έχει βάσει συνθήκης, δηλαδή τη «σταθερότητα τιμών» που ορίζεται ως πληθωρισμός «κάτω από, αλλά κοντά στο, 2% μεσοπρόθεσμα». Η συνθήκη της ΕΕ λέει πως άλλα ζητήματα είναι δευτερεύοντα.
Το δικαστήριο αποφάσισε επίσης πως «τα γερμανικά συνταγματικά όργανα και διοικητικά σώματα», περιλαμβανομένης της Bundesbank, δεν δύναται να συμμετέχουν σε ενέργειες ultra vires (δηλαδή ενέργειες που πάνε πέραν της νομικής εξουσίας τους). Έτσι, η Bundesbank δεν δύναται να συνεχίσει να συμμετέχει στα προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, μέχρις ότου η ΕΚΤ διενεργήσει μια «αξιολόγηση αναλογικότητας» που θα ικανοποιεί το δικαστήριο.

Ωστόσο, η συνθήκη της ΕΕ δηλώνει πως «ούτε η ΕΚΤ ούτε μια εθνική κεντρική τράπεζα… θα επιδιώξουν ή θα λάβουν οδηγίες… από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους-μέλους ή από οποιοδήποτε άλλο σώμα (η έμφαση είναι δική μου)». Η οδηγία του δικαστηρίου φέρνει την Bundesbank σε σύγκρουση νόμων.
Το δικαστήριο επιτίθεται επίσης στο δικαίωμα της ΕΚΤ να λαμβάνει ανεξάρτητα τις αποφάσεις πολιτικής της. Η Γερμανία αγωνίστηκε σκληρά να εδραιώσει την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας εντός της νομισματικής ένωσης. Τώρα, το συνταγματικό της δικαστήριο αποφάσισε πως αν η ΕΚΤ δεν ικανοποιήσει τους δικαστές ότι έχει λάβει πλήρως υπόψη την εξαιρετικά πολιτική λίστα επιπτώσεων των νομισματικών πολιτικών, τότε οι αγορές ομολόγων είναι ανεπίτρεπτες. Τα δικαστήρια άλλων χωρών-μελών μπορεί επίσης να κρίνουν πως μπορούν να αποφασίσουν ότι οι εθνικές κεντρικές τους τράπεζες δεν μπορούν να συμμετέχουν σε πολιτικές που δεν τους αρέσουν. Πολύ σύντομα, η ΕΚΤ θα πετσοκοπεί και θα εκμηδενιστεί.

Πάνω απ’ όλα, το γερμανικό δικαστήριο αποφάσισε πως μπορεί να αγνοήσει προηγούμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που τάχθηκε υπέρ της ΕΚΤ, διότι «υπερβαίνει τη δικαστική εντολή του… όπου μια ερμηνεία των Συνθηκών δεν είναι κατανοητή και πρέπει ως εκ τούτου να θεωρηθεί αυθαίρετη από αντικειμενικής απόψεως». Πρόκειται για μια πράξη δικαστικής αποστασίας.
Η ΕΕ είτε είναι ένα ενοποιημένο νομικό σύστημα είτε δεν είναι τίποτα. Βασίζεται στην αποδοχή από όλα τα κράτη-μέλη της εξουσίας της στους τομείς αρμοδιοτήτων της. Σε δελτίο Τύπου που εξέδωσε μετά την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίως απάντησε πως «το Δικαστήριο… είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει ότι μια πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης είναι αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο. Τυχόν αποκλίσεις μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών-μελών όσον αφορά το κύρος των πράξεων των θεσμικών οργάνων θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ενότητα της έννομης τάξης της Ένωσης και να θίξουν τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας του δικαίου». Φανταστείτε αν τα δικαστήρια κάθε κράτους-μέλους μπορούσαν να αποφανθούν πως οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι «αυθαίρετες από αντικειμενικής απόψεως».

Ποιες είναι οι επιπτώσεις;
Αν το γερμανικό δικαστήριο ικανοποιηθεί τελικά πως η ΕΚΤ εκτίμησε επαρκώς την οικονομική επίπτωση των αγορών της, τότε μπορεί να συνεχιστεί το PSPP. Όμως το δικαστήριο μείωσε τη μελλοντική ευελιξία της ΕΚΤ με το να περιορίζει τα holdings ομολόγων οποιασδήποτε χώρας-μέλους στο 33% του συνόλου και να επιμένει πως οι αγορές τίτλων θα πρέπει να κατανέμονται ανάλογα με τα μερίδια του κάθε κράτους-μέλους στην ΕΚΤ.
Απουσία άλλων προγραμμάτων στήριξης της ευρωζώνης, η πιθανότητα χρεοκοπιών έχει εκτιναχθεί. Πράγματι, τα spreads των ιταλικών κρατικών ομολόγων έχουν αυξηθεί λίγο από τότε που βγήκε η ανακοίνωση του δικαστηρίου. Μπορεί στο τέλος να υπάρξει κρίση, με καταστροφικές επιπτώσεις, ακόμα και διάσπαση της ευρωζώνης.

Άλλοι μπορεί να ακολουθήσουν τη Γερμανία και να απορρίψουν τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της ΕΕ. Η Ουγγαρία και η Πολωνία είναι προφανείς υποψήφιοι. Οι ιστορικοί του μέλλοντος μπορεί να θεωρήσουν πως αυτό ήταν το αποφασιστικό σημείο καμπής στην ιστορία της Ευρώπης, προς την αποσύνθεση.
Τι μπορεί να γίνει; Η ΕΚΤ δεν μπορεί να είναι υπόλογη σε ένα εθνικό δικαστήριο. Όμως η Bundesbank μπορεί να δώσει στο δικαστήριο την ανάλυση αναλογικότητας. Ίσως αυτό θα είναι αρκετό, αν και αποτελεί επίσης κακό προηγούμενο. Ή, η απόφαση μπορεί να αγνοηθεί. Αν ένα γερμανικό δικαστήριο μπορεί να αγνοήσει το Ευρωπαϊκό δικαστήριο, τότε ίσως η Bundesbank μπορεί να αγνοήσει αυτό το δικαστήριο. Εναλλακτικά, η ΕΚΤ θα μπορούσε απλώς να εγκαταλείψει τις προσπάθειες να σώσει την ευρωζώνη και να αποδεχθεί το όποιο αποτέλεσμα προκύψει.

Η ΕΕ θα μπορούσε να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας κατά της Γερμανίας. Όμως ο άμεσος στόχος της θα ήταν η γερμανική κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη μεταξύ των οργάνων της ΕΕ, από τη μια πλευρά, και του δικαστηρίου, από την άλλη. Δεν θα μπορούσε να αλλάξει την απόφαση.
Μια ακόμα πιο ριζοσπαστική έκβαση θα ήταν η ΕΕ να ενεργήσει ώστε να δημιουργήσει το απαιτούμενο διάταγμα για τη δημοσιονομική αλληλεγγύη. Όμως τα εμπόδια για κάτι τέτοιο είναι μεγάλα. Φαίνεται πως δεν τίθεται θέμα νέας συνθήκης στο σημερινό περιβάλλον έντονης αμοιβαίας δυσπιστίας. Τέλος, η Γερμανία θα μπορούσε θαρραλέα να αποσχιστεί από την ευρωζώνη. Ωστόσο, προτού λάβει μια τέτοια απόφαση, θα ήλπιζε κάποιος πως και αυτή θα απαιτηθεί να κάνει μια πλήρη ανάλυση του αν αυτό θα ήταν «αναλογικό».
Ένα, πάντως, είναι ξεκάθαρο: το συνταγματικό δικαστήριο αποφάσισε πως και η Γερμανία μπορεί να ξαναπάρει τον έλεγχο. Ως αποτέλεσμα, δημιούργησε μια πιθανότατα ανεπίλυτη κρίση.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translatio
=============
ΠΗΓΗ
===========

Σχόλια