Θέμης Τζήμας
Μεγάλη αναστάτωση έχει προκύψει από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας και την πρόσφατη απόφασή του σχετικά με πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (PSPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στην πατρίδα μας αντέδρασαν κυρίως οι πρώην νεοφιλελεύθεροι -μονεταριστές, νυν κεϋνσιανοί και οσονούπω πάλι νεοφιλελεύθεροι-μονεταριστές οικονομολόγοι. Μαζί τους και μια γενιά νομικών που κάνει καριέρα (σε διαφόρους χώρους, και ιδίως στα πανεπιστήμια) πάνω στη μανιχαϊστική μανιέρα, η οποία διατείνεται πως οτιδήποτε προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανώτερο οποιουδήποτε εθνικού οργάνου και απόφασης εν γένει και εν προκειμένω, δικαστηρίου.
Η επιχειρηματολογία του δικαστηρίου πολύ απέχει από το να κατεδαφίζει το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε.. Απλώς (και δυστυχώς σε μια χώρα σαν τη δική μας αυτό δεν είναι ούτε απλό, ούτε αυτονόητο) επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατό, τα κράτη-μέλη να απέχουν από οποιοδήποτε έλεγχο πιθανών υπερβάσεων των οργάνων της Ε.Ε. ως προς τις αρμοδιότητές τους, διότι τότε θα έδιναν στα τελευταία, εν λευκώ δυνατότητα να ερμηνεύουν και να τροποποιούν τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Όπως αναφέρει το κείμενο της απόφασης: «Εάν κάθε Κράτος-Μέλος μπορούσε να επικαλεσθεί την εξουσία να αποφασίζει, μέσω των δικαστηρίων του για την ισχύ των κανονισμών της Ε.Ε., αυτό θα υπονόμευε την προτεραιότητα εφαρμογής που αναγνωρίζεται στο δίκαιο της Ε.Ε. και έθετε εν αμφιβόλω την ομοιόμορφη εφαρμογή του. Ωστόσο, αν τα Κράτη-Μέλη απείχαν εντελώς από την διεξαγωγή κάθε ελέγχου για υπέρβαση αρμοδιοτήτων (ultra vires), αυτό θα έδινε στα όργανα της Ε.Ε. αποκλειστική εξουσία επί των Συνθηκών, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η Ε.Ε. υιοθετεί μια νομική ερμηνεία, η οποία ισοδυναμεί επί της ουσίας με αναθεώρηση συνθηκών η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της».
Το δικαστήριο επιπλέον εξήγησε ότι τα εθνικά κράτη διατηρούν την κυριαρχική τους θέση εντός των ευρωπαϊκών συνθηκών, με δεδομένο ότι η Ε.Ε. δεν αποτελεί ομοσπονδιακό κράτος. [«Ακόμη και υπό την Συνθήκη της Λισαβόνας, τα Κράτη-Μέλη παραμένουν «Κύριοι των Συνθηκών» και η Ε.Ε. δεν έχει εξελιχθεί σε ομοσπονδιακό κράτος», (ό.π.)]
Σε αντίθεση με όσα ελαφρά τη καρδία λέγονται, στην Ε.Ε., όντως τα εθνικά κράτη διατηρούν τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Η εξέλιξη των συνθηκών και η απόπειρα μετεξέλιξης της Ε.Ε. σε Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ουδέποτε υλοποιήθηκε νομικά και ανεκόπη για τα καλά πολιτικά.
Δεν υφίσταται λαός της Ε.Ε. ως φορέας της ανυπέρβλητης εκείνης λαϊκής κυριαρχίας, στην οποία θα μπορούσε να θεμελιώνεται κάποια μορφή υπέρτερης ως προς των κρατών-μελών, κυριαρχίας. Λαϊκή κυριαρχία και κρατική κυριαρχία ολοκληρωμένη υπάρχει μόνο στα εθνικά κράτη-μέλη και κατά δάνειο αυτών, στην Ε.Ε., δεδομένου άλλωστε ότι οι ίδιοι οι λαοί των κρατών-μελών, με πολλούς τρόπους, άμεσα ή έμμεσα απέρριψαν την περαιτέρω ενοποίηση προς ένα ομοσπονδιακό μοντέλο.
Το δικαστήριο θύμισε επιπλέον ρητά ότι η Ε.Ε. συνιστά ένα παλίμψηστο πολυεπίπεδων συνεργασιών, μεταξύ κρατών, συνταγματικών τάξεων, διοικήσεων και δικαστηρίων. Τα ευρωπαϊκά όργανα, δικαστικά και μη, οφείλουν να το θυμούνται αυτό κατά τη στάθμιση τόσο των αρμοδιοτήτων τους, όσο και των αποφάσεών τους.
Τα κριτήρια που έθεσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, προκειμένου να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων της ΕΚΤ κρίθηκαν από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο ως ανεπαρκή. Κρίθηκε ότι δεν υλοποιείται επαρκώς η ανάγκη να διασφαλίζεται η αρχή της αναλογικότητας σε κάθε απόφαση και εν προκειμένω σε ό,τι έχει κάνει με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ.
Το κυριότερο; Το γερμανικό δικαστήριο είπε ευθαρσώς και θεσμικά, εκείνο που συζητείται από όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς, παρότι οι οργανικοί διανοούμενοι και τα συστημικά μέσα ενημέρωσης προσπαθούν να το στηλιτεύσουν ως λαϊκισμό: η λειτουργία της ΕΚΤ, η τάση της να επιφυλάσσει για τον εαυτό της διαρκώς μεγαλύτερο ρόλο (στην πραγματικότητα καθορίζοντας όχι μόνο τη νομισματική πολιτική αλλά εμμέσως και τη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική) είναι αντιδημοκρατική. Κατά την απόφαση της Καρλσρούης, «…επιτρέπει μάλλον στην ΕΚΤ να διευρύνει σταδιακά την εξουσία επί των ίδιων της των αρμοδιοτήτων. Το λιγότερο, εξαιρεί εν πολλοίς ή και τελείως κάθε ενέργεια της ΕΚΤ από τον δικαστικό έλεγχο. Ωστόσο, προκειμένου να διαφυλαχθεί η αρχή της δημοκρατίας και να τηρηθούν οι νομικές βάσεις της Ε.Ε., είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει σεβαστή η διάκριση των εξουσιών».
Περιττεύει να εξηγήσουμε γιατί ακόμα και η υπόνοια μιας τέτοιας θέσης σκορπά ρίγη αποτροπιασμού σε γνωστούς και μη εξαιρετέους κύκλους στην Ελλάδα και αλλού.
Σαν να μην έφτανε αυτό, το γερμανικό δικαστήριο προχώρησε σε μία ακόμα «ανόσια« στάθμιση: εξέτασε τις «αντενδείξεις» της πολιτικής αγοράς ομολόγων και ειδικότερα το πώς ενώ ενισχύει το τραπεζικό σύστημα, την ίδια στιγμή πλήττει άλλες κατηγορίες πολιτών, όπως είναι οι αποταμιευτές, χωρίς να μπορεί η ΕΚΤ να προσφέρει επαρκείς αποδείξεις στάθμισης των αντιτιθεμένων συμφερόντων, με αναλογικό τρόπο. Επιπλέον δέχθηκε το δικαστήριο ότι η ΕΚΤ διασώζει με κρατικό χρήμα, μη βιώσιμες κατά τα λοιπά ιδιωτικές εταιρείες: «Ένα πρόγραμα αγοράς δημοσίων ομολόγων, όπως το PSPP, το οποίο έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική, επιβάλλεται να έχει ταυτοποιήσει, σταθμίσει και εξισορροπήσει αμοιβαία τα αποτελέσματα του προγράμματος από την άποψη των στόχων νομισματικής πολιτικής και από την άποψη της οικονομικής πολιτικής… Το PSPP επίσης επηρεάζει τον εμπορικό τραπεζικό κλάδο μεταφέροντας μεγάλες ποσότητες δημοσίων ομολόγων υψηλού ρίσκου στον ισολογισμό του Ευρωσυστήματος, πράγμα που βελτιώνει σημαντικά την οικονομική κατάσταση των εν λόγω τραπεζών και αναβαθμίζει την πιστοληπτική τους αξιολόγηση. Τα αποτελέσματα του PSPP από την άποψη της οικονομικής πολιτικής περιλαμβάνουν επιπλέον τον οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπό της σε όλους σχεδόν τους πολίτες, που επηρεάζονται τουλάχιστον εμμέσως, μεταξύ άλλων ως κάτοχοι μετοχών, ιδιοκτήτες ακινήτων, ενοικιαστές, αποταμιευτές ή κατόχους ασφαλιστηρίων. Για παράδειγμα, υπάρχουν αξιοσημείωτες απώλειες για τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις. Επιπλέον, καθώς το PSPP μειώνει εν γένει τα επιτόκια, επιτρέπει σε οικονομικά μη βιώσιμες εταιρείες να παραμείνουν στην αγορά».
Δεν ακούγεται και πολύ συνεπές με τη θεωρία περί «ηθικού κινδύνου», σωστά;
Κοινώς, μίλησαν οι δικαστές για μια δυσανάλογη μεταφορά πλούτου από τους μικρούς και τους μεσαίους, στους πλουσιοτέρους, χωρίς καμία εξήγηση από πλευράς ΕΚΤ.
Έχει ενδιαφέρον ότι επικρίθηκαν από τους «Ηρακλείς του στέμματος» της ΕΚΤ διότι όπως διατείνονται οι τελευταίοι, οι δικαστές δεν είναι οικονομολόγοι. Οι επιπτώσεις ωστόσο μιας πολιτικής στο επίπεδο των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όπως και η διαδικασία λήψης μιας απόφασης αποτελούν κατεξοχήν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου. Επιπλέον, για όσους το λησμονούν η ΕΚΤ ως ιδιότυπο όργανο άσκησης διοίκησης δεν μπορεί να διαφεύγει του δικαστικού ελέγχου, όσο και αν το επιδιώκει.
Αντιθέτως προς τις διάφορες κατηγορίες, το γερμανικό συνταγματικό,
δικαστήριο μας έδωσε μια απόφαση που διασαφηνίζει ζητήματα δομικής
σημασίας αλλά και που σηματοδοτεί την κυρίαρχη τάση εντός ΕΕ: τα εθνικά
κράτη παραμένουν οι κυρίαρχοι δρώντες. Η κυριαρχία τους μπορεί να
συρρικνώνεται, στο βαθμό που μέλη έχουν αποδεχτεί μια τέτοια συρρίκνωση,
αλλά δεν μπορεί να εξαφανίζεται εντός Ε.Ε. Υπάρχει ένας πυρήνας και ένα
πλέγμα δικαιωμάτων και διαδικασιών, συνδεδεμένων με την κρατική
κυριαρχία που παραμένει απρόσβλητος από τη λειτουργία των κοινοτικών
οργάνων.
Τα όργανα αυτά μπορεί να θεωρούν ότι τίθενται υπεράνω των αντιστοίχων εθνικών, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούν ότι τα τελευταία εν τέλει θέτουν σε ισχύ και εγγυώνται τις συνθήκες χάρη στις οποίες και τα όργανα της Ε.Ε. υφίστανται.
Η ΕΚΤ δεν είναι ανεξέλεγκτη και δεν μπορεί να λειτουργεί επ’ άπειρον ούτε αντιδημοκρατικά, ούτε μονομερώς. Η υφαρπαγή εμμέσως, σχεδόν του συνόλου της οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο Ε.Ε. από την ΕΚΤ αποτελεί κορυφαίο νομικό και πολιτικό ζήτημα, το οποίο στρεβλώνει όχι μόνο τη θεσμική λειτουργία, αλλά και την οικονομία.
Η απόφαση του δικαστηρίου, πέρα από νομικώς ορθή, είναι επιπλέον πολιτικά επίκαιρη. Εν μέσω Covid-19, η Ε.Ε. σάλπισε επιστροφή κατεξοχήν στις δυνατότητες κάθε κράτους-μέλους, με την ίδια να ανακουφίζει τις αγορές ομολόγων και να αίρει δημοσιονομικούς περιορισμούς. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου τα εθνικά κράτη καλούνται να σηκώσουν το κύριο βάρος της οικονομικής καταστροφής, η πειστικότητα της Ε.Ε. υποχωρεί.
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι όσα προβλέπει η απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου θα έπρεπε να τα έχουν θέσει εγκαίρως, επί τάπητος οι εκλεγμένες ηγεσίες, όχι διότι πρόκειται για επαναστατικές τομές, αλλά για αυτονόητες στο θεσμικό, αστικό πλαίσιο προβλέψεις περί διαφανούς και στοιχειωδώς ισορροπημένης άσκησης, κρατικού τύπου λειτουργιών. Σε κάθε περίπτωση, στην Καρλσρούη υπάρχουν (αστοί) δικαστές.
12 Μαΐου 2020 / Πηγή : kosmodromio.gr
Μεγάλη αναστάτωση έχει προκύψει από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας και την πρόσφατη απόφασή του σχετικά με πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (PSPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στην πατρίδα μας αντέδρασαν κυρίως οι πρώην νεοφιλελεύθεροι -μονεταριστές, νυν κεϋνσιανοί και οσονούπω πάλι νεοφιλελεύθεροι-μονεταριστές οικονομολόγοι. Μαζί τους και μια γενιά νομικών που κάνει καριέρα (σε διαφόρους χώρους, και ιδίως στα πανεπιστήμια) πάνω στη μανιχαϊστική μανιέρα, η οποία διατείνεται πως οτιδήποτε προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανώτερο οποιουδήποτε εθνικού οργάνου και απόφασης εν γένει και εν προκειμένω, δικαστηρίου.
- Ωστόσο, οι Γερμανοί δικαστές, οι οποίοι προφανώς πολύ απέχουν από το να είναι επαναστάτες, έδειξαν ότι ξέρουν δίκαιο και επιπλέον έχουν δίκαιο. Η κρίση τους δε, σε μια Ε.Ε. που μαστίζεται από δομικές ασυμμετρίες, έλλειψη λογοδοσίας, ανισομερή συγκέντρωση ισχύος μεταξύ των διαφορετικών κέντρων εξουσίας στο εσωτερικό της και εν τέλει από έλλειμμα δημοκρατίας αποδεικνύεται διαυγής και ορθή.
Η επιχειρηματολογία του δικαστηρίου πολύ απέχει από το να κατεδαφίζει το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε.. Απλώς (και δυστυχώς σε μια χώρα σαν τη δική μας αυτό δεν είναι ούτε απλό, ούτε αυτονόητο) επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατό, τα κράτη-μέλη να απέχουν από οποιοδήποτε έλεγχο πιθανών υπερβάσεων των οργάνων της Ε.Ε. ως προς τις αρμοδιότητές τους, διότι τότε θα έδιναν στα τελευταία, εν λευκώ δυνατότητα να ερμηνεύουν και να τροποποιούν τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Όπως αναφέρει το κείμενο της απόφασης: «Εάν κάθε Κράτος-Μέλος μπορούσε να επικαλεσθεί την εξουσία να αποφασίζει, μέσω των δικαστηρίων του για την ισχύ των κανονισμών της Ε.Ε., αυτό θα υπονόμευε την προτεραιότητα εφαρμογής που αναγνωρίζεται στο δίκαιο της Ε.Ε. και έθετε εν αμφιβόλω την ομοιόμορφη εφαρμογή του. Ωστόσο, αν τα Κράτη-Μέλη απείχαν εντελώς από την διεξαγωγή κάθε ελέγχου για υπέρβαση αρμοδιοτήτων (ultra vires), αυτό θα έδινε στα όργανα της Ε.Ε. αποκλειστική εξουσία επί των Συνθηκών, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η Ε.Ε. υιοθετεί μια νομική ερμηνεία, η οποία ισοδυναμεί επί της ουσίας με αναθεώρηση συνθηκών η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της».
Το δικαστήριο επιπλέον εξήγησε ότι τα εθνικά κράτη διατηρούν την κυριαρχική τους θέση εντός των ευρωπαϊκών συνθηκών, με δεδομένο ότι η Ε.Ε. δεν αποτελεί ομοσπονδιακό κράτος. [«Ακόμη και υπό την Συνθήκη της Λισαβόνας, τα Κράτη-Μέλη παραμένουν «Κύριοι των Συνθηκών» και η Ε.Ε. δεν έχει εξελιχθεί σε ομοσπονδιακό κράτος», (ό.π.)]
Το γερμανικό δικαστήριο είπε ευθαρσώς
και θεσμικά αυτό που οι οργανικοί διανοούμενοι και τα συστημικά μέσα
ενημέρωσης προσπαθούν να στηλιτεύσουν ως λαϊκισμό: η λειτουργία της ΕΚΤ
είναι αντιδημοκρατική.
Σε αντίθεση με όσα ελαφρά τη καρδία λέγονται, στην Ε.Ε., όντως τα εθνικά κράτη διατηρούν τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Η εξέλιξη των συνθηκών και η απόπειρα μετεξέλιξης της Ε.Ε. σε Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ουδέποτε υλοποιήθηκε νομικά και ανεκόπη για τα καλά πολιτικά.
Δεν υφίσταται λαός της Ε.Ε. ως φορέας της ανυπέρβλητης εκείνης λαϊκής κυριαρχίας, στην οποία θα μπορούσε να θεμελιώνεται κάποια μορφή υπέρτερης ως προς των κρατών-μελών, κυριαρχίας. Λαϊκή κυριαρχία και κρατική κυριαρχία ολοκληρωμένη υπάρχει μόνο στα εθνικά κράτη-μέλη και κατά δάνειο αυτών, στην Ε.Ε., δεδομένου άλλωστε ότι οι ίδιοι οι λαοί των κρατών-μελών, με πολλούς τρόπους, άμεσα ή έμμεσα απέρριψαν την περαιτέρω ενοποίηση προς ένα ομοσπονδιακό μοντέλο.
Το δικαστήριο θύμισε επιπλέον ρητά ότι η Ε.Ε. συνιστά ένα παλίμψηστο πολυεπίπεδων συνεργασιών, μεταξύ κρατών, συνταγματικών τάξεων, διοικήσεων και δικαστηρίων. Τα ευρωπαϊκά όργανα, δικαστικά και μη, οφείλουν να το θυμούνται αυτό κατά τη στάθμιση τόσο των αρμοδιοτήτων τους, όσο και των αποφάσεών τους.
Τα κριτήρια που έθεσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, προκειμένου να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων της ΕΚΤ κρίθηκαν από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο ως ανεπαρκή. Κρίθηκε ότι δεν υλοποιείται επαρκώς η ανάγκη να διασφαλίζεται η αρχή της αναλογικότητας σε κάθε απόφαση και εν προκειμένω σε ό,τι έχει κάνει με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ.
Το κυριότερο; Το γερμανικό δικαστήριο είπε ευθαρσώς και θεσμικά, εκείνο που συζητείται από όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς, παρότι οι οργανικοί διανοούμενοι και τα συστημικά μέσα ενημέρωσης προσπαθούν να το στηλιτεύσουν ως λαϊκισμό: η λειτουργία της ΕΚΤ, η τάση της να επιφυλάσσει για τον εαυτό της διαρκώς μεγαλύτερο ρόλο (στην πραγματικότητα καθορίζοντας όχι μόνο τη νομισματική πολιτική αλλά εμμέσως και τη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική) είναι αντιδημοκρατική. Κατά την απόφαση της Καρλσρούης, «…επιτρέπει μάλλον στην ΕΚΤ να διευρύνει σταδιακά την εξουσία επί των ίδιων της των αρμοδιοτήτων. Το λιγότερο, εξαιρεί εν πολλοίς ή και τελείως κάθε ενέργεια της ΕΚΤ από τον δικαστικό έλεγχο. Ωστόσο, προκειμένου να διαφυλαχθεί η αρχή της δημοκρατίας και να τηρηθούν οι νομικές βάσεις της Ε.Ε., είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει σεβαστή η διάκριση των εξουσιών».
Κοινώς, οι δικαστές μίλησαν για μια
δυσανάλογη μεταφορά πλούτου από τους μικρούς και τους μεσαίους στους
πλουσιοτέρους, χωρίς καμία εξήγηση από πλευράς ΕΚΤ.
Περιττεύει να εξηγήσουμε γιατί ακόμα και η υπόνοια μιας τέτοιας θέσης σκορπά ρίγη αποτροπιασμού σε γνωστούς και μη εξαιρετέους κύκλους στην Ελλάδα και αλλού.
Σαν να μην έφτανε αυτό, το γερμανικό δικαστήριο προχώρησε σε μία ακόμα «ανόσια« στάθμιση: εξέτασε τις «αντενδείξεις» της πολιτικής αγοράς ομολόγων και ειδικότερα το πώς ενώ ενισχύει το τραπεζικό σύστημα, την ίδια στιγμή πλήττει άλλες κατηγορίες πολιτών, όπως είναι οι αποταμιευτές, χωρίς να μπορεί η ΕΚΤ να προσφέρει επαρκείς αποδείξεις στάθμισης των αντιτιθεμένων συμφερόντων, με αναλογικό τρόπο. Επιπλέον δέχθηκε το δικαστήριο ότι η ΕΚΤ διασώζει με κρατικό χρήμα, μη βιώσιμες κατά τα λοιπά ιδιωτικές εταιρείες: «Ένα πρόγραμα αγοράς δημοσίων ομολόγων, όπως το PSPP, το οποίο έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική, επιβάλλεται να έχει ταυτοποιήσει, σταθμίσει και εξισορροπήσει αμοιβαία τα αποτελέσματα του προγράμματος από την άποψη των στόχων νομισματικής πολιτικής και από την άποψη της οικονομικής πολιτικής… Το PSPP επίσης επηρεάζει τον εμπορικό τραπεζικό κλάδο μεταφέροντας μεγάλες ποσότητες δημοσίων ομολόγων υψηλού ρίσκου στον ισολογισμό του Ευρωσυστήματος, πράγμα που βελτιώνει σημαντικά την οικονομική κατάσταση των εν λόγω τραπεζών και αναβαθμίζει την πιστοληπτική τους αξιολόγηση. Τα αποτελέσματα του PSPP από την άποψη της οικονομικής πολιτικής περιλαμβάνουν επιπλέον τον οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπό της σε όλους σχεδόν τους πολίτες, που επηρεάζονται τουλάχιστον εμμέσως, μεταξύ άλλων ως κάτοχοι μετοχών, ιδιοκτήτες ακινήτων, ενοικιαστές, αποταμιευτές ή κατόχους ασφαλιστηρίων. Για παράδειγμα, υπάρχουν αξιοσημείωτες απώλειες για τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις. Επιπλέον, καθώς το PSPP μειώνει εν γένει τα επιτόκια, επιτρέπει σε οικονομικά μη βιώσιμες εταιρείες να παραμείνουν στην αγορά».
Δεν ακούγεται και πολύ συνεπές με τη θεωρία περί «ηθικού κινδύνου», σωστά;
Κοινώς, μίλησαν οι δικαστές για μια δυσανάλογη μεταφορά πλούτου από τους μικρούς και τους μεσαίους, στους πλουσιοτέρους, χωρίς καμία εξήγηση από πλευράς ΕΚΤ.
Έχει ενδιαφέρον ότι επικρίθηκαν από τους «Ηρακλείς του στέμματος» της ΕΚΤ διότι όπως διατείνονται οι τελευταίοι, οι δικαστές δεν είναι οικονομολόγοι. Οι επιπτώσεις ωστόσο μιας πολιτικής στο επίπεδο των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όπως και η διαδικασία λήψης μιας απόφασης αποτελούν κατεξοχήν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου. Επιπλέον, για όσους το λησμονούν η ΕΚΤ ως ιδιότυπο όργανο άσκησης διοίκησης δεν μπορεί να διαφεύγει του δικαστικού ελέγχου, όσο και αν το επιδιώκει.
Η ΕΚΤ δεν είναι ανεξέλεγκτη και δεν μπορεί να λειτουργεί επ’ άπειρον ούτε αντιδημοκρατικά, ούτε μονομερώς.
Τα όργανα αυτά μπορεί να θεωρούν ότι τίθενται υπεράνω των αντιστοίχων εθνικών, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούν ότι τα τελευταία εν τέλει θέτουν σε ισχύ και εγγυώνται τις συνθήκες χάρη στις οποίες και τα όργανα της Ε.Ε. υφίστανται.
Η ΕΚΤ δεν είναι ανεξέλεγκτη και δεν μπορεί να λειτουργεί επ’ άπειρον ούτε αντιδημοκρατικά, ούτε μονομερώς. Η υφαρπαγή εμμέσως, σχεδόν του συνόλου της οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο Ε.Ε. από την ΕΚΤ αποτελεί κορυφαίο νομικό και πολιτικό ζήτημα, το οποίο στρεβλώνει όχι μόνο τη θεσμική λειτουργία, αλλά και την οικονομία.
Η απόφαση του δικαστηρίου, πέρα από νομικώς ορθή, είναι επιπλέον πολιτικά επίκαιρη. Εν μέσω Covid-19, η Ε.Ε. σάλπισε επιστροφή κατεξοχήν στις δυνατότητες κάθε κράτους-μέλους, με την ίδια να ανακουφίζει τις αγορές ομολόγων και να αίρει δημοσιονομικούς περιορισμούς. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου τα εθνικά κράτη καλούνται να σηκώσουν το κύριο βάρος της οικονομικής καταστροφής, η πειστικότητα της Ε.Ε. υποχωρεί.
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι όσα προβλέπει η απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου θα έπρεπε να τα έχουν θέσει εγκαίρως, επί τάπητος οι εκλεγμένες ηγεσίες, όχι διότι πρόκειται για επαναστατικές τομές, αλλά για αυτονόητες στο θεσμικό, αστικό πλαίσιο προβλέψεις περί διαφανούς και στοιχειωδώς ισορροπημένης άσκησης, κρατικού τύπου λειτουργιών. Σε κάθε περίπτωση, στην Καρλσρούη υπάρχουν (αστοί) δικαστές.
12 Μαΐου 2020 / Πηγή : kosmodromio.gr
Σχόλια