Tου Ρόμπερτ Σκιντέλσκι*
*Ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, μέλος της Βουλής των Λόρδων, είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick.
Η
εξαναγκασμένη παραίτηση του υπουργού Οικονομικών του Ηνωμένου
Βασιλείου, Σαγίντ Τζαβίντ, είναι η τελευταία ένδειξη ότι η
μακροοικονομική πολιτική στήνεται στον τοίχο και όχι μόνο στη Μεγάλη
Βρετανία.Επιπρόσθετα, εκτός από την ολοκλήρωση των πολιτικών λιτότητας που ακολουθούν οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου από το 2010, η αποχώρηση του Τζαβίντ στις 13 Φεβρουαρίου έχει μεγαλύτερη σημασία.
- Όμως το τελευταίο «πραξικόπημα» του
Τζόνσον είναι επίσης ενδεικτικό μιας παγκόσμιας μεταστροφής από τη
νομισματική στη δημοσιονομική πολιτική. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η
πολιτική σταθερότητας, το πνευματικό τέκνο του Τζον Μέιναρντ Κέινς,
ξεκίνησε ως σκληρό φορολογικό μέτρο.
- Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης, σύμφωνα με το εγχείρημα, πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την εξισορρόπηση μιας ασταθούς οικονομίας με πλήρη απασχόληση.
Όμως τώρα η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Ο λόγος είναι αρκετά σαφής:
- η
νομισματική πολιτική δεν κατάφερε να προβλέψει και κατά συνέπεια να
αποτρέψει τη μεγάλη ύφεση του 2008-09 και δεν κατάφερε να επιτύχει την
πλήρη ανάκαμψη από αυτήν.
Σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, το μέσο πραγματικό εισόδημα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από ό,τι ήταν πριν από 12 χρόνια.
- Σημαντικό σημείο καμπής ήταν η αποκατάσταση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών το 2013 από τον τότε επικεφαλής οικονομολόγο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ολιβιέ Μπλανσάρντ και του συναδέλφου του Ντάνιελ Λέι.
Η θεωρητική υπόθεση της εξάρτησης στη νομισματική πολιτική για τη σταθερότητα γυρίζει πίσω στον Κέινς. «Αν, όμως, μπούμε στον πειρασμό να ισχυριστούμε ότι τα χρήματα είναι το ποτό που διεγείρει τη δραστηριότητα στο σύστημα», έγραψε, «πρέπει να θυμόμαστε ότι μπορεί να υπάρξουν πολλά σφάλματα ανάμεσα στο ποτήρι και στο χείλος». Πιο απλά, η νομισματική αντλία έχει πολλές διαρροές. Πολλά χρήματα καταλήγουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και δεν επαρκούν για την πραγματική οικονομία.
- Ο Μαρκ Κάρνεϊ, ο απερχόμενος κυβερνήτης της Τράπεζας της Αγγλίας, παραδέχτηκε πρόσφατα, αρκετά ειλικρινά, ότι οι εμπορικές τράπεζες αποδείχθηκαν «άχρηστες» για την πραγματική οικονομία μετά την έναρξη της ύφεσης, παρά το γεγονός ότι διαχειρίστηκαν τεράστια χρηματικά ποσά που τους δόθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες. Στην πραγματικότητα, η ορθόδοξη θεωρία εξακολουθεί να προσπαθεί να εξηγήσει για ποιο λόγο η ποσοτική χαλάρωση τρισεκατομμυρίων δολαρίων (QE) παραμένει κολλημένη σε περιουσιακά στοιχεία που προσφέρουν αρνητικό πραγματικό επιτόκιο.
Όμως αντί να εξετάσει πώς μπορεί να ξεπεραστεί αυτό το ελάττωμα, ο Ρογκόφ δεν βλέπει εναλλακτική λύση για να συνεχίσει το παρόν καθεστώς νομισματικής πολιτικής - παρά τις αδιάσειστες αποδείξεις ότι οι κεντρικές τράπεζες αδυνατούν να διαδραματίσουν τον καθορισμένο ρόλο τους. Τουλάχιστον η δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε καταρχήν να αναλάβει την αποστολή της οικονομικής σταθεροποίησης καθώς δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να το κάνουν οι κεντρικές τράπεζες.
Αυτό οφείλεται σε έναν τεχνικό λόγο, ο οποίος εγκαθιδρύθηκε πριν και μετά την κατάρρευση του 2008. Με απλά λόγια, οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να ελέγξουν το συνολικό επίπεδο των δαπανών στην οικονομία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν να ελέγξουν το επίπεδο τιμών και το συνολικό επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης.
- Ένας λιγότερο σκεπτόμενος παρατηρητής από τον Ρογκόφ θα είχε εξετάσει πιο προσεκτικά τις προτάσεις για την ενίσχυση των αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών, αντί να τις απορρίψει με το επιχείρημα ότι θα είναι (κακά) «κίνητρα» και ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θα τις παρακάμψουν κατά καιρούς. Για παράδειγμα, ένας δίκαιος παρατηρητής θα ήταν τουλάχιστον ανοικτός στην ιδέα της εγγύησης εργασίας του δημόσιου τομέα όπως αυτή που προβλέπεται από τον νόμο του 1978 Χάμφρεϊ-Χόκινς στις ΗΠΑ, ο οποίος εξουσιοδότησε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δημιουργήσει «αποθήκες δημόσιας απασχόλησης» για να εξισορροπήσει τις ιδιωτικές δαπάνες.
- Βεβαίως, τόσο ο σχεδιασμός όσο και η εφαρμογή μιας τέτοιας εγγυημένης εργασίας θα δημιουργούσαν προβλήματα. Αλλά και για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να τις αντιμετωπίσουμε και όχι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα -όπως κάνει ο Ρογκόφ- ότι «με τη νομισματική πολιτική να παρεμποδίζεται και τη δημοσιονομική πολιτική να αποτελεί το κύριο παιχνίδι “στην πόλη”, πρέπει να αναμένουμε επιχειρηματικούς κύκλους με μεγαλύτερη μεταβλητότητα». Διαθέτουμε τη νοημοσύνη για να επιτύχουμε κάτι καλύτερο από αυτό.
Copyright: Project Syndicate, 2020
www.project-syndicate.org
ΠΗΓΗ
=====================
Πιστωτικός σαδομαζοχισμός
«Η Ελλάς πέθανε κατά λάθος»… ομολογεί ύπουλα το ΔΝΤ
Tώρα είναι αλλιώς...
============
μονεταρισμός
μονεταρισμός (αγγλ. monetary = νομισματικός). Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν. Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και στον τρόπο που αυτή επιδρά σε μία οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, στην παραγωγή και στην απασχόληση. Οι ρίζες του μ. βρίσκονται στην ποσοτική θεωρία του χρήματος, η οποία αναβιώθηκε από τον Μίλτον Φρίντμαν με τη λεγόμενη Σχολή του Σικάγου τη δεκαετία του 1950, ενώ βρήκε μεγαλύτερη αποδοχή στους πανεπιστημιακούς κύκλους τη δεκαετία του 1960 και στους πολιτικούς τη δεκαετία του 1970. Πρόκειται για επιστροφή στις νεοκλασικές θεωρίες περί αυτορρύθμισης της οικονομίας. Άλλωστε, η ποσοτική θεωρία του χρήματος αναπτύχθηκε αρχικά από τον Γάλλο οικονομολόγο Ρισάρ Καντιγιόν και τον Σκοτσέζο οικονομολόγο και φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ, για να πάρει μια πιο τυπική μορφή με τον Αμερικανό οικονομολόγο Ίρβιν Φίσερ και τον Σουηδό Κνουτ Βίκσελ στις αρχές του 20ού αι. Ουσιαστικά, αποτέλεσε αντίδραση στις ιδέες του κεϊνσιανισμού (βλ. λ. Κέινς, Τζον Μέιναρντ) που επικρατούσαν ανάμεσα στους οικονομολόγους και στους υπεύθυνους για την οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική περίοδο. Κεντρικό ρόλο στη μονεταριστική θεωρία κατέχει η εξίσωση MV = PQ, όπου Μ είναι η προσφορά χρήματος, V η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος (πόσες φορές τον χρόνο δαπανάται μία νομισματική μονάδα), Ρ το επίπεδο τιμών των αγαθών και υπηρεσιών και Q η ποσότητα των αγαθών και υπηρεσιών. Καθώς η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος θεωρείται σταθερή, η αύξηση της προσφοράς χρήματος θα προκαλέσει είτε αύξηση των τιμών είτε αύξηση της παραγωγής (δηλαδή της οικονομικής δραστηριότητας). Η προσφορά χρήματος περιλαμβάνει τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα σε κυκλοφορία, καθώς επίσης τις επιταγές και τις καταθέσεις όψεως. Μπορεί να περιλαμβάνει και άλλα στοιχεία λιγότερο ρευστά, όπως καταθέσεις προθεσμίας λίγων μηνών κ.ά. Πάντως, ο Μίλτον Φρίντμαν χρησιμοποίησε έναν πολύ ευρύ ορισμό της προσφοράς χρήματος σε αυτή την εξίσωση, σε αντίθεση με άλλους οικονομολόγους που προτιμούν τον στενότερο ορισμό. Οι ακραίοι μονεταριστές πιστεύουν ότι η επέκταση της προσφοράς χρήματος δεν έχει καμία επίπτωση στην πραγματική οικονομική δραστηριότητα (απασχόληση, παραγωγή, δαπάνη κλπ.). Συνεπώς, κάθε μεταβολή της προσφοράς χρήματος επιδρά αποκλειστικά και μόνο στις τιμές. Η πλειονότητα των μονεταριστών παραδέχεται ότι η σύνδεση της προσφοράς χρήματος και του πληθωρισμού είναι κυρίως μακροπρόθεσμη και, συνεπώς, η νομισματική επέκταση μπορεί να επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα βραχυπρόθεσμα. Πάντως, βασική και κοινή αντίληψη των μονεταριστών είναι ότι μπορεί κανείς να ελέγξει τον πληθωρισμό ελέγχοντας την προσφορά χρήματος· συγκεκριμένα, η προσφορά χρήματος πρέπει να μην αυξάνεται ταχύτερα από τον ρυθμό αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας, προκειμένου να παραμένουν σταθερές οι τιμές. Βασική αντίληψη του Μίλτον Φρίντμαν και των οπαδών του είναι ότι ο πληθωρισμός αποτελεί ένα αμιγώς νομισματικό φαινόμενο, ότι οφείλεται αποκλειστικά στις μεταβολές της προσφοράς χρήματος. Δηλαδή πιστεύουν ότι η ζήτηση για πραγματικό χρήμα (το ονομαστικό χρήμα προς το επίπεδο των τιμών) είναι στην ουσία σταθερή και εξαρτάται αποκλειστικά από τον πραγματικό πλούτο (τον ονομαστικό πλούτο προς το επίπεδο των τιμών) των ανθρώπων. Συνεπώς, η προσφορά χρήματος και οι τιμές προσαρμόζονται με σκοπό να αντιστοιχούν στη ζήτηση για πραγματικό χρήμα, η οποία είναι σταθερή. Μια σύγχρονη μονεταριστική σχολή, βασισμένη στη θεωρία των ορθολογικών προσδοκιών, θεωρεί ότι η αλλαγή της προσφοράς χρήματος δεν θα έχει καμία πραγματική επίπτωση (αλλαγή στην προσφορά ή στη ζήτηση αγαθών ή υπηρεσιών ή εργασίας), καθώς όλοι οι οικονομικοί παράγοντες θα περιμένουν ορθώς ότι οι τιμές θα προσαρμοστούν αυτόματα ακριβώς κατά το ποσοστό του πληθωρισμού. Οι μονεταριστές απαξιώνουν τη σημασία της εισοδηματικής πολιτικής (λιτότητα) στον έλεγχο του πληθωρισμού και πιστεύουν ότι αποκλειστική θεραπεία είναι η σταθερή μείωση του ρυθμού αύξησης της προσφοράς χρήματος. Επίσης, αντιτίθενται στις συχνές αλλαγές της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής για τη ρύθμιση της οικονομίας, πιστεύοντας ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εφαρμόζουν συνεπή αντιπληθωριστική πολιτική μέσω του ελέγχου της προσφοράς χρήματος, που είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για να βρεθεί η οικονομία στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης από μόνη της. Συνεπώς αρνούνται τη χρήση της νομισματικής πολιτικής για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ο μ. αντιπαραβάλλεται συχνά με τον κεϊνσιανισμό, θεωρία που δίνει έμφαση στον βραχυχρόνιο ορίζοντα και θεωρεί ότι η οικονομία δεν έχει την τάση να οδηγείται αυτόματα προς το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρεί ότι η δημοσιονομική πολιτική μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται αποτελεσματικά τόσο για την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας όσο και για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης. Παράλληλα, θεωρεί ότι ο έλεγχος της προσφοράς χρήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας και όχι αποκλειστικά του πληθωρισμού. Πρόκειται για το λεγόμενο κεϊνσιανό μείγμα οικονομικής πολιτικής (συνδυασμός δημοσιονομικής και νομισματικής). Όπως προαναφέρθηκε, οι μη ακραίοι μονεταριστές παραδέχονται ότι όταν αυξάνεται ο πληθωρισμός, η παραγωγή αυξάνεται για κάποιο διάστημα με ταχύτερο ρυθμό από τη μακροχρόνια τάση αύξησης. Η μείωση του πληθωρισμού έχει αντίθετη επίπτωση: η παραγωγή αυξάνεται με βραδύτερο ρυθμό από τη μακροχρόνια τάση ή ακόμη και μειώνεται. Με άλλα λόγια, οι πρώτες επιπτώσεις από τις αλλαγές στην αύξηση της προσφοράς χρήματος συμβαίνουν στην οικονομική δραστηριότητα και ο ρυθμός του πληθωρισμού μεταβάλλεται στη συνέχεια. Πολιτικά, αυτό μεταφράζεται στην αποδοχή μιας αρχικής φάσης πτώσης του ρυθμού ανάπτυξης ή και στη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία συνοδεύεται μεταξύ άλλων και από αύξηση της ανεργίας, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η οικονομία και να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα η πλήρης απασχόληση. Βεβαίως, οι ακραίοι μονεταριστές πιστεύουν ότι δεν θα υπάρξει καν αυτό το πρόβλημα και ότι ο έλεγχος της προσφοράς χρήματος θα περιορίσει τον πληθωρισμό και θα σταθεροποιήσει την οικονομία χωρίς καμία βραχυχρόνια επίπτωση (δηλαδή θυσία) στην οικονομική δραστηριότητα. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 ο μ. άρχισε να αποκτά κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική και να υιοθετείται σε πολλές χώρες, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ, καθώς οι κεϊνσιανές πολιτικές είχαν θεωρηθεί υπεύθυνες για την έξαρση του πληθωρισμού και του στασιμοπληθωρισμού (συνδυασμός πληθωρισμού με οικονομική στασιμότητα). Η πιο πιστή εφαρμογή του μ. συνέβη κατά τη δεκαετία του 1980 στο Ηνωμένο Βασίλειο επί πρωθυπουργίας της Μάργκαρετ Θάτσερ. Βασικοί άξονες πολιτικής ήταν η μείωση των φόρων, η μείωση του ρυθμού αύξησης της προσφοράς χρήματος και ο τερματισμός τόσο του ελέγχου της συναλλαγματικής ισοτιμίας όσο και του ελέγχου των τιμών και των εισοδημάτων. Όπως προέβλεπε η θεωρία, η οικονομία υπέφερε για μεγάλο διάστημα, καθώς η μείωση της προσφοράς χρήματος προκάλεσε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και αύξηση της ανεργίας. Ο πληθωρισμός περιορίστηκε, αλλά η ανεργία εκτοξεύτηκε από το 5,4% στο 11,8%. Την περίοδο 1979-84 η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά 10% ενώ οι επενδύσεις στη βιομηχανία κατά 30%. Αργότερα, η ανάπτυξη ανέκαμψε στο ικανοποιητικό 2,8% αλλά η ανεργία διατηρήθηκε. Τελικά η Τράπεζα της Αγγλίας εγκατέλειψε την πιστή εφαρμογή του μ. το 1986. Στη δεκαετία του 1990 η βρετανική οικονομία ανέκαμψε, απολαμβάνοντας ταχείς ρυθμούς ανάκαμψης και πτώση της ανεργίας. Στις ΗΠΑ, η κεντρική τράπεζα Federal Reserve ανακοίνωσε το 1979 ότι θα ακολουθούσε μονεταριστική πολιτική. Πράγματι, έσπευσε να σταθεροποιήσει την προσφορά χρήματος, προκαλώντας έντονη οικονομική ύφεση αλλά και πτώση του πληθωρισμού. Το 1982, καθώς ο πληθωρισμός φάνηκε να ηττάται, η Federal Reserve εγκατέλειψε τον μ. και ακολούθησε ένα κεϊνσιανό μείγμα πολιτικής με αύξηση της προσφοράς χρήματος, κίνηση που οδήγησε σύντομα σε μία ανάκαμψη επταετούς διάρκειας. Πάντως, αυτό δεν εμπόδισε τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν (1980-88) να επικαλείται τουλάχιστον κατ’ όνομα τον μ. επειδή ήταν πολιτικά πιο δημοφιλής, γεγονός που έπαψε να ισχύει από το τέλος της δεκαετίας του 1980.
Σχόλια