Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: "Προς ένα νέο ιστορικό συμβιβασμό: Ανατροπές και αδιέξοδα"

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: "Προς ένα νέο ιστορικό συμβιβασμό: Ανατροπές και αδιέξοδα"
Δεν είναι εύκολο να βρω λόγια για να εκφράσω τη βαθειά συγκίνηση που νοιώθω σήμερα. Η Ακαδημία Αθηνών που μου έκανε την ύψιστη τιμή να με εκλέξει ως μέλος της είναι ο κορυφαίος πνευματικός θεσμός της χώρας. Η Ακαδημία όμως δεν είναι απλώς ένας θεσμός. Είναι και μια ζώσα πραγματικότητα. Ένας τόπος ικανός να παράγει νέα γνώση, να παροτρύνει στην αναζήτηση απαντήσεων σε αδιατύπωτα ακόμα ερωτήματα.
Και για μένα προσωπικά είναι επίσης και κάτι «άλλο». Κάτι ακόμα πιο πολύτιμο ίσως. Είναι ένας τόπος που έμμεσα έχει συμβάλει ενεργά στη δική μου ατομική αυτογνωσία, ένας τόπος που ζωντανεύει μέσα μου μια σειρά από αξέχαστες προσωπικές αναμνήσεις,Επιτρέψτε μου λοιπόν να αρχίσω με αυτές.
Δεν ήμουν παραπάνω από δέκα τεσσάρων ετών όταν πρωτοαντίκρισα τη λαμπρή αυτή αίθουσα. Δεν βρέθηκα όμως εδώ ούτε τυχαία ούτε ως αυτόκλητος. Ξεναγός μου υπήρξε ο αδελφός της μητέρας μου, ο ακαδημαϊκός Καίσαρ Αλεξόπουλος, με τον όποιο τότε συνοικούσαμε.
Μισόν αιώνα αργότερα, στην ιδία αυτή αίθουσα, η Ακαδημία Αθηνών οργάνωσε μιαν επιβλητική τελετή για τη συμπλήρωση των 100 χρονών από τη γέννηση του Καίσαρα Αλεξοπούλου. Φυσικά ήμουν και εγώ εδώ.
Ήταν η τελευταία φορά που θα αντίκριζα τον «αθάνατο» αδελφό της μητέρας μου ζωντανό!.
Λίγες ημέρες αργότερα πέθανε.
Η παρουσία μου, λοιπόν, στην ιδία αυτή αίθουσα, σήμερα, αναβιώνει το απαράγραπτο χρέος μου στον «θειο Καίσαρα».
Θυμάμαι την άδολη χαρά του όταν μου μάθαινε κολύμπι
Όταν ως ορειβάτης, με οδηγούσε στην απόλαυση της περιπλάνησης σε απότομες βουνοκορφές
Όταν με παροτρυνε να παρατηρώ έκθαμβος τα θαύματα της φύσης,
Όταν με δίδασκε να αμφιβάλλω για τα πάντα, ακόμα και για την ύπαρξη των Θεών.
Όταν με έπειθε να προτιμώ να αδικούν άλλοι έμενα από το να αδικώ εγώ άλλους
Όταν μου απευθύνονταν ως εάν ήμουν ώριμος έφηβος ενώ ήμουν ακόμα άγουρο παΐδί.
Όμως, όλα αυτά ανήκουν σε ένα μακρινό παρελθόν.
Σε μιαν εποχή όπου τελούσα ακόμα ο ίδιος «υπό δημιουργική αίρεση».
Σε μιαν εποχή όπου δεν σταματούσα να ψάχνω και να ψάχνομαι αμφιβάλλοντας για τα πάντα
Σε μιαν εποχή όπου αντί να κρυφοκοιτάζω το αχνό μου είδωλο σε παραμορφωτικούς καθρέφτες, απέστρεφα απλώς το αμήχανο βλέμμα μου.
Η φάση αυτή πέρασε όμως ανεπιστρεπτί την ημέρα που επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία. Κυριολεκτικά εν μια νυκτι, οι νέες συνθήκες με εξωθούσαν να έλθω ενώπιος ενωπίω.
Ως αργοπορημένος ενήλικας ένοιωσα ξαφνικά πως είχε έλθει πια ο καιρός να αναλάβω ο ίδιος το βάρος της ύπαρξης μου Έπρεπε να «γίνω» «κάτι άλλο» από αυτό που «δεν ήμουν». Να μετακινηθώ προς νέους ορίζοντες. Να αποκτήσω νέες αναγνωρίσιμες «ιδιότητες», Mε άλλα λόγια, να αποκτήσω «επάγγελμα».
Και εδώ ακριβώς έπαιξαν και πάλι το ρόλο τους οι συγκυρίες, οι συμπτώσεις και η τύχη. Η πίεση της ευρωπαϊκής γνώμης είχε οδηγήσει τον εκδοτικό οίκο Penguin να σχεδιάσει ένα βιβλίο που θα απαντούσε στο ερώτημα «πως η Ελλάδα οδηγήθηκε στην δικτατορία». Και στο πλαίσιο αυτό, εντελως αναπάντεχα, μου ανατέθηκε να το γράψω εγώ. Με τελικό αποτέλεσμα η «Ελληνική Τραγωδία», όπως ονομάστηκε το βιβλίο, να ολοκληρωθεί, να κάνει πολλές εκδόσεις και να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Και η ζωή μου άλλαξε ριζικά. Από τη μια στιγμή στην άλλη έκπληκτος διαπίστωνα πως στα μάτια των «άλλων» και εμμέσως και στα δικά μου, είχα ήδη γίνει «κάποιος άλλος».
Τον ίδιο χρόνο, διορίστηκα βοηθός διδασκαλίας και στη συνεχεία επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Και όταν επιτέλους κατέρρευσε η Χούντα, μπόρεσα να επιστρέψω στην Ελλάδα ως τακτικός πλέον καθηγητής, πρώτα στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στην Αθήνα. Η ζωή μου εξελίσσονταν πλέον ως «σταδιο-δρομία», όπου το κάθε «στάδιο» οδηγούσε στο επόμενο. Ο χρόνος έμοιαζε να κυλά από μονός του.
Στα πλαίσια αυτά, άρχισα να νοιώθω ελεύθερος όχι μόνο να βιώνω αλλά και να απολαμβάνω τα διλλήματα και τις αντιφάσεις μου. Βοηθούσε βεβαίως και η εποχή. Από κοινού με τους περισσότερους ομηλίκους μου, εμπνεόμουν από την πολύμορφη και ζωογόνο νεολαιίστικη έκρηξη του Μάη του 68 την όποια είχα ζήσει από κοντά. Είχα αποκτήσει την «υπαρξιακή» άνεση να επιδίδομαι σε κάθε λογής θεωρητικές αναζητήσεις δίχως δεσμευτικούς δογματισμούς και προκαταλήψεις. Διατηρώντας λοιπόν τις όποιες επιφυλάξεις και αμφιβολίες μου, συνέχιζα να επεξεργάζομαι τους «δικούς μου» τρόπους προσαρμογής σε ένα κόσμο που μπορούσε ακόμα να εμφανίζεται ως δεδομένος, «προφανής», «λογικός» και «κανονικός»
Ήδη όμως από το τέλος της περασμένης χιλιετίας, τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Όλα τα αυτονόητα και «κανονικά» νοηματικά σχήματα συνοδεύονταν πια από ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ακόμα και οι αμετακίνητες βεβαιότητες και «κατακτήσεις» του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού έμοιαζαν να τίθενται υπό αμφισβήτηση. Η άκρατη συστημική «αισιοδοξία» που θεμελιώνονταν στην παντοδυναμία του ελευθέρου λόγου, έχει αρχίσει να κλονίζεται. Κανείς πλέον δεν τολμά να ισχυρίζεται μετά λόγου γνώσεως πως οι κοινωνίες είναι πάντα δυνατόν να οδεύουν προς το «καλύτερο».
Μοιραία λοιπόν υπό τις νέες αυτές συνθήκες, μετατοπίζονταν αποφασιστικά η πανάρχαια συζήτηση για το «δέον γενέσθαι», και μαζί με αυτήν ο προβληματισμός γύρω από την έννοια της «προόδου». Το μέλλον δεν εμφανίζονταν πλέον απλά ως απρόβλεπτο. Αναδεικνύονταν σε αόριστο και ανοριοθέτητο διακύβευμα. Ακόμα και όταν έμοιαζαν να διατηρούνται ζωντανές, οι μείζονες πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις που σφράγιζαν το δυτικό κόσμο από το τέλος του 18ου αιώνα μέχρι το τέλος του 20ου δεν αντιστοιχούσαν πλέον σε ασύμβατες μεταξύ τους εναλλακτικές προτάσσεις. Τόσο η ιστορική αντιπαράθεση ανάμεσα στη «Δεξιά» και την «Αριστερά» όσο και η μεταγενέστερη διαφοροποίηση ανάμεσα στη «συντήρηση» και τη «μεταρρύθμιση» είχαν παψει να εκφράζουν σαφώς αλληλοαποκλειομενα κοινωνικά προστάγματα.
Στα πλαίσια αυτά ακριβώς έκανε την πρώτη της εμφάνιση μια νέα ρηξικέλευθη, θορυβώδης και «μοιραία» λέξη. Η «ανάπτυξη». Πρόκειται για μιαν εντελώς πρωτόφαντη εννοιολογική κατασκευή. Μια κατασκευή που επέτρεψε στη ιδέα της προόδου να ανακτήσει νέα λογικά ερείσματα. Με τη διαμεσολάβηση της νέας αυτής λέξης, η πορεία των κοινωνιών επί τα βελτίω δεν εμφανίζεται πια με τη μορφή μιας αφηρημένης «διιστορικης» ιδέας. Προσλαμβάνεται πλέον και ως πραγματική «ιδιότητα» των σύγχρονων κοινωνιών. Μια ιδιότητα, η ανάπτυξη που οφείλει τώρα να μπορεί να εμφανίζεται αντικειμενική. Να μπορεί να τεκμηριώνεται , να επαληθεύεται. Με άλλα λόγια να είναι μετρήσιμη. Η αφηρημένη ιδέα της προόδου προβάλλεται πλέον ως ολοζώντανη, με σάρκα και οστά. Με αποτέλεσμα η κοινωνική βελτίωση, η οικονομική μεγέθυνση και η πρόοδος να είναι πια δυνατόν να αντιμετωπίζονται ως ομοταγείς έννοιες ή ακόμα και ως συνώνυμα.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι όλες οι «ανεπτυγμένες» κοινωνίες αυτοπροσλαμβανονται πλέον ως «αναπτυξιακές». Ήδη από το τέλος του δευτέρου πολέμου, τόσο οι καπιταλιστικές όσο και οι σοσιαλιστικές χώρες προσυπέγραφαν μια ποσοτικά επαληθεύσιμη τεκμηρίωση της «δικής τους» ανάπτυξης, δηλαδή της «δικής τους» μετρήσιμης προόδου.
Ακόμα και οι θεμελιώδεις μαρξιστικές κατασκευές αφέθηκαν να αναπαύονται τον «ύπνο του δικαίου». Η διόγκωση των «παραγωγικών δυνάμεων» προτάσσονταν πια του ηθικοπολιτικου μελήματος αλλαγής των λεγόμενων «παραγωγικών σχέσεων». Από μια στιγμή και πέρα, η επίτευξη του καταμετρησιμου «πολύ» επισκιάζει την αναζήτηση ενός αφηρημένου ‘’καλού’’ ενός «ευ»
Αυτό όμως σηματοδοτεί μια πλήρη ρήξη με το παρελθόν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι περισσότερες παραδοσιακές κουλτούρες επέμεναν να προσλαμβάνουν το «καλό» με αφηρημένους «ποιοτικούς» όρους. Αυτή ακριβώς άλλωστε είναι η λογική που διέπει χιλιόχρονες ρήσεις, με τις οποίες γαλουχηθήκαμε.
Οπως π.χ. το «παν μετρον άριστον», το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» το «μηδέν άγαν». Γνωμικά που εξέφραζαν μιαν εμμονή στον αφηρημένο και ανοικτό χαρακτήρα όλων των θεμελιωδών αξιακων αρχών. Όπως ακριβώς και η ιδέα του «ωραίου» σε αντιπαράθεση με την ιδέα του «άσχημου», έτσι και το «καλό», το «χρήσιμο», το «σωστό», το «δίκαιο» ή ακόμα και το «αρκετό» και το «επαρκές» δεν υπακούουν σε αυστηρές λογικές προδιαγραφές, σε αυστηρές μετρήσεις. Οι «μεγάλες αξιολογήσεις» παραμένουν ανοιχτές και επίμαχες.
Η διαφοροποίηση σε σχέση με το «προαναπτυξιακο» παρελθόν δεν εξαντλείται όμως με την νοηματικη ταύτιση της προόδου με την ανάπτυξη και την μετρησιμη μεγέθυνση. Εξ ίσου σημαντική είναι και η ταυτόχρονη μεταλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το κάθε ξεχωριστό υποκείμενο αυτοπροσδιορίζεται. Αυτήν ακριβώς την εξέλιξη σηματοδοτεί η επικράτηση του λεγομένου νεοφιλελευθερισμού. Έχοντας ήδη κατακλύσει το δημόσιο λόγο, η μεγιστοποιητική λογική διεισδύει τώρα στα άδυτα των ιδιωτικών επιλογών και συμπεριφορών.
Ο άκρατος αυτός ατομικιστικός φιλελευθερισμός οδήγησε και σε μιαν άλλη ριζική μεταλλαγή. Την θεαματική μετατόπιση της σχέσης ανάμεσα στην ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη. Τις τρεις αφετηριακές συνιστώσες του «κλασικού» φιλελεύθερου αξιακού τρίπτυχου που αποκρυσταλλώθηκαν από τον ευρωπαικό Διαφωτισμο. Εφεξης, η ιδέα της ελευθερίας δεν προσλαμβάνεται ισότιμα και ισοκυρα με τις «εξ αίματος» αδελφές της, την ισότητα και την αδελφοσύνη. Οι αξιακές θεμελιώσεις της νεωτερικότητας υπόκεινται πλέον σε μιαν άρρητη «εσωτερική» προκαταρκτική ιεράρχηση.
Πραγματι, ο κάθε ελεύθερος άνθρωπος εμφανιζεται τώρα ως μόνος αρμόδιος να ορίζει ο ίδιος κυριαρχικά τις δικές του ανάγκες, τις δικές του προτεραιότητες και τις δικές του επιθυμίες. Δεν αναγνωριζεται κανένας περιορισμός στο φαντασιακό. Ο καθένας από εμάς δικαιούται πλέον να επιθυμεί ανευ όρων και ορίων. Να υλοποιεί ανεμπόδιστα τη δική του ανταγωνιστική βούληση για πλούτο, κύρος, διάκριση, δύναμη και απόλαυση, έστω και εις βάρος των άλλων. Ο καθένας από εμάς είναι ελεύθερος να προωθεί τη δική του «κτητική μανία».
Έτσι, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μείζονα τομή στη περιπετειώδη ιστορία των αξιακών παραδοχών. Ανατρέπεται πλήρως η αρχαιότερη ηθική επιταγή του δυτικού πολιτισμού. Η «δεκάτη εντολή». Το βιβλικό «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστίν» δεν εξαφανίζεται μόνο από το προσκήνιο. Μοιάζει επιπλέον να έχει αντικατασταθεί από το αντίθετο του. Ως ασύδοτα πλέον ελεύθερος, ο άνθρωπος δεν ‘’δικαιούται’’ απλώς να επιθυμεί ολοένα και περισσότερα. Οφείλει να επιθυμεί. Και γιαυτο ακριβώς βασανίζεται παρατηρώντας τις επιθυμίες και τις επιτυχίες των συνάνθρωπων του. Καλείται να τους μιμείται φθονώντας τους και να τους φθονεί μιμούμενος τους. Και καταλήγει να τους βλέπει σαν αντίπαλους, ίσως και να τους μισεί. Ο «άλλος ως πλησίον» δεν υπάρχει πλέον.
Αυτή ακριβώς είναι η πεμπτουσία της αρχαιοελληνικής Ύβρης. Είναι μια ακόρεστη επίδειξη μιας δύναμης που υπερβαίνει τα τρέχοντα ήθη, η έμπρακτη παραβίαση του κάθε μέτρου, ανθρώπινου ή θεέου. Είναι η παρανοϊκή αυτάρκεια όσων δεν ξέρουν να συμβιβάζονται με τα όριά τους. Είναι η παράνοια όσων επιχειρούν να αντικαταστήσουν τις θειες δυνάμεις με τη δική τους ακόρεστη βούληση. Είναι ο παραλογισμός όσων επιδιώκουν να υπερβούν τη φυσική τους θνητότητα. Είναι δηλαδή ο,τι παραμένει από όσους βαυκαλίζονται πως μπορούν να οικοδομήσουν τον εαυτό τους αψηφώντας όχι μόνο τους Θεούς αλλά και τους δαίμονες. Και γιαυτο ακριβώς θα πρέπει να τιμωρηθούν. Η Ύβρις οδηγεί στη Νέμεση.
Ο μύθος του Ίκαρου είναι χαρακτηριστικός. Παρασυρμένος από την ύβρη μιας ελευθερίας χωρίς όρους και όρια, ο γιος του Δαίδαλου θέλησε να ανταγωνιστεί τη ίδια του την ανθρώπινη φύση. Θέλησε να πετάξει ψηλότερα απ’ ό,τι του το επέτρεπαν τα εύθραυστα κέρινα φτερά του. Δεν δίσταζε μπροστά σε τίποτε και προσέβλεπε στα πάντα.
Δεν βρισκόμαστε μακριά από τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης φαντασίωσης. Ζούμε σε ένα κόσμο όπου η επιτυχία έχει γίνει το νέο θεϊκό μέτρο, κι όπου το άτομο καλείται να «πετάξει» μόνο του, να φτάσει όσο ψηλά θέλει, έστω και εις βάρος όλων των άλλων, ή να καεί στη σιωπή. Σε ένα κόσμο όπου όλα γύρω μας μοιάζουν να επαναλαμβάνουν ‘’Μπορείς τα πάντα.
Ήδη ως παιδιά διδασκόμαστε στερεότυπα. Πως «Το μόνο όριο είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Πρέπει να κάνουμε ο,τι είναι δυνατόν για να πετυχαίνουμε ο,τι επιθυμούμε δίχως να πτοούμαστε από την παρουσία των συνανθρώπων μας. Και αν τελικώς δεν τα καταφέρουμε, θα φταίμε μόνον εμείς οι ίδιοι.
Ετσι όμως, μαζί με τους «άλλους» αποδυναμώνεται και η συμβολική σημασία του οργανωμένου «Όλου», της συλλογικότητας, της κοινωνίας, της οργανωμένης δηλαδή πολιτικής εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο πως στους καιρούς μας όλες σχεδόν οι θεσμολογημένες πολιτικές εξουσίες φαίνεται πλέον να αρκούνται σε ένα ρόλο «συντονιστικό» «διαχειριστικό», ή ακόμα και διακοσμητικό. Οι «κυβερνήσεις» μετονομάζονται σε «δια-κυβερνήσειςς». Από τη στιγμή που μπορούν να εγγυώνται την αναπαραγωγή του «όλου συστήματος», η βασική αποστολή τους θα έχει ολοκληρωθεί. Κατά τα αλλά, ο κόσμος πρέπει να αφήνεται να προχώρα μόνος του.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι όλο και περισσότερο γίνεται λόγος για το τέλος της ιστορίας, το τέλος της πολιτικής, το τέλος της ιδεολογίας, το τέλος της ουτοπίας, το τέλος των οργανωμένων ταξικών αντιθέσεων και συγκρούσεων.
Η πορεία του κόσμου φαίνεται πια να προκαθορίζεται από μια συστημική αυτάρκεια. Μιαν αυτάρκεια που, με τη σειρά της, ανοίγει το δρόμο προς μια διάχυτη πλέον πνευματική νωχέλεια.
Στον σημερινό «καλύτερο των δυνατών κόσμων» όπου θεωρείται δεδομένο ότι μπορούμε να επιθυμούμε και να επιδιώκουμε τα πάντα, δεν «χρειάζεται» πια να σκεφτόμαστε ως μέλη μιας συλλογικότητας, μιας ενιαίας «ανθρωπότητας».
Ακόμα μια φορά όμως η πανούργα ιστορία αποδείχθηκε πιο απρόβλεπτη από τους ερμηνευτές της, Τις τελευταίες δεκαετίες, σε όλες σχεδόν τις περιοχές του κόσμου, οι ρυθμοί της οικονομικής μεγέθυνσης, της «ανάπτυξης», άρα και της μετρήσιμης προόδου ανακόπτονται, ή και αντιστρέφονται.
Παντού, οι ανισότητες και οι αδικίες εκρήγνυνται.
Η εξαθλίωση απειλεί ολοένα και περισσότερους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Οι βίαιες συγκρούσεις διαδέχονται η μια την άλλη και οι κάθε λογής βαρβαρότητες επανέρχονται δριμύτερες. Η ιδέα της προόδου κυριολεκτικά δεινοπαθεί.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν, οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε ένα νέο προβληματισμό. Έναν προβληματισμό που κατατείνει στη σιωπηρή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών των πολιτικών εξουσιών. Έστω διστακτικά, το αποδυναμωμένο «πολιτικό» μοιάζει έτσι βαθμιαία να «επιστρέφει». In extremis λοιπόν, ακόμα και αν δεν μπορεί να εξασφαλίσουν την αέναη «πρόοδο», οι οργανωμένες εξουσίες ανακτούν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε αναγκαίες διορθωτικές παρεμβάσεις
Έτσι, όλα φαίνονταν να τελούν υπό στοιχειώδη τουλάχιστον έλεγχο. Ως που ενέσκηψε μια νέα απροσδόκητη, τρομακτική και μη αναστρέψιμη απειλή. Μια απειλή που άλλαξε με μιας τα πάντα σε οικουμενική πλέον κλίμακα. Μια απειλή που έμοιαζε να πέφτει από τον ουρανό. Μιλώ προφανώς, για την κλιματική κρίση. Αιφνίδια, το φάντασμα ενός οικουμενικού ολέθρου μας κατακλύζει. Στοιχειώνει ο,τι είχε απομείνει από τον κόσμο που όλοι γνωρίζαμε. Αιφνίδια, η λογοκριμένη πολιτική εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο. Το φιλικό μέχρι πρόσφατα φυσικό περιβάλλον γίνεται εχθρικό. Μετά από χιλιετίες αγαστής συνύπαρξης, η φύση και ο άνθρωπος συνυπάρχουν πλέον μόνον υπό αίρεση. Θαλεγε κανείς πως η φύση εκδικείται το λόγο και ο λόγος ανταποδίδει τα ίσα.
Έτσι μοιάζει να εγκαινιάζεται μια νέα ανθρωπόκαινη, «γεωλογική εποχή». Μια νέα αυτόματη πρόοδο τους, πιέζονται επιπλέον να κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να αποτρέψουν η τουλάχιστον να αναβάλουν την επικείμενη καταστροφή τους «φάση» στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι μετανεωτερικες κοινωνίες που, ουτως η άλλως, δεν μπορούν πια να προσβλέπουν στην.
Ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται πλέον υπό το κράτος μιας ανεξέλεγκτης «κατάστασης ανάγκης». Και οι καταστάσεις ανάγκης» απαιτούν «λύσεις ανάγκης». Από τη στιγμή που όλοι συμφωνούν πως «κάτι» πρέπει να γίνει, «κάποια» θεσπισμένη κεντρική ή αποκεντρωμένη «πολιτική εξουσία» «κάποιος» υφιστάμενος ή αδόμητος ακόμα θεσμός οφείλει πλέον να αναλάβει «κάποιες» ευθύνες και να αναπτύξει «κάποιες» σωτήριες πρωτοβουλίες.
Κι εδώ ακριβώς κάνει την εμφάνιση του ένα νέο τρομακτικό και πρωτοφανές πολιτικό αδιέξοδο. Το οικουμενικά κυρίαρχο αίτημα της ανεξέλεγκτης ποσοτικής ανάπτυξης, προσκρούει πλέον μετωπικά στην άμεση προτεραιότητα της περιβαλλοντολογικής σωτηρίας.
Είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία όπου δυο εξ ίσου ανυπέρθετες πολιτικές προτεραιότητες εμφανίζονται ασύμβατες Η ευθύνη για τη συντήρηση του πλανήτη μοιάζει πλέον ασυμβίβαστη με την απρόσκοπτη αναπαραγωγή της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζαμε.
Στο πλαίσιο αυτό, όλοι οι μετέχοντες στο παίγνιο (κράτη, επιχειρήσεις και άτομα) βρίσκονται εμπεπλεγμένοι σε μια πρωτοφανή «δομική» αντίφαση. Διχως να το εχουν επιδιωξει, ολοι αναγκάζονται πλέον να λειτουργούν ως «σχιζοειδείς τζαμπατζήδες» (free riders) ως «λαθρεπιβάτες της κοινής ανθρώπινης μοίρας». Το ορθολογικο «κοινό» συμφέρον «όλων», να συντηρηθεί η ειρήνη, να αποφευχθούν οι αιματηροί πόλεμοι και να διασωθεί ότι απομένει από το φυσικό περιβάλλον μπαίνει μέσα σε παρένθεση .
Ολοι αποφεύγουν να επωμισθουν το βαρος του μερίδιου που θα «επρεπε» να τους «αναλογεί» σε ένα υπό συνεχή αύξηση «κοινό λογαριασμό». Ολοι προσπαθούν να συμβιβάσουν τα «δικά τους» ασυμβίβαστα. Όλοι επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τη δική τους ωφέλεια με το μικρότερο δυνατό ατομικό κόστος.
Και ταυτόχρονα, όλοι οχυρώνονται πίσω από κομψές εκλογικεύσεις. Μάταια όμως. Καμιά εκδοχή «οικολογικής ευαισθησίας», «οικουμενιστικής ειρηνοφιλίας» και «αλληλέγγυας δικαιοσύνης» δεν πείθει πιά. Ευχολόγια!! Στην πραγματικότητα όλοι θα επιθυμούσαν τον περιορισμό της ανάπτυξης όλων των άλλων αρκεί η δική τους ανάπτυξη να παραμένει για πάντα ενεργή και αδιάλειπτη.
Που όμως μας οδηγούν όλα αυτά; Aναρωτιέμαι αν θα ήταν δυνατόν το αδιέξοδο να αρθεί μέσα από ένα νέο «ιστορικό συμβιβασμό» Eνα νέο ιστορικό συμβιβασμό που θα θεμελιώνεται σε μια νέα αφετηριακή παραδοχή. Την παραδοχή πως μολονότι οι επιθυμίες όλων των ανθρώπων και όλων των λαών θα έπρεπε να προσλαμβάνονται ως κατ αρχήν «ισότιμες», το ζήτημα της ικανοποίησης των διαφορετικών αυτών επιθυμιών και αναγκών δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται πάντα με ενιαία κριτήρια.
Υπό τους ορούς αυτούς, τίθεται πλέον το ερώτημα εάν οι ανθρώπινες επιθυμίες και ανάγκες μπορεί να καλυφτούν δίχως πρόσθετη επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Και συνακολουθά, το ακόμα πιο καίριο πολιτικό ερώτημα τι, ποια αγαθά και ποιες υπηρεσίες θα «μπορούν» και θα πρέπει» να εξακολουθήσουν να παράγονται και « τι», «ποια αγαθά» και «ποιες» υπηρεσίες» θα «μπορεί και θα «πρέπει» να πάψου να παράγονται, άρα και να «εξαφανιστούν» από την ελεύθερη αγορά.
Απαντήσεις βέβαια δεν υπάρχουν, Παραμένει όμως ανοικτό το ζήτημα αν θα ήταν δυνατόν να ανακοπεί η ανθρώπινη επιθυμία για το «πολύ». Πως θα μπορούσε η προστασία του περιβάλλοντος να λειτουργήσει ως αντίρροπο στην άμεση επιθυμία των ανθρώπων για όλο και περισσότερη αλόγιστη κατανάλωση, εδώ και τώρα. Πιο πολύ. Όλο και πιο πολύ.
Το αδιέξοδο μοιάζει πλήρες. Η ιδέα της « πολιτιστικής επανάστασης» που έρχεται στο νου δεν δίνει απαντήσεις. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως οι ιδιοτελείς λαθρ-επιβάτες του κόσμου θα δέχονταν με τη θέληση τους να αυτό-μεταμορφωθούν εν μια νυκτι σε ανιδιοτελείς συν-επιβάτες ενός κοινου «οχήματος».
Αναρωτιέμαι λοιπόν τι θα μπορούσε να γίνει. Στο νου μου έρχεται μιαν αλληγορία του Βάλτερ Μπένγιαμιν, εμπνευσμένη από ένα πινάκα του Πάουλ Κλέε. Ο «άγγελος» που κινεί τα νήματα της ιστορίας είναι αιχμάλωτος μιας τεράστιας και παντοδύναμης θύελλας.
Τα ερείπια που σωρεύονται μπροστά του υψώνονται ως τον ουρανό . Θα ήθελε να παραμείνει για λίγο, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συγκεντρώσει τους ηττημένους. Να σταθεί, Να συλλογιστεί. Αλλά η θύελλα που φυσάει από τον ουρανό, τον ωθεί αδιάκοπα προς το μέλλον. Η θύελλα αυτή είναι ο,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο.
Ίσως μια λύση θα ήταν μέσα σε αυτή τη θύελλα να αναθεωρήσουμε ριζικά όχι μόνο το πώς αντιλαμβανόμαστε την πρόοδο, αλλά και πως αντιμετωπίζουμε τη σχέση μας με το χρόνο, τη σχέση μας με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Τime was, time is, time is not. Ο χρόνος ήταν, ο χρόνος, είναι , ο χρόνος ΔΕΝ είναι, μας θυμίζει αμείλικτα ο Ελιοτ.
Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο για μια άλλη ανθρωπότητα, για μια άλλη ανθρώπινη ανθρωπότητα, δεν μπορεί να αναφέρεται ούτε σε αυτό που πιστεύουμε πως υπάρχει, ούτε σε εκείνο που «κληρονομήσαμε» από τους προγόνους μας, ούτε σε αυτό που δεν επιτρέπεται να γίνει, ούτε όμως απλώς σε αυτό που δεν υπάρχει ακόμα.
Το σημερινό πλανητικό διακύβευμα δεν αντιπαραθέτει πια συντηρητικούς και μεταρρυθμιστές, δεξιούς και αριστερούς, φτωχούς και πλούσιους, ορθολογιστές και παραλογιζόμενους.
Το πραγματικό δίλλημα των σκεπτόμενων σήμερα ανθρώπων συνοψίζεται στην ανάγκη να επιλέξουμε ανάμεσα στο «όλοι μας» και στο «κανείς».
Η ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, στην Ακαδημία Αθηνών, στην οποία έγινε τακτικό μέλος.

==================

Ο κορυφαίος διανοούμενος μίλησε στην Οικονομική Επιθεώρηση για την κρίσιμη μεταβατική περίοδο την οποία διανύουμε, καθιστώντας τον κόσμο στον οποίο ζούμε όλο και πιο δυσανάγνωστο. 

 

Μια συζήτηση με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά δεν μπορεί παρά να είναι συναρπαστική. Και αυτό διότι στο τέλος της δεν αποκομίζεις ποτέ εύκολες και απλουστευτικές βεβαιότητες, αλλά ακόμα πιο απαιτητικά και διορατικά νέα ερωτήματα. Σύμφωνα με τον Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έναν από τους θεμελιωτές της κοινωνιολογίας στην Ελλάδα, ο κόσμος μας διανύει σήμερα μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο. Το παλιό «φαίνεται να έχει εκπνεύσει, το νέο όμως παραμένει ακαθήλωτο, ασαφές και ανονόμαστο». Σύμπτωμα ακριβώς αυτής της κατάστασης είναι και η πληθωριστική χρήση (αν όχι κατάχρηση) νεολογισμών όπως «μετανεωτερικότητα», «μεταπολιτική», «μεταδημοκρατία» ή «μετα-αλήθεια».

Η συνύπαρξη του παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού με τον οικονομικό πατριωτισμό, η κατάρρευση του ιστορικού μεταπολεμικού συμβιβασμού και η αναζήτηση νέων, η αντίφαση ανάμεσα στην ελευθερία διακίνησης προϊόντων και πραγμάτων με τους περιορισμούς στην κίνηση των ανθρώπινων σωμάτων, το πέρασμα από τον αμερικανικό μονοπολισμό σε έναν είδος πολυκεντρισμού, η κλιματική κρίση και η ταχεία ανάπτυξη της τεχνολογίας, αποτελούν ορισμένα από τα στοιχεία αυτού του δυσανάγνωστου κόσμου σε μετάβαση, που με τη σειρά του οδηγεί τις κοινωνίες και τους δρώντες σε μια νέα κρίση αυτογνωσίας και ταυτότητας, όπως υποστηρίζει ο κορυφαίος διανοούμενος.

Η κρίση και δυσανάγνωστος νέος κόσμος

Έχουμε τα τελευταία χρόνια πληθωρική συζήτηση για πολυ-κρίση, ακόμη ακόμη για permacrisis/μόνιμα εγκατεστημένη κρίση: είχαμε εμείς εδώ την κρίση χρέους που έγινε οικονομικο-κοινωνική, είχαμε την παγκόσμια κρίση της πανδημίας της Covid-19, έχουμε εν συνεχεία τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ανάφλεξη του Μεσανατολικού και την έκρηξη των πληθωριστικών φαινομένων… 

… έχουμε ακόμη, θα μου επιτρέψετε να προσθέσω, το τέλος της μέχρι πρόσφατα αυτονόητης σχέσης μας με το ζωογόνο φυσικό μας περιβάλλον. Η οικουμενικά σωρευμένη και, καθώς φαίνεται ανεπίστρεπτη, οικολογική κρίση μάς απειλεί με πλήρη καταστροφή.

Αυτό λοιπόν το περιβάλλον κρίσης, το γεγονός ότι έχουμε εγκατασταθεί σε κρίση, τι κάνει στους ανθρώπους; Τι στους λαούς; Τι στο διεθνές σύστημα;

Δύσκολη η απάντηση σε τέτοιο ερώτημα. Κρίση τι σημαίνει; Και πώς φράσσονται οι επιπτώσεις της σε ατομικό επίπεδο; Πριν από όλα η κρίση συνεπιφέρει αβεβαιότητα για το τι είναι και πώς αντιμετωπίζεται. Γεγονός που οδηγεί σε μια διάχυτη ανασφάλεια για όλα όσα πρόκειται να συμβούν. Όταν κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τους όρους εξόδου από την κρίση, όταν η επιστροφή σε μια χαμένη «κανονικότητα» φαίνεται αδύνατη, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ακριβώς μπορεί, και πρέπει, να θέλει και να επιδιώκει. Με αποτέλεσμα, την αύξουσα αναξιοπιστία όλων των συγκροτημένων προτάσεων, άρα και όλων των πολιτικών προταγμάτων. Με συνακόλουθη προέκταση την ευρύτερη δυσπιστία έναντι του λόγου και όλων των προσπαθειών ερμηνείας ή εκλογίκευσης μιας έωλης πλέον πραγματικότητας.

Δηλαδή, αποσάθρωση ψυχολογική.

Ναι. Η πολυεπίπεδη κρίση φέρνει πανικό, φόβο, άγχος και επισφάλεια. Όμως οι ρίζες της κρίσης δεν είναι υποκειμενικές. 

Στο συλλογικό, λοιπόν, τι συμβαίνει; Πώς επενεργεί η κρίση στην ίδια την έννοια του συλλογικού;

Θα έλεγα ότι το πρώτο πράγμα που πλήττεται είναι η ίδια η πρόσληψη του συλλογικού, του κοινωνικού όλου. Να σκεφτούμε πως, μέχρι πολύ πρόσφατα, οι διάφορες λέξεις με τις οποίες προσπαθούσαμε να αναπαραστήσουμε την ένταξή μας σε ένα ευρύτερο ονοματισμένο πλαίσιο ήταν λίγο πολύ κατανοητές στη βάση ενός δεδομένου και συγκεκριμένου περιεχομένου. Τα σημαίνοντα «κράτος», «έθνος», «κοινωνία», «κοινότητα», «ομάδα», ακόμα και «τάξη» ή και «κοινωνία πολιτών» παρέπεμπαν σε σαφή και προφανώς περιγεγραμμένα σημαινόμενα. Σήμερα, όλες αυτές οι λέξεις τίθενται πλέον υπό αμφισβήτηση. Τόσο σε ό,τι αφορά τις πραγματικές παραστάσεις στις οποίες παραπέμπουν, όσο και σε σχέση με το κανονιστικό τους περιεχόμενο, όλες οι συλλογικότητες νοούνται πλέον υπό αίρεση. Πέραν από την κρίση της πραγματικότητας, βιώνουμε και μια κρίση των εννοιών, των νοημάτων, των βεβαιοτήτων, και του ίδιου του λόγου.

Και αυτού του τύπου η κρίση πού μας οδηγεί;

Από τη στιγμή που οι μεγάλες αυτές λέξεις αναδεικνύονται σε ανοικτά νοηματικά διακυβεύματα, τα ίδια τα προβλήματα παραμένουν ανονόμαστα. Δεν είναι τυχαία η ανάδυση μιας σειράς νέων πρόσημων όπως το «νεο-», το «υστερο-» ή το «μετα-», που δεν προσθέτουν τίποτε στην κατανόηση των πραγματικών αλλαγών, γεγονός που οδηγεί στην κατάχρηση νεολογισμών όπως «μετανεωτερικότητα», «μεταπολιτική», «μεταδημοκρατία» ή «μετα-αλήθεια» ή επίσης «ύστερος καπιταλισμός», «νεοφιλελευθερισμός», «νεοδημοκρατία» (όχι η Ν.Δ., μην παρεξηγηθούμε!). Όλες αυτές οι λέξεις εκφράζουν έναν δυσανάγνωστο πλέον κόσμο, έναν περίγυρο που δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστεί με τους σαφείς όρους που γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Εκφράζουν μια ρευστή πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί πλέον να απεικονιστεί με τα παλιά εργαλεία με ικανοποιητικό τρόπο δίχως να απαντούν στο ερώτημα «τι είναι» αυτή η πραγματικότητα. Το χαμένο παλιό φαίνεται να έχει εκπνεύσει, το νέο όμως παραμένει ακαθήλωτο, ασαφές και ανονόμαστο. Με αποτέλεσμα, μη όντας σε θέση να εντάξουμε το δικό μας μέλλον, τις δικές μας επιθυμίες, τις δικές μας φαντασιώσεις σ’ ένα συγκεκριμένο και αυτοαναπαραγόμενο σχέδιο, να αντιμετωπίζουμε μια νέα κρίση αυτογνωσίας και ταυτότητας. Σε έναν ακατανόητο κόσμο, δεν ξέρουμε ποιοι και τι είμαστε, ούτε και τι μπορούμε να κάνουμε οι ίδιοι.

ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΥΜΕ ΠΩΣ, ΜΕΧΡΙ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΦΑΤΑ, ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΜΑΣ ΣΕ ΕΝΑ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΟΝΟΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΗΤΑΝ ΛΙΓΟ ΠΟΛΥ ΚΑΤΑΝΟΗΤΕΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΕΝΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ. ΤΑ ΣΗΜΑΙΝΟΝΤΑ «ΚΡΑΤΟΣ», «ΕΘΝΟΣ», «ΚΟΙΝΩΝΙΑ», «ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ», «ΟΜΑΔΑ», ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ «ΤΑΞΗ» Η ΚΑΙ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ» ΠΑΡΕΠΕΜΠΑΝ ΣΕ ΣΑΦΗ ΚΑΙ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΠΕΡΙΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ ΣΗΜΑΙΝΟΜΕΝΑ. ΣΗΜΕΡΑ, ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΙΘΕΝΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΥΠΟ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ.

Και αυτό, με τη σειρά του, πού μας οδηγεί; Πού καταλήγει;

Όταν μιλούμε για την κρίση της πολιτικής, για την κρίση αντιπροσώπευσης, την κρίση της δημοκρατίας, εκφράζουμε πρωτίστως τον φόβο και την αμηχανία των ελλόγων ανθρώπων, που προσπαθούν να κατανοήσουν τις σχέσεις τους με τον κόσμο και με τους συνανθρώπους τους, και τα όρια των δυνατοτήτων τους να επηρεάζουν το κοινό τους γίγνεσθαι. Η κρίση του πολιτικού λόγου εκφράζεται ως αμήχανη αντίδραση απέναντι σε υποκείμενα που καλούνται να επιζήσουν περιβεβλημένα από ένα ακατανόητο χάος.

Φόβος που εκδηλώνεται πώς…

Ως αδυναμία να προβλέψουν το μέλλον. Και να το φανταστούν καν!

Πράγμα το οποίο θα μας οδηγήσει σε καταστάσεις homo homini lupus; 

Προφανώς! Αυτή, άλλωστε, υποτίθεται ότι ήταν η «φυσική κατάσταση» του προκοινωνικού ανθρώπου κατά Χομπς. Ενάντια στην αντίληψη αυτή, αντλώντας διδάγματα από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός επιχείρησε να διατυπώσει τους όρους για μιαν αυτόνομη κανονιστική θεμελίωση ενός, υπό συνεχή αναθεώρηση, αξιακού δέοντος. Ως υπεύθυνος εαυτού, ο νεωτερικός άνθρωπος καλείται πλέον να εκκολάψει αυτόνομα τις ιδέες και τις αξίες του. Αυτήν ακριβώς την τομή εκφράζει το γαλλικό επαναστατικό εθνόσημο. Η «ισότητα» και η «αδελφοσύνη» οφείλουν πλέον να πλαισιώνουν την «ελευθερία» ως ισότιμες αξιακές θεμελιώσεις του αυτόνομου ατόμου. Το επαναστατικό αυτό τρίπτυχο εξακολουθεί μέχρι σήμερα να σφραγίζει τις κανονιστικές θεμελιώσεις όλων των δυτικών κοινωνιών. Τα τελευταία χρόνια όμως έχει πάψει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. 

Δηλαδή, πού βρίσκεται η τομή;

Βαθμιαία, το συμβολικά αδιαίρετο επαναστατικό εθνόσημο φαίνεται να διαλύεται στα εξ ων είχε συντεθεί. Σιωπηρά τουλάχιστον, οι θεμελιώδεις αξιακές καταβολές της νεωτερικότητας άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους και να ιεραρχούνται. Ως πρώτιστη και απαράγραπτη αξία καταγράφεται πλέον μόνον η ελευθερία, η οποία επιτρέπει στον κάθε άνθρωπο να κρίνει ο ίδιος, ελεύθερα, αυτόνομα και αδέσμευτα πώς και με ποια κριτήρια θα επιλέξει να αντιμετωπίζει τους άλλους όχι στη βάση εξωγενώς δεδομένων αιωνίων κανόνων, αλλά στη βάση των δικών του συμφερόντων, αναγκών, προτιμήσεων και κοσμοαντιλήψεων. Τα ιδεογραφικά θεμέλια που σφράγιζαν τον δυτικό κόσμο από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης άρχισαν να αποδυναμώνονται. Και ταυτόχρονα καταλύονται οι προϋποθέσεις του μεγάλου ιστορικού συμβιβασμού που επέτρεψε στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή Δύση να οικοδομήσει έναν νέο πολιτικό πολιτισμό. 

Πώς εξασφαλίστηκε και πώς χάθηκε ο μεγάλος μεταπολεμικός ιστορικός συμβιβασμός

Αυτό ισχύει κοινωνικά, πολιτικά ή οικονομικά;

Το 1945, μετά τον πόλεμο και εν συνεχεία σε συνάρτηση με τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης έφτασαν σε έναν πρωτοφανή σε έκταση και σε προεκτάσεις ιδεολογικό και πολιτικό συμβιβασμό, που ξεπερνούσε κατά πολύ το compromesso storico του Μπερλίγκουερ. Ήταν η πρώτη φορά που όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις φάνηκαν να πειραματίζονται με μια πρωτόγνωρη σύνθεση ανάμεσα στην προώθηση των συμφερόντων του ιδιόκτητου κεφαλαίου αφενός και την εξασφάλιση της στοιχειώδους ευζωίας των αποκλεισμένων, των αδικημένων και των καταπιεσμένων αφετέρου. Και αυτό επιτυγχανόταν μέσα από μια συντονισμένη διαδικασία πολιτικής ανακατανομής εισοδημάτων και πόρων. Για τριάντα χρόνια, η δημοκρατική Δύση προγραμμάτιζε μια νέα κοινωνία.

Το Les Trente Glorieuses των Γάλλων…

Ακριβώς. Ήταν ίσως τα πιο «ανθρώπινα» χρόνια που έζησε ποτέ η ανθρωπότητα. Ενώ δεν ετίθετο θέμα περιορισμού, τιθάσευσης ή καταπίεσης των ελευθεριών των ανθρώπων, θεωρούνταν πια αυτονόητο ότι η αύξουσα ευημερία θα έπρεπε να αφορά όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. Με τη συναίνεση όχι μόνον της παραδοσιακής Aριστεράς, αλλά και των Xριστιανοδημοκρατών, όλες σχεδόν οι πολιτικές πτέρυγες φάνηκε να συμφωνούν ότι οι πολιτικές εξουσίες οφείλουν πριν από όλα να εγγυώνται την ισορροπημένη εξυπηρέτηση τόσο των πραγματικών βιοτικών αναγκών όλων των ανθρώπων όσο και των προεκτάσεων μιας ανεξέλεγκτης και συχνά ασύδοτης ελευθερίας τους. 

Αλλά ακόμα μια φορά η ιστορία είχε άλλη γνώμη. Ήδη, από την αρχή της δεκαετίας του ’70, η μεγάλη οικονομική κρίση εξανάγκασε όλες τις κυβερνήσεις να ανακρούσουν πρύμναν. Η υπερχρέωση και το μείζον δημοσιονομικό πρόβλημα επέβαλαν στους ιθύνοντες να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες των αδύναμων τάξεων με ολοένα μεγαλύτερη φειδώ. Υπό τους όρους αυτούς, βαθμιαία η «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση» έδωσε τη θέση της σε μια νέα πρωτόφαντη αγοραία «φιλελεύθερη συναίνεση». Ήδη, πριν από το τέλος του 20ού αιώνα, ο πρωτόφαντα ανθρωπιστικός ιστορικός συμβιβασμός είχε δώσει τη θέση σε ένα εξίσου πρωτόφαντο σύστημα ιδεών, που εκ των υστέρων ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός.

Κι αυτό, για σας, τι είναι;

Είναι ένα σύστημα ιδεών που τόσο στο οικονομικό, όσο και στο αξιακό και υπαρξιακό επίπεδο θεωρεί αυτονόητη την πρωτοκαθεδρία των συμφερόντων των επιθυμιών και των βουλήσεων του κάθε ανθρώπου χωριστά έναντι όλων των άλλων κοινών αξιών. Από τη στιγμή που, από την ίδια του τη φύση, ο άνθρωπος καλείται να υπηρετεί τα συμφέροντά του και να ικανοποιεί τις ανάγκες του, θεωρείται εύλογο, αναγκαίο και «φυσικό» ο συμφεροντολογικός αυτός ορθολογισμός να πρέπει να προτάσσεται όλων των «άλλων» αξιακών κατασκευών. Η ατομική ελευθερία και ασυδοσία αναδεικνύεται πλέον σε μη-διαπραγματεύσιμη αξιακή αφετηρία. 

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Επιπλέον, το νεοφιλελεύθερο αυτό πρόταγμα έτυχε ρητά ή σιωπηρά να κατακλύσει μιαν ολόκληρη κοινωνία, που καλούνταν πλέον να ομνύει στο όνομα μιας πάνδημης ανταγωνιστικής κατανάλωσης. Ο καθένας «είναι» αυτά που έχει και επιδεικνύει ως δικά του. Υπό τους όρους αυτούς, ακόμα και οι θιασώτες των ριζικών κοινωνικών ανατροπών διστάζουν να αμφισβητούν την πρωταρχική σημασία της ορθολογικής προώθησης και «διαχείρισης» μιας δεδομένης πλέον και αενάως αναπτυσσόμενης καταναλωτικής πραγματικότητας. Το πολιτικό δεν είναι πια αυτό που ήταν. Με αποτέλεσμα, ανεπαίσθητα, τα συνδηλούμενα των λέξεων να διολισθαίνουν προς απρόσμενες κατευθύνσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι, αντί για «κυβέρνηση», μιλάμε πλέον για «δια-κυβέρνηση».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΕΟ ΔΙΠΟΛΙΣΜΟ

Η Κεντροαριστερά, πέρα από τον κατακερματισμό της, καλείται να αντιμετωπίσει και την αδιαφορία των ψηφοφόρων,…

Η κομβική διαφορά πού βρίσκεται κατ’ εσάς;

Η λέξη δια-κυβέρνηση/governance δεν παραπέμπει σε «κάτι» που επιδιώκει να λειτουργεί αυτόνομα. Αναφέρεται σε μια δεδομένη κατάσταση πραγμάτων, που πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν αυτό που «απλώς είναι». Και αυτή ακριβώς είναι η έννοια της θατσερικής ΤΙΝΑ/there is no alternative. Όταν δεν φαίνεται να υπάρχουν εναλλακτικές προοπτικές και λύσεις, το πολιτικό δεν έχει άλλη επιλογή από το να αρκείται στο να «διαχειρίζεται» το αμετάκλητα υπάρχον. 

Οπότε πού βρίσκεται το όριο σε αυτή τη διαχειριστική λογική;

Τα όρια μοιάζουν πια εξωγενή και ανεξέλεγκτα. Ήδη το βλέπουμε: είναι το όριο της επιβιωσιμότητας του ίδιου του πλανήτη! Από τη στιγμή που το βασικό τεκμήριο της προόδου –που συναποδέχονται όλες οι πολιτικές, αλλά και οι οικονομικές εξουσίες – είναι η επίτευξη και διαχείριση της άμετρης και άκριτης ποσοτικής παραγωγικής μεγέθυνσης ή ανάπτυξης, από τη στιγμή που το «καλό» αρκείται στο «πολύ», όλα πρέπει να γίνονται «άγαν», δηλαδή καθ’ υπερβολήν. Αυτή ακριβώς άλλωστε είναι η αντικειμενικά υφέρπουσα λογική που πιέζει προς την ακώλυτη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Η αντοχή του όλου «συστήματος» δεν μπορεί να εμπεδωθεί «οριστικά», παρά μόνον αν κάνεις δεν αμφισβητεί την αναπτυξιακή μοίρα της ανθρωπότητας. Εφεξής, είναι εξαιρετικά δύσκολο για οποιαδήποτε ιδέα να αλλοιώσει ένα ήδη διαβρωμένο συλλογικό φαντασιακό. Για όσο καιρό το «πολύ» ταυτίζεται με το «ευ», η υφιστάμενη λογική και αξιακή συγκρότηση της οποιασδήποτε συλλογικότητας μοιάζει ακλόνητη. 

Αυτό, λοιπόν, είναι που διαλύει το κοινωνικό; Η Μάργκαρετ Θάτσερ έλεγε «There is no such thing as society»

Απολύτως. Από τη στιγμή που τα έλλογα σχέδια μπορούν να εκκολάπτονται μόνον από τα ίδια τα συμφεροντούχα άτομα (και τις οικογένειές τους), η κοινωνία παραιτείται από τη δυνατότητά της να διατυπώνει «άλλες» δικές της ιδέες για το καλό και το κακό. 

Νεοφιλελευθερισμός ή οικονομικός πατριωτισμός;

Εδώ όμως μπαίνει το άλλο ερώτημα: ζούμε ακόμη σε φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τη στιγμή που βλέπουμε οικονομικό πατριωτισμό να αναπτύσσεται ξανά, με προστατευτισμούς και τα σχετικά. Και μάλιστα, τώρα που η ηγεμονία της Δύσης υπονομεύεται. Πού βρισκόμαστε;

Εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα! Πιστεύω ότι βρισκόμαστε μπροστά στη δειλή ακόμα ανάδυση νέων ιστορικών συναινέσεων και συνθέσεων ανάμεσα στον ήδη οριστικά παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό από τη μια μεριά και έναν εσωστρεφή νεο-πατριωτισμό από την άλλη. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ολόκληρο τον κόσμο παρακολουθούμε τη γέννηση πολιτικών συμμαχιών και διαπραγματεύσεων που διακινούνται σε μιαν υφήλιο χωρίς σύνορα. Μιαν υφήλιο στους κόλπους της οποίας, με μια και μόνο εξαίρεση, όλα τα πράγματα, τα προϊόντα, οι πληροφορίες, η γνώση, οι ιδέες, οι τεχνολογίες, διακινούνται ελεύθερα και ανεξέλεγκτα. Το μόνο που παραμένει ενδογενώς ρυθμιζόμενο είναι οι κανόνες που διέπουν την κινητικότητα των γυμνών και ανήμπορων ανθρώπινων σωμάτων. Αντίθετα με τους συμφεροντούχους ιδιοκτήτες που κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στο δικό τους no man’s land, oι απλοί «υπήκοοι» των, τύποις ακόμα κυρίαρχων, κλειστών έννομων τάξεων είναι εγκλωβισμένοι στη χώρα όπου έτυχε να γεννηθούν ή να βρεθούν. 

Οπότε το μεταναστευτικό προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτού που περιγράφετε;

Η διακίνηση των απελπισμένων και στερημένων μαζών, που δεν έχουν τίποτε άλλο εκτός από το εύθραυστο σώμα τους, είναι όντως μια από τις προεκτάσεις της παγκοσμιοποίησης στο πλαίσιο της οικολογικής κρίσης. Πολλώ δε μάλλον που, την ίδια στιγμή που αυξάνεται εκθετικά ο αριθμός των εξαθλιωμένων μαζών, η οικονομική δύναμη των μεγιστάνων πολλαπλασιάζεται μέρα με τη μέρα. Αυτό όμως δεν μπορεί να κρατήσει επ’ άπειρον. Εν δυνάμει τουλάχιστον αναμένονται νέες συγκρούσεις και εκρήξεις. 

Εκρήξεις; Ή μήπως καταστολή – και σ’ αυτό «βοηθάει» η αναφορά σε κρίσεις;

Και εκρήξεις και καταστολή. Παράλληλα.

Να βάζαμε εδώ και την κλιματική αλλαγή στο παιχνίδι; Κλιματικοί πρόσφυγες….

Για όλους τους παραπάνω λόγους, βλέπω στον ορίζοντα νέους τύπους ιστορικών συμβιβασμών. Η άνευ όρων αποδοχή της πλήρους κινητικότητας των μέσων παραγωγής και το μέλημα της πολιτιστικής, γλωσσικής και συμβολικής συντήρησης των ιστορικών κοινοτήτων δεν είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Τα πλαίσια όμως είναι νέα. Ενώ τα κράτη αποδυναμώνονται, τα έθνη ανασυντάσσονται. 

Ενίσχυση του εθνικού στοιχείου με άλλα λόγια;

Του εθνικού. Σ’ όλη την Ευρώπη, σε όλο τον κόσμο. Δείτε την Ολλανδία, βλέπετε τον Χέερτ Βίλντερς, ο οποίος πριν απ’ όλα θέλει να αποκλείσει τη δυνατότητα να έρθουν κι άλλοι βρόμικοι Μεσανατολίτες…

Έγχρωμοι!

Έγχρωμοι, ακριβώς. Στην ωραία, καθαρή, πολιτισμένη ολλανδική Δύση. Αντίστοιχα συμβαίνουν ή θα συμβούν λίγο πολύ παντού. Στην Ουγγαρία, στη Γερμανία (με το AfD), στη Γαλλία (με τη Μαρίν Λεπέν να μετράται με 27% ως  πρώτη παράταξη για τις προεδρικές εκλογές), στην παραδοσιακά ανεκτική Σουηδία, στην Ισπανία, για να μη μιλήσουμε για τις ΗΠΑ του Τραμπ και την Αργεντινή.

Θα ίσχυε το ίδιο και για τις χώρες της Ανατολής; Για την Κίνα ή για την Ινδία, για παράδειγμα;

Εκεί, δεν ξέρω αληθινά…

Το πολυκεντρικό διεθνές σύστημα και η παγίδα του αναθεωρητισμού

Θέλω να πω: το νέο μοντέλο ιστορικού συμβιβασμού αφορά τη Δύση; Η Κίνα θα κάνει το δικό της μοντέλο συμβιβασμού;

Εδώ φτάνουμε στο άλλο ερώτημα που θέσατε: πολυ-πολισμός στο διεθνές σύστημα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε ένα σταθερό και, εκ πρώτης όψεως, αμετακίνητο δι-πολικό σύστημα. Δυο μεγάλες δυνάμεις με τους δορυφόρους τους, συμφωνούσαν de facto στην αέναη αναπαραγωγή του διπολικού εκείνου συστήματος. Ακόμα και το βέτο, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αυτή τη (καθαρά αντιδημοκρατική) σύλληψη του παγκοσμίου συστήματος αποτύπωνε. Αυτό δούλεψε άριστα για 30-40 χρόνια. Και δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου υπήρξε η πλέον ειρηνική της πρόσφατης ιστορίας. Ακόμα και όταν είχαμε πολέμους –Κορέα, Βιετνάμ– αυτό συνέβαινε διά παρένθετων προσώπων, υπό απόλυτο έλεγχο των μεγάλων και δίχως κινδύνους πυρηνικών έκτροπων. Μόλις όμως κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, μπήκαμε σε μια περίοδο αμερικανικής μονοκρατορίας: δεν υπήρχε πλέον κανείς να αμφισβητήσει ούτε το υπό παγκοσμιοποίηση οικονομικό σύστημα, ούτε τη δύναμη των ΗΠΑ. Για λόγους εν πολλοίς εσωτερικούς, η Αμερική δεν θέλησε όμως να αναλάβει το κόστος (δημοσιονομικό, στρατιωτικό, αλλά και συμβολικό) για τη νέα αυτή κατάσταση. Οι ΗΠΑ δεν αποδυναμώθηκαν, αλλά άρχισαν να αποσύρονται από τα ζεστά μέτωπα. Και το «κενό» καλύφθηκε αμέσως με τον πολλαπλασιασμό των φιλοδοξιών και των εστιών συγκρούσεων.

Και αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης;

Έτσι, αργά αλλά σταθερά, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί ένας νέος δομικός πολυκεντρισμός ή πολυπολισμός. Οι BRICS, που υπάρχουν εδώ και πάνω από μια δεκαετία –και τώρα πάνε να διευρυνθούν– δεν είναι παρά ένα μόνο παράδειγμα. Ήδη σήμερα έχουμε μια σειρά από υποψήφιες μεσαίες ή μεγάλες δυνάμεις να παίζουν το παιχνίδι της συνεχούς διαπραγμάτευσης ως προς τους όρους της διεθνούς συνύπαρξης ανεξάρτητων κρατών. Το διεθνές δίκαιο όπως το γνωρίζαμε έχει πάψει να παίζει τον κατά παράδοσιν δημιουργικό και δεσμευτικό του ρόλο. 

Αυτό είναι κακό;

Κατά κυριολεξία βέβαια, το διεθνές δίκαιο ουδέποτε λειτούργησε ως εκτελεστός κανόνας δικαίου. Ήδη από την αρχή, η δεσμευτικότητά του θεμελιωνόταν στην εθιμική συμμόρφωση σε κοινές αποφάσεις που δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστούν με καθαρά νομικές διαδικασίες. Η αρμονική διεθνής συνύπαρξη εξασφαλιζόταν πρωτίστως με τον οικειοθελή σεβασμό των ισότιμων μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στις αρχές που εξασφάλιζαν τη συντήρηση της δεδομένης ισορροπίας ανάμεσά τους. Το διεθνές δίκαιο επισφράγιζε απλώς την εξακολούθηση της υφιστάμενης κατάστασης.

Παρακάμπτεται; 

Όχι, δεν υπάρχει καν ως γενικά αποδεκτός και έννομα εκτελεστός κανόνας! Η κάθε μια από τις αυτόνομες διεθνείς δυνάμεις μπορεί πλέον να επιλέγει να ερμηνεύει κατά βούληση το νόημα των διεθνών θεσφάτων. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο μπορεί να προτάσσονται ή να αποδοκιμάζονται όλες οι μορφές «αναθεωρητισμού» όσων δεν αποδέχονται τη Χ ερμηνεία του διεθνούς δικαίου ή επικαλούνται μιαν άλλη Ψ που αντιστοιχεί στα συμφέροντά τους. Με αποτέλεσμα να εμφανίζονται αδιέξοδα, πιο επικίνδυνα ακόμα και από εκείνα που είχαμε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Φαίνεται να καταλήγουμε σε μια κατάσταση όπου είναι πιο δύσκολο ακόμη να αποφεύγονται οι πόλεμοι: όρα Ουκρανία, όρα Μεσανατολικό. Το νόημα των λέξεων έχει αλλοιωθεί.

Παράδειγμα σ’ αυτό;

Τι σημαίνει «παράπλευρες απώλειες»; Πώς και από ποιον ορίζονται τα «νόμιμα μέσα» για την επίτευξη ενός ευλόγου και θεμιτού στόχου; Πώς ορίζεται η «κατάχρηση εξουσίας»; Ποιος και με ποια κριτήρια είναι δυνατόν να κρίνει εάν η «απάντηση» σε μια πρόκληση ή η αντίδραση σε μιαν «αδικαιολόγητη επίθεση» είναι ή όχι «ανάλογη» με τον κίνδυνο; Πώς ορίζεται το αίτημα της «αναλογικότητας» των μέσων (που ενυπάρχει ακόμη και σε κείμενα του ΟΗΕ). Όλο και περισσότερο, η έλλειψη μιας οικουμενικής εμβέλειας ανεξάρτητης και συγκροτημένης δικαιοδοτικής διαδικασίας σηματοδοτεί τον πρακτικό εκφυλισμό του εθιμικά ισχύοντος διεθνούς δικαίου.

Αλήθεια, εκείνο που ακούγεται στην Ελλάδα –η οποία δεν παύει να είναι μια μικρομεσαία χώρα, εκτεθειμένη σε τοπικούς κινδύνους– αλλά και για παράδειγμα στην Ευρώπη, περί «σωστής πλευράς της ιστορίας» τι είναι; Προσπάθεια αυτοκαθησυχασμού; Ότι κάνουμε μια εξασφαλιστική επιλογή ώστε να μη φοβόμαστε;

Ποιος θα την κρίνει τη σωστή πλευρά; Βέβαια, σε κάποια στιγμή, η ίδια η ιστορία θα κρίνει ίσως ποια υπήρξε η σωστή πλευρά! Αλλά η ιστορία δεν χρειάζεται να είναι ούτε λογική, ούτε αντικειμενική, ούτε δίκαια. Και τίποτε δεν την εμποδίζει να εκφέρει αντιφατικές ετυμηγορίες.

Η επίδραση της τεχνολογίας, η αγωνία της καριέρας – και της ταυτότητας

Η τεχνολογία σε όλη αυτή την προσέγγιση;

Η τεχνολογία λειτουργεί ως παράγοντας επιτάχυνσης. Σε σημείο ώστε μόνον οι ειδικοί να είναι σε θέση να παρακολουθήσουν την ακριβή διαδικασία και τους ρυθμούς των αλλαγών. Ο κοινός θνητός δεν είναι δυνατόν να αναλύσει, να κατανοήσει το περιεχόμενο των επερχόμενων αλλαγών. Για ένα ελάχιστο κατανόησης προϋποτίθεται μια μίνιμουμ εξοικείωση με τη γλώσσα της τεχνολογίας. 

Υπό τους όρους αυτούς, ανατρέπεται απόλυτα μια θεμελιακής σημασίας φαντασίωση γύρω από το ζήτημα της ατομικής ταυτότητας. Κάποτε γινόσουν χημικός μηχανικός, ή λογιστής ή ακόμη και ξυλουργός. Μάθαινες την τέχνη σου –ή τη σπούδαζες– ύστερα βελτιωνόσουν, εν συνεχεία έφτανες σε ένα σημείο ωρίμανσης και μπορούσες να απολαμβάνεις εκείνο που σου έλαχε να κάνεις για να επιζήσεις. Σήμερα, με τις τρομακτικές αλλαγές, με τις ανατροπές της τεχνολογίας, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα γνωρίζει –αύριο!– εκείνα που χρειάζεται για να ασκήσει την τέχνη του. Αυτό που είναι χρήσιμο ή αναγκαίο σήμερα, αύριο θα μοιάζει άχρηστο, ίσως και αναχρονιστικό βάρος. Κάνεις πια δεν μπορεί να οικοδομήσει μια σταθερή ταυτότητα διά βίου. 

Αποτέλεσμα αυτού που επισημαίνετε;

Μια πρόσθετη αβεβαιότητα και αγωνία, μήπως «χρειαστεί» να αλλάξεις τέχνη, να αλλάξεις καριέρα, να ξανα-αντιμετωπίσεις την αγωνία της επιβίωσης σε ένα νέο περιβάλλον, να αλλάξεις εντέλει μια ταυτότητα που συγκροτείται μέσα από τις φαντασιώσεις του καθενός, αλλά και μέσα από το απειλητικό βλέμμα του άλλου.

ΤΟ 1945 ΟΙ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΕΦΤΑΣΑΝ ΣΕ ΕΝΑΝ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ ΣΕ ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟ. ΗΤΑΝ Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΦΑΝΗΚΑΝ ΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΦΕΝΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΟΥΣ ΕΥΖΩΙΑΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΑΦΕΤΕΡΟΥ. ΑΛΛΑ ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΧΕ ΑΛΛΗ ΓΝΩΜΗ. ΗΔΗ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’70, Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΝΑ ΑΝΑΚΡΟΥΣΟΥΝ ΠΡΥΜΝΑΝ.

Από την αποδοχή του άλλου…

Μπορεί αυτή η απώλεια ελέγχου στη διαδρομή της καριέρας και στην ταυτότητα να προστεθεί μάλιστα στην επίδραση που ασκεί η εξ αποστάσεως εργασία.

Αυτή είναι καλή ή κακή εξέλιξη;

Είναι καταλυτική για όλες τις συλλογικές δραστηριότητες. Αφ’ ης στιγμής δουλεύεις μόνος σου στο σπίτι σου, παύεις να έρχεσαι σε διαρκή επαφή με άλλους που έχουν τα ίδια διλήμματα.

Με την ομάδα;

Με μιαν «αληθινή» ομάδα, που συγκροτείται με κοινές αντικειμενικές προδιαγραφές. Στη θέση τους δημιουργούνται νέες φαντασιακές ομάδες μέσα από τα social media. Οι ομάδες αυτές όμως είναι εφήμερες και εύθραυστες. Η έλλειψη της οποιασδήποτε αίσθησης μονιμότητας ή διάρκειας καθιστά έωλη οποιαδήποτε μορφή αδελφοσύνης και αλληλεγγύης. Γεγονός που με τη σειρά του συμβάλλει αποφασιστικά στην ευρύτερη απομόνωση, αποσυλλογικοποίηση και απολιτικοποίηση. 

Πολιτικές ιδέες, αποφάσεις – και Δημοκρατία

Εδώ όμως προκύπτει και το πρόβλημα του πώς και από ποιους λαμβάνονται πλέον οι πολιτικές αποφάσεις. Καταλήγει το πολιτικό σύστημα να είναι ένα θεσμικό προσωπείο που πίσω του κρύβεται ένα εξαιρετικά πολύπλοκο, διαπεπλεγμένο σύμπαν θεσμών, ατόμων και συμφερόντων. Έτσι, κάνεις δεν μπορεί να γνωρίζει ακριβώς πού, πότε και γιατί λαμβάνονται οι αποφάσεις. Στην πραγματικότητα, όλα αποφασίζονται στο πλαίσιο μιας συνεχούς και αόρατης διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε αλληλένδετους πολιτικούς, οικονομικούς και ιδεολογικούς φορείς πολλών συγκεκριμένων συμφερόντων.

Μήπως δηλαδή τελικά η ίδια η κρίση λειτουργεί ως προπέτασμα, ώστε όλα αυτά να συμβαίνουν και ο κόσμος να ασχολείται μόνον με το σοκ της κρίσης; Μια βολική λύση;

Μια απολύτως βολική λύση! Πολλώ δε μάλλον που στις μέρες μας μοιάζει προφανές πως η Δημοκρατία −ή ίσως η μετα-δημοκρατία− δεν οδηγεί σε άμεση συμμετοχή όλων των πολιτών στα κρίσιμα τεκταινόμενα. Η δημοκρατική συμμετοχή μπορεί πια να εξαντλείται στο γεγονός της εύρυθμης λειτουργίας μιας κοινωνικής συνύπαρξης όπου όλα είναι επιτρεπτά και όλες οι γνώμες ελεύθερα ευπρόσδεκτες ή αδιάφορες. Στην τελευταία περίπτωση απλώς εξαφανίζονται από προσώπου γης. Όλο και περισσότερο, λοιπόν, οι ιδέες κυκλοφορούν σαν να ήταν ένα ακόμα εμπόρευμα που διακινείται ελεύθερα δίχως περιορισμούς. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν φοβίζουν. Η απειλή της καταστολής όσων γνωμών και ιδεών «ενοχλούσαν» το κυρίαρχο σύστημα είναι πλέον παρελθόν. Αν δεν κατορθώσεις να διεισδύσεις, να πείσεις και να επηρεάσεις, αν δεν μπορείς να πουλήσεις το προϊόν σου, εξαφανίζεται αυτό, εξαφανίζεσαι κι εσύ!

Δηλαδή μια πολιτισμένη περιθωριοποίηση των άβολων ιδεών.

Τα βιβλία που δεν πουλιούνται πολτοποιούνται. Θα έλεγα ότι το ίδιο ισχύει σε ό,τι αφορά τις ιδέες. Όσες δεν «πουλούν», ανακυκλώνονται και πολτοποιούνται.

Τι απομένει από τη διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς;

Σε αυτή τη συνολική συνθήκη, η διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς πού μας βρίσκει;

Τα πολιτικά διακυβεύματα υπερβαίνουν πλέον κατά πολύ τον προβληματισμό γύρω από την οργάνωση των παραγωγικών σχέσεων και την κατανομή του πλούτου. Οι νέες προκλήσεις επικεντρώνονται στην ίδια τη φυσική επιβίωση των κοινωνιών μας. Η κλιματική απειλή, ο υπερπληθυσμός, η απελπισία των μαζών απειλούν ολόκληρο τον κόσμο με έκρηξη. Η διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς δεν μπορεί λοιπόν πια να περιορίζεται στην υπεράσπιση ή την καταγγελία της εκμετάλλευσης και της ταξικής συγκρότησης των κοινωνιών.

Αλλά;

Είναι και πολλά άλλα πράγματα. Η Δεξιά εξακολουθεί να είναι «ριζικά» συντηρητική. Βασικό της μέλημα είναι η εξασφάλιση της συντήρησης ενός συστήματος που οφείλει να αναπαράγεται αυτομάτως, πράγμα που στον βραχύ τουλάχιστον χρόνο μοιάζει επιτευκτό. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν προβληματίζεται για το μακροπρόθεσμο. Μεριμνά για το σήμερα και το επερχόμενο αύριο.  Η Αριστερά έχει αντιθέτως συνηθίσει να σκέφτεται μακροπρόθεσμα. Να θέτει τα ζητήματα ενός μέλλοντος άγνωστου ακόμα, και συχνά αδύνατου και ουτοπικού…

Μεσσιανικού;

Ευκταίο είναι εκείνο-που-δεν-υπάρχει-ακόμα, ακόμα και αν αυτό δεν υπάρξει ποτέ.

Σχόλια