Το αστείο, πού είναι; Ατάκα κι η έκπληξη του punch line

Titos Christodoulou
Το αστείο, πού είναι; Ατάκα κι η έκπληξη του punch line
Παράδειγμα της λογικής ασυμβατότητας και της έκπληξης του απροσδόκητου στο «αστείο» αστείο είναι το ότι ο συντάκτης μου το βράδυ έχει στο κομοδίνο του ένα ποτήρι γεμάτο νερό κι ένα ποτήρι... άδειο. Γιατί το βράδυ μπορεί και να διψάσει μπορεί και όχι! Ίσως από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα του σημασιολογικά αναλυόμενου αστείου, καθιστά σαφή την ένταση ανάμεσα στα σημασιολογικά πεδία («scripts») του γεμάτου ποτηριού και του προβληματικού άδειου ποτηριού.
Η «λύση» εκλύει τον γέλωτα, με την απάντηση έκπληξη που ανατρέπει την αιτιακή σχέση ανάμεσα στην ύπαρξη νερού και την ύπαρξη δίψας, καλώντας για μια αντίστοιχη αιτιακή σχέση ανάμεσα στην μη ύπαρξη δίψας και την μή ύπαρξη νερού στο (άδειο) ποτήρι. Κάτι σαν τους Αμερικανούς που βομβάρδισαν μέχρις εκθεμελιώσεως το Ιράκ, διότι η μη εύρεση όπλων μαζικής καταστροφής ήταν απόδειξη του πόσο καλά ήταν αυτά κρυμένα.
Αποσβολωμένος ο βαρυποινίτης (του Αρκά) που βοηθεί στο μαγειρείο της φυλακής, ανακαλύπτει ότι το κατεψυγμένο κρέας έχει στάμπα... Φεβρουάριο του 1921! Και παίρνει την χαριστική βολή της ανέμελης εξήγησης του μάγειρα: «Α, αυτό σημαίνει ότι το βόδι ήταν Υδροχόος»!
«Εγώ προσωπικά δεν βρίσκω τίποτε το αστείο σε αυτό», λέγει... μια κότα στην άλλη, καθώς περνούν απέναντι στο δρόμο. «Αλήθεια, γιατί περνώ τον δρόμο;» αναρωτιέται μια άλλη κότα. Το αστείο που εκπλήσσει τον εαυτό του, ψάχνοντας την λογική του για να αναχθεί στο επίπεδο του «μετα-αστείου».
Πιο αρχαίο το παράδειγμα από τον Διδάσκαλο εκείνων που γνωρίζουν, τον Αριστοτέλη (οπαδό, είπαμε, της θεωρίας της «ασυμβατότητας»), για τους εν τη απουσία του διαβολείς του. «Μπορούν στην απουσία μου και να με γδάρουν ζωντανό», απαντούσε «αστεϊζόμενος» περιφρονητικά. Η απουσία της λογικής ως η πιο λογική απάντηση του Λογικού στις ψευδοκατηγορίες των... αλόγων. Ου συ με λοιδορείς αλλά το άτοπον.
«Ο Διδάσκαλος εκείνων που γνωρίζουν», ώρισα Σχολαστικώς τον Φιλόσοφο σε οξυνούστατη μαθήτριά μου, πρό τινος. «΄Αρα, όχι δικός σας;» ήταν η πληρωμένη απάντηση. «Συνομιλώ μτους αιώνες», εξηγούσα στην κόρη μου ότι είμαι ωστόσο ευτυχής, άπους τώρα κλεισμένος «ως στροθίονμονάζον επί δώματος», με τα βιβλία μου. «Α, με τους συνομηλίκου σου;», το χαριστικό της ανελέητης κόρης, που δεν χαρίζεται σε τίποτα και σε κανέναν. Κακού Κόρακος, κακόν ωόν.
«35 χρόνια στην φυλακή, ξέρεις τί μου έλειψε πιο πολύ;», ρωτά ο αποφυλακισθείς βαρυποινίτης του Αρκά, σε διάλογο με τον φύλακα (που αλλού να πάει, «σαν βγω απ’ αυτή την φυλακή, κανείς δεν θα με περιμένει»). Οι γυναίκες; Όχι! Ένα καλό φαϊ σε ακριβό εστιατόριο; Όχι! Ένα ταξίδι στην εξοχή; Όχι! Τα μαγαζιά! Όχι! Το θέατρο; Όχι! Το σινεμά; Όχι! Διασκέδαση στο καζίνο; Η θάλασσα; Όχι! Το ΡΙΚ; Ε, αυτό κι αν όχι! Ε, τί σου έλειψε πια; «Το δικαίωμα να λέω όχι»!
Δακρυόεν γελάν... Κι ο πόντικας Μοντεχρήστος, στον Βαρυποινήτη του Αρκά. Βλέοντες πολλές γρηόες να βγαίνουν από την κηδεία στο νεκροταφείο. «Πρέπει να έχει πινες (επιτυχίες) το νεκροταφείο. Διώχνουν κόσμο!»
Η γρηά στην ουρά έξω από το κρεοπωλείο, στο παλαιό αλλά αλησμόνητο Σοβιετικό ανέκδοτο. Κοιτά μια την άδεια τσάντα, μια το κρεοπωλείο, ξανά την άδεια τσάντα, κι αναρωτιέται: «δεν θυμάμαι, περιμένω να μπω στο κρεοπωλείο ή μόλις βγήκα;». Γελάσωμεν ίνα θρηνήσωμεν. Η θεραπευτική πλευρά του αστείου, η έ

Σχόλια