Του Ηλία Καραβόλια
- «Οι πόροι του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης υπάρχουν για να
διευκολύνουν την ενεργειακή μετάβαση κάνοντάς την πιο ομαλή και πιο
δίκαιη, όχι για να επιδοτούμε τον λογαριασμό του κλιματιστικού σε βίλες
της Μυκόνου”
( Μάνος Ματσαγγάνης) - ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Ορθή διάγνωση από τον σοβαρό καθηγητή Οικονομικών στο άρθρο του για τα άσκοπα επιδόματα στην Καθημερινή (https://www.kathimerini.gr/opinion/563777113/anti-gia-epidomata-anaptyxiaki-dimosia-politiki/)
Αλλά αναρωτιέμαι :
- δεν κατανοούμε ότι αρέσκεται επι δεκαετίες αυτή η κοινωνία σε μια δήθεν ταξική πολιτική, καλυμμένη με τον φερετζέ της κοινωνικής πρόνοιας ;
Άραγε πόσοι εξ ημών δεν θα ήθελαν «βίλα στη Μύκονο» και επιδότηση κλιματιστικού;
Δεν διαφωνώ με το ζητούμενο του καθηγητή Ματσαγγάνη :
- οι παροχές είναι αντιπαραγωγική πολιτική και χρεώνουν τις επόμενες γενιές.
Αλλά σε ποια ακριβώς τάξη ( ή θέση τέλος πάντων) βρίσκεται ο μέσος Ελληνας απέναντι σε αυτές τις διαρκείς πολιτικές παροχών ;
Ο καθηγητής περιγράφει σωστά αυτό που ακούγεται ωραίο ως ζητούμενο :
- «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης».
Όμως, αλήθεια τώρα : στην πράξη τι ακριβώς είναι ;
Και ρωτάω ξεκάθαρα ως μακροικονομολόγος (αλλά δύσπιστος αρκετά πλέον στους ορθόδοξους ορισμούς )
Τι εννοώ :
- Η νεοελληνική οικονομία «επιδοτείται» εκ των έσω, κυρίως.
- Όταν συνεχίζεις να πληρώνεις (ως μισθωτός των 900 ευρώ πχ) το καλαμαράκι 18 ευρώ στο νησί τότε επιδοτείς πέραν του πληθωρισμού και την «πολιτική των επιδομάτων»( αν γίνομαι κατανοητός)
Είναι σχεδόν το ίδιο μικροοικονομικό συμπεριφορικό αποτύπωμα με κάτι άλλο ( νεοελληνικό καθαρά) :
- όταν χρωστάς στην τράπεζα 7-8 χρόνια το δάνειο αλλά μισθώνεις ή αγοράζεις νέο SUV, τότε εκτός από στρέβλωση στην χρηματοπιστωτική αγορά, ενισχύεις και πάλι την παρασιτική επιδοματική οικονομία( αν έγινα πάλι κατανοητός)
Ο Μητσοτάκης λοιπόν, και ο κάθε πρωθυπουργός της μεταμνημονιακης Ελλάδας, των εύκολων πλεονασμάτων λόγω ακρίβειας από τα καρτέλ, δεν έχει κανένα λόγο να ασκήσει «δημόσια κοινωνική πολιτική» ή «ενεργητική πολιτική απασχόλησης».
Και δεν έχει κανένα κίνητρο να πείσει το μεγάλο κεφάλαιο να ρίξει λεφτά στην οικονομία (όπως το ακούτε)
Ο Μητσοτάκης – που υποτίθεται ότι ψηφίζεται λόγω δήθεν καλών χειρισμών των δημοσιονομικών «σταθερών» – δεν έχει κανένα κίνητρο ( ακόμη και αν πέφτει στις δημοσκοπήσεις) να «σηκώσει την οικονομία» με άλλους τρόπους, ορθολογικούς και δοκιμασμένους, και προς μια δίκαιη κατεύθυνση για τους πολλούς.
Πώς να το κάνει όταν βλέπει ότι η κοινωνία του δίνει σινιάλο υπερκατανάλωσης και υπερχρέωσης ; ( δεν τον απαλλάσσω φυσικά από αυτό ως ηθική υποχρέωση και δέσμευση, αν υπάρχει κάτι τέτοιο σήμερα)
Και για να μην χαθούμε στην μετάφραση : είναι ωραίο να περιγράφουμε την ανάγκη για τις εμπροσθοβαρείς πολιτικές και το αναπτυξιακό πρόσημο.
Αλλά δεν χρειαζόμαστε μια καλύτερη οικονομική θεωρία για έναν καλύτερο κόσμο.
Η χώρα αυτή δεν έχει ακριβώς μια οικονομία με ανοιχτό και αποτελεσματικό ανταγωνισμό, ούτε και συντελεστές βελτιστοποίησης των διανεμόμενων ωφελειών του ΑΕΠ ( και ζητάω συγνώμη για την ξύλινη τεχνική ορολογία)
Η νεοελληνική οικονομία ρύθμισε το δημόσιο χρέος της και ήδη κατάφερε και πέρασε σε τροχιά μη βιώσιμου ιδιωτικού χρέους !
Όχι όμως από τις παροχές Τσίπρα και Μητσοτάκη – για όνομα του θεού – και ούτε εις βάρος των ευρωπαίων εταίρων !
Κλείσαμε την μεγάλη τρύπα κάθε χρόνο στο δημόσιο και ανοίξαμε τρύπες (που κάνουμε ότι δεν βλέπουμε ) στα σπίτια και στις δουλειές μας.
Και γιατί το κάναμε :
- Μα γιατί μας επιδοτεί δεκατίες τώρα αυτό το κράτος να κλέβουμε από τα παιδιά μας, επειδή ( προ δεκαετιών πάλι) φροντίσαμε να γίνει ένας αποτυχημένος επιχειρηματίας που έκλεβε αυτό εμάς ( και εμείς αυτό)
Καταλήγω :
- χρειαζόμαστε ξανά δημόσιες επενδύσεις. Και αυτό δεν είναι «κρατισμός» και ευκαιρία για διορισμούς και κομματικό κράτος .
Πρέπει οι πόροι της ΕΕ, αλλά και οι φόροι μας ταυτόχρονα, να γεννήσουν πολλαπλασιαστές με μεγάλα infrastructure projects ( χωρίς τις γνωστές υπερτιμολογήσεις των ΟΤΑ και άλλων φορέων σε ΣΔΙΤ)
Ακούγεται ανορθόδοξο και παλαιομοδίτικο, το ξέρω.
Αλλά η πραγματικότητα είναι μια : συνεχίζουν να απεργούν τα ιδιωτικά κεφάλαια. Συνεχίζει να απεργεί το τραπεζικό πιστωτικό κεφάλαιο.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, έπεσαν αλλού από εκεί που έπρεπε( ως φαίνεται)
Και το μόνο προσωρινά ευεργετικό οξυγόνο είναι τα δημόσια έσοδα που αυξάνονται λόγω πληθωρισμού.
Ε ας το ομολογήσουμε τότε χωρίς να κινδυνεύουμε να χαρακτηριστούμε νοσταλγοί του Ανδρέα ή μαρξιστές : χρειαζόμαστε επιτέλους ικανό κράτος – επιχειρηματία χωρίς παθογένειες του παρελθόντος, χωρίς χαμένα λεφτά και κρατικοδίαιτους.
Όποια κυβέρνηση δεν μπορεί να το κάνει σε αυτό τον τόπο, απλά θα μας οδηγήσει ξανά στην λιτότητα επειδή φροντίζουμε εμείς να παρακολουθεί βολικά το μεγάλο παραγόμενο προϊόν μας, το παγκόσμιο συγκριτικό μας πλεονέκτημα : το χρέος μέσω της υπερκατανάλωσης….
=================
Αντί για επιδόματα, αναπτυξιακή δημόσια πολιτική
*Μάνος Ματσαγγάνης
Εδώ και αρκετά χρόνια, έχει επικρατήσει η ομιλία του εκάστοτε πρωθυπουργού στα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης να περιέχει εξαγγελίες νέων παροχών. Δεν ήταν πάντα έτσι – αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο κείμενο της ομιλίας του Κώστα Σημίτη στις 7 Σεπτεμβρίου 1996, ακριβώς 15 ημέρες πριν από τις εκλογές, όπου οι παρευρισκόμενοι αντί παροχολογίας έγιναν αποδέκτες μιας σφοδρής καταγγελίας της παροχολογίας, και της δημοσιονομικής ανευθυνότητας εν γένει.
Ως γνωστόν, η συνετή διαχείριση διήρκεσε όσο και οι κυβερνήσεις Σημίτη – από το 2004 η χώρα μπήκε στον δρόμο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία: ενώ το 2009 το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν μόλις 6% κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης των (σημερινών) 27 κρατών-μελών, το 2019 είχε φτάσει να είναι 34% χαμηλότερο, ενώ ακόμη και σήμερα παραμένει 29% κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Εν έτει 2025, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την οιονεί χρεοκοπία, είμαστε μεν πλουσιότεροι από τη Βουλγαρία, και περίπου στο ίδιο επίπεδο με τη Λετονία, αλλά φτωχότεροι από όλους τους άλλους Ευρωπαίους.
Θα περίμενε κανείς ότι μια τέτοια καθίζηση θα «εμβολίαζε» το πολιτικό σύστημα κατά της παροχολογίας. Αντιθέτως, και σε αυτό το θέμα συνέβη ό,τι συνέβη με το τέλος της πανδημίας, όταν η ευγνωμοσύνη μας για τους γιατρούς και τις νοσοκόμες (αλλά και για τους ντελιβεράδες, τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ και τους άλλους «εργαζομένους πρώτης γραμμής») μεταβλήθηκε στη συνήθη αδιαφορία για τις αμοιβές τους και για τις συνθήκες εργασίας τους: με ευθύνη των πολιτικών, και με συνενοχή των μίντια και των ψηφοφόρων, το πολιτικό σύστημα επανήλθε στην πεπατημένη.
Με την προηγούμενη κυβέρνηση, η παροχολογία (όπως και πολλά άλλα πεπραγμένα της) είχε κάτι το κωμικό: το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ στις 13 Σεπτεμβρίου 2014 (προτού δηλαδή γίνει πρωθυπουργός), ήταν τόσο εκτός τόπου και χρόνου, που μπήκε αμέσως στο αρχείο. Με τη σημερινή κυβέρνηση, η παροχολογία συνεχίζεται, αλλά χρηματοδοτείται από κοινοτικά κονδύλια, επιτρέποντας στη χώρα να παρουσιάζει αξιοζήλευτες δημοσιονομικές επιδόσεις.
Η χώρα δεν χρειάζεται νέες παροχές. Αυτό που χρειάζεται είναι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης.
Πρόκειται για πανούργα επιλογή – μόνο που τα εν λόγω κοινοτικά κονδύλια δεν διατίθενται στα κράτη-μέλη για να τα μοιράζουν στους ψηφοφόρους, αλλά για να αντιμετωπίσουν διαρθρωτικά προβλήματα. Οι πόροι της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής δίνονται για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, όχι για τον πλουτισμό απατεώνων με πολιτική κάλυψη. Οι πόροι του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάπτυξης στοχεύουν στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων, όχι στην επιδότηση μιας παρασιτικής βιομηχανίας εικονικής κατάρτισης. Οι πόροι του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης υπάρχουν για να διευκολύνουν την ενεργειακή μετάβαση κάνοντάς την πιο ομαλή και πιο δίκαιη, όχι για να επιδοτούμε τον λογαριασμό του κλιματιστικού σε βίλες της Μυκόνου. (Το 2022 η Ελλάδα δαπάνησε για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης 5% του ΑΕΠ, πολύ περισσότερο από ό,τι κάθε άλλη χώρα της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ. Στη δεύτερη θέση, με μόλις 2,8% του ΑΕΠ, ισοβαθμούσαν η Ιταλία και η Πολωνία. Τα κοινοτικά κονδύλια κάλυψαν μεγάλο μέρος του κόστους των μέτρων, αλλά όχι το σύνολο: σχεδόν το μισό, ή 2,2% του ΑΕΠ, προήλθε από εθνικούς πόρους.)
Ακόμη και τα κοινωνικά επιδόματα πλησιάζουν το σημείο κορεσμού (ενώ οι συντάξεις το έχουν ξεπεράσει προ πολλού). Τα κενά κοινωνικής προστασίας ήταν κραυγαλέα προ κρίσης, συνεπώς η θεσμοθέτηση νέων ευρωπαϊκού τύπου προγραμμάτων υπήρξε επιβεβλημένη. Ομως ακόμη και εδώ, η χώρα δεν χρειάζεται νέες παροχές. Αυτό που χρειάζεται είναι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης (και κυρίως θέσεις εργασίας) για τους ανέργους, προγράμματα κοινωνικής επανένταξης για τους δικαιούχους ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αντί νέων επιδομάτων ενοικίου μια αποτελεσματική πολιτική για προσιτή κατοικία, και αντί voucher βρεφονηπιακούς σταθμούς υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους σε όλη την επικράτεια για όλα τα παιδιά που γεννιούνται στη χώρα μέχρι να πάνε στο νηπιαγωγείο.
Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζονται η οικονομία και η κοινωνία είναι μια αναπτυξιακή δημόσια πολιτική. Αυτό είναι το μέτρο με βάση το οποίο θα κριθεί η ομιλία του πρωθυπουργού το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου.
*Ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης είναι καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και επικεφαλής του Προγράμματος Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Σχόλια