Η παροξυμένη μορφή της χυδαιότητας και της αδιαφορίας: Για τον Ζαν Μπωντριγιάρ είναι μια σύνθετη έννοια που περιγράφει την κατάσταση της κοινωνίας, την υπερβολή και την αφθονία

 Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ*

Ο Ζαν Μπωντριγιάρ το 2001 είχε παραχωρήσει συνέντευξη στην ιταλική εφημερίδα Κοριέρε Ντελα Σέρα και μιλώντας σχεδόν προφητικά για τη χυδαιότητα, αναφέρθηκε πως εκείνη θα διεισδύσει ταχύτατα σ’  όλες τις φάσεις  της ζωής μας.

Περιέγραψε με σαφήνεια πως περάσαμε από την εποχή του καθρέφτη, δηλαδή από την εποχή  της ταυτότητας, στην εποχή της αδιαφορίας και της χυδαιότητας και πως η νέα εποχή θα θεμελιωθεί στην κυριαρχία της οθόνης, (τηλεόραση, υπολογιστή, κινητό) που ουσιαστικά θα καταργήσει την κουλτούρα της ταυτότητας  και θα επιβάλει την κουλτούρα του ασήμαντου. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Ο Ζαν Μπωντριγιάρ χρόνια διερευνούσε τη σύγχρονη κοινωνία διαπιστώνοντας ότι η κοινωνία έχει εγκαταλείψει την πραγματικότητα και ζει με «προσομοιώματα» τα οποία έχουν αναλάβει πλέον τον έλεγχο της ζωής καθιστώντας το νόημα και την ανθρώπινη εμπειρία  άκυρες υπαρξιακές στιγμές.

  • Άσκησε κριτική στην καταναλωτική κοινωνία, τη σύγχρονη τέχνη και την πολιτική, παρατηρώντας ότι κοινωνία, τέχνη, πολιτική, λειτουργούν ως συστήματα που τρέφονται από την ίδια  την έλλειψη του νοήματος.

Έτσι και αλλιώς θα πει ο Ζ. Μπωντριγιάρ, όλα γίνονται μέσα από τις οθόνες υπερπραγματικότητες, δηλαδή, γίνονται πιο πραγματικά από την ίδια την πραγματικότητα. Όπως στην περίπτωση των εμπορικών κέντρων ή των πάρκων ψυχαγωγίας, όπου δημιουργείται μια τεχνητή εμπειρία πολύ πιο ελκυστική από την καθημερινή πραγματικότητα.

Όταν τα πράγματα παραγίνονται πραγματικά (υπερ-πραγματικά) συνδέονται μαζί μας και «βραχυκυκλώνονται» τότε εκεί συντελείται και η χυδαιότητα. Ο Ρεζί Ντεμπραί  -θα πει ο Ζ. Μπωντριγιάρ έχει κάνει μια ενδιαφέρουσα κριτική υποστηρίζοντας ότι δεν είμαστε πια σε μια κοινωνία που θα μας απομάκρυνε από τα πράγματα και εμείς θα ζούσαμε το δράμα της αλλοτρίωσης εξ’ αιτίας του διαχωρισμού μας από αυτά.

  • Απεναντίας η κατάρα μας είναι ότι παραείμαστε κοντά τους. Και αυτός ο υπερβολικά κοντινός κόσμος είναι χυδαίος. Εκεί αναπτύσσεται σύμφωνα με τον Ζ. Μπωντριγιάρ μια «ιοειδής μόλυνση», που προέρχεται από την ολική ορατότητα των πραγμάτων, από την λεπτομέρεια του πραγματικού κάτω από ένα πανίσχυρο μικροσκόπιο.

Ήταν κάτι που ο αρχαίος κόσμος και οι θρησκείες του το ήξεραν, γι’ αυτό έθεταν το καλό και το κακό  σ’ έναν άλυτο ανταγωνισμό με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε ένα μανιχαϊσμό ως κανόνα παιχνιδιού.

Αλλιώς πηγαίνουμε ολοταχώς στην υπερ-πραγματικότητα, την υπερ-ορατότητα και στην προσομοίωση. Αλλά μια  υπερ-πραγματικότητα, μια υπερ-ορατότητα και μια προσομοίωση, είναι πλήρως φονικές, ανυπόφορες, θα πει ο  Ζ. Μπωντριγιάρ.

  • Η προσομοίωση είναι η πιο δυνατή συνταγή στα μέσα ενημέρωσης όπου τα γεγονότα, αυτά καθ’ αυτά, είναι λιγότερο σημαντικά από την αναπαράστασή τους στις οθόνες. Παράλληλα οι  κοινωνίες με την προσομοίωση  αγγίζουν χωρίς αντίσταση τον παραλογισμό  της  ασήμαντης σημασίας του σύγχρονου πολιτισμού.

Αναλύοντας την καταναλωτική κοινωνία Ζαν Μπωντριγιάρ  θα υποστηρίξει ότι εκείνη δημιουργεί μια ατελείωτη επιθυμία για αγαθά και σημεία, τα οποία ποτέ δεν ικανοποιούν πραγματικά τον καταναλωτή αλλά  απεναντίας τον κρατούν μέσα σε μια διαρκή έλλειψη και μέσα  στην απογοήτευση.

Ο Ζ. Μπωντριγιάρ έχοντας γράψει, το «Ο πολιτισμός της ασήμαντης σημασίας» είχε ασκήσει καυστική κριτική στη σύγχρονη κοινωνία, την οποία και καταγγέλλει ότι έχει απολέσει το νοήμα της,  χάριν της υπερπραγματικότητα και της ευρέως διαδεδομένης ψευδαίσθησης της υπερπραγματικότητας.

  • Για τον Ζ. Μπωντριγιάρ σύμφωνα με όσα υποστήριζε  στη συνέντευξη του στην Κοριέρε Ντελα Σέρα, όλα στο μέλλον βαδίζουν στο τέλος τους.
  • Έχοντας περάσει μέσα από τον μετα-καπιταλισμό και την υπερ-επικοινωνία, έχουν φθάσει στο θάνατο των αξιών (η αξία θα μας πει, διαχέεται επειδή απουσιάζει κάθε αξιολογική κρίση, γι’ αυτό ζούμε την έκταση της αξίας),  ωστόσο τόνιζε ο Ζ. Μπωντριγιάρ δεν πρέπει να αποθαρρυνόμαστε και αυτό γιατί το τέλος των πάντων υπόσχεται την αρχή μιας νέας περιπέτειας.

Επίσης θα τονίσει ότι η σαρωτική βαρβαρότητα έχει επέλθει με την υποκατάστασης την ιστορικής και ιδεολογικής μας ταυτότητα η οποία άφησε περιθώριο ανάπτυξης  στην απόλυτη χυδαιότητα. Ζούμε στη συνθήκη που περιέγραφε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, – θα μας πει ο Ζ. Μπωντριγιάρ –  στο γεγονός δηλαδή, ότι ο άνθρωπος βρίσκεται στη φάση της καταστροφής του, χωρίς λυτρωμό μέσα στην επιθετικότητα της  χυδαιότητας.

Αυτή είναι η συνθήκη που βιώνουμε και αυτό γιατί το αντικείμενο πλέον του θαυμασμού και του πόθου έχει εισέλθει στην καθημερινή χυδαιότητα η οποία μας πολιόρκησε για πολλά χρόνια και σήμερα  μας κατέχει. Ακόμη και το ερωτικό αντικείμενο δεν είναι πια το σεξ, ή η πορνογραφική ηδονοβλεψία, αλλά η περιέργεια η οποία διεισδύει στο άδυτο της χυδαιότητας.

  • Ο Ζ. Μπωντριγιάρ χρησιμοποιεί τον όρο χυδαιότητα για να περιγράψει τη συσσώρευση των  αντικειμένων, των  εικόνων και των πληροφοριών που χαρακτηρίζουν την καταναλωτική  μας κοινωνία. Το βλέπει αυτό ως μια υπερχείλιση που πνίγει το νόημα και καθιστά δύσκολη οποιαδήποτε μορφή διάκρισης.

Η χυδαιότητα συνδέεται επίσης με την απουσία βάθους νοήματος και αυθεντικότητας . Όλα γίνονται επιφάνεια, εμφάνιση και αποπλάνηση. Το βάθος αντικαθίσταται από τη συσσώρευση και την επίδειξη, ενώ κάποιες φορές αυτή η «επιπεδότητα» σφύζει από επιθετικότητα.

Η χυδαιότητα καθίσταται μια κινητήρια δύναμη που αποπλανεί. Ο Ζαν Μπωντριγιάρ έβλεπε την αποπλάνηση ως υπερφίαλη παραισθησία της χυδαιότητας που εμπεριέχεται στους στρόφους της καταναλωτικής κοινωνίας. Η χυδαιότητα συνδέεται επομένως και με τη λογική της αποπλάνησης, όπου η εμφάνιση και το φαινομενικό υπερισχύουν του «είναι».

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η χυδαιότητα στον Μπωντριγιάρ είναι μια σύνθετη έννοια που περιγράφει την κατάσταση της κοινωνίας η οποία  χαρακτηρίζεται από υπερβολή, αφθονία, προσομοίωση και αδιαφορία που συντηρούν τη νέα μορφή της υποκρισίας του μέλλοντος.

Η χυδαιότητα αποτελεί μια καθημερινή πληγή η οποία  συνδέεται στενά με την εξαφάνιση της πραγματικότητας και την κυριαρχία της προσομοίωσης στη σύγχρονη κοινωνία μας.

*  O Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας   

===================

 ----------------------

-------------------------

-------------------- 

«Ο Επίκουρος δεν ακούστηκε στον καιρό του, αλλά ούτε και οι υστερινοί τον άκουσαν. Κατέκτησε χώρες μεγάλες όσο και οι χώρες του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου, και μας έφτασαν μόνο μισόλογα γι' αυτόν. Κανείς δεν έγραψε την ιστορία του. Εξαίρεση έξοχη ξεχωρίζει ξεχασμένος ο εξαίσιος Λουκρήτιος.
Οι μισοί από τους ανθρώπους που άκουσαν το όνομα του Επίκουρου, αγαθοί σαν τους μηλοκόπους στη θάλασσα, τόνε πήρανε για ακαμάτη. Οι άλλοι μισοί, πονηροί και μπαλντατζήδες, ανιχνέψανε σωστά τον επαναστατικό του γόμο. Είδαν και τρόμαξαν τη μελλοντική του συγκομιδή. Και λάβανε μέτρα. Ο αδιάβαγος, είπανε. Ο χοιροβοσκός, ο βοϊδολάτης.
Γρήγορα άρπαξαν τα αξίνια τους και τα άλλα σύνεργα του νεκροθάφτη. Και σκέπασαν το τίμιο σώμα της γνώσης του Επίκουρου στα μαγιάπριλα και στους α-ηδονισμούς της σιωπής. Η χειροπιαστή στιγμή για τον άνθρωπο χάθηκε μέσα στα μάτια του.
Έτσι στερήθηκε η ανθρωπότητα τη μεγάλη ευκαιρία να εισέλθει στην τροχιά της ειλικρίνειας, της ευθύνης, της εντιμότητας και της εμορφιάς. Οι σελτζούκοι του ιερατείου, του σχολειού και της πέννας κατηγόρησαν τον Επίκουρο τα πολλά τάχατες.
Πως απλοποίησε τάχατες τον κόσμο, γιατί ονόμασε τη χαρά, την ελαφράδα του και την ευεξία. Πως παραγνόησε τάχατες τη χασοφεγγαριά της ζωής, γιατί αρνήθηκε το κακό, τις συφορές και τη λύπη. Πως εξευτίλισε τάχατες τα ευπρεπή του ανθρώπου, γιατί εκήρυξε: Φάγετε και πίετε, και ευφράνθητε γιατί αύριον αποθνήσκετε. Πως καταφρόνησε τάχατες τους σοφούς και τους δασκάλους, γιατί παίνεσε την αμεσότητα, τη φρεσκάδα, το βαθύπλουτο κάλεσμα της στιγμής και την αυτογέννητη γνώση. Πως εχλεύασε τα θεϊκά και τα όσια.
Πίσω από τα βλέφαρα του ύπνου του, όσο ο άνθρωπος ζει, αργοσαλεύουν όνειρα, πόθοι, εμορφιές, αλήθειες και πλάνες. Και σαν αποθάνει ο άνθρωπος, στις κόχες των κρανίων που χάσκουν ξελημεριάζουν οι αράχνες, οι σκορπιοί και οι σαύρες.
Εάν δεν είχε φράξει τη φωνή του Επίκουρου ο φόβος, η άγνοια και η μισανθρωπία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η ιστορία θα 'χε τραβήξει άλλο δρόμο. Αλλά τη γραμμή και την πορεία του κόσμου τη χαράξανε οι ντροπές μας: μια καρδιά που τουρτουρίζει, ένα μυαλό του προβατιού και της ύαινας, και η προέχουσα κοιλιά που τη βουρλίζουν οι βορβορυγμοί της. Το κατώγι, ο φωταγωγός και το παραπόρτι του σπιτιού μας έκρυψαν την πρόσοψη, το στούντιο και το δώμα. Ήμασταν κάποτε από καλή γενιά. Εμείς οι γύφτοι.
Εάν ο Επίκουρος είχε περάσει –αλίμονο! μόνον οι Μήδοι περνούν θα 'χε κρατήσει στον κόσμο ένα λιτό είδος αντιθρησκείας. Η ενιαία συνείδηση δηλαδή της φυσικής γνώσης, της απλότητας, του σθένους, της εγκαρτέρησης και της κατάφασης. Όλα εκείνα που ο Επίκουρος τα είπε λεβεντιά, και ο Νίτσε στις μέρες μας χαρούμενη επιστήμη και πολλή ανθρωπιά.
Με τον Επίκουρο δόθηκε η ευκαιρία στην ανθρωπότητα να προστατέψει τον άνθρωπο και το μέλλον του από έναν ατλαντικό άχρηστα πράγματα, αθλιότητες, ψεύδη, πλάνες, απάτες, συναξάρια, ιερές συνόδους, βίους αγίων, σκούφους του παπά και του πάπα, εγκλήματα και μάταιη σπατάλη του πνεύματος. Και η ευκαιρία χάθηκε».
Δημήτρης Λιαντίνης [Πολυχρόνιο]

 

Σχόλια