Το Πεκίνο διεξήγαγε ήδη έναν μονόπλευρο εμπορικό πόλεμο εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών πολύ πριν αναλάβει τα καθήκοντά του ο Τραμπ. Ο Σι Τζινπίνγκ, όταν ανέλαβε την εξουσία στα τέλη του 2012, ενέτεινε την συστηματική κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και τεχνολογίας, έβαλε εμπόδια πρόσβασης στην αγορά και προχώρησε σε μαζικές βιομηχανικές επιδοτήσεις, όλα σχεδιασμένα για να αποκομίσουν το μέγιστο πλεονέκτημα κάνοντας παράλληλα ελάχιστες παραχωρήσεις. Αυτή η ασύμμετρη οικονομική σχέση συνέβαλε στην αποδεκάτιση της βιομηχανικής βάσης της Αμερικής, κοστίζοντας εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε διάστημα δύο δεκαετιών.
Ο οικονομικός πόλεμος του Πεκίνου πηγάζει από το ευρύτερο ιδεολογικό σχέδιο του Σι Τζινπίνγκ : την οικοδόμηση αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «κοινότητα κοινού πεπρωμένου για όλη την ανθρωπότητα». Είναι το σχέδιο του για την αντικατάσταση της παγκόσμιας υπεροχής της Αμερικής από αυτή του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό σημαίνει εμπέδωση του αυταρχικού ελέγχου, υποβάθμιση των δημοκρατικών αξιών και μεγιστοποίηση της επιρροής του Πεκίνου στη διεθνή σκηνή. Ο Σι Τζινπίνγκ πιστεύει ότι έχει μια ευκαιρία που παρουσιάζεται μία φορά κάθε εκατό χρόνια για να αναδιαμορφώσει την παγκόσμια τάξη.
Ενώ ο Τραμπ έχει (ξανά) γίνει ο πρωταγωνιστής σε έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, ο Σι Τζινπίνγκ επικεντρώνεται στην ευρύτερη μάχη για την παγκόσμια ισχύ. Το μέσο για τη νίκη δεν είναι απλώς η κυριαρχία στο παγκόσμιο εμπόριο, αλλά ο έλεγχος κρίσιμων τεχνολογιών όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη που θα μεταμορφώσουν την κοινωνία και θα στηρίξουν την οικονομική και στρατιωτική ισχύ.
Δεν είναι σαφές εάν ο Τραμπ κατανοεί πλήρως τα τεχνοοικονομικά διακυβεύματα. Το Πεκίνο παρακολουθεί τον ρυθμό του ανταγωνισμού για την τεχνολογία και τη γεωπολιτική επικράτηση ενώ φαίνεται να καταφέρνει να αποδυναμώνει τους περιορισμούς της Ουάσινγκτον στην εξαγωγή τσιπ υπολογιστών υψηλής τεχνολογίας που απαιτούνται για την τροφοδοσία της τεχνητής νοημοσύνης. Την ίδια στιγμή Κινέζοι στρατιώτες έχουν εντοπιστεί να πολεμούν για τη Ρωσία εντός της Ουκρανίας. και το Πεκίνο κάνει πρόβες για αποκλεισμό ή εισβολή με σκοπό την κατάληψη της Ταϊβάν.
Το ζήτημα της Ταϊβάν είναι το πιο σημαντικό από όλα : Ο Τραμπ μπορεί να επικρατήσει σε έναν εμπορικό πόλεμο με τον Σι Τζιπίνγκ αλλά να χάσει τον αιώνα αν η Ταϊβάν προσαρτηθεί βίαια. Αυτό συμβαίνει επειδή η οικονομία των ΗΠΑ και το τεχνολογικό της πλεονέκτημα στηρίζονται σε ημιαγωγούς υψηλής τεχνολογίας που κατασκευάζονται μόνο στην Ταϊβάν. Όσο η Ταϊβάν είναι δημοκρατία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όχι η Κίνα, έχουν προνομιακή πρόσβαση σε αυτά τα τσιπ. Μια κινεζική εισβολή θα ανατρέψει αυτή τη δυναμική.
Αποσυνδέοντας ωστόσο την οικονομία των ΗΠΑ από την Κίνα, ο Τραμπ θα μπορούσε να κάνει τα πρώτα βήματα προς μια ευρύτερη πολιτική για την Κίνα που θα ενισχύει την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ σε βασικά ζητήματα όπως η τεχνολογία και η Ταϊβάν.
Ο Τραμπ θα μπορούσε να αυτοσχεδιάσει για να φτάσει στην επιτυχία απομονώνοντας την Κίνα αντί να αποξενώσει το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου κόσμου. Μαζί, οι ΗΠΑ, η ΕΕ, η Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία αντιπροσωπεύουν περίπου το 56% της παγκόσμιας κατανάλωσης - ένα τεράστιο οικονομικό μπλοκ σε σύγκριση με το 13% της Κίνας. Η Ινδία και άλλες μεγάλες οικονομίες είναι πρόθυμες να κλείσουν συμφωνίες με τον Τραμπ. Αυτή η συλλογική αγοραστική δύναμη προσφέρει σημαντική γεωπολιτική προοπτική, εάν αξιοποιηθεί σωστά. Το πρώτο βήμα είναι οι εμπορικές συμφωνίες που θα οδηγήσουν σε πολύ χαμηλότερα εμπορικά εμπόδια με χώρες φιλικές προς την Κίνα.
Δεν είναι ο Τραμπ που ξεκίνησε αυτό τον εμπορικό πόλεμο. Ξεκίνησε όταν η Κίνα εισήλθε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, υποσχόμενη να ανοίξει τις αγορές της, αλλά αντ' αυτού χρησιμοποίησε κρατικούς πόρους ως όπλο για να κυριαρχήσει σε στρατηγικές βιομηχανίες και να εμποδίσει τον θεμιτό ανταγωνισμό. Αλλά ο Τραμπ μπορεί να κερδίσει αυτό τον πόλεμο εάν αξιοποιήσει τη δύναμη των πραγματικών οικονομιών της αγοράς του κόσμου και απομονώσει την Κίνα αντί να αποξενώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όπως δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ το πρωί της Τετάρτης, «Πιθανότατα μπορούμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία με τους συμμάχους μας... Και στη συνέχεια μπορούμε να προσεγγίσουμε την Κίνα όλοι μαζί».
The Free Press
Σχόλια