Ο «λογαριασμός» 15 χρόνια μετά την έναρξη των μνημονίων

Βλέποντας αυτή την εικόνα του Γιώργου Παπανδρέου (ΓΑΠ) εξοργίζεσαι και βάζεις τα γέλια μαζί. Είναι και οι βαρκούλες που αρμενίζουν την ώρα που… έσωζε τη χώρα. Τι φταίνε κι αυτές που το επιτελείο του ΓΑΠ επέλεξε το Καστελόριζο και τα συγκεκριμένα πλάνα, για να ξεκινήσει τη διαδικασία των μνημονίων…   

Ήταν 15 ολόκληρα χρόνια πριν, στις 23 Απριλίου του 2010. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Ακολούθησε το μνημόνιο με υπογραφή Σαμαρά και στη συνέχεια το μνημόνιο με υπογραφή Τσίπρα. Τους καταγράφουμε μαζί, για να τους θυμόμαστε μαζί. Και οι τρεις δήλωσαν και δηλώνουν πως δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Και οι τρεις μας λένε πως μας έσωσαν από τον γκρεμό και μας κράτησαν στην «αγία» Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ακολούθησε ο σημερινός πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, υπέρ των μνημονίων κι αυτός, που – και με τη «βούλα» της ΕΕ – εφαρμόζει μνημόνιο διαρκείας.

Τα βάρη του πρώτου μνημονίου ήταν στα 53 δισεκατομμύρια ευρώ. Στη συνέχεια ήρθε το δεύτερο μνημόνιο για να… διορθώσει τα του πρώτου. Και τι έκανε; Πρόσθεσε βάρη 142 δισεκατομμυρίων ευρώ.  Ε, μετά ήρθε και το τρίτο μνημόνιο (από εκεί που θα καταργούσαν τα μνημόνια «με ένα νόμο κι ένα άρθρο»), με βάρη στα 40,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα, υπήρξε και το βάρος των δανείων προς το ΔΝΤ, στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου, στα 32 δισ. ευρώ.

Η Ελλάδα θα αποπληρώσει τα δάνεια που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου από τα τρία μνημόνια έως το 2031, δηλαδή δέκα χρόνια νωρίτερα, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του Reuters. Και γι’ αυτό πανηγυρίζουν κι από πάνω. 

Ωστόσο, πάρα τα σκληρά μέτρα που φόρτωσαν στις πλάτες του λαού και παρά τα «ματωμένα» πλεόνασμα, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει:

— Το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ, το οποίο ανέρχεται στο 153,6% του ΑΕΠ.  Ενα χρέος που σε απόλυτους αριθμούς φτάνεις στα 365 δισ. ευρώ!

Χαμηλότερο ΑΕΠ από το 2010 όταν και μπήκαμε στα μνημόνια. Μάλιστα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που το καθαρό ΑΕΠ της είναι μικρότερο από το ΑΕΠ του 2010!

Ταυτόχρονα μετά από μια 15ετια άγριας λιτότητας:

— Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων είναι κατά 30% χαμηλότερη από το ευρωπαϊκό μέσο όρο. 

— Ενας στους τέσσερις Ελληνες αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο φτώχειας, ενώ σε απόλυτους αριθµούς υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ ότι 2.740.051 άνθρωποι στη χώρα είναι βυθισμένοι στη φτώχεια. 

Ας μείνουμε, όμως, στα της σημερινής «επετείου» με τον ΓΑΠ στο Καστελόριζο και τις βαρκούλες πίσω του αρμενίζουν. Ας δούμε το βίντεο (όσο αντέχουμε…): 

 

==

 ------------------

 
======================

ΑΞΙΟΛΌΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΌΣ.
(Κάθαρση μέσω Μνημονίων ή το Αφήγημα της πιο Μεγάλης Απάτης;)
του Οικονομολόγου, Παναγιώτη (Τάκη) Μυλωνά.
Ακόμα σκαλίζει, επώδυνα, την πυορροούσα πληγή μας, η συμπλήρωση των εννέα χρόνων απ’ την ψήφιση του πρώτου, απ’ τα 3 Μνημόνια. Καθώς κι η θύελλα των αντιδράσεων που ακολούθησαν την ψήφισή του -κι ανέκοψε, δυο μέρες μετά την ψήφισή του 1ου Μνημόνιου, η απίστευτη τραγωδία της 6ης Μαΐου του 2010- θα παραμείνει άσβεστη στην μνήμη μας. Παγώνει από ανατριχίλα κανείς μόνο με την εξιστόρηση του ιστορικού της φρίκης, με τους τρεις (συν ένα) νεκρούς της MARFIN, απ’ την εφιαλτική πυρκαγιά που έβαλαν οι κουκουλοφόροι στην οδό Σταδίου. Μα οι «Συμβάσεις Δανειακής Διευκόλυνσης της Ελλάδας», των Μνημονίων, με τα αιματηρά οικονομικά Μέτρα που περιείχαν, υπήρξαν πλήρως ατελέσφορες, αφού αποσκοπούσαν μόνο στη διασφάλιση των πρόσκαιρων συμφερόντων των πιστωτών, για τα δυσθεώρητα Δάνεια των εκατοντάδων δις Ευρώ, απ’ τις χώρες του Ευρώ και του Δ.Ν.Τ.. Μέτρα, με αυστηρότατους όρους επιτήρησης, με «εσωτερική υποτίμηση» και με πολιτικές λιτότητας, που τις ονόμασαν «μεταρρυθμίσεις». Ενώ αυτές, εξαντλούνταν, κυρίως, στην αιματηρή εισοδηματική πολιτική, στους μισθούς, στις συντάξεις και στη φοροεισπρακτική αφαίμαξη, υπό την άμεση επίβλεψη της διαβόητης «Τρόικα». Ωστόσο, τα Μνημόνια αυτά, απέτυχαν οικτρά. Όπως, ήδη αποτυγχάνει, επίσης και το -ανομολόγητο- «4ο Μνημόνιο», που εκτείνεται ως το 2060. Με τη νέα φοροληστεία, με τα πρωτογενή πλεονάσματα, του 3,5% & 2,2%, μέχρι το 2059, με τη χρόνια Αποεπένδυση -που υποβοηθά και το «Κ.Α.Σ.»- με την ατιθάσευτη ανεργία και την εξαθλίωση του μισού πληθυσμού, τουλάχιστον, με το Δημόσιο Χρέος, στο 190% του Α.Ε.Π., με υποχρεώσεις πλήρους εποπτείας, μα και παράδοσης του εθνικού μας πλούτου, έως το 2100. Αλλά και χωρίς Τραπεζικό Σύστημα κι άλλα, επιβαρυντικά, παρόμοια, που -περισσότερο από ποτέ άλλοτε- μας εισάγουν «σε μια σπείρα θανάτου» -σύμφωνα με την ορολογία του G. Soros- κι απειλούν πια, να μας αφανίσουν πρόωρα…
1/7} Η ΧΊΜΑΙΡΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΝΗΜΟΝΙΑΚΉΣ ΑΝΆΠΤΥΞΗΣ ΣΕ ΠΡΏΤΗ ΜΑΤΙΆ
Όπως διαφαίνεται απ’ την παρούσα, διαχρονική και «δορυφορική» επισκόπηση του 2009 – 2019 και την πραγματεία των στοιχείων που συγκροτούν τις οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους της 9ετίας των Μνημονίων, αλλά και της σημειωθείσας ανασύνθεσης της «Συνάρτησης, Εισοδήματος - Παραγωγής», φτάσαμε, ήδη, στο «μη περαιτέρω». Στην άκρια εκείνη, όπου: το μακροβούτι μας, με το πέρασμά μας απ’ τη «ζώνη του λυκόφωτος των Μνημόνιων» (αντί της «διάσωσής μας, με την κοινωνία όρθια»), κατέληξε να διαστρεβλώσει, ακόμα περισσότερο, το «παραγωγικό υπόδειγμά» μας. Αυτό που -προηγουμένως- μας οδήγησε στην κρίση και τώρα, μας παροχετεύει προς το σιφόνι μιας «μαύρης τρύπας» (της υπαρξιακής μας εξόντωσης). Κοντολογίς. Μέσα στη δεκαετία, 2010 – 2019, των Μνημονίων, αντί μιας στασιμότητας -έστω- στην οικονομική μας μεγέθυνση, όταν κι η ανάπτυξη των άλλων χωρών της Ε.Ε., είχε ανέλθει στο [+22%] και η παγκόσμια, σημείωνε μεσοσταθμική αύξηση [+34%], εμείς είχαμε -την αντίστοιχη αυτή περίοδο- μια μεγάλη καταβύθιση, με οικονομική συρρίκνωση, της τάξης του [-25%] του Α.Ε.Π.. Κι ενώ, μόλις το 2009, είμαστε ανάμεσα στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, κατέχοντας την 23η θέση, από άποψη βιοτικού επιπέδου (στοιχεία ΟΟΣΑ), σήμερα, μας ξεπερνούν 50 χώρες, τουλάχιστον και με τάσεις για περαιτέρω κατακρήμνισή μας. {Ακριβώς επειδή, τη στιγμή που κι η παγκόσμια μεσοσταθμική μεγέθυνση κινείται στο [3,7%] -για το 2017, τελευταία χρονιά που έχουμε οριστικά στοιχεία- κι αντί της δικής μας εκτίναξης, επί πλέον και της διεθνούς αυτής εύνοιας -λόγω του «ελατηρίου συμπίεσης», απ’ την προηγηθείσα απώλεια του [-25%] του Α.Ε.Π.- είχαμε μια μεγέθυνση, μόλις [1,36%] του Α.Ε.Π., για το 2017 πάντα. Έτσι που κι οι αποστάσεις μας -απ’ όσους προπορεύονταν οικονομικά- να μεγαλώνουν και να μας υπερβαίνουν κι άλλοι, όσο εμείς θα πηγαίνουμε προς πίσω, συγκριτικά με αυτούς. Αφού, ακόμα και στις περιόδους των «παχιών αγελάδων», που διανύουμε παγκοσμίως, εμείς βρισκόμαστε στα πατώματα μιας ανεμικής μεγέθυνσης, ενώ, εξακολουθούν να προσπερνούν, ανύποπτα και χωρίς έλεος, τα τρένα των τεχνολογικών εξελίξεων της εποχής! Άλλωστε, το «κατά κεφαλήν Α.Ε.Π.» μας, το οποίο, το 2009, ήταν τριπλάσιο του «μέσου κατά κεφαλήν παγκόσμιου Α.Ε.Π.», τώρα, έχει μειωθεί σημαντικά κάτω απ’ το διπλάσιο του «παγκόσμιου κατά κεφαλή Α.Ε.Π.». Αναφερόμαστε σ’ ένα Α.Ε.Π. του 2009, που αποτελούσε το 0,00045% του «παγκόσμιου», όταν ο πληθυσμός μας ήταν: 0,00015% αυτού. Το σημερινό μας Α.Ε.Π., αντιπροσωπεύει πια, το 0,00026% του «παγκόσμιου Α.ΕΠ.», υποχωρώντας κατά [-42%], στην εκτίμηση μεταβολής της συγκριτικής του θέσης. Με απτή την πρόβλεψή μας, για ακόμα μεγαλύτερη πτώση στο μέλλον. Επίσης, το σημερινό -μη βιώσιμο- «Δημόσιο Χρέος» της Ελλάδας, έφτασε, στο τέλος του 2018, στα 335 δις Ευρώ, ύψος που υπερβαίνει πλέον το 182% του Α.Ε.Π. μας. Όταν και το «κατά κεφαλή Δημόσιο Χρέος» του Έλληνα, βρίσκεται στη στρατόσφαιρα και είναι, 11 φορές υψηλότερο, του «μέσου κατά κεφαλήν Δημόσιου Χρέους», παγκόσμια! Ετυμολογώντας έτσι και την ορολογία που αποδίδεται στη χώρα μας, ως «Αποικία Χρέους». Μα και στο πλαίσιο της Ε.Ε., συγκρινόμενοι: Ενώ το 2009, το «κατά κεφαλή Α.Ε.Π.» μας, προσέγγιζε το 90%, του «μέσου κατά κεφαλή Κοινοτικού Α.Ε.Π.», σήμερα, έχει υποχωρήσει σε προενταξιακά επίπεδα και σε μια στάθμη που βρίσκεται κοντά στο 65% του «μέσου κατά κεφαλή κοινοτικού Α.Ε.Π.». Σε σχετική Έκθεση της «Παγκόσμιας Τράπεζας», διαπιστώνεται -εξ άλλου- ότι: «Ενώ ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης των χωρών - μελών της Ε.Ε., εμφανίζει συμπτώματα κόπωσης, το αναπτυξιακό χάσμα, από χώρα, σε χώρα, γίνεται ολοένα μικρότερο, με εξαίρεση την Ελλάδα η οποία συνεχίζει να αποκλίνει, υστερώντας αναπτυξιακά». Και με τη στάθμιση της φορολογίας, το «μέσο διαθέσιμο κατά κεφαλή Α.Ε.Π.», θέτει τη χώρα μας ακόμα χαμηλότερα: στο 56% του αντίστοιχου «διαθέσιμου κατά κεφαλή Α.Ε.Π.» των χωρών του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με δημοσίευμα Φεβρουαρίου, της «Οικονομικής Καθημερινής»}.
2/7} ΤΑ ΔΊΔΥΜΑ ΕΛΛΕΊΜΜΑΤΑ ΚΙ Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΌΣ ΤΩΝ ΑΓΟΡΏΝ
Οι -μέσω Μνημονίων- επιδιωχθείσες εξισορροπήσεις, των δυσκαμψιών, των στρεβλώσεων και των λοιπών κακοδαιμονιών κι ελλειμμάτων, που προκάλεσαν την αδήριτη αυτή κρίση της ελληνικής οικονομίας, του 2009, δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα που «ανέμιζαν» οι υπερφίαλοι εργολάβοι των Μνημονίων. Αν αυτοί δεν ήταν συνειδητοί ψεύτες κι απατεώνες, ήταν -οπωσδήποτε- αυταπατηθέντες, που δεν είχαν συνειδητοποιήσει, ως φαίνεται, πως τα τραύματα που μας έφεραν την ελληνική κρίση, δεν ήταν επιδερμικά και στιγμιαία. Αλλά ήταν βαθύτερα, πολυεπίπεδα και διαχρονικά, που μοιραία μας εκτροχίασαν, προς τον οικονομικό γκρεμό, την κρίσιμη στιγμή. Τη στιγμή της υπέρβασης των ορίων αντοχής «του συστήματος των διεθνών αγορών», όπως αυτή καταγράφονταν απ’ τους «Οίκους Αξιολόγησης». Τραύματα που -επί πλέον- αποτελούσαν τη συνέπεια & συνέχεια και των τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, επίσης, που επισωρεύτηκαν απ’ το 2008, μα και η επιβαρυντική επίδραση, στη χώρα μας -του πιο ευάλωτου κρίκου της διεθνούς οικονομίας- της παγκόσμιας κρίσης του 2008. Προφανώς αναφερόμαστε στην οικονομική κρίση που σηματοδότησε η κήρυξη πτώχευσης της Lehman Brothers. Κι αντί τα Μνημόνια να επουλώσουν τις πληγές και τα προβλήματά μας, εξυγιαίνοντας τις παθογένειες που προηγήθηκαν -όπως μας διαβεβαίωναν οι εφαρμοστές τους και Ταγοί μας- αυτά επιδείνωσαν κι άλλο τις ανημπόριες μας, οδηγώντας, πολλούς τομείς της οικονομίας, σε κατάσταση «ανεπανόρθωτης βλάβης». Εξ αιτίας, ακριβώς, της οδυνηρής συνταγής των Μνημονίων, τα οποία μας είχαν υποδειχθεί -τί ειρωνεία;- για τη θεραπεία τους. Αναφερόμαστε κι υπογραμμίζουμε, ειδικά, τον μονοσήμαντο εκείνο τρόπο, με τον οποίο επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση, τόσο των διπλών ελλειμμάτων (όπως του δημοσιονομικού, με [-15,4%] του Α.Ε.Π., αλλά και των εξωτερικών συναλλαγών, με [-14,5%] του Α.Ε.Π., επίσης), όσο και της -σταδιακής, έστω- αντιμετώπισης του δυσθεώρητου Δημόσιου Χρέους μας, του [127,9%] του Α.Ε.Π., το 2009. Ήταν μια επώδυνη -πράγματι- «θεραπεία» που αποσκοπούσε να αποκρούσει τον αποκλεισμό μας, απ’ τις διεθνείς αγορές και την -επαπειλούμενη τότε- «επίσημη στάση πληρωμών». Ώστε, στη συνέχεια -όπως μας δήλωναν όλα τα επίσημα Κυβερνητικά χείλη- να πορευτούμε προς την οικονομική εξυγίανση, την παραγωγική ανασυγκρότηση και σε έξοδο από την κρίση, με την ανάταξη και των συνθηκών εκείνων που -προηγουμένως- μας είχαν οδηγήσει σε μια τόσο κρίσιμη, πανεθνικά, περίσταση. Όμως, οι στόχοι που επιδιώχθηκαν, μόνο με τις πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης» (λόγω του κοινού νομίσματος), όπως και τις λοιπές αιματηρές πολιτικές λιτότητας, όπως εκείνες της αδέξιας δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησαν, απέτυχαν ολοσχερώς. Επειδή, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν, ήταν χωρίς την αναγκαία και ικανή πρόβλεψη, για αποφυγή της επελθούσας -εξ αιτίας των μνημονίων- βαριάς και παρατεταμένης «Αποεπένδυσης», κάτω από το χρόνιο και ασφυκτικό πλαίσιο των «αρνητικών καθαρών επενδύσεων» που μας έπνιγε. Μια απουσία επενδύσεων, δηλαδή, που παρέλυσε την οικονομία, εκτόξευσε την ανεργία, σε ανεξέλεγκτα ύψη και εξώθησε σε μαζική μετανάστευση το πιο παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού, ενώ ενεργοποίησε, νομοτελειακά, την παγίδευσή μας στο «υφεσιακό σπιράλ». Κι ενώ -με τα τρία (plus) αιματηρά Μνημόνια- η διόρθωση του δημοσιονομικού, επιτεύχθηκε, με ωμό, κοινωνικά ανάλγητο και φοροληστρικό τρόπο. Και παρ’ ότι, λειάνθηκε σημαντικά και το έλλειμμα του «ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών» -μέσω μιας μακρόσυρτης προσαρμογής του, την οποία κατέστησε εφικτή, η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική μας ύφεση- ο αντικειμενικός και κεντρικός σκοπός, διόρθωσης της <<«ρότας» μας, για την αποφυγή της πρόσκρουσής μας με το θανάσιμο -για την ίδια την ύπαρξή μας- «παγόβουνο»>>, δεν επιτεύχθηκε. Κι απεναντίας: ως στοχευμένα απειλούμενος στόχος, <<«κλειδωθήκαμε», προς το μοιραίο κι ακροτελεύτιο «κύκνειο άσμα» μας>>, εκείνο του αβίωτου Δημόσιου Χρέους μας... Και το Δημόσιο αυτό Χρέος, συνάμα, εκτινάχθηκε, αντί της επιδιωχθείσας μείωσής του (αν και είχε προηγηθεί το «κούρεμά» του, με το PSI του 2012, που μας έκοψε τα πόδια, αφού υπήρξε υπονομευτικό, για πολλούς, κρίσιμους, «Εθνικούς Λογαριασμούς»). Προσεγγίζοντας, πλέον, το 2019, ένα Δημόσιο Χρέος, στο 190% του Α.Ε.Π.. Αξίζει εδώ να υπογραμμίσουμε πως: το μη βιώσιμο Δημόσιο Χρέος της χώρας, αυτό που μας έσυρε στα Μνημόνια, είναι εκείνο που σφραγίζει, ακυρωτικά, κάθε παράθυρο αναπτυξιακής μας ευκαιρίας και τώρα και στο μέλλον, όταν είναι εκείνο που μας υποχρεώνει στα -επίσης- μη βιώσιμα, για πολύ ακόμα, «Πρωτογενή Πλεονάσματα», του 3,5% σήμερα και 2,2%, από το 2023 και μετά. Παράλληλα, την ίδια αυτή περίοδο των Μνημονίων, μειώθηκαν οι καταθέσεις του Τραπεζικού Συστήματος, στο μισό του ύψους που είχαν προηγουμένως, παρά τις εκτιμούμενες ισόποσες, των 300 δις Ευρώ, καταθέσεις Ελλήνων στο εξωτερικό. Σε βαθμό μάλιστα ώστε, οι σημερινές τραπεζικές καταθέσεις, να υπολείπονται ως κι αυτού του «Ιδιωτικού Χρέους», το οποίο, σήμερα, έχει τριπλασιαστεί. Καθιστώντας έτσι, το Τραπεζικό μας Σύστημα -παρά και τις δυο «Ανακεφαλαιοποιήσεις» που προηγήθηκαν- ένα «άδειο πουκάμισο». Και τα «Πιστωτικά Ιδρύματά» μας, χωρίς ουσιαστική πιστωτική λειτουργία. Συγχρόνως, με την αδυναμία αυτή των Τραπεζών, το διαρκώς κι απειλητικότερο «Ιδιωτικό Χρέος» που αναδύεται, έχει φθάσει ήδη στο 180% του Α.Ε.Π. (σύμφωνα με σχετική αρθρογραφία του οικονομικού αναλυτή, Βασίλη Βιλιάρδου). Το οποίο, πάντως, εκτός του ότι διπλασιάζει -εκ των πραγμάτων- και το σημερινό -υπερβολικό και μη βιώσιμο- Δημόσιο Χρέος μας και πριν απ’ την πρόσκρουσή μας με το οικονομικό μας τέλμα, καθιστά, τα χρέη αυτά, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, όχι απλώς «μη βιώσιμα», αλλά «πλήρως εξοντωτικά»… Όταν μάλιστα, τα χρέη μας αυτά, μας αναβιβάζουν πλέον, στην πιο χρεοκοπημένη χώρα στην παγκόσμια ιστορία. Πιστοποιούν κι αποκαλύπτουν, ταυτόχρονα, πλέον και της τραπεζικής ανεπάρκειας που προεκθέσαμε και την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας του υπερ-φορολογούμενου Έλληνα. Ώστε, να καθίσταται ανέφικτη, στο εξής, όχι μόνο, η έως τώρα επίτευξη των υποχρεωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά κι αυτή ακόμα η διατήρηση των ανεπαρκών δαπανών, για Επενδύσεις του Δημόσιου τομέα, προκειμένου να συντηρηθεί το ήδη χαμηλό επίπεδο λειτουργίας της κρατικής μας μηχανής, του κοινωνικού κράτους, μα και αυτό της εθνικής μας άμυνας, στο άμεσο μέλλον…
3/7} ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΈΣ ΣΥΝΈΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΉΣ ΑΠΟΕΠΈΝΔΥΣΗΣ
Η αρχική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που σημειώθηκε στην οικονομία, ευρύτερα, με την έναρξη των πολιτικών λιτότητας των Μνημονίων, ήταν οριακή και επιτεύχθηκε μόνο πρόσκαιρα, ως προσωρινό αποτέλεσμα που οφειλόταν στη συμπίεση του μισθολογικού κόστους και μόνο. Στη συνέχεια, όμως, αναιρέθηκε από την πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αφού κι αυτή, δεν μπορούσε να στηριχθεί σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού, καινοτομιών και νέας τεχνολογίας, που όχι μόνο δεν υπήρξαν, αλλά επικράτησε ένα πλήρως αντιοικονομικό περιβάλλον, μιας παραλυτικής οικονομικής λειτουργίας σε όλους τους τομείς. Ενώ απουσίαζαν εντελώς: το πλαίσιο, οι ειδικές πολιτικές και το συνολικό κλίμα, για την προσέλκυση επενδύσεων. Μας έλειψε, επί πλέον, στο μεταξύ κι ένας σημαντικός αριθμός λειτουργουσών -προηγουμένως- επιχειρήσεων, οι οποίες έκλεισαν λόγω της κρίσης. Κι η επελθούσα μακροχρόνια «Αποεπένδυση», με τις μεικτές επενδύσεις να είναι -για τα οκτώ τελευταία χρόνια συνεχώς- σαφώς μικρότερες των αποσβέσεων, κατέστησαν πολύ αρνητικές και τις καθαρές επενδύσεις, μειώνοντας δραματικά το παραγωγικό μας δυναμικό. Έτσι ώστε, να ματαιωθεί, εξ αιτίας της και η προσδοκούμενη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και να ακυρωθεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς μας, όταν η αποεπένδυση αυτή, μας στερεί την επαρκή -σε ποιότητα και ποσότητα- εθνική παραγωγική ικανότητα και τις συναφείς «οικονομίες κλίμακας», στην αναπτυξιακή μας διαδικασία. Αποστέρησή μας, ακριβώς, από μια παραγωγή, που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της χώρας μας, αυξάνοντας και την προστιθέμενη αξία της εγχώριας παραγωγής, με υποκατάσταση των εισαγωγών και εξασφάλιση, με παραγωγική επάρκεια αγαθών -ποσότητας και ποιότητας- της τροφοδότησης των εξαγωγικών μας στόχων. Καθώς, επίσης, μπορούσε να εξασφαλίσει κι όρους της εξάλειψης των λόγων που εξαναγκάζουν σε μετανάστευση, στο εξωτερικό, τους πλέον μορφωμένους και παραγωγικούς από τους νέους μας. Ως γνωστόν, 500.000 Έλληνες νέοι επιστήμονες, μετανάστευσαν στην περίοδο των Μνημονίων στο εξωτερικό. Και στο μεταξύ, οι μακροχρόνια άνεργοι, όσοι δεν έχουν μεταναστεύσει ακόμα, αρχίζουν να χάνουν τις δεξιότητες που κατείχαν προηγουμένως. Με συνέπεια, ο ανθρώπινος, τεχνολογικός κι υλικοτεχνικός πλούτος της χώρας, είτε να μειώνεται, είτε και να απαξιώνεται, μέχρι την οριστική αχρηστία του, παραμένοντας ανενεργός επί πολύ. Ενώ εγκαταλείπεται, σε μεγάλο βαθμό κι η όποια -ισχνή έστω- διασύνδεση προϋπήρχε, του τομέα της μεταποίησης, με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Κι όσες λίγες επενδύσεις έγιναν, στο μεταξύ, ήταν στραμμένες μόνο στο τουρισμό κι αφορούσαν σε ειδικότητες εργασίας χαμηλής βάσης εξειδίκευσης. Η «αποεπένδυση» αυτή, λοιπόν, ήταν εκείνη που απέτρεψε την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, καινοτομιών και σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης και παραγωγής. Στην ίδια περίοδο και η παραγωγικότητα της εργασίας, άλλοτε παρέμενε υποτονική κι άλλοτε έφθινε ραγδαία, ενώ βρισκόταν κάτω από συνθήκες παντελούς απουσίας νέων παραγωγικών επενδύσεων κι «επενδύσεων εντάσεως τεχνολογίας». Απ’ την άλλη πλευρά και οι ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις ήταν στην περίοδο των Μνημονίων και εξακολουθούν και σήμερα, να είναι πολύ χαμηλότερες από το επίπεδο που είχαν πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Όσον αφορά τις επενδύσεις σε κατοικίες, αυτές έχουν -κυριολεκτικά- καταρρεύσει προ πολλού και συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης του «Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου» (ΑΣΠΚ.). Ενός ΑΣΠΚ στις κατοικίες, δηλαδή, που προσέφερε, ετησίως, πάνω από 20 δις ευρώ, στις συνολικές επενδύσεις, προ κρίσης. Και σήμερα, ενώ και οι ιδιωτικές επενδύσεις σπανίζουν, οι δημόσιες έχουν συμπιεσθεί σε ανεπίτρεπτα χαμηλά επίπεδα. ‘Ώστε, πολλές δημόσιες υποδομές να έχουν μεγάλη ανάγκη αναβάθμισης, αλλά ακόμα κι απλής συντήρησής τους, για τη διατήρησή τους σε λειτουργία. Εδώ όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν, τόσο οι αντικειμενικοί περιορισμοί (έλλειψη πόρων του δημοσίου), όσο και υποκειμενικοί (ανάγκη δημιουργίας υπερπλεονασμάτων, από την «αριστερή» κυβέρνηση, σε βάρος των δημόσιων επενδύσεων, προκειμένου να αυξηθεί η επιδοματική πολιτική). Ταυτόχρονα, η ανεπαρκής κι ανεκδιήγητα μυωπική διοίκηση & διαχείριση των Δημόσιων Οργανισμών κι Επιχειρήσεων, με τις πελατειακές λογικές που ασκούνται, αντεδείκνυνται, ιδιαίτερα, για περιόδους κρίσης και υπονομεύουν, ολοένα κι αυτή την ίδια την ύπαρξη πολλών βασικών δημόσιων υποδομών, ενώ θέτουν σε αμφισβήτηση βασικούς πυλώνες στήριξης λειτουργίας, της κοινωνίας και της εθνικής μας παραγωγής. Χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα, είναι αυτό της ΔΕΗ. Όπου, η μικρή και δυναμική -υποτίθεται- ΔΕΗ, με διαχειριστικά κέρδη 400 εκατομμ. Ευρώ, μόλις το 2014, έφτασε να κλείνει το 2018, με ζημιές 540 εκατομμ Ευρώ. Ύψος το οποίο, όχι μόνο δεν υπολείπεται, αλλά αντίθετα, υπερβαίνει σαφώς και της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών της. Αξία την οποία -θεωρητικά- θα μπορούσαν να την εξαγοράσουν, έως και εφτά φορές, οι οφειλές των οφειλετών της, προς αυτήν… Και σε γενικότερο επίπεδο. Απ’ τα στοιχεία που έχει δημοσιοποιήσει η Ελληνική Στατιστική Αρχή, αποκαλύπτεται η εξής εικόνα, συνολικά: ο «Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου» (Α.Σ.Π.Κ.), στη χώρα μας, το 2018, έχει υποχωρήσει στα επίπεδα προ του 1996, τόσο σε τρέχουσες, όσο και σε σταθερές τιμές. Η δε αναλογία Επενδύσεων, προς Α.Ε.Π., το 2018, περιορίστηκε στο εντυπωσιακά χαμηλό ποσοστό του: 11,1% του Α.Ε.Π., όταν στην Ευρωζώνη διαμορφώνεται -ακριβώς- στο διπλάσιο. Αξίζει εδώ να συνεκτιμήσει κανείς πως, αυτός ο «Α.Σ.Π.Κ.», που το 2018, στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε στα 20,4 δις Ευρώ ή στο 11,1% του Α.Ε.Π., αντικρίζεται με το 2007, όπου, οι επενδύσεις, αντιστοιχούσαν στο 26% του Α.Ε.Π.. Και συγκρινόμενοι διεθνώς: στην Κύπρο, που το 2007, ο «Α.Σ.Π.Κ.», έφτανε το 25%, το 2018, βρέθηκε, στο ανεκτό, 21% του Α.Ε.Π. της. Και στην Πορτογαλία, που το 2007, ήταν στο 22,5% του Α.Ε.Π. της, το 2018, βρέθηκε στο 17% του Α.Ε.Π., επίσης. Όσον δε αφορά στη γειτονική μας Ιταλία, στην οποία, το 2007, οι επενδύσεις της βρισκόταν στο 28,7% -κι έχασε ήδη σημαντικό οικονομικό έδαφος, με την πρόσφατη οικονομική της πτώση- διατήρησε ένα σημαντικό ποσοστό και σήμερα, με τον «Α.Σ.Π.Κ.», να είναι της τάξης του 23,5% του Α.Ε.Π. της. Και επειδή, δεν μας έφταιγαν πάντα και μόνο, τα Μνημόνια και οι δανειστές μας, ακόμα κι όταν υπάρχουν και κάποιες θετικές τους πλευρές, αυτές αποδείχθηκαν ανίκανες να αντιμετωπίσουν την μίζερη και παραλυτικά καθυστερημένη, ελληνική γραφειοκρατία, η οποία εχθρεύεται την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, έχουμε απ’ την πρόσφατη αρθρογραφία του Κώστα Καλλίτση, με τίτλο: «Fast track ακύρωση επενδύσεων». Ο αρθρογράφος αυτός, αναφέρεται στο μνημονιακό νόμο του 2010, που προέβλεπε ότι: οι επενδύσεις που θα θεωρούντο “στρατηγικές”, θα υπάγονταν σε καθεστώς «ταχείας αδειοδότητσης» (Fast track), προκειμένου να μην μπλοκάρονται στα γρανάζια μιας κακής γραφειοκρατίας... Αποτέλεσμα, σήμερα, 2019, με το νόμο, 3984/΄10. Από τις 19 μεγάλες και στρατηγικής σπουδαιότητας, νέες σχεδιαζόμενες επενδύσεις, οι περισσότερες να εκκρεμούν ακόμα, άλλες έχουν αποσύρει το ενδιαφέρον τους, λόγω μεγάλης καθυστέρησης στην αξιολόγησή τους, από ραθυμία ή ακαμψία και μόνο δυο έχουν τύχει της έγκρισης να προχωρήσουν. Εξάλλου, η στατιστική πληροφορία που λαμβάνει κάθε υποψήφιος ξένος επενδυτής, ότι: απαιτείται μια δεκαετία, ως ο μέσος χρόνος στην εκδίκαση δικαστικών διαφορών, στη χώρα μας, τον οδηγεί -ταχέως- σε επιλογή εναλλακτικών επενδυτικών σεναρίων, κάποιας άλλης χώρας. Έτσι, το ελληνικό κράτος, αποδεικνύεται πως, εχθρεύεται τις επενδύσεις, εμποδίζει την ανάπτυξη και κατατάσσεται στους ουραγούς του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού. Με τα Μνημόνια, πάντως, τόσο η δημιουργία νέας παραγωγικής βάσης κι η εξωστρέφειά μας, όσο και το αφήγημά τους, «για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, με εξαγωγικό προσανατολισμό», δίχως τις αναγκαίες «Άμεσες Ξένες Επενδύσεις», οδηγούν, μοιραία, σε αυτή, τη δραματική «Αποεπένδυση», την οποία, εξακολουθητικά βιώνουμε. Με την επελθούσα, πλέον, μεγάλης κλίμακας και μακράς διάρκειας, «αποεπένδυση», έχει καταρρεύσει ή εξαϋλωθεί -ακόμα κι ως μύθος- η παραγωγική μας ανασυγκρότηση. Όμως, αν η ελληνική οικονομία δεν επιτύχει να προσελκύσει, στο εξής, τις αναγκαίες κι ικανές «καθαρές παραγωγικές επενδύσεις», με επαύξηση των Επενδύσεων αυτών, τουλάχιστον κατά 20 δις Ευρώ, ετησίως και δεν καταφέρει να διατηρήσει ένα τέτοιο επενδυτικό επίπεδο, τουλάχιστον και στην επόμενη πενταετία (όπως έχουν καταδείξει σοβαρές μελέτες ειδικών -κι όχι απλώς επενδύσεις με εξαγορές υπαρχόντων παγίων στοιχείων-), ώστε οι επενδύσεις αυτές, να μπορέσουν να κινητοποιήσουν, μέσα από κατάλληλες δομές και πλαίσια λειτουργίας, τις παραγωγικές μας δυνάμεις, τότε, η μοιραία επιστροφή μας, στην οικονομική ύφεση και στην παύση κάθε δυνατότητάς μας, για εξυπηρέτηση του Δημόσιου Χρέους μας, θα καταστεί βέβαιος κι ολισθηρός μονόδρομος. Άλλωστε, η μακροχρόνια μείωση του αποθέματος επενδύσεων, δεν υπονομεύει απλώς τους ρυθμούς της μελλοντικής οικονομικής μας μεγέθυνσης, αλλά αποτελεί και τον προπομπό μιας μεγάλης -σε διάρκεια και βάθος- νέας φτώχειας. Ή και προγραμματισμένου σχεδίου, εξαθλίωσης κι αφανισμού μας…
4/7} ΤΑ ΜΝΗΜΌΝΙΑ ΧΤΎΠΗΣΑΝ «ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΊΕΣ» & ΕΞΩΣΤΡΈΦΕΙΑ
Προς κατανόηση του παράδοξου -για τους τοποτηρητές των μνημονίων- της μη εκπλήρωσης των μνημονιακών προσδοκιών, τόσο για επιστροφή μας σε μια οικονομική λειτουργία, με υγιή πλαίσια, όσο και για την ένταξή μας σε αναπτυξιακή τροχιά, δεν επαρκεί η ερμηνευτική υπόθεση ότι: μας λείπουν, είτε τα προς επένδυση κεφάλαια, είτε η τεχνολογία, είτε η οργάνωση, είτε όλα αυτά μαζί. Εξακολουθεί να απουσιάζει η σφαιρική θεώρηση μιας δυσανάγνωστης πραγματικότητας που μας διέπει, και η βαθιά γνώση της ελληνικής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων και των ιδιαιτεροτήτων της. Γι’ αυτό πρέπει να εξετάζουμε τα ζητήματα αυτά αποφεύγοντας τη διολίσθηση σε αποσπασματικές προσεγγίσεις. Και μια αξιοπρόσεχτη ιδιαιτερότητα της χώρας μας, από τις παραπάνω περιγραφόμενες, που μας διαφεύγει στην εκτίμηση της ειδικής της βαρύτητας, αφορά στο «Μικρό Μέγεθος», αλλά και στο ιδιαίτερα μεγάλο -συγκριτικά- αριθμό, των ελληνικών ΜικροΜεσαίων Επιχειρήσεων (μ,μ,ε.). Είναι εκείνη η κατηγορία των επιχειρήσεων, η οποία, εθεωρείτο και ήταν η «ραχοκοκαλιά» της παραγωγικής οικονομίας της χώρας, αφού ήταν κυρίαρχη στο προηγούμενο «παραγωγικό μας μοντέλο». Και η οποία, στην περίοδο αυτή των μνημονίων, χτυπήθηκε όσο καμιά άλλη. Η διαφορά, εξάλλου, αυτής της κρίσης από τις άλλες –και ένας από τους λόγους που είμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι– είναι ότι, η κρίση αυτή, που συμπορεύτηκε με την μνημονιακή περίοδο, έχει πλήξει -περισσότερο- τις μικρές ντόπιες επιχειρήσεις και δημιούργησε «χώρο» για υποκαταστήματα ξένων αλυσίδων ή θυγατρικές εταιρίες πολυεθνικών, λιανικού εμπορίου, κυρίως. Κι ενώ, η μικρή δυναμική οικογενειακή επιχείρηση, ανέκαθεν αξιοποιούσε τα ασαφή σύνορα μεταξύ επιχείρησης και οικογένειας, προς όφελος της παραγωγής. Όταν και τα οικογενειακά ακίνητα, συχνότατα, αξιοποιούνταν ως ενέχυρο για χρηματοδότηση αυτής της μ. μ. επιχείρησης. Τώρα, ο ΕΝΦΙΑ, μετέτρεψε αυτά τα πλεονεκτήματα, σε θανάσιμα μειονεκτήματα, τη στιγμή που και η τραπεζική πίστη στέρευε, για την επιχειρηματικότητα, στον κλάδο των μ.μ.ε.. Κι όλα τα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν, ως συνέπεια των Μνημονίων, είχαν σημαντικά δυσμενέστερες συνέπειες στις μ.μ.ε., σε σχέση με τις άλλες, μεγάλες. Ενώ και η υπερφορολόγηση, επίσης, με αποκορύφωμα τις ασφαλιστικές εισφορές του 2016, επέφερε άλλο ένα πλήγμα σε βάρος τους. Η δε φορολογία που έπληξε με βαρύτητα, καθώς και η ρευστότητα που περιορίστηκε ασφυκτικά γι' αυτές, ήρθε και η λιτότητα, στη συνέχεια, να συμπληρώσει το πλαίσιο στραγγαλισμού τους και να περικόψει, κατά προτεραιότητα, τις υπηρεσίες προς την επιχειρηματικότητα των μ.μ.ε.. Υπηρεσίες τις οποίες, χρειάζονταν όλες αυτές οι μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου να δικτυωθούν και στο νέο, διεθνές και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Έτσι, η μικρή επιχείρηση χτυπήθηκε, τόσο στη χρηματοδότησή της, όσο και στην μείωση της ποιότητας των απαραίτητων υπηρεσιών που είχαν προηγουμένως στη διάθεσή τους οι μ.μ.ε.. Αναφέρω μόνο το παράδειγμα στο μεταποιητικό τομέα, όπου, πριν την κρίση, οι ελληνικές μ.μ.ε. (μέχρι 9 εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένου του ιδιοκτήτη), συμμετείχαν με 46,0% της απασχόλησης του τομέα και 32,0% της προστιθέμενης αξίας (με: 14,0% και 7,0%, αντίστοιχα, στην ΕΕ-27). Και στο μεταξύ, περί τις 300.000 «μ.μ.ε.», οι οποίες απασχολούσαν μέχρι και 9 εργαζόμενους, έκλεισαν μέσα στην κρίση, με τα Μνημόνια, έχοντας, ανά επιχείρηση, περί τους: 3,2 εργαζόμενους, κατά μ.ό.. Ή ακριβέστερα. Από τους 3,2 εργαζόμενους, κατά μ.ό., ανά μ.μ.ε., ο ένας τους θα πρέπει να αφαιρεθεί, αφού θα ήταν ο εργοδότης και ιδιοκτήτης της μ.μ.ε., που ήδη έκλεισε... Να λοιπόν και το καταλυτικό χτύπημα της "μεσαίας τάξης" και η μείωσή της κατά 300.000 μέλη και τα ισάριθμα μικρομεσαία νοικοκυριά, που τώρα έχουν φτωχοποιηθεί απ' την μνημονιακή αυτή κρίση. Και νάτο, επίσης, τώρα και το Ένα εκατομμύριο -σχεδόν- άνεργοι (300.000, ιδιοκτήτες επιχειρήσεων + 660.000, εργαζόμενοι), μόνο απ’ την κατηγορία αυτή. Ιδίως όταν, απ' το Δημόσιο -κι ευτυχώς- ως γνωστόν, δεν απολύθηκε κανείς. Τη στιγμή μάλιστα που, περισσότεροι από 400.000 άνεργοι, έχουν κρυφτεί πίσω από τις ελαστικές μορφές απασχόλησης, που εκτινάχθηκαν στην περίοδο αυτή των Μνημονίων. Κι όπου, κάθε θέση εργασίας, μοιράζεται πια, σε δύο, ημιαπασχολούμενους. Όταν, επίσης, οι απασχολούμενοι, σε ελαστικές μορφές εργασίας, ξεπέρασαν τις 820.000, το 2018. Κι οι υπόλοιποι, οδηγήθηκαν, άλλοι στην μετανάστευση, άλλοι στην πρόωρη συνταξιοδότηση, μειώνοντας δραματικά και τον αριθμό του εργατικού δυναμικού, με πλήρη απασχόληση, την ίδια περίοδο, κι άλλοι έμειναν άνεργοι, ενώ ορισμένοι, δηλώνονται ως άνεργοι, περνώντας στην εργασιακή αφάνεια και την παραοικονομία κάθε μορφής. Αλλά, για να επανέλθουμε, ειδικά στο προκείμενο θέμα, των «μ.μ.ε.». Οι επιχειρήσεις αυτές, συνεισέφεραν περί το: 33% του ΑΕΠ, στην προ Μνημονίων περίοδο. Έχει, όμως πλέον, περιπέσει η συμμετοχή τους αυτή, στο 15% του Α.Ε.Π. Να μια ακόμα δυσπροσπέλαστη ιδιαιτερότητα της χώρας μας και η -εξ αυτής υπολογιζόμενη- υπερβάλουσα μείωση της συνεισφοράς των μ.μ.ε., κατά [-18%], απ’ τη συνολική συρρίκνωση του Α.Ε.Π. μας, κατά [-25%], την περίοδο των Μνημονίων. Όταν, μάλιστα, οι «μ.μ.ε.», στην υπόλοιπη Ε.Ε., υπολείπονται ακόμα των δικών μας και συνεισφέρουν μόλις περί το: 10%, στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.. Εξάλλου, η εξυγίανση κι η αναδιάρθρωση της παραγωγικής μας βάσης, στην προοπτική μιας βιώσιμης ανασυγκρότησης κι εξυγίανσης της οικονομίας, που αποτελούσε το ισχυρότερο προπαγανδιστικό αφήγημα των Μνημονιακών -ακόμα κι ως υπαινικτικό τους επιχείρημα- όχι μόνο δεν ευοδώθηκε, μα ούτε και μερικώς επιτεύχθηκε, μήτε και παρέμεινε, απλώς, στην προηγούμενη προβληματική της κατάσταση. Αλλά επιδεινώθηκε κιόλας, δραματικά. Κατέληξε, μάλιστα, σε ακόμα μεγαλύτερη αποσάθρωση της προηγούμενης στρεβλής παραγωγικής μας βάσης. Ιδίως μάλιστα όταν, η βίαιη αυτή δημοσιονομική προσαρμογή, που συνόδευε τα Μνημόνια και την επώδυνη πορεία μας σε αυτά, με τα βάναυσα και βασανιστικά, κοινωνικά, μα αναποτελεσματικά, οικονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν, απέτυχε παταγωδώς να φέρει τα προσδοκόμενα, απ’ τους εφαρμοστές τους, αποτελέσματα. Και τα οποία, δεν οδήγησαν σε καμιά παραγωγική αναδιάρθρωση, όπως είναι σε όλους καταφάνερο πια, αλλά αποτέλεσαν την πιο κραυγαλέα αποτυχία και πιο την μεγάλη χίμαιρα, της αυταπάτης των μνημονιακών μας Ταγών. Το αφήγημά τους, στηρίχθηκε στην ολέθρια υπόθεση ότι: μετά από τη βίαιη δημοσιονομική μας προσαρμογή, θα μπορούσε να κτίζεται, σιγά –σιγά, μια νέα παραγωγική βάση, που θα περιλάμβανε, καινοτόμες και εξαγωγικές επιχειρήσεις, προσαρμοσμένες στο διεθνή ανταγωνισμό. Επιχειρήσεις, οι οποίες, θα ενσωμάτωναν την καινούργια τεχνολογία, αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά μας. Οι υποθέσεις τους όμως αυτές, αποδείχθηκαν μάταιες, φρούδες ελπίδες και «ευσεβείς πόθοι», όλων αυτών των αυτόκλητων σωτήρων μας. Και η αναμενόμενη εξωστρέφειά μας, υπήρξε τόσο άϋλη, που εξαφανίστηκε πριν καν αναδυθεί. Αφού, υπονομεύτηκε από την -μεγάλης κλίμακας- μακρόχρονη «Αποεπένδυση», η οποία συμπορεύτηκε, ως αναγκαστικό παραγόμενο αποτέλεσμα των Μνημονίων και η οποία, συρρίκνωσε τα αποθέματα των παραγωγικών μας δυνατοτήτων, ενώ οδήγησε στο κλείσιμο κι άλλων, με βιώσιμη προοπτική, προ κρίσης, επιχειρήσεων, περιορίζοντας έτσι την εθνική μας παραγωγή, με μεγάλη πτώση του όγκου και της αξίας της. Τόσο, του όγκου παραγωγής, δηλαδή, στον τομέα της «μεταποίησης» (βιομηχανία), όσο και του όγκου, της «πρωτογενούς παραγωγής» (γεωργία). Με, επί πλέον μείωσή τους -και των δυο τομέων- κατά 20%, περίπου, την περίοδο αυτή των μνημονίων. Και η οποία, παραγωγή, κατέστη, αντικειμενικά, ανίσχυρη κι ανίκανη προκειμένου να στηρίξει την οποιαδήποτε εξωστρέφειά μας. Κι αντί να έχουμε ακόμα καλύτερες εξαγωγές, έφτασε κι επιδεινώθηκε ως κι αυτή η αρνητικότητα του διατροφικού μας ισοζυγίου. Ενώ, συγχρόνως, εξωθήθηκαν, σε μαζική μετανάστευση και στο ονομαζόμενο Brain Drain, εκατοντάδες χιλιάδες νέοι μας επιστήμονες. Κατάσταση, τέτοιας κατάπτωσης και κατατρεγμού μας, που ισοδυναμεί με μια εθνική καταστροφή και μια τραγωδία ενός τελειωτικού -άλλης μορφής- οικονομικού μας "Ολοκαυτώματος"! Μετά απ’ τη δεκαετή αυτή περίοδο της δυσβάσταχτης οικονομικής κρίσης που διανύσαμε, η πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών, βρίσκεται ήδη στην απαράδεκτη κατάσταση, να μην έχει πρόσβαση, σε ένα στοιχειωδώς ικανοποιητικό επίπεδο: εισοδήματος αξιοπρεπούς ζωής, υπηρεσιών υγείας, στάθμης εκπαίδευσης, θέσεων εργασίας υψηλής παραγωγικότητας, μα κι αντίστοιχης αμοιβής τους και να απειλείται πια και με την πλήρη κατάρρευση και του ήδη υποβαθμισμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δημόσιας τάξης και κοινωνικής προστασίας κ.α.. Με συνέπεια, ο κίνδυνος μιας περαιτέρω διολίσθησής μας, σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα, πλήρους ανέχειας κι εξαθλίωσης της πλειονότητας του ελληνικού λαού, να επεκτείνεται αριθμητικά και να βαίνει ολοένα, αυξανόμενος ποιοτικά. Και σε μια γενικότερη θεώρηση, διαπιστώνει κανείς πως: τα Μνημόνια, όχι μόνο δεν τερμάτισαν την κρίση, που βιώσαμε εφιαλτικά μέχρι σήμερα, μα ούτε έφεραν και καμιά επιστροφή μας στην κανονικότητα, σε κανένα τομέα της ζωής και της παραγωγής που εκτυλίσσεται σήμερα στο τόπο. Αλλά αντίθετα, τα ίδια τα Μνημόνια, κινήθηκαν στον αντίποδα και των δικών τους, μνημονιακών, προβλέψεων. Ακόμα τραγικότερα και κυριολεκτικά, για τις -έως τώρα- μεγάλες κι άσκοπες θυσίες μας: Είμαστε, σήμερα, ακόμα βαθύτερα μέσα στην κρίση, λαβωμένοι κι αποδυναμωμένοι περισσότερο κι απ’ όσο είμαστε κατά την προενταξιακή -των Μνημονίων- περίοδο. Και χωρίς καμιά προοπτική -μακρινής, έστω- ανάκαμψής μας. Αλλά με ορατή την επερχόμενη κι ακόμα χειρότερη, απόλυτη καταβύθισή μας, αν δεν αντιδράσουμε κατάλληλα…
5/7} Η ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΉ ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΣΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΌ, ΚΑΘΗΛΏΝΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ ΜΑΣ ΑΝΆΠΤΥΞΗ.
Για την αξιολογική επισκόπηση του ελληνικού τουρισμού και των πολιτικών που ασκήθηκαν σε αυτόν, θα αποτελούσε μια αδικαιολόγητη «στρουθοκαμηλοειδή περιφρόνηση» στην ίδια την πραγματικότητα, η αγνόηση των -συνεχώς επαναλαμβανόμενων- νέων ρεκόρ, των ετήσιων αφίξεων των τουριστών στη χώρα μας. Ωστόσο, εκτιμούμε πως, αυτή η γενικότερη εξωστρέφεια στη χώρα μας, με την επέκταση του τουρισμού -αν αυτή σημειώθηκε ποτέ, καθ’ όλη την μνημονιακή μας περίοδο- περιορίστηκε σε μια -απολύτως ασαφή- «διάθεση προς εξωστρέφεια» και μόνο στον τουριστικό κλάδο. Σε εκείνο ακριβώς τον κλάδο στον οποίο, διογκώνονταν ολοένα, τα χρόνια προβλήματά του, που μας καθήλωναν αναπτυξιακά, όλη αυτή την μνημονιακή περίοδο. Προβλήματα που ήταν εκρηκτικά, μα κι εκλεκτικώς παραλειπόμενα, στην αντιμετώπισή τους, παρ’ ότι είχαν σχέση, τόσο με την παραοικονομική λειτουργία του κλάδου, την παράνομη απασχόληση των εργαζομένων του, τη στενή εποχικότητα της λειτουργίας του, όσο και ιδίως, στην πολλή χαμηλή οικονομική αποδοτικότητά του. Τα φαινόμενα αυτά, αν και διαχρονικά, επιδεινώθηκαν κι άλλο μέσα στην περίοδο των Μνημονίων. Μια επιδείνωση που κατέστη δυνατή υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Με την εγκατάλειψη του τουριστικού κλάδου στις αθέμιτες πρακτικές των Tour Operators. Με την παραχώρηση -μέσω εξαγοράς τους, την οποία και δανειοδότησε η χώρα μας, από το ήδη «στεγνό» ελληνικό τραπεζικό σύστημα- των 14 αεροδρομίων μας, για τον έλεγχο των τουριστικών ροών και για τη στρατηγική υποταγή μας, στα σκοτεινά συμφέροντα των Tour Operators. Με διατήρηση του καθεστώτος προκλητικής προνομιακής μεταχείρισης στους επιχειρηματίες του τουρισμού, με την ελαστική επιτήρηση της παραβίασης των περιβαλλοντικών όρων και της αγνόησης των εργασιακών συνθηκών «Γαλέρας», με την μη τήρησης της εργατικής νομοθεσίας για τους εργαζόμενους στον τουρισμό. Με την παράβλεψη των αρμοδίων, σε κάθε είδους παραβίαση της δεοντολογίας, των ορθών τουριστικών πρακτικών (νοθεία ποτών, παραμέληση προστασίας του περιβάλλοντος κ.λπ.), έως και της όλης νομιμότητας, στη λειτουργία του κλάδου. Με την χωρίς ανακοπή -λόγω και της γενικότερης οικονομικής κρίσης- χορήγηση δανείων, προς χρηματοδότηση τουριστικών επενδύσεων, όταν οι άλλοι κλάδοι και τομείς της οικονομίας μας στέναζαν. Και κυρίως, με την άσκηση πολιτικών και παραλείψεών της, που έφεραν τη δραματική αλλοίωση και αλλοτρίωση, στην παραγωγική διαδικασία της τουριστικής μας βιομηχανίας. Ως συνέχεια και συνάρτηση, επίσης, της εξάπλωσης του All Inclusive, συστήματος λειτουργίας των ξενοδοχείων, από ένα υπερβολικά υψηλό ποσοστό μεγάλων τουριστικών μονάδων. Κι όπου, η πλειονότητα των εισροών -για την παραγωγή ή το «χτίσιμο», του τελικώς προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος εκεί- αποκαλύπτεται -με στοιχεία- πως: συνίσταται ή/και προέρχεται, μέχρι και ποσοστού 85%, κατά μ.ό., από εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Εισαγωγές, δηλαδή, που αναιρούν, σε μεγάλο βαθμό και την ωφέλεια του τουρισμού, στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Ενώ επιτείνουν και την εξωστρέφειά μας, πράγματι, αλλά κυρίως, στην αρνητική της όψη. Εκείνη την όψη, της ολοένα αυξανόμενης εξάρτησής μας, από τις εισαγωγές, παρά απ’ την εγχώρια παραγωγή και τη λοιπή εγχώρια προστιθέμενη αξία. Το All Inclusive, επίσης, είναι ένα είδος «αλλοτρίωσης της παραγωγικής διαδικασίας» στον τουρισμό, το οποίο, όχι μόνο απομονώνει τους τουρίστες από το περιβάλλον που επισκέπτονται, μα αλλοτριώνει και τους παραγωγούς του τουριστικού προϊόντος από την παραγωγή τους, ενώ τους αποξενώνει, συνάμα, σε μεγάλο βαθμό, από την ανθρώπινη επαφή με τους πελάτες τους, τουρίστες. Ταυτόχρονα, συνθλίβει και το βαθμό που μπορεί να καταστεί ωφέλιμο το τουριστικό φαινόμενο και αυξάνει την κλίση της «οριακής» απόδοσης των επενδύσεων στον τουρισμό, εξ αιτίας των οικονομικών και κοινωνικών παραμέτρων που επηρεάζουν ανάλογα και τη συνάρτηση: «κόστους/οφέλους», στα κατώτερα δυνατά επίπεδα οικονομικής διαχείρισης, χαμηλού κόστους παραγωγής κι αντίστοιχης ποιότητας υπηρεσιών του. Καθιστώντας όμως έτσι και εκ του αποτελέσματος, τις επιχειρήσεις του τουριστικού τομέα, ως τις πιο υπερχρεωμένες επιχειρήσεις της -ιδιαίτερα χειμαζόμενης- ελληνικής οικονομίας. Αλλά επίσης, αξίζει να υπογραμμίσει κανείς ότι: αυτή η αρνητικότητα της εξάρτησης, στην παραγωγή του τουριστικού προϊόντος από τις εισαγωγές, κατά ένα τόσο -εξωφρενικό- ποσοστό, με μ.ό. το: 85%, θρυμματίζει -μέχρι γελοιότητας- το δήθεν επιχείρημα ή και το δήθεν «θεώρημα», των αβανταδόρων της τουριστικής οικονομικής λεηλασίας που διαχρονικά σημειώνεται στη χώρα μας, όταν, οι εκπρόσωποι του τουρισμού, αναφέρονται κι επιχειρηματολογούν, για τον τριπλασιασμό της συνεισφοράς του στην εθνική μας οικονομία. Οι ίδιοι αυτοί, παριστάνουν πως συγκλονίζονται, μιλώντας κι αναλύοντας, δήθεν, για το «συντελεστή του πολλαπλασιαστή ανάπτυξης απ’ τον τουρισμό» στη χώρα μας, τον οποίο κι εκτιμούν να κινείται μεταξύ: 2,4 και 3,5. Συντελεστής, δηλαδή, που τριπλασιάζει -κατ’ αυτούς- τη συμβολή του τουρισμού στη δημιουργία του Α.Ε.Π. της χώρας μας. Και την ίδια στιγμή, που ισχυρίζονται αυτά τα «ανιστόρητα» ομολογείται, με δελτίο τύπου, απ’ τη διοίκηση του Σ.Ε.Τ.Ε., πως: «Έχουμε μια συνεχόμενη πτώση των “κατά κεφαλή εσόδων, ανά τουρίστα”, η οποία, την τελευταία 10ετία, συμποσούται σε μείωση κατά [-35%], περίπου»! Σημειώνονται εδώ, τα εξής συγκριτικά στοιχεία, ότι: (α) στο τουριστικό προϊόν της Ιταλίας, τα εισαγόμενα συστατικά του αντιπροσωπεύουν μόλις το 25% του συνολικού κόστους παραγωγής του και (β) ταυτόχρονα, η Πορτογαλία, το 2017, με 20 εκατομμύρια τουρίστες, είχε 17,3 δις Ευρώ, έσοδα, απ’ τον τουρισμό της και η Ελλάδα, στον ίδιο χρόνο, με 27 εκατομμύρια τουρίστες, είχε 14,5 δις Ευρώ, τουριστικά έσοδα. Ενώ και η παρατηρούμενη, επίσης, απότομη μεγάλη αύξηση, της οικοδομικής δραστηριότητας στη χώρα μας και μόνο στον τουριστικό κλάδο, είναι έως και υπερδιπλάσια της αύξησης των αφίξεων των τουριστών. Γεγονός που θα συνεπιφέρει μεγάλη αύξηση των προσφερόμενων κλινών. Και μια αύξηση απότομη αύξηση κλινών, είναι μαθηματικά βέβαιο πως, θα συμπιέσει κι άλλο τις ήδη χαμηλές τιμές του τουρισμού μας. Τα μεγαλύτερα Fake News που διακινούνται, πάντως ακόμα, είναι στον τουρισμό. Και εκτός από το εσωτερικό, προσφέρονται προς κατανάλωση και στο εξωτερικό. Με το περσινό ταξίδι του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, αξιοποιήθηκαν ανάλογα και είναι οι Success Stories της βιομηχανίας του ελληνικού τουρισμού... Έτσι ώστε και στην περίπτωση του τουρισμού, να επαληθεύεται το αξίωμα, πως: το απατηλό αφήγημα, για την επερχόμενη εξυγίανση, μέσω των Μνημονίων, είναι ένας ακόμη αυτοδιαψευδόμενος μύθος και μια ακόμη, μεγαλύτερη απάτη, από όλες, όσες μας προσκόμισαν, μέχρι τώρα, οι θιασώτες των -δήθεν- μνημονιακών μεταρρυθμίσεων.
6/7} ΑΝΤΊ ΚΆΘΑΡΣΗΣ, ΤΑ ΜΝΗΜΌΝΙΑ ΑΎΞΗΣΑΝ ΤΗ ΔΙΑΦΘΟΡΆ
Κοινή είναι η πεποίθηση πως, η συγκλονιστική οικονομική κρίση του 2009, με τη σωρευτική επιβάρυνση κι αυτής του 2008, αλλά και με τις άστοχες κι άθλιες μεθόδους θεραπείας που εφαρμόστηκαν, εγκλώβισαν -χωρίς ελπίδα διαφυγής- την ελληνική οικονομία, σε μια παγίδα παρατεταμένης οικονομικής αφαίμαξης και στη χειρότερη κρίση στην ιστορία της. Για την αντιμετώπισή της ωστόσο, τόσο οι διεθνείς πιστωτές μας, όσο κι οι εγχώριοι διαπρύσιοι προπαγανδιστές των Μνημονίων -τα οποία, εννιά χρόνια τώρα εφαρμόζονται- υποδείκνυαν κι επέβαλαν, τη διαδικασία μιας -χωρίς αντίκρισμα- «μνημονιακής κάθαρσης». Ισχυρίζονταν, δηλαδή, ότι: η υπέρβαση της αδυσώπητης κρίσης -για την οποία, σημαντικότερος υπεύθυνος παράγοντας, εθεωρείτο η εκτεταμένη διαφθορά, που προϋπήρχε- έθετε ως προϋπόθεση, την μετάβασή μας σε έναν «ενάρετο κύκλο» οικονομικής λειτουργίας. Μας έλεγαν -σε γενικές γραμμές- πως: «θα ήταν μια σκληρή, μα απαραίτητη «καθαρτήρια» διαδικασία, που θα λειτουργούσε ως το αναγκαίο φάρμακο, στην απαιτούμενη θεραπευτική αγωγή, για πάταξη της πολυπλόκαμης διαφθοράς, για έξοδό μας απ’ την κρίση». Όμως, μαζί με τις βάναυσες και βασανιστικές οδύνες, στην εφαρμογή των Μνημονίων, είχαμε και τις συνεχείς αστοχίες των σύντομων προβλέψεών τους, για έξοδο απ’ την κρίση, καθώς και τις λοιπές αβλεψίες, που έφεραν τα αλλεπάλληλα Μνημόνιά τους. Τα οποία και κατέληξαν, σε διαρκείς μεταθέσεις των προβλεπόμενων χρόνων εξόδου μας απ’ την κρίση και σε διαρκώς άκαρπες εκπνοές των προθεσμιών παρήλθαν, ως αναιδείς κι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις τους. Πλην εκείνης της προθεσμίας -που εκκρεμεί ακόμα- για το 2060, με το ανομολόγητο «4ο Μνημόνιο». Έτσι, βρεθήκαμε σε μια ατελεύτητη πορεία, βαθέματος και της κρίσης, μα και της διαφθοράς, που -υποτίθεται- πως την προκαλεί. Ενώ, οι ισχυρισμοί τους αυτοί, συνιστούν και σηματοδοτούν, το πιο φθαρμένο τους Αφήγημα και συγκροτούν το κύριο εργαλείο τους, για την παραγωγή εκείνων των ψευδών προσδοκιών, που εκμεταλλεύονται την σύγχυση, ενώ καλλιεργούν την πιο Μεγάλη Απάτη, για τη λαφυραγώγηση της πρόσκαιρης εξουσίας τους. Αφού, όλοι οι δείκτες της διαφθοράς και των αθέμιτων πρακτικών, στην Ελλάδα, αντί να περιορίζονται, αυξάνονται μέσα στην κρίση, η οποία κρίση, επίσης επαυξάνεται ολοένα, όπως καταδείξαμε προηγουμένως. Αλλά εδώ, αναφερόμαστε σε όλο το εύρος της διαφθοράς, που δεν σταματά σε αυτή του πολιτικού συστήματος, του πολιτικού του προσωπικού ή της οικονομικής μας ολιγαρχίας, αλλά και γενικότερα. Αναφερόμαστε στη διαφθορά που εκτείνεται: από την παραοικονομία, τη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, την μικροδιαφθορά κάθε τύπου και μορφής, ως και τη διογκούμενη παραβατικότητα, ανομία κι ανασφάλεια. Φαινόμενα που εχθρεύονται και τις επενδύσεις. Μέχρι και τη δυναμική, πλέον, εκείνη διαφθορά, της εκτεταμένης ανομίας και της αυτόνομης, δήθεν ακτιβιστικής δράσης των αυτόκλητων προστατών της κοινωνίας και της κοινωνικής αυτοδικίας. Φαινόμενα και καταστάσεις οι οποίες, βρίσκονται, πλέον, σε συντονισμό και συνέργεια, με το κοινό και το οργανωμένο έγκλημα. Μια διαφθορά, δηλαδή, που αναφέρεται, στη τυφλή, μα διαδεδομένη λογική, της μεγιστοποίησης του στενού προσωπικού μας οφέλους, με κάθε τρόπο... Μια "σύγχρονα πρωτόγονη λογική", που μας ζημιώνει όλους μας, μακροπρόθεσμα, καθώς μας απαξιώνει κιόλας, είτε ως ηθικές προσωπικότητες, είτε κι ως κοινωνία, είτε κι ανθρώπινες συλλογικότητες, στο τέλος, τέλος. Άλλωστε, ακόμα και σήμερα, τα Greek Statistics, που απέκρυπταν τα διαχειριστικά μας ελλείμματα για πολύ καιρό και τα οποία, ο ξένος τύπος τα θεωρούσε ως εμβληματικές ενδείξεις, μα και χαρακτηριστικά παραδείγματα, της εκτεταμένης διαφθοράς στη χώρα μας, κατά την έναρξη των Μνημονίων, όχι μόνο εξακολουθούν να φιλοτεχνούνται ακόμα, απ’ τους νεότερους Ταγούς μας, αλλά κι αναβαθμίστηκαν ήδη, αλλάζοντας μορφή. Κι ενώ αυτά, τα πρώτα Greek Statistics, προορίζονταν για «εξωτερική κατανάλωση» (των κουτόΦραγκων, υποτίθεται), τώρα αναβαθμίστηκαν σε Fake News, για την «εσωτερική» παρόμοια κατανάλωση. Έτσι που, μαζί με την -δήθεν- κατάργηση των Μνημονίων, στην κατάρτιση του Κρατικού μας Προϋπολογισμού, 2019, να εμφανίζεται η εξής πρωτοφανής «καινοτομία». Καταργήθηκαν σ’ αυτόν, όλοι οι πίνακες, οι αριθμοδείκτες κι οι σχετικές παράμετροι, των στοιχείων που μαρτυρούσαν κι αποκάλυπταν τη σχέση: των άμεσων, προς τους έμμεσους φόρους, καθώς και τις τάσεις για τη διαχρονική τους εξέλιξη. Προκειμένου, ως φαίνεται, να αποκρύψουν τις δυσμενείς εξελίξεις, απ’ την επέκταση των αντιλαϊκών κι άδικων έμμεσων φόρων, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων και να συγκαλύψουν την μεγάλη, επίσης, αύξηση της ανισοβαρούς -στην άμεση φορολογία- επιβάρυνσης, των μισθωτών, των συνταξιούχων, μα και των οικογενειών με παιδιά, αλλά και των επιχειρήσεων, όπως αποκαλύπτουν κι οι τελευταίες εκθέσεις, καταπέλτες: του Ο.Ο.Σ.Α., του Δ.Ν.Τ., της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας. Στη θέση, των στοιχείων και παραμέτρων των παλιότερων Προϋπολογισμών, υπάρχουν τώρα άλλοι, διάφοροι, σκόρπιοι κι αταξινόμητοι λογαριασμοί, όπως οι: «φόροι συναλλαγών», οι «φόροι κατανάλωσης», οι «φόροι πετρελαίου», «καπνού» κ.λπ.. Αλλά, ομαδοποιημένα στοιχεία και χρήσιμοι «αριθμοδείκτες», δεν υπάρχουν. Κι αντί για: «Ένα απλό και δίκαιο φορολογικό σύστημα», όπως υποσχέθηκε κι ο σημερινός Πρωθυπουργός, από το 2015, «με φορολογική ελάφρυνση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, με κατάργηση του ΕΝΦΙΑ κι αντικατάστασής του από το φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας…», είχαμε τη διατήρηση και επέκταση των προηγούμενων και την επαύξηση της συνολικής φορολόγησης, που καθιστά την οικονομία μας περισσότερο «κρατικιστική» από ποτέ άλλοτε και σε ποσοστό, που υπερβαίνει, στη συμμετοχή της κρατικής της υπόσταση, ακόμα και τις πιο ανεπτυγμένες, οικονομικά, χώρες. Εκείνες που μπορούν να υποστηρίξουν μια τόσο αυξημένη συμμετοχή του Δημόσιου τομέα, στη συνολική οικονομική τους δραστηριότητα. Μα ταυτόχρονα, παρά την υπερφορολόγηση αυτή, είχαμε κι ένα διαρκώς μειούμενο, έως κι απαράδεκτο, επίπεδο παροχών κι ανταποδοτικών υπηρεσιών, του κράτους, προς τον πολίτη. Ενώ, η υπερφορολόγηση αυτή, πραγματοποιείται σε μια διαρκώς συρρικνούμενη φορολογική βάση, με εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των ήδη φορολογούμενων Ελλήνων. Και με προφανή συνέπεια, τόσο την αποφασιστική ανάσχεση της απαραίτητης οικονομικής μας ανάπτυξης, όσο και την ταχεία συρρίκνωση της λεγόμενης Μεσαίας Τάξης, με τη δημιουργία ενός θηριώδους υπερπλεονάσματος, για τη λαϊκίστικη διαχείριση μιας ψηφοθηρικής επιδοματικής πολιτικής. Στο μεταξύ. Λόγω ανεπάρκειας κι ανικανότητας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, περισσότερο κι απ’ το 45% των «υπόχρεων φόρου στη χώρα μας, εξακολουθούν να τίθεται εκτός οποιασδήποτε φορολογικής βάσης», για τον υπολογισμό του αναλογούντος φόρου τους. Έτσι που, ο μισός ενεργός πληθυσμός, καταφέρνει να εξαιρείται και να αποφεύγει την οποιαδήποτε φορολογική συνεισφορά του, στην άμεση φορολογία, ενώ ταυτόχρονα, η ίδια κατηγορία, μπορεί να εξασφαλίζει δικαιώματα άδικης απόσπασης επιδομάτων κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινωνικής προστασίας. Εξάλλου, τη συνεχιζόμενη αύξηση των δεικτών της διαφθοράς, στη χώρα μας, την καταμαρτυρά και καταγράφει κι η Έκθεση της "Διεθνούς Διαφάνειας", που δόθηκε στη δημοσιότητα. Στην "Έκθεση" αυτή, κατατάσσονται οι υπό εξέταση χώρες, σε μια κλίμακα, από τις πλέον διαφανείς, προς τις περισσότερο διεφθαρμένες, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι κι η "Παγκόσμια Τράπεζα". Στην ίδια πάντα "Έκθεση", η Ελλάδα, που το 2016, κατατάσσοταν στην 58η θέση, για το 2017, κατρακυλά στην 69η θέση του σχετικού πίνακα. Ενώ και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χώρα μας είναι η δεύτερη πιο διεφθαρμένη χώρα, μετά από τη Βουλγαρία… Δεν είναι καθόλου παράξενο που, η αποδιδόμενη, από διεθνείς οργανισμούς, στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, διαφθορά, δείχνει να αυξάνεται σε Αφρικανικά, επίπεδα. Πολύ δε περισσότερο αφού, ακόμα κι ο κυνικός φιλόσοφος, ΔΙΟΓΕΝΗΣ, το είχε προείπει, λέγοντας το: <<Πενία τέχνας κατεργάζεται>>. Άλλωστε, στην εποχή της αιματηρής λιτότητας και της δυσθεώρατης ανεργίας, των "Μνημονίων", η περισσότερο προσφερόμενη απασχόληση -εκτός απ' την μετανάστευση των νέων μας- είναι, ίσως, "η τέχνη της παγαποντιάς", κάθε είδους, μεγέθους και ποιότητας... Αποτελεί αντικειμενική διαπίστωση, όμως, πως: Μαζί με τα Μνημόνια, την αύξηση της "Πενίας" και την αύξηση της διαφθοράς, στη χώρα μας, ιδιαίτερα στα χρόνια των Μνημονίων, είχαμε αύξηση και της ανισότητας, η οποία πιστοποιείται κι απ' τα εξής στοιχεία: α) μεγάλωσε ο ελληνικός “δείκτης GINI” (δείκτης που μετρά τον βαθμό ανισοκατανομής των εισοδημάτων), β) αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω και από το νέο κατώτερο "όριο φτώχειας", το οποίο, από το 24% που ήταν το 2009, ανήλθε στο 34% το 2015 και άγγιξε το: 40%, το 2018, γ) το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού -το 2015, έναντι του 2014- αύξησε την απόσταση που το χώριζε, από το φτωχότερο 10% του πληθυσμού, κατά 9,6%, ενώ συνεχίζεται και βαθαίνει το εισοδηματικό τους χάσμα ακόμα και σήμερα. Όσον αφορά στη σημειωθείσα επέκταση της παραοικονομίας. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα επέκτασης του παρεμπορίου και της πλημμυρίδας των "μαϊμού" προϊόντων (κατάσταση η οποία, εκτός άλλων, γίνεται και κυρίαρχο στοιχείο ελκυστικότητας και πρόσκλησης, σε νέους οικονομικούς μετανάστες. Ενδεικτικό, εξάλλου, είναι και το συμπέρασμα της έρευνας, που παρήγγειλε, σε επιστημονική εταιρία, η "Ένωση Μικροπωλητών και Περιπτερούχων", η οποία κατέληξε στο ότι: <<η επέκταση της διακίνησης του "λαθραίου τσιγάρου", συνέβαλε στην απώλεια 50.000 θέσεων εργασίας στο κλάδο τους και στην απώλεια εσόδων, για το ελληνικό δημόσιο, της τάξης του ενός και πλέον, δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως>>... Και με συγκριτικό μέγεθος τον ακόλουθο συνειρμό μας, λέμε κι εμείς το εξής: «Όταν ο έλεγχος της "λίστας Λαγκάρτ", έχει αποδώσει μόλις 84 εκατομμύρια Ευρώ, τότε, ποιά είναι κι η βαρύτητά της, μπροστά στο βάρος που έχει το "λαθραίο τσιγάρο" και μόνο αυτό;;;». Ταυτόχρονα, τα πολλαπλασίως ανάλογα φαίνεται πως συμβαίνουν και στη φορολογία των καυσίμων. Όπου, ο Νόμος του 2012, για την εφαρμογή του συστήματος "Εισροών - Εκροών", στα "πρατήρια υγρών καυσίμων" της χώρας, «υλοποιήθηκε» -υποτίθεται- μόλις το 2015. Και μόνο, αφού έγινε γνωστό το γεγονός, ότι: <<αυτό το προαναφερθέν σύστημα "Εισροών - Εκροών", δεν μπορούσε να λειτουργήσει, τελικά, επειδή δεν ανταποκρινόταν, τεχνικά, ο κεντρικός "Σέρβερ"!!! (σικ)>>. Αλλά, ας μην ξεχνιόμαστε. Δεν συνιστά καμιά τρομερή αποκάλυψη, το γεγονός πως: το σκάνδαλο με NOVARTIS, ούτε το μεγαλύτερο, ούτε το πιο χειροπιαστό ήταν ή εξακολουθεί να είναι. Αλλά συνεχίζεται, στην ίδια -σε γενικές γραμμές- έκταση και με το ίδιο ζημιωτικό τρόπο, να λειτουργεί, ως το αποτέλεσμα, στο συνεχιζόμενο εκείνο καθεστώς της «προκλητής ζήτησης των υπηρεσιών υγείας», του χύδην συστήματος υγείας που διαθέτουμε και της πολλαπλώς επιζήμιας κατάστασης που επικρατεί στο φάρμακο, της ανομίας της «πολυφαρμακίας». Αλλά, πέρα κι απ’ αυτό της NOVARTIS. Όμως, το άλλο σκάνδαλο, όπως είναι εκείνο της Γερμανικής TUI, σε βάρος του ελληνικού τουρισμού, συνεχίζεται κι επεκτείνεται, απρόσκοπτα και με ακατανόητη την αδιαφορία αντιμετώπισής του από τους αρμόδιους. Παρ’ ότι κι αυτό, ως σκάνδαλο, υπερέχει καταφανώς, μέχρι στιγμής, παντός άλλου, τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο κ.ο.κ.. Ας σημειωθεί, σχετικά εδώ και να διαπιστώσει κανείς πως: στις ασκούμενες, συχνά, αθέμιτες πρακτικές του οικονομικού ανταγωνισμού:
-Τα μεν ολιγοπώλια, αυξάνουν, δραματικά, τις τιμές (όπως π.χ.: στην περίπτωση της Novartis)!
-Τα δε ολιγοψώνια, τις μειώνουν, εξοντωτικά (όπως π.χ.: στην περίπτωση της TUI)!!!
Υπό τις συνθήκες αυτές, μας έρχεται -συνειρμικά- στο νου και το σλόγκαν του Τενγκ Σιάο Πιγκ, που έλεγε πως: «Άσπρη γάτα ή κόκκινη γάτα, καλή είν’ αυτή που πιάνει ποντίκια»…
Και για να αναγνωρίσουμε και κάτι θετικό. Η μόνη προσωρινή βελτίωση που σημειώθηκε ποτέ, σ’ όλη αυτή την Μνημονιακή περίοδο, στο ύψος των τραπεζικών καταθέσεων -το οποίο ανάστρεψε, προσωρινά, τη συνεχή μείωση και πτώση τους- ήταν το απρόβλεπτο αποτέλεσμα που είχε η ψήφιση και εφαρμογή του "Νόμου Αποσυμφόρησης των Φυλακών”, του “Νόμου Παρασκευόπουλου". Ήταν, ίσως, το μόνο -κατά λάθος- "Μέτρο, υπέρ των βαρυποινιτών", που "δούλεψε" κι ως "αναπτυξιακό" και λειτούργησε υπέρ της προσωρινής -έστω- ανάσχεσης της πτώσης των τραπεζικών καταθέσεων, χωρίς την επίγνωση των συντακτών του γι' αυτό.

 

Σχόλια