Του Νικήτα Σίμου
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, σημαντικό μέρος των ρωσικών σχεδίων για επέκταση στα Βαλκάνια, το Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο, συνδυαζόταν με εξεγερτική δραστηριότητα των βαλκανικών λαών, που στην περίπτωση των Ελλήνων περιλάμβανε τόσο τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, όσο και τα νησιά. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Αυτή η ρωσική πολιτική και στρατιωτική δραστηριότητα άρχισε να εκφράζεται και να μορφοποιείται από τον μεγάλο Πέτρο και συνεχίστηκε αταλάντευτη και επί της Αικατερίνης Β΄, οπότε πήρε την πιο συγκεκριμένη μορφή της.
Η Ρωσίδα αυτοκράτειρα κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες, για να καλλιεργήσει μία φιλορωσική νοοτροπία μεταξύ των Ελλήνων και για να καθιερώσει την δική της εικόνα ως προστάτριας απέναντί τους. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, η τσαρική κυβέρνηση αποφάσισε ότι χρειαζόταν αφοσιωμένους διπλωμάτες και στρατιωτικούς, ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι θα βοηθούσαν στην υλοποίηση της φιλελληνικής πολιτικής της, όπως σημειώνει ο Γκριγκόρη Αρς .
Έτσι, ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1775, "....ειδικό εκπαιδευτήριο για ελληνόπουλα, που θα αποστέλλονται από το Αρχιπέλαγος στην Αγία Πετρούπολη..." . Η επίσημη ονομασία του ήταν "Γυμνάσιο για Αλλοδαπούς Ομοθρήσκους". Το δυναμικό του ήταν 200 μαθητές, οι οποίοι θα επιλέγονταν χωρίς ταξικές διακρίσεις. Οι πρώτοι, ήταν από τα μεταξύ των εποίκων ελληνόπουλα ηλικίας 12-16, , πού έφθασαν το ίδιο έτος με τα ρωσικά πλοία. Αργότερα ( 1792) μετονομάσθηκε σε "Σώμα Αλλοδαπών Ομοθρήσκων", το οποίο λειτουργούσε υπαγόμενο στην ρωσική σχολή πυροβολικού και μηχανικού
Από τις τάξεις του Σώματος, αποφοίτησαν στρατηγοί και ναύαρχοι ( Δ. Μπαλζάμης, Σ. Βελισάριος, Γ. Παπαχρήστος, κ.α), οι οποίοι λόγω του αξιώματος, απόκτησαν και τον κληρονομικό τίτλο του Ρώσου ευγενούς. Άλλοι μαθητές του Γυμνασίου υπηρέτησαν στα ρωσικά προξενεία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Θα μπορούσε να λεχθεί, ότι η δημιουργία του ιδρύματος αυτού, ήταν ένα σημαντικό υποστηρικτικό βήμα της τσαρίνας, προς το Ελληνικό Σχέδιό της.
Οι ρωσσο-τουρκικές σχέσεις, πού αφορούσαν τα Παραδουνάβια, άρχισαν να χειροτερεύουν ξανά από το 1781, όταν η Ρωσία τοποθέτησε προξένους στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο, όπως επέτρεπε η συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, οι ηγεμόνες, Α. Μαυροκορδάτος Ντελίμπεης καί Α. Μαυροκορδάτος Φιραρής της Μολδαβίας καί Μ. Δρακο-Σούτσος της Βλαχίας, να αντικατασταθούν από την Πύλη, στην περίοδο1785-1787, ως υποστηριζόμενοι από τους Ρώσους προξένους. Οι Ρώσοι διαμαρτυρήθηκαν και ο σουλτάνος ζήτησε την αντικατάσταση του υποπροξένου στο Ιάσιο.
Παράλληλα, αύξανε ο διπλωματικός ανταγωνισμός στην περιοχή, από την Αυστρία και την Πρωσία, οι οποίες τοποθέτησαν δικούς τους προξένους το 1783 και το 1785 αντίστοιχα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αικατερίνη ανάπτυξε το σκεπτικό, ότι ένας νέος πόλεμος με τους Οθωμανούς, θα μπορούσε να είχε σκοπό τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τον οποίο οφέλη θα αποκτούσαν κατά κύριο λόγο η Ρωσία καί η Αυστρία.
Αυτή την εποχή, 1779-1782, άρχισε να δημοσιοποιείται και το Ελληνικό Σχέδιο.
Τότε, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Πετρούπολη, Τζ. Χάρρις, έγραφε στην κυβέρνηση του: "...ο πρίγκηπας Ποτέμκιν, είναι διαρκώς απασχολημένος με την δημιουργία μιας αυτοκρατορίας στην Ανατολή...και έχει μεταδώσει αυτά τα αισθήματα στην αυτοκράτειρα.,". Ο Ποτέμκιν ήταν ένθερμος φιλέλληνας, είχε σπουδάσει αρχαίους κλασσικούς και ελληνορθόδοξη θεολογία και υποστήριζε την εγκατάσταση Ελλήνων στην αυτοκρατορία. Υποστήριζε την συμμαχία με την Αυστρία, ως αντίβαρο στις πρωσικές ενέργειες προσεταιρισμού της Πολωνίας και προς αυτή την κατεύθυνση ενθάρρυνε την Αικατερίνη Β΄, η οποία ασκούσε άμεση προσωπική διπλωματία, όποτε το επέλεγε.
Η Ρωσίδα Αυτοκράτειρα σε μια σειρά επιστολών της προς τον Αμβούργο αυτοκράτορα Ιωσήφ Β,΄ παρουσίασε τις σκέψεις της για την ανίδρυση Γραικικής μοναρχίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η ενέργεια αυτή, ήταν μέρος μιας συνολικότερης λύσης που θα παγίωνε την ειρήνη μεταξύ Αψβούργων, Ρώσων και Οθωμανών και θα επέτρεπε ισοβαρή αποκτήματα ( Ρώσων, Αψβούργων), σε περίπτωση πολέμου με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Οι σκέψεις και προτάσεις της Αικατερίνης, σε επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 1782, προς τον Αψβούργο Ιωσήφ Β,΄ σε αδρές γραμμές είχαν ως εξής:
>> Σχηματισμός του βασιλείου της Δακίας, που θα συμπεριελάμβανε την Βλαχία την Μολδαβία και την Βεσσαραβία, με κοινής εμπιστοσύνης ηγεμόνα χριστιανό, του δόγματος το οποίο επικρατούσε στις περιοχές. Το κράτος αυτο δεν θα μπορούσε να ενωθεί με την Ρωσική η την Αψβουργική αυτοκρατορία, ούτε με οποιοδήποτε άλλο κράτος. Γιά βασιλέας του κράτους αυτού φιλοδοξίες είχε και ο Ποτέμκιν.
Τα όρια του Δακικού κράτους θα ήταν, ο Δνείστερος προς την Ουκρανία, ο Εύξεινος προς την Ρωσία, ο Δούναβης προς το Οθωμανικό κράτος και προς την Αυστρία οι κτήσεις που η τελευταία θα αποκτούσε σε πόλεμο με τους Οθωμανούς, ως σύμμαχος της Ρωσίας..
>> Φυσικό σύνορο μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας θα ήταν ο Εύξεινος. Η Ρωσία επιθυμούσε ακόμη την περιοχή μεταξύ Βόλγα και Δνείστερου και ένα η δυο νησιά στο Αιγαίο για την διασφάλιση του ρωσικού εμπορίου.
>> Εφ’ όσον οι επιτυχίες στον πόλεμό θα το επέτρεπαν, ο Ιωσήφ Β΄ θα παρείχε την βοήθειά του για την ανίδρυση ανεξάρτητου μοναρχικού Γραικικού Βασιλείου.
Η μοναρχία αυτή θα ήταν τελείως ανεξάρτητη από την ρωσική, καταργούμενων οποιωνδήποτε κληρονομικών δικαιωμάτων των εκατέρωθεν μοναρχών, με βασιλέα τον νεότερο εγγονό της Αικατερίνης Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε ανατραφεί με ελληνομάθεια από Έλληνες δασκάλους
Τα όρια του κράτους αυτού θα ήταν προς την Ρωσία ο Εύξεινος, προς την Αυστρία οι κτήσεις της από τους Οθωμανούς. Τα νησιά του Αιγαίου και η Πελοπόννησος θα ήταν υπό την εξουσία του Γραικικού κράτους.
>> Η Αικατερίνη προθυμοποιείτο ακόμη να παράσχει στους Αψβούργους και λιμάνια στη Μεσόγειο – που θα αποκτούσε μετά από επιτυχή πόλεμό εναντίον των Οθωμανών.
>> Οι δυο Αυλές ( Ρωσίας και Αυστρίας) δεν θα εναντιωνόντουσαν στις επιθυμίες άλλων ευρωπαϊκών Αυλών για εμπορικούς σταθμούς τους, στη Μεσόγειο.
>> Προκειμένου να υπάρξει και συμφωνία της Γαλλίας, θα της παραχωρούσαν την Αίγυπτο.
Στην απάντησή του, 13 Νοεμβρίου 1782, ο Αυστριακός αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ περιλάμβανε τα παρακάτω:
>> Η πρόταση για κατοχή της περιοχής μεταξύ Δνείστερου, Βόλγα και μερικών νησιών του Αιγαίου δεν παρουσίαζε δυσκολίες.
>> Η δημιουργία των δυο κρατών, Δακικού και Γραικικού, θα εξαρτιόταν από τις τύχες του πολέμου. Όμως δεν θα υπήρχε αντίρρηση, εφόσον λαμβάνονταν υπ’ όψη και οι Αψβουργικές επιθυμίες.
>> Προσδιορίζονταν τα αυστριακά σύνορα με το κράτος της Δακίας, που συμπεριελάμβαναν και το Βελιγράδι. Ακόμη ευπρόσδεκτη για την Βιέννη ήταν, η από το προβαλλόμενο ύψος του Βελιγραδίου μέχρι την Αδριατική περιοχή, έως και τον κόλπο του Δρίνα, ενώ επιθυμητή ήταν και η απόκτηση της ενετικής Ίστριας και Δαλματίας.
>> Η Πελοπόννησος, η Κρήτη, η Κύπρος και τα νησιά του Αιγαίου μπορούσαν να δοθούν ως αποζημίωση στους Ενετούς.
>> Το εμπόριο στον Δούναβη και η πλεύση του ποταμού συμπεριλαμβανόμενης της ακτής από την δίοδο του Ελλήσποντου θα διεξάγονταν ελεύθερα για τους υπηκόους των Αψβούργων.
>> Θα ήταν απαραίτητη η βοήθειά των βασιλέων της Γαλλίας και της Πρωσίας.
Η απαντητική επιστολή, 4 Ιανουαρίου 1783, της Αικατερίνης διαλάμβανε ότι:
>> Η κατοχή λιμανιών της Μεσογείου από τους Αψβούργους θα επέτρεπε την διατήρηση στόλου τους εκεί, γεγονός που θα πρόσθετε ιδιαίτερο βαρος στην συμμαχία τους, σε σχέση με τα νότια βασίλεια.
>> Συμφωνούσε με την παροχή ωφελημάτων στην Βενετία, διότι η παρουσία της θα ήταν θετική σε πόλεμο με τους Οθωμανούς.
Όμως τόνιζε, ότι δεν θα έπρεπε να περιοριστεί πάρα πολύ το Γραικικό κράτος και κυρίως να μην του αφαιρεθούν η Πελοπόννησος και το Αιγαίο.
Οι Αψβούργοι δεν δέχθηκαν την επιθυμία της Αικατερίνης, η Πελοπόννησος και τα νησιά του Αιγαίου να αποτελέσουν μέρος του προτεινόμενου Γραικικού βασιλείου. Έτσι, το ελληνικό θέμα δεν συμπεριελήφθη σε επόμενες συνθήκες, παρά μόνο μετά την Επανάσταση του 1821.
Tο Ελληνικό Σχέδιο, αν και αποτελούσε έκφραση των μεγαλύτερων ρωσικών φιλοδοξιών, δεν διαμόρφωσε την ρωσική στρατηγική κατά τον επόμενο ρωσσο – τουρκικό πόλεμο (1787-1792) και δεν μεταφράσθηκε ποτέ σε σχέδιο ειδικών πολεμικών ενεργειών.
H Αικατερίνη έγραφε στον πρεσβευτή της στο Λονδίνο, Σ. Βοροντσώφ, ότι επειδή δεν υπήρχε η δυνατότητα χρηματοδότησης επιχειρήσεων σε τέτοια κλίμακα "...η δυνατότητα να εκτελεσθεί ένα τέτοιο σχέδιο...είναι πολύ απομακρυσμένη..."
Ο καγκελάριος της Αυστρίας Κάουνιτζ, αμφέβαλε και αυτός για την επιτυχία ενός τόσο μεγαλεπήβολου σχεδίου, ενώ το 1785, ο ίδιος ο Ποτέμκιν διαβεβαίωνε τον Γάλλο πρεσβευτή, ίσως καθησυχάζοντάς τον, ότι το σχέδιο δεν ήταν παρά μία χίμαιρα.
Ο Ποτέμκιν πίστευε ακόμη, ότι η σωφροσύνη απαιτούσε διασφαλίσεις και από την βρετανική πλευρά, για να αντισταθμιστεί μία τυχόν υποστήριξη της Πύλης από την Γαλλία. Στην γραμμή αυτή, η πολιτική την οποία προωθούσε ο Ρώσος πρεσβευτής στο Λονδίνο, Βοροντσώφ, υποστήριζε ότι η Ρωσία και η Βρετανία ήταν συμπληρωματικές δυνάμεις και όχι ανταγωνιστικές. Μία φιλική Βρετανία στην θάλασσα, θα μπορούσε να αναχαιτίσει την θαλάσσια υποστήριξη της Γαλλίας προς την Πύλη, πράγμα το οποίο η Ρωσία επιθυμούσε. Κάπου εδώ, υπήρχαν υβριδικά τα σπέρματα του Ναυαρίνου (1827) και των ισορροπιών των εγγυητριών της ελληνικής ανεξαρτησίας (1830) δυνάμεων (Βρετανία, Ρωσία, Γαλλία).
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής
==============
Σχόλια