Titos Christodoulou
Εχθρός των οργανωμένων συνόλων, των μαζικών κινημάτων, των ταγών της υποταγής στις ιδέες του κάθε 'φλαμπουροκουβαλίστρα', πώς τους έλεγεν κι ο Άσιμος, ήταν ο αχθοφόρος φιλόσοφος, ο Έρικ Χόφερ. Επαναστάτης χωρίς αιτία, δηλαδή πέρα από τους (υπο)ταγμένους σε κοινούς σκοπούς επαναστάτες, 'χαμάλμπασης' όπως ο Αποστόλης, ο αχθοφόρος πρωταγωνιστής στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, ζώντας τον καθ' ημέραν βίον των πετεινών του ουρανού.
Δουλεύοντας ως χαμάλης στο λιμάνι τόσο ακριβώς όσο για να προσποριστεί το μεσημβρινό του γεύμα στο φτωχικό ταβερνείο. Και να πάρει τον μεσημβρινό του ύπνο μετά, στην ώρα της ραστώνης, έτοιμος και για την απογευματινά φορτώματα, που θα τού αγόραζαν το βραδυνό στο μαγειρείο.
Έτσι κι ο αχθοφόρος φιλόσοφος, ο Έρικ Χόφερ, την ελευθερία του κερδίζοντας με τρεις μέρες δουλειά μονάχα σαν 'χαμάλμπασης' κι αυτός στις μαούνες του Μισσισσιπή. Σαν τις πετούμενες σκέψεις του ελεύθερος κι αφλάμπουρος κι ασοβάτιστος, καταγγέλλοντας ως καθηλώσεις του νου τις κάθε λογής προσηλώσεις σε ιδέες συνθήματα.
Το δόγμα, αφόριζε, απομονώνει και προστατεύει τον πιστό όχι μόνο από τις πραγματικότητες γύρω του αλλά πρώτιστα από τον εαυτό του. Ο φανατικός πιστός δεν έχει συναίσθηση του φθόνου, της κακίας, ευτέλειας και ανειλικρίνειάς του. Υπάρχει ένας τοίχος λέξεων ανάμεσα στην συνείδησή του και τον πραγματικό εαυτό του».
Ο ελεύθερος διανοούμενος, ο φιλόσοφος, στοχάζεται τις λέξεις που θα σβήσει από τον τοίχο αυτό, για να δει μιαν αλήθεια που συχνά είναι μόλις κάτω από τη μύτη του. Γιατί η αλήθεια για τον εαυτό μας είναι η πιο δύσκολη να ιδωθεί. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί για τον διανοούμενο ο αγώνας για την ελευθερία, εξηγεί ο αχθοφόρος φιλόσοφος, είναι πιο εύκολος από την πραγματικότητά της. Θα προτιμούσαμε να εργαστούμε, να αγωνιστούμε, να μιλήσουμε για την ελευθερία παρά να την έχουμε.
Η απλή πράξη της ελευθερίας κρύβεται, όπως είχε δείξει κι ο Ραιημόν Αρόν στο «Όπιο των Διανοουμένων» πίσω από την σκόνη και τον ορυμαγδό από «προμηθεϊκούς αγώνες, τιτάνιες προσπάθειες, επικές κατακτήσεις», που ο διανοούμενος σαλπίζει για να του δίνουν κοινωνική αξία (The Opium of the Intellectuals (1957), σ. xiv).
Γιατί μια κοινωνία χωρίς καθοδήγηση, οργάνωση και σχεδιασμό, μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων ζει τις ιδέες της, δεν χρειάζεται ιδέες σαν οδηγίες για τη ζωή της. Στο τέλος, αρχή της φιλοσοφίας είναι η πράξη, αρχή της ζωής είναι η πράξη, «in the beginning is the deed», όπως το είπε ο Γκαίτε, έχοντας μάταια σπουδάσει όλες τις επιστήμες.
Η υπερβολή του λόγου οδηγεί στον σκεπτικισμό, στην αδυναμία του λόγου να πείσει για τον εαυτό του. Κι η συνέπεια της θεωρίας βιάζει τους καθαρμούς της, με την ψαλίδα πάντα στο χέρι να κλαδέψει τα ζιζάνιά της. Η πλήρης αλήθεια, τελικά, όσο πιο πλήρης κι αναντίρρητη γίνεται, τόσο και πιο αδέξια εξελίσσεται, ανοικτή στο φύσημα του αντίλογου ανέμου.
Η αλήθεια ανθίζει στον διάλογο
Η πλούσια ιδέα, η φιλοσοφία η πιο ερεθιστική του νου, είναι η μισή αλήθεια, η αλήθεια που σαν ερωτευμένος, σαν ο πλατωνικός «φιλόσοφος ερωτικός ανήρ», ζητεί το άλλο της μισό. Η αλήθεια μένει γόνιμη όταν δεν είναι κλειδωμένη στον εαυτό της, όταν ζει κι ανθίζει στον άλλο λόγο που γυ- ρεύει να συναντήσει, στον διάλογο. Η αλήθεια που γνωρίζει ότι είναι μισή κι ανολοκλήρωτη παραμένει ανοικτή στο νέο, αξεκλείδωτη κι ελεύθερη από τον ίδιο της τον εαυτό.
Γιατί η αλήθεια που αισθάνεται ολόκληρη, σιωπά. Στην ανία της πλη- ρότητάς της, ζητεί να επιβληθεί, στο κάθε άλλο, έξω απ’ αυτή. Παίρνοντας τον εαυτό της στα σοβαρά, σαν η «μία αλήθεια», αλαφιάζεται να εξαπλωθεί, να ανατρέψει, να ξερριζώσει κάθε «αναλήθεια», χωρίς πια να μαθαίνει από το «άλλο». «Μούνη εννοεί», σαν τον «βλάκα» (πώς τον βρήκε ο Αριστοτέλης), τον θεό του μονιστή του Ξενοφάνη.
Σχόλια