Wittgenstein. Ο φιλόσοφος των ορίων του νοήματος

Titos Christodoulou

Ο Wittgenstein γεννήθηκε στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα ως στην Βιέννη το 1889. Ο πατέρας του ήταν ένας μεγιστάνας Του πλούτου, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης χαλυβουργίας στην χώρα. Από αυτόν ο Βιτγκενστάιν κληρονόμησε μια τεράστια περιουσία, που ωστόσο χάρισε στα πέντε αδέρφια του για να αφιερωθεί στην φιλοσοφία. Από ενωρίς τον εχει συναρπάσει οι μηχανικοί και η παιδεία του ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από την μαθηματική κατεύθυνση, την φυσική και την μηχανολογία. Αφού συμπλήρωσε σπουδές στην μηχανολογία στο Βερολίνο, ξόδεψε τρία χρόνια σπουδάζοντας μεταπτυχιακά στην. αεροναυπηγική στο Μάντσεστερ. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου είχε απορροφηθεί σε θεμελιώδη ζητήματα των μαθηματικών. Εμπνευσμένος από το βιβλίο του Bertrand Russel, Aρχές των Μαθηματικών, The Principles of Mathematics, εγκατέλειψε την μηχανολογία και πήγε στο Κέιμπριτζ για να σπουδάσει φιλοσοφία των μαθηματικών, με καθηγητή τον ίδιο τον Μπέρτραντ Ράσελ. Σύντομα είχε μάθει όσα μπορούσε να τον διδάξει ο Russell, ώστε να τον εντυπωσιάσει κάνοντας του διορθωτικές παρεμβάσεις. Ενεπλάκη στους δικούς του φιλοσοφικούς στοχασμούς, έχοντας μάλιστα καταταγεί στον αυστριακό στρατό για να πολεμήσει στα χαρακώματα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Πολέμησε με ηρωισμό στις πιο πολύνεκρες μάχες του πολέμου το 1914 με 1916, μάλιστα γράφοντας μέσα σε έξι μήνες το μνημειώδες  Tractatus στα χαρακώματα.
 Από τις εμπειρίες τους στις μάχες απεκόμισε δύο σημαντικές κατευθύνσεις στον στοχασμό του. Την αίσθηση της τάξης και αυστηρής δομής και τον προβληματισμό για τα θεμελιώδη ζητήματα του νοήματος της ζωής: Ζητήματα που συγκερανύει το Tractatus Logicophilosophicus,  που δημοσιεύτηκε το 1921, Μνημειώδες βιβλίο το οποίο συνήθως αναφέρεται μονολεκτικά ως Tractatus. Ο Wittgenstein πραγματικά πίστευε, όπως το δηλώνουν οι τελευταίες προτάσεις του Tractatus ότι είχε με το βιβλίο αυτό είχε λύσει τα σημαντικά προβλήματα της φιλοσοφίας, και έτσι άφησε την φιλοσοφία για να ασχοληθεί με άλλα πράγματα, ανάμεσά τους διδάσκοντας ως δάσκαλος δημοτικού σχολείου, ξεσηκώνοντας τους γονείς με την αυστηρότητα των μεθόδων και τής  συμπεριφοράς του στους μαθητές. Εν τω μεταξύ το Tractatus είχε σημειώσει εξαιρετική εντύπωση και επιρροή στο Κέιμπριτζ έχοντας καταστεί το πιο θαύμαστό βιβλίο για τον κύκλο των λογικών εμπειριστών γνωστό ως Κύκλο της Βιέννης.
Ο ίδιος ο  Wittgenstein, όμως, σύντομα αντελήφθη ότι είχε βρισκόταν σε σφάλμα στους αρχικούς τους στοχασμούς κι έτσι τελικά γύρισε στην φιλοσοφία, στο Cambridge το 1929, όπου το 1939 αναγορεύτηκε σε καθηγητή της φιλοσοφίας. Το πρόβλημα ότι δεν είχε διδακτορική διατριβή λύθηκε με παρέμβαση του Ράσελ που βοήθησε να γίνει δεκτό το Tractatus ως διδακτορική διατριβή. Στην διάρκεια της δευτέρας περιόδου του στο Κέιμπριτζ ανέπτυξε μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφική μέθοδο, πολωτικά αντίθετη από τον τόνο της πρώτης. Στην διάρκεια της τελευταίας φάσης της ζωής και φιλοσοφικής δημιουργίας του, η επιρροή του μετουσιώθηκε σε προσωπικές επαφές και παρατηρήσεις, αφού με εξαίρεση ένα μικρό άρθρο πάνω στην φύση της ηθικής δεν δημοσίευσε τίποτα άλλο μέχρι τον θάνατό του το 1951. Δύο χρόνια μετά τον θάνατό του ωστόσο, το 1953, εμφανίστηκε το βιβλίο του Φιλοσοφικές Ερευνες,  χάρις στις σημειώσεις των μαθητών του. Το βιβλίο αυτό αποδείχτηκε η πιο σημαντική δημοσίευση, το βιβλίο με τη μεγαλύτερη επιρροή στην φιλοσοφία στον αγγλοσαξωνικό χώρο από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Έχουμε λοιπόν με τον Wittgenstein ένα εκπληκτικό φαινόμενο, έναν ιδιοφυή φιλόσοφο, οποίος παρήγαγε δύο αντιθετικές και ασυμβίβαστες φιλοσοφίες σε διαφορετικά στάδια στην ζωή του, καθένα από τα οποία επηρέασε καίρια μια ολόκληρη γενιά φιλοσόφων. Οι δύο φιλοσοφίες αυτές, αν και ασυμβίβαστες και αναιρετικές η μία της άλλης, διατηρούν ωστόσο κάποια βασικά κοινά χαρακτηριστικά. Και οι δύο εστιάζονται στον ρόλο της γλώσσας στην ανθρώπινη σκέψη, και την ανθρώπινη ζωή, όπως και οι δύο ασχολούνται με την χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής, η των ορίων ανάμεσα σε έγκυρες και μη έγκυρες χρήσεις της γλώσσας,
Ή, όπως είπε κάποιος πολύ χαρακτηριστικά, και οι δύο επιχειρούν να χαράξουν την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ό,τι έχει και ό,τι δεν έχει νόημα. Από την άλλη, προέχει ως βασική διαφορά των δύο φιλοσοφιών του Wittgenstein, πέραν του ότι στην θεωρία του νοήματος των Φιλοσοφικών Ερευνών ό,τι νοηματοδοτεί είναι η χρήση, οι προθέσεις του ομιλητού με τον λόγο να εννοείται και νοηματοδοτείται ως πράξη κι όχι ως απρόσωπη δομή, και το γεγονός ότι στον ύστερο Wittgenstein απουσιάζει η "μορφή" ως συνεκτικό κόσμου και γλώσσας a priori μεταφυσικό στοιχείο.
Θα βοηθούσε, ξαναπιάνοντας τους σκοπούς που εκφράζει για τον Wittgenstein το Tractatus, να εξηγήσουμε ότι το Tractatus προσπαθεί να κάνει έναν αριθμό από τρία σχετιζόμενα πράγματα. Πρώτον προσπαθούσε να δώσει μια καθοριστική απάντηση στα προβλήματα της φιλοσοφίες, θεωρώντας έτσι ο ίδιος ότι δίνει ένα τέλος στην φιλοσοφία. Δεύτερον, προσπαθούσε να περιχαράξει τα όρια της νοηματικής γλώσσας δηλαδή τον γεγονοτικών προτάσεων, factual propositions, Είδε ότι οτιδήποτε μπορείς να πεις για τις γεγονοτικές προτάσεις έχει μία θέση μέσα σε αυτά τα όρια. Τρίτον, προσπαθούσε να διερευνήσει τα θεμέλια της λογικής, ώστε να εξηγήσει τι είναι η λογική αναγκαιότητα και ποια σχέση έχουν οι λογικά ανάγκες προτάσεις μέσα σε μία γλώσσα της οποίας το νόημα είναι η περιγραφή του κόσμου.
Στον πρόλογο μάλιστα του  Tractatus, δηλώνει σαφώς ότι το βιβλίο ασχολείται με τα προβλήματα της φιλοσοφίας ενώ συνεχίζει υποδεικνύοντας ότι σκοπός είναι να περιχαράκωση τα όρια της γλώσσας της γλώσσας, εγείροντας έτσι το ερμηνευτικό πρόβλημα πως τα δύο συνδέονται.
Είναι προφανές ότι τα δύο δεν είναι το ίδιο πράγμα, ούτε ο Wittgenstein πίστευε ότι είναι το ίδιο πράγμα. Συνδέονται όμως με τρόπο διαφωτιστικό για το τι πιστεύει ο Wittgenstein  Ό,τι είναι τα φιλοσοφικά προβλήματα και τί μπορούμε να πούμε αυτά. Για να ορίσουμε τα όρια της γλώσσας πρέπει να περιχαρακώσουμε ένα όριο boundary γύρω από όλες τις δυνατές γεγονοτικές προτάσεις, όριο που να εγκλείει όλα όσα μπορούμε να πούμε με δηλωτικές γεγονότων, factual, προτάσεις Για την επιστήμη, και της γεγονοτικές προτάσεις για την καθημερινή ζωή. Μέσα σε αυτά τα όριο θα περιλαμβάνονται όλες οι προτάσεις που μπορούν να ειπωθούν στην γεγονοτική, factual,  γλώσσα. Έξω από το όριο αυτό θα βρίσκονται όλα τα πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν σε μία γλώσσα δηλωτική γεγονότων.
Η σχέση με τα παραδοσιακά προβλήματα της φιλοσοφίας είναι αυτή. Ο Wittgenstein πιστεύει ότι υπάρχουν δύο πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν σε μία γεγονότων και η γλώσσα γλώσσα. Αυτά είναι η καθαρή ανοησία, που δεν ενδιαφέρει, αλλά επίσης και σημαντικά πράγματα που προσπαθούμε να εκφράσουμε σε γεγονοτική γλώσσα μολονότι δεν είναι το είδος πραγμάτων που μπορούν να δηλωθούν σε γεγονοτική γλώσσα.
 Παραδείγματα αυτών των τελευταίων είναι οι αλήθειες τις θρησκείας, της λογικής και της ίδιας της φιλοσοφίας. Ο Wittgenstein πιστεύει ότι αυτές ακριβώς οι βαθιές αλήθειες, αλήθεια είσαι τα πιο σημαντικά πράγματα για τον άνθρωπο ως αξία, διαστρέφονται όταν επιχειρηθεί να ειπωθούν σε γεγονοτική γλώσσα. Στην περίπτωση, μάλιστα, της φιλοσοφίες, οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι εδώ πρόκειται για μία υπέρ επιστήμη, κάτι σαν καθολική επιστήμη του ανθρώπινου νοός.
Αλλά αυτό, υποδεικνύει ο Wittgenstein, είναι εσφαλμένο και έχει σαν αποτέλεσμα σημαντικές αλήθειες για τον άνθρωπο να εκφράζονται με λάθος τρόπο, Αποτέλεσμα σύγχυσης και παρανοήσεις. Φέρνει σαν παράδειγμα τον σολιψισμό.
Που εκφράζει τον εαυτό του σαν μία γεγονοτική αλήθεια, ενώ στην πραγματικότητα το σημείο που θέλει να υποδείξει ο σολιψιστής αποκαλύπτεται μέσα από την γλώσσα αλλά δεν δηλώνεται στην γλώσσα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την σχέση ανάμεσα στα προβλήματα της φιλοσοφίας και τα όρια της γλώσσας.
Ωστόσο το Tractatus ενώ αποβλέπει κατά κεφαλαιώδη τρόπο σε αυτό το πιο πάνω σημείο για τα σημαντικά πράγματα της φιλοσοφίας και πως μπορεί ή δεν μπορεί να μιλήσει για αυτά η γλώσσα, Ανοίγει με την έρευνα πάνω στα θεμέλια της λογικής. Μια  πρόταση που φαίνεται να μην σχετίζεται με τους άλλους σκοπούς του βιβλίου. Ο Wittgenstein θεωρούσε την λογική σαν το πλαίσιο Όλης της γεγονοτικής, factual, γλώσσας. Αν μπορούσε λοιπόν να διατυπώσει πως κατασκευάζεται αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων ποια είναι τα όρια όλων των πιθανών εξελίξεων η εκφράσεων της γεγονοτικής γλώσσας.
Για να χρησιμοποιήσουμε μία παρομοίωση, είναι σαν όλοι γεγονότα εκεί γλώσσα Να μπορούσε να χωρέσει σε αυτό το πλαίσιο όπως ένα κτίριο σε μια σκαλωσιά με ατσάλινο σκελετό. Το σημείο σύνδεσης λοιπόν με την δυνατότητα της γεγονοτικής γλώσσας είναι αυτό.
Η λογική σύμφωνα με τον Wittgenstein είναι η εκ των προτέρων, a priori, έρευνα όλων όσων μπορούν να γνωστούν πριν την εμπειρία, δηλαδή a priori. Έτσι, όταν κάποιος διερευνά την λογική στην πραγματικότητα εξετάζει την ουσία της γλώσσας, ότι δηλαδή υπαγορεύει κάθε δυνατή εξέλιξη η έκφραση στην γλώσσα.
Τι εννοεί λοιπόν με τη λογική αναγκαιότητα; Η λογική παρουσιάζει την σκαλωσιά του κόσμου. Αντίστοιχη προς κάθε πρόταση δηλωτική γεγονότος, θα είναι μία γεγονοτική δυνατότητα. Όλες αυτές οι δυνατότητες μαζί συνιστούν τον χώρο, τον λογικό χώρο ή πεδίο, στον οποίο παίρνει σχήμα ο κόσμος των γεγονότων. Υπάρχει δηλαδή ένας λογικός χώρος δυνατοτήτων, μερικές από τις οποίες πραγματοποιούνται και μερικές άλλες όχι. Η πραγματοποίηση μίας δυνατότητας ομοιάζει με την κατάληψη ενός σημείου στον χώρο, σαν το μαύρισμα ενός τετραγώνου σε ένα σταυρόλεξο, Ένα επιπλέον γεγονός εκεί που μέχρι τώρα υπήρχε μία δυνατότητα. Έτσι παίρνει σχήμα ο κόσμος των γεγονότων, όπως ένα κτίριο, μέσα σε αυτή την σκαλωσιά, που ορίζεται από την λογική.
Είναι με αναφορά σε αυτές τις εναλλακτικές δυνατότητες ενός γεγονότος να υπάρξει η να μην υπάρξει που μπορούμε να εννοήσουμε την λογική αναγκαιότητα ως ταυτολογία, όπως την όρισε ο Wittgenstein. Ο Wittgenstein έχει κληρονομήσει από τον Frege την άποψη ότι μία γεγονότα εκεί πρόταση πρέπει να λέγει κάτι απολύτως συγκεκριμένο, να έχει ένα ωρισμένο,  συγκεκριμένο νόημα.
 Έτσι μία πρόταση γεγονότα εκεί ότι βρέχει μας λέει κάτι απόλυτα συγκεκριμένο, ότι κάποιες δυνατότητες έχουνε πραγματωθεί, και κάποιες άλλες δεν έχουν πραγματωθεί. Είναι απόλυτα Και κρυμμένο ποιες πραγματώθηκαν και ποιες όχι. Όταν όμως προσθέσεις μαζί σε μία πρόταση όσον διάζευξη η δυνατότητα τις δύο δυνατότητες, ότι είτε βρέχει είτε δεν βρέχει, λες κάτι που είναι μια λογική αναγκαιότητα, καλή θέση ως λογική αναγκαιότητα, αλλά και εγώ Nautica μη ορισμένο. Αφού τίποτα δεν αποκλείεται με συγκεκριμένο τρόπο στην πρόταση αυτή.
 Όταν ενωθούν οι δύο γεγονοτικές προτάσεις, η θετική και η αρνητική με την διάζευξη ή ως δυνατότητες, καλύπτουν όλο το λογικό πεδίο η χώρο, εφόσον οι δύο τους είναι συγκεκριμένες και συνεχείς, contiguous, καλύπτοντας ή εξαντλώντας κάθε δυνατότητα. Το είτε-είτε δεν  αποκλείει τίποτα, άρα δεν έχει συγκεκριμένο γεγονοτικό νόημα. Το σταυρόλεξο είναι όλο μαύρο.
Η ιδέα είναι ότι κάθε μία από τις δύο γεγονοτικές προτάσεις από μόνη της λέει κάτι για το πως έχει ο κόσμος των γεγονότων μέσα στην σκαλωσιά. Λέγουν για το ποια δυνατότητα έχει πραγματοποιηθεί στο λογικό χώρο. Λαμβανόμενες μαζί όμως ως διάζευξη εξαντλούν τις πιθανότητες αποκλείοντας καμιά. Είναι αληθείς,  όχι δηλώνοντας κάτι στην πραγματικότητα αλλά εξαιτίας της ουσιαστικής φύσης των προτάσεων.
Η διάζευξη είτε-είτε είναι λογικά, ταυτολογικά αληθής. Ο κόσμος των γεγονότων διατρέχεται από επιλογές, άσπρα μαύρα τετραγωνάκια.. Οι γεγονοτικές αλήθειες έχουν σαφή όρια για το ποια τετραγωνάκια χρωματίζουν μαύρα και ποια άσπρα, Που είναι οι θέσεις και που οι άρνησης.  Αυτή είναι η θεμελιώδης ιδέα που πήρε ο Wittgenstein από τον Frege.
Η λογική λοιπόν για τον Wittgenstein είναι ο χάρτης όλων των δυνατοτήτων, Όλων όσων μπορούμε να διανοηθούμε ως  δυνατά, έτσι μας δίνουν τα όρια όλων όσων μπορούν να είναι η περίσταση, ή να συμβούν.
 Έτσι, η σχηματίζοντας τον χάρτη της λογικής κάνει κάποιος κατάδηλα τόσο τα όρια της γλώσσας όσο και τα όρια του κόσμου. Δείτε το και έτσι. Οι δύο δομές είναι το ίδιο. Οι λογικές προτάσεις, που είναι ταυτολογίες, αποκαλύπτουν την δομή τις γλώσσες, και την ίδια ώρα, αποκαλύπτουν την δομή του κόσμου. Η δομή της γλώσσας είναι ο καθρέφτης της δομής του κόσμου.
Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε ότι όταν το λέμε αυτό, δεν εννοούμε ότι η λογική μάς δίνει μία αληθή περιγραφή του πραγματικού κόσμου, μια έκθεση των γεγονότων του κόσμου. Είναι με αυτή την έννοια που αίρεται το παράδοξο πώς, ενώ η λογική αλήθεια δεν λέει τίποτα για τον κόσμο, με την έννοια ότι δε μας καθορίζει τι συμβαίνει στον κόσμο, αλήθειες του κόσμου, είναι εφαρμόσιμη στον κόσμο η ίδια.
 Πρόκειται για την αλήθεια της λογικής μορφής του κόσμου, τις υποδείξεις της σκαλωσιάς των λογικών δυνατοτήτων, μέσα στην οποία εγγράφονται ως πραγματωμένες ή μή πραγματωμένες οι εμπειρικές αλήθειες για την πραγματικότητα. Ως θετικά ή αρνητικά γεγονότα, και τα δύο όμως ως λογικές δυνατότητες. Για να χρησιμοποιήσουμε άλλη μία φορά, κατά κόρον, την μεταφορά του Wittgenstein, ο κόσμος των γεγονότων παίρνει σχήμα μόνο μέσα σε μία λογική σκαλωσιά που στο σύνολο της ως κατασκευή είναι καθορισμένη εκ των προτέρων, a priori. Ένα αθώο παραδοξολόγημα είναι λοιπόν ότι η λογική την ίδια ώρα αποκαλύπτει την δομή της γλώσσες και αφαιρεί την δομή της πραγματικότητας.
Πώς το κάνει αυτό; Απλά επειδή οι δύο δομές είναι το ίδιο πράγμα, όπως ο άνθρωπος και σκιά του. Έχουμε από τη μία πλευρά λογικές προτάσεις που είναι αναγκαίως αληθείς επειδή είναι συμβατές με όλες τις δυνατότητες και από την άλλη πλευρά γεγονοτικές προτάσεις, που αποκλείουν δυνατότητες, που  περιχαράζουν ό,τι είναι πραγματικό.
Οι προτάσεις ως συναρτήσεις αληθείας
Η πιο πάνω εικόνα μας επιτρέπει να εννοήσουμε της τις προτάσεις ως συναρτήσεις αληθείας.
Μια γεγονοτική πρόταση κλείνει τον σχετικό λογικό χώρο που προσδιορίζει η αλήθεια της ώστε η πραγματικότητα να μου να μην μπορεί να πραγματωθεί ελεύθερα σε εκείνο το χώρο. Η καθ’ όσον μια γεγονοτική πρόταση πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο νόημα πρέπει να υπάρχει μια κλειστή λίστα δυνατοτήτων που η πρόταση αποκλείει, ενώ οι υπόλοιπες παραμένουν ανοικτές.
Μια σύνθετη λοιπόν πρόταση, πρέπει να συνδέεται προς έναν μεγάλο αριθμό δυνατοτήτων, ένα μεγάλο αριθμό σημείων στον λογικό χώρο. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι μία σύνθετη πρόταση είναι ένα σύνθετο μήνυμα που συντίθεται από έναν αριθμό απλούστερων μηνυμάτων, το καθένα από τα οποία συνδέεται με ένα συγκεκριμένο σημείο στον λογικό χώρο. Έτσι, η αλήθεια ή το ψεύδος ενός σύνθετου μηνύματος θα είναι μία συνάρτηση αλήθειες των απλούστερων μηνυμάτων. Επιπλέον, σύμφωνα με το Wittgenstein, πρέπει να υπάρχει ένα σκληρό έδαφος, θεμέλιο απλότητας Αυτό το τελευταίο είναι η εκδοχή του Wittgenstein για τον λογικό ατομισμό. Εδώ, η θέση του σχετίζεται απόλυτα με αυτή του λογικού ατομισμού του Russel, και απώτερα, αλλά με σοβαρές διαφορές, με τον ψυχολογικό ατομισμό του Hume.
Η εικονιστική θεωρία του νοήματος
Πως μία γεγονότα εκεί πρόταση έχει νόημα, και τι ρόλο παίζει στην θεωρία αυτή ο λογικός ατομισμός του Wittgenstein; Μια πρόταση συντίθεται από λέξεις, ονόματα, που παριστούν η ονομάζουν οι αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα πράγματα στην πραγματικότητα.
Οι λέξεις διατάσσονται οι ρυθμίζονται οι διαρρυθμίζονται στην πρόταση όπως αντίστοιχα διατάσσονται οι ρυθμίζονται τα πράγματα στην πραγματικότητα. Πώς όμως όταν είναι διατάσσουμε τις λέξεις σε μία πρόταση παίρνουμε μία πρόταση με συγκεκριμένο νόημα, αναφορικό νόημα δηλωτικό δηλαδή αυτών που συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Το πώς συμβαίνει αυτό είναι δύσκολο να εξηγηθεί, αφού υπάρχει μια αναντιστοιχία ανάμεσα σε λέξεις και πράγματα, αλλά αναντιστοιχία ανάμεσα σε προτάσεις και πράγματα.
Αυτό διότι οι λέξεις έχουνε μία ένα προς ένα αντιστοιχία με τα πράγματα, αλλά οι προτάσεις έχουνε μία προς δύο αντιστοιχία με τις καταστάσεις πραγμάτων. Συγκεκριμένα ενώ η λέξη αντιστοιχεί η παριστά μία μονάδα τις πραγματικότητες, ένα πράγμα, μία πρόταση αντιστοιχεί σε μία δυνατότητα, που Μπορεί η μπορεί όχι να έχει πραγματωθεί, και αυτό είναι μία δυαδικότητά.
Πώς λοιπόν μπορούμε να παραγάγουμε νοηματικές προτάσεις απλώς ρυθμίζοντας η διατάσσοντάς τις λέξεις; Η κριτική στην εικονική θεωρία του νοήματος άλλωστε ήταν η αφορμή για την στροφή του Βιτγκενστάιν από την θεωρία του νοήματος του Τractatus στην θεωρία του νοήματος στις Φιλοσοφικές Ερευνες.
Θα βοηθούσε ίσως σαν παράθυρο στην παρουσίαση των δύο αυτών φιλοσοφιών του Βίγκεστάιν, να υποδείξουμε την εντύπωση που του έκαναν δύο σημαδιακά γεγονότα, ή εμπειρίες. Στην φύση τους ασήμαντες οι ίδιες.
Η πρώτη ήταν μία μακέτα με αυτοκινητάκια και σπίτια σε ένα δικαστήριο όπου εκδικαζόταν σε γαλλικό δικαστήριο η υπόθεση ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Με την βοήθεια της μακέτας αυτής, την θέση ή διάταξη των μικρών, συμβολικών αυτοκινήτων στον δρόμο, επεχειρείτο να απεικονιστεί η θέση των αυτοκινήτων την ώρα του δυστυχήματος. Από δω αντλεί τις βασικές της θέσεις η εικονιστική θεωρία του νοήματος στο Tractatus, όπου η διάταξη των λέξεων στην πρόταση αντιστοιχεί με εκείνη των πραγμάτων την πραγματικότητα.
 Το δεύτερο γεγονός ήταν η σκωπτική χειρονομία του Ράφα, ο οποίος τού έκανε μία χαρακτηριστική για τους Ιταλούς δηκτική χειρονομία με το χέρι στο πηγούνι, ζητώντας του να του εξηγήσει τί εικονίζει σε μια φιλοσοφία του νοήματος όπως το Tractatus, η χειρονομία αυτή.

  • Ο Βιτγκενστάιν αντελήφθη ότι η απρόσωπη παραστατική αντιστοίχιση γλώσσας και πραγματικότητας του Tractatus είχε αφήσει έξω εντελώς τα σκοπούμενα νοήματα των ανθρωπίνων προθέσεων στην χρήση της γλώσσας, και τα γλωσσικά πλαίσια ή μορφές ζωής μέσα στα οποία αυτές οι προθέσεις εκφράζονταν και νοηματοδοτούνταν, ό,τι δηλαδή άρθρωσε την φιλοσοφία του νοήματος στις Φιλοσοφικές Ερευνες, με το καλύπτον motto ότι 'νόημα είναι η χρήση'.

Το Tractatus και η εικονική θεωρία του νοήματος
Κλειδί και να κατανοηθεί το Tractatus είναι εικονική θεωρία του νοήματος. Ο Βιτγκενστάιν πίστευε ότι για να μπορεί η γλώσσα να αντιπροσωπεύει ή παριστά την πραγματικότητα, για να μπορούν οι προτάσεις να παριστούν καταστάσεις πραγμάτων, πρέπει να υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στις προτάσεις και τις καταστάσεις πραγμάτων. Όπως ακριβώς η πρόταση και η κατάσταση πραγμάτων που αντιστοιχεί σε αυτήν πρέπει να έχουν μία κοινή δομή, με αυτή την έννοια η πρόταση είναι ως μια εικόνα ενός δυνατού γεγονότος, μιας δυνατής κατάστασης πραγμάτων.
Κι όπως ακριβώς στοιχεία μιας εικόνας αντιστοιχούν σε δυνητικές διαρρυθμίσεις πραγμάτων στον κόσμο, έτσι και οι προτάσεις περιλαμβάνουν ονόματα που αντιστοιχούν σε πράγματα στον κόσμο: η διευθέτηση των ονομάτων σε μία πρόταση αντιστοιχεί στην δυνατή διευθέτηση ή διάταξη των πραγμάτων στον κόσμο.
 Αυτή η ιδέα ότι οι προτάσεις είναι στην πραγματικότητα μια καλυμμένη μορφή εικόνας τού δίνει έναν μοχλό,  μια πρόσβαση για να εννοεί την πραγματικότητα από την πλευρά ή οπτική γωνία της δομής της γλώσσας. Και ο λόγος είναι ότι η δομή της πραγματικότητας πρέπει να καθορίζει την δομή της γλώσσας. Διότι εκτός και αν η γλώσσα καθρεφτίζει την πραγματικότητα κατά κάποιο τρόπο, θα ήταν αδύνατο οι προτάσεις να έχουν νόημα.
 Έτσι, το κρίσιμο σημείο είναι ότι μπορούμε να μιλούμε για την πραγματικότητα όχι μονάχα γιατί οι λέξεις αναφέρονται ή αντιπροςωπεύουν πράγματα, αλλά επειδή και οι προτάσεις καθρεφτίζουν η εικονίζουν. Για να καθρεφτίζει ο λόγος στην πραγματικότητα, δεν αρκεί να έχουμε λέξεις που αναφέρονται οι αντιπροσωπεύουν πράγματα. Για να μπορούμε να πούμε πως έχουν τα πράγματα, πρέπει να μπορούμε να διατάξουμε ή διευθετήσουμε τις λέξεις σε μια συγκεκριμένη σχέση την μία με την άλλη, ώστε να εικονίζουν πώς τα πράγματα σχετίζονται το ένα με το άλλο  στην πραγματικότητα.
Έτσι, είναι το καθρέφτισμα η εξεικόνιση της μίας δομής από μία άλλη που είναι το πραγματικό κλειδί στην δυνατότητα νοηματικού λόγου για την πραγματικότητα στην γλώσσα. Αλλά αυτό το ίδιο γεγονός μπορεί να αναγνωστεί σε μια αντίθετη κατεύθυνση, κατά κάποιο τρόπο. Αφού γνωρίζουμε ότι για να είναι δυνατός ο νοηματικός λόγος η δομή της γλώσσας πρέπει να εικονίζει η καθρεφτίζει την δομή του κόσμου,  και καθώς γνωρίζουμε  ότι νοηματικός λόγος είναι δυνατός, είμαστε σε θέση να μάθουμε για την δομή του κόσμου αναλύοντας την δομή της γλώσσας.
Κάθε νοηματική πρόταση αντιστοιχεί σε ένα δυνατό γεγονός. Και κάθε αληθής πρόταση αντιστοιχεί σε ένα πραγματικό γεγονός. Έτσι μπορούμε να μάθουμε για την δομή της πραγματικότητας από την γλώσσα, ανεξάρτητα από το αν η πρόταση είναι αληθής ή ψευδής. Γιατί και μόνο η νοηματικότητα της πρότασης καθορίζει ό,τι πρέπει να αντιστοιχεί σε μια δυνατή κατάσταση πραγμάτων στον κόσμο.
Είναι ωστόσο σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι ο Βιτγκενστάιν δεν αναφερότανε στα επιφανειακά χαρακτηριστικά των προτάσεων  στην συνήθη φυσική γλώσσα. Δεν μιλούσε για την ορατή η ακουστική δομή των προτάσεων που χρησιμοποιούμε μεταξύ μας για να μιλούμε. Θεωρούσε ότι αυτά τα επιφανειακά χαρακτηριστικά της συνήθως γλώσσας στην πραγματικότητα κρύβουν μια υποκείμενη λογική δομή της πρότασης.
 Εάν πάρουμε συνήθεις προτάσεις της φυσικής γλώσσας και αν προβούμε σε λογική ανάλυση πώς αυτές  έχουν νόημα, θα φτάσουμε στις βασικές προτάσεις που  συνιστούν τις υποκείμενες νοηματικές δομές που κρύβουν οι συνήθεις προτάσεις.
Θα φτάσουμε σε ό,τι ο Βιτγκενστάιν αποκαλεί ατομικές προτάσεις, και σε αυτές τις ατομικές προτάσεις θα διακριβώσουμε την ακριβή εικονιστική η παραστατική σχέση ανάμεσα στην δομή της πρότασης και την δομή του γεγονότος.
Ο Βιτγκενστάιν έχει κληρονομήσει από τον Frege την ιδέα ότι θεμελιώδης μονάδα νοήματος δεν είναι η λέξη, αλλά η πρόταση. Η λέξη λειτουργεί μόνο, έχει μόνο τότε νόημα, στο πλαίσιο μιας πρότασης. Και είναι ακριβώς επειδή η αλληλουχία ή εναλύσωση, 'concatenation', με τον όρο του Βιτγκενστάιν, η ίδια συνιστά ένα γεγονός, που η πρόταση μπορεί να εικονίσει την δομή των γεγονότων στον κόσμο.
Προκαταλαμβάνω την εξήγηση της αντίστοιχης μεταφυσικής θεωρίας για τον κόσμο που συστοιχεί με την θεωρία του για την γλώσσα, αφού η μία συνάγεται από την άλλη, για να υποδείξω εδώ ότι όπως οι λέξεις έχουν νόημα μόνο στο πλαίσιο της λειτουργίας μέσα στην πρόταση, τα πράγματα υπάρχουν ή δεν υπάρχουν μόνο πλαίσια της λειτουργίας και των σχέσεών τους σε μια κατάσταση πραγμάτων. Ο κόσμος, αφορίζει η πρώτη πρόταση του Tractatus είναι το πώς έχουν τα πράγματα, το γεγονός, όχι τα πράγματα δηλαδή τα ίδια. Κι είναι αυτόν τον κόσμο που απεικονίζει, παριστά σε εικονιστική αντιστοιχία, η γλώσσα.
Είναι σημαντικό επίσης να υποδειχθεί ότι λέξεις όπως το όχι, δεν, και, εάν, κλπ, ό,τι οι σχολαστικοί αποκαλούσαν συγκατηγορηματικές λέξεις, και στην λογική ονομάζονται λογικές σταθερές, δεν αποτελούν μέρος της εικονιστικής λειτουργίας της πρότασης.  Ο  ίδιος ο Wittgenstein αναφέρει: "η βασική μου σκέψη είναι ότι οι λεγόμενες λογικές σταθερές δεν αναπαριστούν." Θεωρούσε ότι αυτές οι λογικές σταθερές είναι τρόπος να δένονται ή συγκολλώνται οι εικόνες μαζί, αλλά δεν είναι ίδιες μέρος της εικόνας. Ένας τρόπος να εξεικονίσουμε αυτή την σκέψη είναι να σκεφτούμε μία πινακίδα στον δρόμο που δείχνει την εικόνα ενός  σκύλου,  με μία διαγώνια κόκκινη παχιά λωρίδα πάνω του.
Ξέρουμε ότι εικόνα αποσκοπεί να  εικονίσει έναν σκύλο και η κόκκινη λωρίδα πάνω του το όχι, σε μια υπόδειξη του 'όχι σκυλιά'.  Η όλη ταμπέλα ή σήμα της τροχαίας σημαίνει 'απαγορεύονται οι σκύλοι'. Έτσι η πινακίδα στον δρόμο είναι μια εικόνα με το νόημα του Βίγκενστάιν, με την έννοια ότι η κόκκινη λωρίδα επενεργεί στο νόημα της πινακίδας, της εικόνας,  χωρίς να είναι μέρος της εικόνας.
Η οντολογία του Tractatus: λογικός ατομισμός, λογικός εμπειρισμός και ο Κύκλος της Βιέννης
Ο Carl Popper περιέγραψε την φιλοσοφία του Tractatus με τον ακόλουθο τρόπο:
"Ο Wittgenstein  προσπάθησε να αποκηρύξει τις ούτω καλούμενες φιλοσοφικές η μεταφυσικές προτάσεις δείχνοντας ότι ήταν μη-προτάσεις η ψευδοπροτάσεις. Δηλαδή, ότι ήταν χωρίς νόημα η μη νοηματικές. Όλες οι γνήσιες η νοηματικές προτάσεις ήταν συναρτήσεις  αληθείας (truth functions) των στοιχειωδών η ατομικών προτάσεων που περιέγραψε ως ατομικά γεγονότα, δηλαδή γεγονότα τα οποία μπορούν κατ' αρχήν να διακριβωθούν με την παρατήρηση.
 Με άλλα λόγια, είναι πλήρως αναγώγιμες σε στοιχειώδεις ή ατομικές προτάσεις που είναι απλά δηλώσεις που περιγράφουν πιθανές καταστάσεις πραγμάτων, και θα μπορούσαν κατ' αρχήν να διακριβωθούν ή να απορριφθούν με την παρατήρηση. Αν αποκαλέσουμε μία πρόταση ως παρατηρησιακή πρόταση, observation sentence, μια πρόταση που όχι μόνο δηλώνει μία παρατήρηση ή αν δηλώνει ο,τιδήποτε θα μπορούσε να παρατηρηθεί, τότε θα πρέπει να πούμε ότι κάθε γνήσια πρόταση πρέπει να είναι συνάρτηση αλήθειας και συνεπώς να μπορεί η συναχθεί (deduced) από προτάσεις παρατήρησης. Όλες οι άλλες φαινομενικές προτάσεις θα είναι, στην πραγματικότητα, ψευδοπροτάσεις χωρίς νόημα."
Επιλέξαμε την σύνοψη του Tractatus από τον Καρλ Πόπερ, επίλεκτο θιασιώτη του λογικού εμπειρισμού του κύκλου της Βιέννης, για να υποδείξουμε μία σοβαρή διαφορά του Βιτγκενστάιν από τον κύκλο της Βιέννης, που ωστόσο είχε υιοθετήσει το Tractatus με την τιμή ενός θεμελιακού κειμένου. Επιλέγοντας μάλιστα αυτό το κείμενο στην εισαγωγή της στο Tractatus, η Εlizabeth Anscombe, μαθήτρια του Wittgenstein, και συγγραφεύς μιας καίριας Εισαγωγής στο Τρακτάτους, υποδεικνύει ότι το έπραξε όχι μόνο γιατί το κείμενο εκφράζει μία κοινή, στην εποχή της τουλάχιστον, αντίληψη για το Tractatus, αλλά και γιατί σε αυτή την άποψη συνείρονται θέσεις του Κύκλου της Βιέννης που... δεν υπάρχουν στο Tractatus. Πράγματι, δεν υπάρχει καμμιά αναφορά στο Tractatus σε 'παρατήρηση', observation, στην οποία τόσο επιμένει ο Πόπερ.
Η Εlizabeth Anscombe βρίσκει μόνο μία πιθανή σχέση με παρατήρηση, αλλά μόνο σαν παρακινδυνευμένη συναγωγή που τελικά απορρίπτει, στην πρόταση 3.261, όπου Βίτγκενστάιν μιλάει για πρωταρχικά σημεία, primitive signs, που είναι τα ονόματα, και που μπορούν να διασαφηθούν, elucidated σε προτάσεις που τα περιλαμβάνουν και που μπορούν να εννοηθούν από κάποιον ο οποίος έχει γνωρίσει και αντικείμενα τα οποία αυτά αντιπροσωπεύουν.
 Η Anscombe δείχνει ότι ένα τέτοιο όνομα θα μπορούσε να είναι η λέξη κόκκινο, όπως, άλλωστε, υποδεικνύει και ο Ράσελ, και αυτό να στέκει για το αντικείμενο κόκκινη κηλίδα, red patch. Αλλά 'Red patch', κόκκινη  κηλίδα, δεν είναι μια πρόταση παρατήρησης, είναι μια στοιχειώδης πρόταση, elementary proposition, δεδομένου των αισθήσεων, sense datum.
Ο Wittgenstein μιλά ακροθιγώς για "γνώση του", knowledge by acquaintance της κόκκινης κηλίδας, με τρόπο που δείχνει ότι εγνώριζε την διάκριση ανάμεσα σε 'γνώση του ότι' και 'γνώση του', knowledge of και knowledge that, διάκριση που είχε σύρει ο Russell, αλλά που ο Wittgenstein δεν μένει εδώ να εξειδικεύσει.
Είναι σαφές, και το δηλώνει η Αnscombe απερίφραστα, ότι το Tractatus δεν ενδιαφέρεται για επιστημολογικά προβλήματα στα οποία προσέφερε η έννοια των προτάσεων παρατήρησης του Popper, ως απόηχος των βασικών προτάσεων πρωτοκόλλου, protocol Satze, του Morris Schlick, στα πλαίσια της προβληματικής του δεδομένου που ζητούσε να διασαφήσει στα επιστημολογικά ενδιαφέροντά του επιςτημολογικού θεμελιωτισμού του ο κύκλος της Βιέννης.
 Ο Βίγκεστάιν μοιράζεται με τον Ράσελ την θέση ότι ο λογικός ατομισμός πρέπει να είναι συνέπεια της ανάλυσης της γλώσσας σε μη περαιτέρω αναλυτά  βασικά στοιχεία, logical atoms, αλλά διαχωρίζει την θέση του από εκείνη του Ράσελ ότι αυτά τα μη περαιτέρω αναλυτικά στοιχεία, τα λογικά άτομα, είναι γνωστά είναι γνώσιμα με τη μορφή της γνώσης by acquaintance, αυτό που ο Russell χαρακτήρισε ως forced acquaintance, συνεπώς μη περαιτέρω αναλύσιμη.
Αλλά η θέση ότι ο λογικός εμπειρισμός είναι διακρίβωση μιας αίσθησης ως αληθούς εμπειρικά παρά με a priori θεμελίωση είναι απόηχος σου ψυχολογισμού του Hume, Στην πρώιμή του διατύπωση του ατομισμού, την θεωρία των απλών ιδεών για τον  Wittgenstein, ο ατομισμός είχε μία διαφορετική υφή και ήταν πιο αυστηρός από εκείνος του Ράσελ.
Ενώ για τον Ράσελ μία  ατομική λέξη είναι η λέξη που δεν μπορεί να αναλυθεί περαιτέρω χωρίς άμεση αντιληπτική γνώση, acquaintance, με το πράγμα που αυτή προσδιορίζει αναφορικά, designate, ο Βίτγκενστάιν σφίγγει τα πράγματα περαιτέρω σε μία πιο αυστηρή εκδοχή του όρου 'ατομικός', σε μία έννοια με την οποία οι ατομικές λέξεις είναι αυστηρά μη περαιτέρω αναλύσιμες, και δεν επιγεννούν καμία λογική σχέση ανάμεσα στις προτάσεις στις οποίες εμφανίζονται και άλλες προτάσεις.
 Ενώ δηλαδή η λέξη μωβ είναι ατομική στον Russell με την έννοια ότι δεν αφήνει άλλη δίοδο σε εκείνον που την μαθαίνει από το να έχει μία αντίληψη αισθητηριακή του χρώματος μωβ,  είναι όμως περαιτέρω αναλύσιμη, συνεπαγόμενη για παράδειγμα σχέσεις με προτάσεις άλλων χρωμάτων.
Για τον Βίγκεστάιν όμως, εκπληκτικά, τα ονόματα χρωμάτων δεν είναι ατομικές λέξεις, και δεν είναι περίεργo ότι δεν μπόρεσε να βρει παραδείγματα ατομικών λέξεων σε φυσικές γλώσσες (Tractatus  6.3571). Ένα πλεονέκτημα της αυστηρής αυτής εκδοχής του λογικού ατομισμού του Βιτγκενστάιν είναι ότι οι ατομικές λέξεις, μη λογικά αναλύσιμες ως είναι, δεν μπορούν να παραγάγουν ανάγκες προτάσεις στις οποίες αυτές εμφανίζονται και αναλύονται. Έτσι δεν μπορούν να παραγάγουν αναγκαίες, ταυτολογικές αλήθειες τις οποίες άλλωστε ο Βιτγκενστάιν κρίνει ως στερούμενες νοήματος, ως μη εμπειρικές.Έτσι ο  Wittgenstein έκοψε κάθε σχέση ανάμεσα στον λογικό ατομισμό και τον λογικό εμπειρισμό.
Τα επιχειρήματα του Wittgenstein για τον λογικό ατομισμό μπορούσαν να εξαχθούν μόνο από την φιλοσοφία της γλώσσας, την φιλοσοφία του νοήματος. Ήταν μια a priori τοποθέτηση για την δομική αντιστοίχιση των ατομικών γεγονότων στην πραγματικότητα και των ατομικών προτάσεων στη γλώσσα. Η έτσι, η θεωρία του νοήματος ερείδεται σε μια αντίστοιχη μεταφυσική θεωρία για την πραγματικότητα.Και η πρώτη εισαγωγική πρόταση του Tractatus είναι μια θαρραλέα διατύπωση μιας ρηξικέλευθης μεταφυσικής προτάσεω ς, ότι "ο κόσμος είναι ό,τι είναι το γεγονός", The world is what is the case.
Ηθική και Μυστικισμός
Όπως σε κάθε μεταφυσική φιλοσοφία, έτσι και στο Tractatus επιχειρείται να ειπωθεί το ανείπωτο. Αν ένα βιβλίο κατανοείται συνολικά στις προθέσεις του από τους συμπερασμούς των τελευταίων κεφαλαίων του, το Tractatus είναι ένα βιβλίο που ενώ διατυπώνει μια θεωρία της λογικής της γλώσσας, τούτο συνιστά μια στρατηγική για να περι-γραφεί εκ των έξω ο χώρος του αρρήτου, που είναι ο χώρος τής Ηθικής.
Το Tractatus  συνιστά ένα Ταντάλειο αγώνα, στα όρια των δυνατοτήτων της γλώσσας, αφού ο νοηματικός λόγος περιορίζεται στις προτάσεις γεγονότων, factual sentences,  να ζητηθεί το νόημα της ζωής. Η αντίπολη αυτή έφεση για την αυστηρή τάξη τής λογικής από την μια και το πρόβλημα του νοήματος της ζωής, που κληροδότησαν στον Wittgenstein οι εμπειρίες του στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής του Μεγάλου Πολέμου, ειδικά στις πολύνεκρες μάχες του 1916, ρίχνουν την σκιά τους στις αναζητήσεις και τον χαρακτήρα του Tractatus.

Σχόλια