Βασικό κοινό, δομικό χαρακτηριστικό των δύο επών, Ιλιάδος και Οδυσσείας, είναι η επιστροφή του απόντος, αποσυρμένου ήρωος, κι η αντιμετώπιση των δεινών που η απουσία ή απόσυρση αυτή έφερε στο σπίτι του ήρωα, αφού αλωνίζουν στην απουσία αυτή οι εχθροί.
Ο ορισμός του «λόγου» ή «υπόθεσης», στην απόδοσή της στην Ποιητική του Αριστοτέλη, συνοψίζει την Οδύσσεια στην «επιστροφή του αποδημούντος ενώ παρακολουθεί (εχθρικά) ο Ποσειδών κι ο ήρως Οδυσσεύς είναι μόνος» (θυμηθείτε την πρώτη λέξη του έπους: «άνδρα») – τον ίδιο καιρό τα πράγματα στο σπίτι όπου ο Οδυσσέας αγωνίζεται να επιστρέψει δεν έχουν καλώς, εξαιτίας της απουσίας του, αφού οι μνηστήρες καταστρέφουν το βιός του. Με αγώνες και βάσανα επιστρέφει («χειμασθείς επιστρέφει») συναντά και «αναγνωρίζει». ώσπου να σκοτώσει τους μνηστήρες «επιθέμενος αυτός εσώθη, τους δ’ εχθρούς διέφθειρε». Κι ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι τούτο συνιστά την ιδιαίτερη υπόθεση ή πλοκή της Οδύσσειας «το μεν ίδιον τούτο, τα δε άλλα επεισόδια» (1455b22-3).
Σπίτι του Οδυσσέα, του «άνδρα πολυτρόπου» το παλάτι - η βασιλεία και η βασίλισσά του, ενώ του ονοματισμένου ήρωα της αριστείας και της μάχης Αχιλλέα, ο ίδιος ο πόλεμος κι η «μάχη κυδιάνειρα», η μάχη που του διασφάλιζε την δόξα, την αρετή της αριστείας. Σε σπίτι ξέρει ο ίδιος ότι ποτέ δεν θα γυρίσει. Σπίτι του πια το στρατόπεδο των Ελλήνων που ετοιμάζεται να αλώσει και κάψει ο Έκτωρ, στην απουσία του Αχιλλέα, που βοηθά ο Δίας να φανεί η απουσία του από την μάχη, καταστρέφοντας τον ελληνικό στρατό.
Κι έτσι, ενώ και τα δύο έπη, ανοίγουν με τα δεινά της απουσίας, με τον Αχιλλέα χολωμένο στην σκηνή του και τον Οδυσσέα στην αγκάλη μιας θεάς, ο Όμηρος γεμίζει το κενό με την αφήγηση των συνεπειών του.
Πεδίο της μάχης με τις ραψωδίες Γ έως Θ και την Κ και την Ν, που φέρνουν τους Τρώες να απειλούν να κάψουν το ελληνικό στρατόπεδο – αλλά και τον ποιητή να έχει την ευκαιρία να τραγουδήσει τους χαρακτήρες και τα ανδραγαθήματα των άλλων ηρώων – ή και όχι τόσο ηρωϊκών, αλλά που επέλεξαν τον θάνατο στην Τροια για να μείνει το όνομά τους, όπως, στο Μ εκείνος ο Μαγνήσιος γιός του μάντη, ο Ευχήνωρ, η ευχή το οποίου – προσέξτε, κι εδώ, το λογοπαίγνιο με το όνομα – γίνεται σεβαστή από τον ποιητή, έστω μ’ εκείνο το περίπου ειρωνικό ‘ήν τις Ευχήνωρ’ – ήλθε για να σκοτωθεί στην Τροία.
Του πραγματώνουμε κι εμείς την ευχή – δεν τον αγνοούμε - σε ξεχωριστό μικρό κεφάλαιο πιο κάτω.Στην Ιθάκη, στις επώδυνες χρονιές της Απουσίας η βασίλισσα πρέπει να ράβει και να ξηλώνει το σάβανο του Λαέρτη, ένα γκαμπί που, όμως, ξηλώνεται το ίδιο σιγά σιγά, προετοιμάζοντας μια τελική αναμέτρηση με την αλήθεια, που αναλαμβάνει σαν άνδρας του σπιτιού να λύσει ο Τηλέμαχος – με την θεϊκή της Αθηνάς παρέμβαση, που εκκινεί τις εξελίξεις.
Ο Τηλέμαχος κινούμενος μπροστά στο μέλλον της άνδρωσής του, την ίδια ώρα που αφήνοντας την Καλυψώ ο Οδυσσέας αγωνίζεται να επιστρέψει και να ξανακερδίσει το παρελθόν και την βασιλική και συζυγική ταυτότητά του.Θα συναντηθούν πατέρας και γιος, πραγματώνοντας την μοίρα τους στον θάλαμο της μνηστηροφονίας.
Οι αντιθέσεις κι αντιστοιχίες πλουτίζουν και βαθαίνουν την επική διήγηση, διακειμενικά συγκρίνοντας τις ιστορίες των δύο επών: ο Αχιλλέας απορρίπτει τον κόσμο, ο Οδυσσέας τον αποδέχεται, ο Τηλέμαχος εισάγεται στην ωριμότητα και την ζωή, ενώ ο Λαέρτης αποσύρεται, στην σύντομη ειρήνη τους ο Αχιλλέας κι ο Πρίαμος αναγνωρίζουν δακρύβρεκτοι την σχέση πατέρα και γιού ο ένας στον άλλο, αναστέλλοντας για 11 μέρες ένα πόλεμο η επιστροφή στον οποίο θα φέρει τον φόνο του καθενός από τον γιό του άλλου.
Σχόλια