ΔΡΟΣΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ
Το άρθρο αυτό είναι γραμμένο με αφορμή το βιβλίο του Βασίλη Φούσκα, “Το Μελάνωμα της Κύπρου
– Οι ευθύνες των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ευάγγελου Αβέρωφ για την
κυπριακή τραγωδία”, (Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2024). Ο τίτλος του βιβλίου
έχει ως πηγή του την ρητορική αποστροφή του Μακαρίου κατά την ομιλία του
στην πλατεία Συντάγματος, τον Δεκέμβριο 1974, την παραμονή της
επιστροφής του στη Λευκωσία: «Τω μώλωπι της Κύπρου ιάθη η Ελλάς». ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Σπάνιας δύναμης και πυκνότητας φράση που δηλώνει και την ανοικτή πληγή, αλλά και το είδος της “ίασης” που αποτέλεσε μεταπολίτευση. Ο δε υπότιτλος θέτει το ζήτημα της συνενοχής της πολιτικής ηγεσίας (στην Αθήνα), η οποία “έτυχε” να βρει δυο πολιτικές προσωπικότητες που προσυπέγραψαν το 1959 τις ιδρυτικές συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου που εγκατέστησαν το θνησιγενές καθεστώς της “ανεξάρτητης” Κύπρου, το οποίο κατελύθη από “εγγυήτριες” υποτίθεται δυνάμεις το 1974.
Είναι ένα “ενοχλητικό” βιβλίο που μας θυμίζει αυτό που σε Ελλάδα και Κύπρο προσπαθούμε ποικιλοτρόπως να κρύψουμε κάτω από το χαλί: «η ελληνική (ελλαδική) ιστορία, ειδικά μετά τον εμφύλιο, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί επαρκώς αν αφεθεί απέξω ο σύνδεσμός της με την Κύπρο και το κυπριακό ζήτημα». Ο συγγραφέας ανατρέπει με στοιχεία τις μισές αλήθειες των αφηγημάτων που κυκλοφορούν για την ερμηνεία της κυπριακής τραγωδίας. Παπαδοπουλικοί κατηγορούν Ιωαννιδικούς, Ιωαννιδικοί κατηγορούν Μακαριακούς και Καραμανλικούς κοκ.
Η χούντα (τόσο του Ιωαννίδη όσο και του Παπαδόπουλου) δεν είχε δική της κυπριακή πολιτική. Ακολούθησε τη γραμμή που είχαν χαράξει οι Καραμανλής-Αβέρωφ, αποτρέποντας το ενδεχόμενο η γραμμή αυτή να μεταβληθεί με τη διαφαινόμενη το 1967 νίκη της Ενωσης Κέντρου. Οι Καραμανλής-Αβέρωφ είχαν συμφωνήσει ήδη από το 1956-57 (μεσούντος του αγώνα της ΕΟΚΑ) να δοθεί στην Τουρκία στρατιωτική βάση με δίοδο στην θάλασσα.
Τί έλεγαν Καραμανλής-Αβέρωφ
Το μυστικό πρωτόκολλο Μεντερές-Καραμανλή (η συμφωνία κυρίων τον Φεβρουάριο 1959 στη Ζυρίχη) προέβλεπε τη συνεργασία Ελλάδας-Τουρκίας για τη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου. Ο σύμβουλος του Μεντερές, Νιχάτ Ερίμ (αργότερα διαπραγματευτής της Τουρκίας στη Γενεύη το 1964 κατά τη διαμεσολάβηση του Άτσεσον και πρωθυπουργός της Τουρκίας το 1971-2) υπήρξε ο αρχιτέκτων της τουρκικής πολιτικής για το Κυπριακό. Για τον Νιχάτ Ερίμ το ελάχιστο ήταν η διχοτόμηση και το μέγιστο ο έλεγχος όλης της Κύπρου.
Η Συνθήκη της Λωζάννης, την οποία σήμερα υπερασπίζεται η Ελλάδα έχει ήδη παραβιαστεί με την υπογραφή του ηγέτη, που κάποιοι ονόμασαν “εθνάρχη”. Η Ελλάδα αποδεχόμενη την βρετανική ιδέα της τριμερούς Συνθήκης Εγγύησης, έβαλε την Τουρκία στο παιχνίδι, κατά ρητή παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης. Η χούντα δεν είχε διαφορετική γραμμή. Διαχειρίστηκε απλώς με μικρόνοια, πολιτική βλακεία και προδοσία τη γραμμή της ΝΑΤΟϊκής λύσης.
Η χουντική επαναφορά στη ΝΑΤΟϊκή γραμμή, μετά από μια μικρή απόκλιση (1964-65) και για να προλάβει το ενδεχόμενο υποτροπής της, έγινε με τον πλέον αδέξιο και ατιμωτικό τρόπο. Μπορεί να συνοψιστεί σε δυο κινήσεις: α) την απόσυρση της μεραρχίας από τον Παπαδόπουλο και β) μετά από δύο απόπειρες δολοφονίας του Μακαρίου, την ανατροπή του από τον Ιωαννίδη. Η πρώτη κίνηση υπήρξε η αναγκαία και η δεύτερη η ικανή συνθήκη για την πραγματοποίηση της τουρκικής εισβολής.
Παπαδόπουλος και Ιωαννίδης
Ο Παπαδόπουλος αφόπλισε την Κύπρο, ο Ιωαννίδης, εμπιστευόμενος έναν πράκτορα της CIA(!), προχώρησε στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και δεν αποδέσμευσε τα υπάρχοντα πυροβόλα κατά των εισβολέων, παρά μόνον αφού με μεγάλη καθυστέρηση κατάλαβαν ότι, η συμφωνία δεν τηρήθηκε και δεν πρόκειται για άσκηση. Επίσης, οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων δεν αξιοποίησαν τις ελληνικές δυνάμεις εκεί όπου είχαν υπεροχή: στη χρήση των τελευταίου τύπου υποβρυχίων που διέθεταν και των υπερσύγχρονων τότε αεροπλάνων F-4Ε Fandoms που η αεροπορία είχε ήδη παραλάβει. Ούτε χρησιμοποίησαν τα 20 F-84F που στάθμευαν στην Κρήτη για το ενδεχόμενο προσβολής της Κύπρου. Πραγματοποίησαν τέλος την αποστολή καταδρομέων με τα Noratlas (επιχείρηση “Νίκη”) με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, προχειρότητα και κάκιστη συνεννόηση με τις φίλιες δυνάμεις.
Ακολούθησαν τέλος στρατιωτικά ανορθόδοξη τακτική, επιλέγοντας να πλήξουν τους τουρκοκυπριακούς θυλάκους, αντί του προγεφυρώματος, το οποίο παρέμενε ασταθέστατο και στα πρόθυρα της κατάρρευσης πριν αποβιβαστούν τα άρματα την τρίτη μέρα. Όλη η αντίσταση που προβλήθηκε πιστώνεται στον ηρωϊσμό ορισμένων αξιωματικών και απλών στρατιωτών. Όσο για τη στάση της ηγεσίας, αυτή έκανε ό,τι μπορούσε για να μην προκληθεί πόλεμος με την Τουρκία. Η στάση αυτή συνοψίζεται στην φράση-διαταγή του στρατηγού Μπονάνου Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, στο ερώτημα αν πρέπει να προσβάλουν τουρκικούς στόχους: «Βάλλεται η Κύπρος. Εμείς είμαστε Ελλάς».
Η στάση του Μπονάνου και λίγο αργότερα του Καραμανλή δικαίωσαν πλήρως τις προσδοκίες των Αμερικανών, όπως εκφράζονται στο μερικώς αποχαρακτηρισμένο έγγραφο της CIA Interagency Intelligence Memorandum, Washington, April 18, 1974 (αναφέρεται από John Pappas, Μεταπολίτευση made in USA). Στο έγγραφο συζητείται τρεις μήνες πριν την εισβολή, η παρεμβατική πολιτική των ΗΠΑ, ενόψει της προβλεπόμενης πτώσης της δικτατορίας Ιωαννίδη. Εκεί είναι φανερή η ανησυχία για απρόβλεπτη αλληλοδιαδοχή πραξικοπημάτων από ομάδες του στρατού, που θα οδηγούσε σε αστάθεια ή ακόμα και σε επικράτηση ανεξέλεγκτων μερίδων “κανταφικών” αξιωματικών.
Ο δεύτερος “Αττίλας” και η Αθήνα
Έπρεπε λοιπόν ο αμερικανικός παράγων να στηριχθεί στην πιο πιστή ΝΑΤΟϊκή μερίδα των χουντικών, της οποίας ηγείτο ο Μπονάνος. Σε δεύτερη φάση, έπρεπε να επιδιωχθεί η μετάβαση σε κοινοβουλευτισμό, υπό μια πολιτική ηγεσία κατάλληλη να χαλιναγωγήσει τα αντιαμερικανικά αισθήματα. Δύο ονόματα αναφέρονται: του Ανδρέα Παπανδρέου ως ενδεχόμενο που πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί και του Κωνσταντίνου Καραμανλή (όνομα που αναφέρεται 6 φορές!), ως του πλέον κατάλληλου ώστε να μην προκληθεί αναστάτωση στο ΝΑΤΟ. Αυτό το κέντρο, έτοιμο από καιρό, ήταν λοιπόν που πρότεινε –δια στόματος Αβέρωφ– τη λύση Καραμανλή στο δραματικό συμβούλιο που συγκάλεσε η καταρρέουσα χούντα την 23η Ιουλίου 1974.
Το μεγαλύτερο κομμάτι της τουρκικής κατάκτησης πραγματοποιήθηκε επί “δημοκρατίας”, όταν με τον δεύτερο “Αττίλα” κατελήφθη το 37% της Κύπρου (όπως προέβλεπε το σχέδιο ομοσπονδίας που παρουσίασε η Turkish Communal Chamber το1964!). Ο Καραμανλής τότε ζήτησε τη γνώμη της στρατιωτικής ηγεσίας, που είχε υπηρετήσει το καθεστώς Ιωαννίδη, για τις δυνατότητες της Ελλάδας να αντιδράσει στρατιωτικά, την γνώμη δηλαδή όσων ευθύνονταν για την προδοτική αδράνεια τις δυο πρώτες ώρες της εισβολής.
Η εγκατάλειψη της Κύπρου, στάση που κωδικοποιήθηκε με τη φράση που δεν ειπώθηκε ποτέ verbatim “η Κύπρος κείται μακράν”, αλλά εξέφραζε την ουσία του δόγματος Αβέρωφ, ο οποίος από την δεκαετία του 1950 υποστήριζε πως «από στρατιωτική άποψη, η Κύπρος είναι υποθηκευμένη στην Τουρκία». Η αξία του βιβλίου δεν είναι μόνον ιστοριογραφική, επειδή η Κύπρος εξακολουθεί να είναι μια ανοιχτή πληγή και αποτελεί κλειδί για την όλη επεκτατική πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην πατρίδα. Πολιτική η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, με συνέπεια, σχεδιασμό και υπομονή. Κατά την ομολογία της τουρκικής ελίτ και σε πλήρη αντίθεση προς την ελληνική εθελοτυφλία, τα μέτωπα με την Ελλάδα είναι τρία: Κύπρος, Αιγαίο και Θράκη.
Αθήνα: Μεταξύ εθελοτυφλίας και αυταπάτης
Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε στα εξής σημεία τα μηνύματα που αφορούν ανησυχητικές αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση στο μέτωπό μας με την Τουρκία: Πρώτον, η συμπεριφορά της επίσημης Ελλάδας δείχνει πως πρώτη μέριμνα της εξωτερικής πολιτικής είναι η προθυμία προσφοράς καλών υπηρεσιών στη Συμμαχία, εν αναμονή επιβραβεύσεων λόγω καλής διαγωγής κι όχι η προστασία της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίστηκαν από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας (1821) και τις συνθήκες που όρισαν τα σύνορά μας (1923, 1947). Προτεραιότητα στο ΝΑΤΟ σημαίνει αποδοχή της ιεράρχησης που αυτό κάνει και που δεν χρειαζόταν να το πει ο Kissinger για να το καταλάβουμε: η Τουρκία είναι σημαντικότερη για τις ΗΠΑ από την Ελλάδα.
Η ελληνική στάση απέναντι στην Τουρκία δείχνει ή εθελοτυφλία απέναντι στους διόλου κρυφούς στόχους του επεκτατισμού της, ή αυταπάτη πως ο ενδοτισμός θα εξευμενίσει τον αντίπαλο. Είναι ντροπιαστικό το ότι ακόμα και ο Κίσινγκερ, που μόνον φίλος της Ελλάδας δεν υπήρξε, είχε επισημάνει στην Αθήνα, ότι δεν μπορεί να προσδοκά σε συγκράτηση των τουρκικών απαιτήσεων, εάν «κάθε τρεις μήνες παραχωρείτε και κάτι» ! Απλή λογική. Κανείς δεν νιώθει την πίεση να περιορίσει τις αξιώσεις του, εάν η στάση του αντιπάλου του τροφοδοτεί ελπίδες πως αύριο μπορεί να αποκομίσει περισσότερα, χωρίς θυσίες άλλες, πέραν της προσήλωσης στους στόχους του και της υπομονής.
Ο διαχωρισμός της Κύπρου από τα ελληνοτουρκικά με δικαιολογία τη γεωγραφική της θέση αγνοεί αυτό που η Τουρκία αντιλαμβάνεται άριστα: ότι η Κύπρος είναι αναπόσπαστο μέρος του Ελληνισμού. Δηλώνει, όμως, και παραίτηση από τα δικαιώματα που έχει η Ελλάδα ως “εγγυήτρια δύναμη”. Η μόνιμη φοβία (μετά το 1922) των ελληνικών ελίτ, να μην οδηγηθούμε σε πόλεμο με την Τουρκία, οφείλεται όχι σε στρατιωτικό, αλλά σε διπλωματικό έλλειμμα των πολιτικών ελίτ.
Όπως εύστοχα γράφει ο Φούσκας, οι ελληνικές κυβερνήσεις μετέτρεψαν σε δικό τους άγχος, ένα ενδεχόμενο που αποτελεί ΝΑΤΟϊκό πονοκέφαλο και θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως μια διόλου πολεμοχαρής, αλλά ενεργητική και δυναμική “διπλωματία των ορίων”. Φαίνεται, όμως, πως –παραφράζοντας τη φράση του Αβέρωφ– οι ελληνικές ελίτ είναι ιδεολογικά και ψυχολογικά υποθηκευμένες στους εξωτερικούς προστάτες τους. Το “γιατί” είναι ένα πολύ βαθύτερο θέμα που χρειάζεται ασφαλώς διεπιστημονική μελέτη, η δε αντιμετώπιση του απαιτεί δραματική αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων.
==============
Σχόλια