Μήπως το ελληνικό κομματικό σύστημα θέλει τη Γερμανίδα του

 ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΙΔΗ ΕΥΓΕΝΙΑ 

Τελικά, έπρεπε να γίνει το BSW στη Γερμανία για ν’ αρχίσει να αναμοχλεύεται η ιδέα του κι εδώ; Τελικά, έπρεπε να εμφανιστεί μια Σάρα Βάγκενκνεχτ για να αρχίσουμε να ψαχνόμαστε αναμεταξύ μας; Μάλλον έπρεπε! Έτσι λειτουργούν άλλωστε οι αποικίες: έπονται, μιμούνται και αναπαράγουν παριστάνοντας ότι “ανακάλυψαν” αυτό που, συχνά ως κακέκτυπο, προηγουμένως εισήγαγαν. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Πόσες φορές φίλοι, αγωνιστές και συναγωνιστές δεν μειδίασαν με κάποια πικρή, απογοητευμένη συγκατάβαση, όταν μιλούσαμε, γράφαμε, προτείναμε, εισηγούμασταν ως μόνη πολιτική λύση από την κοινωνικοπολιτική κατρακύλα που δεν έχει πάτο, την ενιαιο-μετωπική σύμπραξη του πολυδιασπασμένου πατριωτικού χώρου, δηλαδή τη δημιουργία μιας ενωτικής πολυσυλλεκτικής πρωτοβουλίας, η οποία θα εντάσσει μέσα της και τη Δεξιά και την Αριστερά υπερβαίνοντας, αλλά και συνδυάζοντας το εν λόγω δίπολο.

«Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!», έλεγαν προσωπικά στην ίδια τη γράφουσα. «Δεν ενώνεται ο κατακερματισμένος πολιτικός αντισυστημικός χώρος στην Ελλάδα!», αναφωνούσαν σε ιδιωτικές συζητήσεις. Πολλοί από αυτούς, όντας πολιτικά ενεργοί και άμεσα εμπλεκόμενοι στις εκλογικές διαδικασίες οι ίδιοι, δήλωναν, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, πως προσπάθησαν να συνασπιστούν. Σχεδόν όλοι απογοητευμένοι διευκρίνιζαν πως οι υπόλοιποι (πλην των ίδιων με τους οποίους κάθε φορά συζητούσα), αρνούνταν ή σαμπόταραν τις συνεργασίες.

Όλα τα κόμματα, υποκόμματα ή μικρό κομματίδια δεν έπειθαν το εκλογικό σώμα, μένοντας σε ποσοστά που συνήθως δεν άγγιζαν καν το 1%, ενώ ταυτόχρονα η αποχή μεγάλωνε, μαζί με την κοινωνική αηδία και την αποστροφή για τα πολιτικά δρώμενα. Οι “θιασώτες της ένωσης”, όπως και “οι εισηγητές της συνεργασίας”, προέβαιναν, αν το έκαναν, συχνά προσχηματικά και για την τιμή των όπλων σε απόπειρες συμμαχιών και συνεργασιών οι οποίες, όταν υλοποιούνταν, ήταν πάντα στο παρά πέντε των εκλογών, και στο και πέντε της πολιτικής παρακμής και της κοινωνικής αποσάθρωσης, ενώ σχεδόν όλοι προωθούσαν με τα λόγια την ενότητα, την ίδια ώρα που με τις πράξεις τους λειτουργούσαν διασπαστικά ή, στην καλύτερη, “σφύριζαν κλέφτικα”.

Διότι, όπως γράφαμε σε παλαιότερο άρθρο μας, είναι προφανές πως «ο λεγόμενος δημοκρατικός πατριωτικός χώρος χαρακτηρίζεται από έναν κατακερματισμό τέτοιου μεγέθους που καθιστά θνησιγενείς σχεδόν όλες τις πολιτικές προτάσεις, είτε προέρχονται από το χώρο της παραδοσιακής πατριωτικής Δεξιάς, είτε προέρχονται από τον χώρο της πατριωτικής Αριστεράς. Παράλληλα, μια πραγματικά ενωτική πρωτοβουλία, η οποία αφουγκράζεται την κοινωνία στην οποία απευθύνεται, δεν μπορεί να αναιρεί αυτομάτως όλες τις ιδεολογικές περιχαρακώσεις του παρελθόντος και τις ιστορικώς διαμορφωμένες πολιτικές ταυτότητες, λέγοντας πως πλέον “δεν υπάρχει ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά”, ούτε όμως έχει την ιστορική πολυτέλεια να μένει εγκλωβισμένη στο αριστερό ή δεξιό καβούκι της».

Τι μας έδειξε η Γερμανίδα Βάγκενκνεχτ

Και την ίδια ώρα που φορείς και πρόσωπα της πατριωτικής Αριστεράς συμμετείχαν σε group therapy προσπαθώντας να “ψυχοθεραπεύσουν” το “υπαρξιακό της πρόβλημα” με τρόπο μαλακό και γλυκανάλατο, ώστε να μην μπήξουν το δάχτυλο βαθιά στην πληγή που πονάει και θιχτεί η πολιτικώς ορθή, πολιτισμένη εικόνα τους, η “σωτηρία της πατρίδας” αφέθηκε να γίνεται βασικά υπόθεση της Δεξιάς (και ειδικά της πιο σκληροπυρηνικής), παραχαράσσοντας σε μεγάλο βαθμό την ιστορία αυτού του τόπου, τουλάχιστον έτσι όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα.», όπως σημειώναμε σε κάποιο άλλο άρθρο. Παράλληλα και συμπληρωματικά, καλλιεργήθηκε ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα, τόσο “αντιακροδεξιό”, όσο και “αντικομμουνιστικό”, διχαστικό για την κοινωνία με χοντροκομμένες, ανιστόρητες και ισοπεδωτικές απόψεις αμφίπλευρα.

Όσο εμείς λοιπόν, ετεροχρονισμένα, ως αδαείς απόγονοι, γλύφουμε τις πληγές της εθνικής μας ιστορίας, στη Γερμανία, με το τεράστιο βάρος της δικής τους ιστορίας στην πλάτη και ένα σκληρό ενοχικό ασυνείδητο, δημιουργείται μια πολιτική προσπάθεια, η οποία φαίνεται να επιχειρεί να καλύψει ένα σοβαρό πολιτικό κενό σήμερα, αφού απευθύνεται κυρίως σε ψηφοφόρους «που συνήθως απείχαν από τις εκλογικές διαδικασίες ή που πλέον δεν τους εκπροσωπούν τα παραδοσιακά κόμματα: παραδοσιακοί ψηφοφόροι του SPD (Σοσιαλδημοκράτες) και της Αριστεράς, αλλά και συντηρητικοί που εδώ και μερικά χρόνια βλέπουν πως η μερκελική CDU απέκτησε ισχυρές αριστεροπράσινες “πινελιές” και χαρακτηριστικά της woke ιδεολογίας, αλλά που δεν θέλουν να βάλουν τον σταυρό τους στο AfD, ένα μειοψηφικό τμήμα του οποίου αποτελείται όντως από νοσταλγούς του ναζισμού».

Από την πλευρά μας δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι είναι πραγματικά η “Γερμανίδα Σάρα”. Άλλωστε, το τι είναι οι πολιτικοί το αποδεικνύουν πάντα στη πράξη. Όπως αναφέρει όμως και ο κ. Στοϊλόπουλος στο προαναφερόμενο άρθρο του, αφορμή του οποίου αποτέλεσε η ανακίνηση από την πλευρά της γράφουσας για πολλοστή φορά του ίδιου “πικραμένου θέματος”, όπως συνηθίζουμε να λέμε στην καθομιλουμένη, το κόμμα BSW «προσωποπαγές, τουλάχιστον προς το παρόν, αυτοχαρακτηρίζεται ως κοινωνικό και όχι φιλελεύθερο, εθνικό και όχι εθνικιστικό, βασισμένο στο τετράπτυχο: “οικονομικός εξορθολογισμός, κοινωνική δικαιοσύνη, ειρήνη, ελευθερία”.

Το ενδιαφέρον είναι όμως ότι όλοι οι πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι το BSW δεν μπορεί να τοποθετηθεί μέσα στο παραδοσιακό σχήμα Αριστερά-Δεξιά, καθώς παρουσιάζει σαφή υπερβατικά, αλλά και συνδυαστικά χαρακτηριστικά αυτού του διπόλου. Πρόκειται για ένα νέο πολιτικό μίγμα που αποτελείται από στοιχεία σοσιαλισμού, φιλειρηνισμού, προσανατολισμού στη μεσαία τάξη και συντηρητισμού, με αρκετά μεγάλη δόση παραδοσιακού αντιαμερικανισμού και αυστηρής κριτικής στην παραδομένη στις σειρήνες της παγκοσμιοποίησης lifestyle Αριστεράς. Επιπλέον, για την Βαγκενκνέχτ και τους ομοϊδεάτες της ο κύριος ιδεολογικός αντίπαλος δεν είναι τόσο οι λαϊκιστές της “Νέας Δεξιάς”, όσο οι νεοφιλελεύθερες ολιγαρχίες και οι υπεροπτικές ελίτ, μαζί με τους υποστηριχτές τους (συστημικά mainstream ΜΜΕ, οργανικοί διανοούμενοι κλπ) και τους θιασώτες και προαγωγούς της δικαιωματικής ατζέντας».

Ξαναθυμηθήκαμε λοιπόν την παλιά επιτυχημένη διαφήμιση καταστημάτων κινητής τηλεφωνίας που χρησιμοποιούσε το σλόγκαν «Γιατί το κινητό θέλει το Γερμανό του…». Και αναρωτηθήκαμε ευλόγως μπας και το ελληνικό πολιτικό τοπίο “θέλει κι αυτό το Γερμανό του…”. Γιατί κατά πως φαίνεται οι εγχώριες φωνές θυμίζουν την φωνή βοώντος εν τη ερήμω, εκείνων των ολίγων ανθρώπων που, είτε σε πείσμα των καιρών, είτε λόγω «απαισιοδοξίας της σκέψης, αλλά αισιοδοξίας της δράσης» (κατά Γκράμσι), είτε ακόμα και από “ιδεοληπτικό ιδεαλισμό”, συνεχίζουν στου κουφού λαού την πόρτα να βροντούν αδιαλείπτως.

Μπας και μπορέσει τελικά αυτός ο “κυρ – Παντελής” να βρει πολιτικά τον εαυτό του…

Σχόλια