«Αυτός δεν είναι ήλιος, είναι φλόγιστρο»

 Kαλλιεργητές μιλούν στην «Κ» για τις δραματικές επιπτώσεις των παρατεταμένων υψηλών θερμοκρασιών στην παραγωγή

 Τασούλα Επτακοίλη

Η βιοκαλλιεργήτρια Δήμητρα Τσακίρη σε λίγες μέρες φεύγει για την Ισπανία. Δεν θα είναι ταξίδι αναψυχής, αλλά κατά κάποιον τρόπο επιβίωσης: θέλει να δει από κοντά καλλιέργειες υποτροπικών φυτών (πιτάγια δηλαδή dragon fruit, παπάγια, λίτσι, φρούτο του πάθους, μακαντάμια κ.ά.) και να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα γι’ αυτά, ώστε να δώσει μια νέα προοπτική στα χωράφια της.  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Ο Γιάννης Μαστρογιάννης, δασοπόνος και παραγωγός σύκων, είναι σε απόγνωση. Εχει δει τη φετινή παραγωγή του μειωμένη κατά 70%. Θα προσπαθήσει να σώσει ό,τι σώζεται. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα το βάλω κάτω, θα παλέψω μέχρι τέλους», λέει. Η Βίκυ Καπουτσή αναζητάει επίσης λύσεις σε ένα δύσκολο αίνιγμα: ποια φυτά θα επιβιώνουν από εδώ και πέρα στις αντίξοες καιρικές συνθήκες του θέρους στη χώρα μας; Ποια δέντρα θα καρπίζουν; Ο Γιάννης Βόλης, παραγωγός κηπευτικών και ελιάς, μοιράζεται τους ίδιους προβληματισμούς. Κοινός παρονομαστής στις ιστορίες που οι τέσσερις αγρότες αφηγήθηκαν στην «Κ» είναι οι δραματικές επιπτώσεις των παρατεταμένων υψηλών θερμοκρασιών στην παραγωγή – προμήνυμα και για τα επισιτιστικά προβλήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει ένας θερμότερος πλανήτης.

Απώλειες και μετά το καλοκαίρι

Ηταν 2004 όταν η γεωπόνος Δήμητρα Τσακίρη έκανε το ξεκίνημά της στη βιολογική καλλιέργεια, με ένα θερμοκήπιο μια σταλιά, μόλις 300 τ.μ. Πλέον κουμαντάρει 120 στρέμματα γης, πιστοποιημένα από την Bio Hellas, στον γενέθλιο τόπο της, το Κιβέρι Αργολίδας. Μόνο που το μικροκλίμα της περιοχής σε τίποτα δεν θυμίζει το παρελθόν, ακόμη και το πρόσφατο. Ειδικά τα καλοκαίρια, οι ολοένα και πιο συχνοί καύσωνες, σε συνδυασμό με την ανομβρία, έχουν δημιουργήσει ένα ξηροθερμικό περιβάλλον στο οποίο τα φυτά δυσκολεύονται πια να επιβιώσουν.

«Φέτος έχω ήδη χάσει τουλάχιστον το 50% των θερινών κηπευτικών μου. Ντομάτες κόψαμε μόνο μια φορά γιατί από τη ζέστη κλάταραν. Στα πράσινα φασολάκια –μπαρμπούνια, τσαουλιά, αμπελοφάσολα– η αποτυχία ήταν πλήρης: έβρασαν πάνω στα φυτά, χάθηκε όλη η σοδειά. Γι’ αυτό και τους τελευταίους δύο μήνες δεν υπάρχει ούτε… δείγμα από αυτά στις βιολογικές λαϊκές αγορές. Μεγάλη ήταν επίσης η καταστροφή σε πεπόνια και καρπούζια. Και το πρόβλημα δεν σταματάει εδώ, οι απώλειες δεν θα περιοριστούν στο καλοκαίρι: σίγουρα θα είναι αισθητά μειωμένη η παραγωγή σε πορτοκάλια και μανταρίνια, γιατί λόγω ακραίων θερμοκρασιών έπεσαν τα άνθη τους με το που “έδεσαν” καρπούς». Στο προγραμματισμένο ταξίδι της στην Ισπανία η κ. Τσακίρη έχει εναποθέσει πολλές ελπίδες. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα. Τα υποτροπικά είδη είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά στη ζέστη, χρειάζονται μόνο προστασία από τον άνεμο. Σκέφτομαι σοβαρά να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο. Μπορεί να είναι ρίσκο, δεν ξέρω. Ετσι κι αλλιώς, όμως, κανένας επίσημος φορέας δεν υπάρχει να μας συμβουλέψει, να μας δώσει κατευθύνσεις, να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Εχω κουραστεί να τα λέω και να γκρινιάζω, αλλά αυτό ισχύει στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα: ο σώζων εαυτόν σωθήτω!».

Σοδειές έμειναν ασυγκόμιστες

Ο Γιάννης Βόλης καλλιεργεί βιολογικά ιδιόκτητες εκτάσεις επίσης στην Αργολίδα, στην Ερμιονίδα: λευκές, κόκκινες και μοβ πατάτες, γλυκοπατάτες, καρότα, σκόρδα, κρεμμύδια, κόκκινες κολοκύθες και ελιές, ποικιλίας Μανάκι, για βρώσιμες. «Λόγω ζέστης έχουμε υποστεί πανωλεθρία. Τους θερινούς μήνες τα φυτά έχουν αυξημένες απαιτήσεις. Στρεσάρονται και δεν εξελίσσεται κανονικά η θρέψη τους. Κι επειδή οι θερμοκρασίες παραμένουν πλέον υψηλές και τις βραδινές ώρες, κάτι που είναι σχετικά νέα συνθήκη, δεν έχουν τον χρόνο να επανέλθουν κατά τη διάρκεια της νύχτας: το στρες είναι διαρκές και καταστροφικό. Ειδικά με τις πατάτες η κατάσταση είναι τραγική: κάποτε από ένα στρέμμα παίρναμε τουλάχιστον τέσσερις τόνους· φέτος μαζέψαμε σκάρτους δύο. Επίσης παρατηρείται το φαινόμενο της μικροκαρπίας, με αποτέλεσμα και η ζήτηση να πέφτει και οι τιμές να καταποντίζονται. Δεν ξέρω τι θα κάνω. Πολλοί συνάδελφοι έχουν ήδη εγκαταλείψει τα χωράφια τους, οι σοδειές έμειναν ασυγκόμιστες».

«Εχουμε υποστεί πανωλεθρία. Τους θερινούς μήνες τα φυτά έχουν αυξημένες απαιτήσεις. Στρεσάρονται και δεν εξελίσσεται κανονικά η θρέψη τους», αναφέρει ο Γιάννης Βόλης, παραγωγός κηπευτικών και ελιάς.

Η νότια Εύβοια έγινε Σαχάρα

Αντίστοιχη είναι η καθημερινότητα στα χωράφια και για τη Βίκυ Καπουτσή, συνιδιοκτήτρια στο Κτήμα Αρότρια της Ερέτριας. «Ετσι όπως εξελίσσονται οι καιρικές συνθήκες λόγω κλιματικής αλλαγής, υπαίθρια καλλιέργεια δεν θα μπορεί να γίνει σε λίγα χρόνια, τουλάχιστον για όποιον θέλει να καλλιεργεί με τον σταυρό στο χέρι, όπως εμείς, δηλαδή βιολογικά, χωρίς φάρμακα. Η τελευταία τριετία ήταν πολύ δύσκολη, με αποκορύφωμα τη φετινή χρονιά: τα φυτά άρχισαν να μην αποδίδουν, παρατηρήσαμε μικροκαρπία, είχαμε τεράστιες απώλειες. Στα τέλη Μαρτίου βάλαμε ντομάτες. Μέχρι τις αρχές Ιουνίου είχαν καεί όλες από τη ζέστη. Κι όσες διασώθηκαν ήταν άνοστες. Το ίδιο συνέβη με τις μελιτζάνες, τα αγγούρια και τα κολοκυθάκια μας. Και δεν ήταν θέμα νερού· έχουμε γεώτρηση και τα ποτίζαμε. Οι θερμοκρασίες είναι πλέον τόσο υψηλές –Σαχάρα έχει γίνει η νότια Εύβοια– που τίποτα δεν μπορεί να επιβιώσει. Αυτός δεν είναι πια ήλιος, είναι φλόγιστρο. Είχαμε πέντε στρέμματα με κηπευτικά, χάθηκαν όλα. Φέραμε τρακτέρ και οργώσαμε το χωράφι. Τουλάχιστον να μην τα βλέπουμε και στενοχωριόμαστε…».

Και οι χειμώνες έχουν αλλάξει. «Ούτε κρύο ούτε βροχή ούτε χιόνι – το χώμα αρρωσταίνει και μαζί του τα φυτά», επισημαίνει η κ. Καπουτσή. «Πέρυσι βάλαμε λαχανίδες, που είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό φυτό. Παλαιότερα, με μια σπορά γέμιζε το χωράφι, δεν ξέραμε τι να τις κάνουμε – για τέτοιες ποσότητες μιλάμε. Αυτή τη φορά δεν έγιναν, ξεράθηκαν μεμιάς. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Εποχές δεν υπάρχουν πια, επομένως ούτε και εποχικές καλλιέργειες. Μπορεί να πρόκειται για το μέλλον μας, για την τροφή μας, αλλά στα ψαχτά προχωράμε όλοι, να δούμε τι λειτουργεί, ποια φυτά είναι πιο ανθεκτικά, χωρίς καμιά βοήθεια, καμιά εθνική στρατηγική. Εμείς αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε νέα δέντρα: βερικοκιές, αχλαδιές, μηλιές, μπανανιές· φαίνεται πως εδώ πάνε καλά, το μικροκλίμα τα ευνοεί. Φτιάξαμε υπερυψωμένα παρτέρια με καλό χώμα, κομπόστ και κοπριά, μικρά και πιο προστατευμένα για κηπευτικά. Φυτεύουμε και ελιές ποτιστικές. Στη σκιά τους, κάποια λαχανικά ίσως καταφέρουν να επιβιώσουν…».

Ντόμινο καταστροφής

Πολύ δύσκολο είναι το φετινό καλοκαίρι και για τον δασοπόνο και παραγωγό σύκων Γιάννη Μαστρογιάννη. Για τη γενέτειρά του, τον Δήμο Ιστιαίας Αιδηψού, η παραγωγή σύκων αποτελούσε διαχρονικά πυλώνα της τοπικής οικονομίας. Οχι πια. «Ως προϊόν το σύκο είναι ευπαθές, ιδιαίτερα στη βροχή, και στο παρελθόν είχαμε αρκετές κακές χρονιές. Ομως, από το 2021 και μετά βιώνουμε την απόλυτη καταστροφή: φωτιές, πλημμύρες και φέτος ακραίες ζέστες. Το 70%-80% της σοδειάς έχει χαθεί», λέει στην «Κ». «Η ζημιά ξεκίνησε από τον περασμένο χειμώνα. Οι υψηλές, εκτός νόρμας, θερμοκρασίες συντέλεσαν ώστε να μη γίνει σωστά η γονιμοποίηση των ανθέων και να αυξηθεί ο πληθυσμός των βλαβερών εντόμων. Στη συνέχεια, η ανομβρία την άνοιξη δεν επέτρεψε στα δέντρα να πάρουν τα συστατικά που χρειάζονται και οι καύσωνες το καλοκαίρι ήρθαν να δώσουν τη χαριστική βολή. Ενα ντόμινο δηλαδή…».

Ο κ. Μαστρογιάννης είναι από τους ελάχιστους αγρότες που έχουν απομείνει στα ορεινά χωριά του Τελεθρίου. «Σε Καματριάδες, Γαλατσάδες, Σήμια, είμαστε μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και μόνοι μας παλεύουμε. Η ανοργανωσιά είναι πλήρης, δεν υπάρχει κανένας φορέας που να κάνει κάποια σοβαρή μελέτη ώστε να δώσει αξιόπιστες απαντήσεις στα ερωτήματά μας και διέξοδο στα προβλήματά μας. Τις τελευταίες δεκαετίες ούτε ένα ευρώ δεν έχει επενδυθεί για την άρδευση των καλλιεργειών. Πρέπει με ιδιωτική πρωτοβουλία να φτιάξουμε ένα δίκτυο. Από την πλευρά των κρατικών φορέων και της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν υπάρχει ούτε γνώση ούτε προγραμματισμός ούτε καν διάθεση να μας συντρέξουν και να σταθούν στο πλευρό μας. Οι διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας είναι υποστελεχωμένες και διαλυμένες, η δασική υπηρεσία αποδυναμωμένη –αν όχι κατεστραμμένη– και απαξιωμένη πλήρως, οπότε ούτε στις αγροτοδασικές εκτάσεις γίνεται κάποια ουσιαστική παρέμβαση».

Ο ίδιος καλλιεργεί περίπου 1.000 δέντρα. «Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ένα πλήρως ανεπτυγμένο δέντρο μπορεί να δώσει 40-50 κιλά αποξηραμένα σύκα. Φέτος δεν πήρα ούτε δέκα». Ποιες εναλλακτικές σκέφτεται; «Θα προσπαθήσω να σώσω ό,τι μπορώ», απαντάει. «Θα μείνω στον τόπο μου και θα το παλέψω. Κάθε χρόνος που περνάει όμως χωρίς παραγωγή, η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη: κινδυνεύουν να χαθούν όσα πετύχαμε στις διεθνείς αγορές, συρρικνώνεται το πελατολόγιό μας. Αντί να πάμε μπροστά, πάμε πίσω».

ΠΗΓΗ

Σχόλια