Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα «βλέπουν με το κυάλι» τους Λιθουανούς και τους Ρουμάνους

Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα (45%) με δυσκολία τα βγάζουν πέρα από το μισθό τους. Στη Ρουμανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 29% και στη Λιθουανία 14%. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

29 Ιουλίου 2024

«Μείναμε Ευρώπη, αλλά δε γίναμε Ευρώπη». Η πατρότητα της φράσης ανήκει στον Αλέξη Τσίπρα και στο κείμενο-παρέμβασή του για τα 50 χρόνια από την μεταπολίτευση. Ταιριάζει πάντως γάντι με όσα βιώνουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και όσα θλιβερά καταγράφουν οι στατιστικές για το πραγματικό ύψος του μισθού και τις συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα.

Το ότι η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην ΕΕ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, είναι γνωστό, από τα τελευταία στοιχεία της Eurostat.

Αυτό όμως που είναι λιγότερο γνωστό, αν και αναδείχθηκε και από την τελευταία έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι σε πολύ χειρότερη μοίρα από τους συναδέλφους τους στην Λιθουανία και τη Ρουμανία, χώρες που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν στην τελευταία ταχύτητα της ΕΕ.

Το 45% με το ζόρι τα βγάζει πέρα

Συγκεκριμένα, όπως καταγράφει η έρευνα του Εurofound (Eυρωπαϊκό Iδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας), σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα (45%) με δυσκολία καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους με τον δεδομένο μισθό που λαμβάνουν.

Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και σχεδόν το διπλάσιο του μέσου όρου της Ένωσης που βρίσκεται στο 24,5%.

Αντίστοιχα στη Λιθουανία, μόνο το 14,1% των εργαζομένων δυσκολεύονται να βγάλουν το μήνα με τον μισθό τους, ποσοστό τρεις φορές χαμηλότερο από την Ελλάδα.

Αβεβαιότητα για το εισόδημα

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, την οποία επικαλείται το ΙΝΕ -ΓΣΕΕ, το 30,3% των εργαζομένων αδυνατεί να προβλέψει το ύψος του εισοδήματός του τους επόμενους τρεις μήνες.

Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (12,2%). Η μόνη χώρα που μας ξεπερνάει στο δείκτη αβεβαιότητας ως προς το εισόδημα είναι η Βουλγαρία, με 34,5%.

Η Ισπανία, που καταγράφει τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας στην Ε.Ε., στον δείκτη αβεβαιότητας των εργαζομένων ως προς το εισόδημά τους βρίσκεται στο 21,4%, δηλαδή αισθητά χαμηλότερα από την Ελλάδα.

Η Λιθουανία, ως προς τον δείκτη αβεβαιότητας του εισοδήματος για το επόμενο τρίμηνο, βρίσκεται στο 14,9%, δηλαδή κινείται κατά 49,7% χαμηλότερα από την Ελλάδα.

Η Ρουμανία μας έχει αφήσει μακράν πίσω

H Ρουμανία, που κατά το παρελθόν υπολειπόταν σημαντικά σε σχέση με την Ελλάδα, βρίσκεται πλέον σε αισθητά καλύτερη μοίρα ως προς τους δείκτες εισοδήματος.

Ο δείκτης δυσκολίας ανταπόκρισης των εργαζομένων στις οικονομικές τους υποχρεώσεις υπολογίστηκε στο 29,1%, δηλαδή 15,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον αντίστοιχο της Ελλάδας.

Επίσης, ο δείκτης αβεβαιότητας ως προς τον μισθό κατά το επόμενο τρίμηνο ήταν στο 26,4%, μικρότερος κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες από τον αντίστοιχο ελληνικό.

Μη ηθελημένη άτυπη απασχόληση

Η Ελλάδα υστερεί σημαντικά και ως προς το σκέλος της μη ηθελημένης άτυπης απασχόλησης. Το 2023 η χώρα κατέγραψε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης (7,3%) στην Ευρώπη, καθώς το αντίστοιχο ποσοστό είναι 17,8% στην Ε.Ε. και 20,6% στην Ευρωζώνη, δηλαδή υπερδιπλάσιο.

Όμως, σχεδόν οι μισοί από τους μερικά απασχολούμενους στην Ελλάδα (42,8%) δήλωσαν ότι επέλεξαν το συγκεκριμένο καθεστώς εργασίας επειδή δεν κατάφεραν να βρουν δουλειά με όρους πλήρους απασχόλησης.

Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο κατά 23,4 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (19,4%) και το πέμπτο υψηλότερο στο σύνολο της Ένωσης. Έτσι, ως προς το σύνολο των εργαζομένων, το ποσοστό των μη ηθελημένα μερικά απασχολούμενων διαμορφώθηκε το 2023 στο 3,1% στην Ελλάδα, τιμή που αποτελεί την όγδοη υψηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.

Το 30,3% των εργαζομένων στην Ελλάδα αδυνατεί να προβλέψει το ύψος του εισοδήματός του τους επόμενους τρεις μήνες – ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από το μέσο όρο της Ε.Ε.

Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ σχετικά με τους εργαζόμενους που δουλεύουν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην Ελλάδα το ποσοστό τους παρέμεινε σχετικά υψηλό (12,8%), μεγαλύτερο κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες από το 8% που είναι ο μέσος όρος της Ευρώπης. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη θέση ανάμεσα σε 18 χώρες της Ε.Ε. για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.

Αρκετά υψηλός είναι στην Ελλάδα και ο δείκτης εργασιακής ανασφάλειας. Το 31,8% απάντησε ότι το επόμενο τρίμηνο υπάρχει η πιθανότητα να χάσει την εργασία του. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 12,4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος.

Δυσαρμονία εργασίας – οικογενειακής, κοινωνικής ζωής

Οι πολλές ώρες απασχόλησης επηρεάζουν και άλλες προτεραιότητες της ζωής τους. Έτσι, το 30,3% εξ αυτών δηλώνει ότι το ωράριο εργασίας δεν εναρμονίζεται πολύ ή έστω αρκετά με τις οικογενειακές ή διάφορες άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις του.

Το 2023 το 58,2% των εργαζομένων στην Ελλάδα δήλωσε ότι απασχολούνταν εκτός του τυπικού ωραρίου εργασίας (δηλαδή σε καθεστώς βαρδιών, ή με εργασία το απόγευμα, ή το βράδυ, ή κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου). Την ίδια στιγμή το ποσοστό στην Ε.Ε. για το ίδιο θέμα ήταν 33,9%, δηλαδή χαμηλότερο κατά 24,3 ποσοστιαίες μονάδες.

Η έρευνα του Eurofound διενεργήθηκε το 2021. Τα αποτελέσματά της δόθηκαν στη δημοσιότητα τον Οκτώβριο του 2023 και επικαιροποιήθηκαν το 2024.

Πηγή: www.in.gr

=============

 H απόλυτη φτωχοποίηση του Έλληνα είναι γεγονός στην οικονομία της χώρας και επιβεβαιώνεται από τα φορολογικά και εισοδηματικά τεκμήρια. Σύμφωνα με τα δεδομένα, μόνο 10% δήλωσε εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ, εισόδημα έως 7.680 ευρώ δήλωσε το 50% των φορολογουμένων, ενώ μόλις στο 10,4% διαμορφώνεται ο φορολογικός συντελεστής.

Οικονομία: Ένας στους δύο φορολογούμενους δήλωσε πέρυσι στην εφορία ετήσιο εισόδημα έως 7.680 ευρώ και μόλις το 10% άνω των 20.842 ευρώ με αποτέλεσμα ο μέσος φορολογικός συντελεστής για τα εισοδήματα από όλες τις πηγές να διαμορφωθεί σε μόλις 10,41%.

Ωστόσο το 86% των υπόχρεων φορολογήθηκε με συντελεστή πολύ μικρότερο από το μέσο όρο.
Την ίδια στιγμή, η μέση αξία ακίνητης περιουσίας ανά ιδιοκτήτη κυμαίνεται περί τα 107.826 ευρώ και ο μέσος φόρος στα 319 ευρώ.

Πρόκειται για τα βασικά ευρήματα από τη νέα ανάλυση των στοιχείων με τα εισοδήματα που δηλώθηκαν το 2023 από 9.017.477 φορολογούμενους στο πλαίσιο των εκθέσεων που εκπονούνται στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για την καλύτερη παρακολούθηση της φορολογικής πολιτικής.

Στον “πάτο” η οικονομία: Η απόλυτη φτωχοποίηση του Έλληνα καθώς μόνο 10% δήλωσε εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ – Εισόδημα έως 7.680 ευρώ δήλωσε το 50% των φορολογουμένων- Μόλις στο 10,4% ο φορολογικός συντελεστής

Σύμφωνα με την έκθεση το συνολικό φορολογητέο εισόδημα που δηλώθηκε πέρυσι ανήλθε σε 97,5 δισ. ευρώ εκ των οποίων το 80% ή 77,6 δισ. ευρώ προέρχεται από εισοδήματα εργασίας (μισθοί-συντάξεις, επιχειρήσεις, αγροτικά) και το 15% ή 14,6 δισ. ευρώ από πηγές κεφαλαίου (ακίνητα, μερίσματα, τόκοι, δικαιώματα και υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου) ενώ στα ποσά αυτά προστίθενται και 5,2 δισ. ευρώ ως διαφορά τεκμηρίων, αναφέρει το Banking News.

Το εισόδημα του 2023 είναι υψηλότερο κατά 9,1 δισ. ευρώ ή κατά 10,3% σε σχέση με το 2022 και ο συνολικός φόρος που βεβαιώθηκε ανήλθε σε 10,2 δισ. ευρώ, δηλαδή 1,4 δισ. ευρώ περισσότερος σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.

Αναλυτικότερα από την ακτινογραφία με την κατανομή του φορολογητέου εισοδήματος ανά εισοδηματική πηγή προκύπτουν τα εξής:

– Το 50% των φορολογουμένων έχουν ετήσιο φορολογητέο εισόδημα έως και 7.680 ευρώ, ενώ μόνο το 10% των φορολογουμένων έχει εισόδημα άνω των 20.842 ευρώ.

– Σε επίπεδο αναλογούντος φόρου, για το 50% των φορολογουμένων αντιστοιχεί φόρος στα συνολικά εισοδήματά του στα 90 ευρώ ετησίως, ενώ μόνο για το 10% των φορολογουμένων αντιστοιχεί φόρος άνω των 2.607 ευρώ.

– Ο μέσος φορολογικός συντελεστής για το 2023 ανήλθε σε 10,41%.

– Οι μισθοί και οι συντάξεις αποτελούν την κύρια εισοδηματική πηγή στην ελληνική επικράτεια ήτοι 69,793 δις. ευρώ που αντιστοιχεί στο 71,5% επί του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος. Όμως σχεδόν για το 40% των μισθωτών και των συνταξιούχων δεν αναλογεί φόρος, καθότι τα φορολογητέα ποσά εισοδήματος δεν υπερβαίνουν το αφορολόγητο όριο.

Στον “πάτο” η οικονομία: Η απόλυτη φτωχοποίηση του Έλληνα καθώς μόνο 10% δήλωσε εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ – Εισόδημα έως 7.680 ευρώ δήλωσε το 50% των φορολογουμένων- Μόλις στο 10,4% ο φορολογικός συντελεστής

-Η αμέσως επόμενη κατηγορία από πλευράς φορολογητέου εισοδήματος είναι το εισόδημα από ακίνητα που ανέρχεται σε 7,948 δισ. ευρώ και σε ποσοστό 8,1%, όπου το 90% των φορολογουμένων της κατηγορίας αυτής έχουν κάτω από 9.597 ευρώ ετήσιο φορολογητέο εισόδημα.

-Τα εισοδήματα από την επιχειρηματική δραστηριότητα και τα αγροτικά είναι η τρίτη στη σειρά εισοδηματική πηγή από πλευράς κατανομής επί του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος καθώς ανέχονται σε 6,968 δις. ευρώ και σε ποσοστό το 7,1%).

– Σε επίπεδα παρόμοια με τα εισοδήματα από τις επιχειρήσεις και τα αγροτικά είναι τα ποσά που δηλώνονται από μερίσματα, τόκους, δικαιώματα και υπεραξία κεφαλαίου καθώς φθάνουν τα 6,695 δισ. ευρώ και σε ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος το 6,8%.

– Το φορολογητέο εισόδημα που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετούν σε πλοία του εμπορικού ναυτικού είναι τελευταίο στην κατάταξη με βάση την εισοδηματική πηγή καθώς δεν ξεπερνά τα 900 εκατ. ευρώ ή το 0,9% του συνόλου.

 

Σχόλια