ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ ΓΙΑΝΝΗΣ
Για να ξεφύγουμε από την συζήτηση γύρω από το κωμικοτραγικό γαλλικό
τελετουργικό της “συμπερίληψης όλων των διαφορετικοτήτων” στο όνομα του
ολυμπιακού ιδεώδους και για να συμπληρώσουμε το εύστοχο άρθρο της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη να θυμηθούμε ότι το “έθιμο” δεν έπεσε εξ’ ουρανού, ούτε οικονομικά, ούτε κοινωνικά, ούτε πολιτισμικά. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Πολύ ενδεικτικά και σχηματικά, για να ξεκινήσουμε από το τελευταίο –αφού η περί μεταπολίτευσης συζήτηση βρίσκεται στην εγχώρια επικαιρότητα 50 χρόνια ήδη– ας επαναφέρουμε στην μνήμη μας τις αξίες της τότε συγκρουσιακής και καθόλου “συμπεριληπτικής”, “λαϊκίζουσας”, θα λέγαμε σήμερα, Αριστεράς. Μετά από μια σύντομη περίοδο εξιδανίκευσης του τόπου καταγωγής (τσεμπέρι, ταγάρι, αγροτόσπιτο με το κοτέτσι και το στάβλο) οι κιτς λαϊκές κουλτούρες άρχισαν σύντομα να απαξιώνονται, όπως και οτιδήποτε θύμιζε την αγροτική καταγωγή των περισσότερων νέων κατοίκων των αστικών κέντρων.
Τα ονόματα και τα υποκοριστικά του είδους Λίτσα, Κατίνα, Μήτσος, Λάκης κλπ. ξεχάστηκαν. Ο κόσμος γέμισε εξευγενισμένα ευρωπαϊκά και ένδοξα αρχαία ονόματα που θα εξασφάλιζαν υποτίθεται στους κατόχους τους κάποιο είδος κοινωνικής διάκρισης. Ο Μηλιώκας που επέμενε πως «δεν ξαναβόσκει άλλες βουβάλες» έγινε πολύ αντιπαθής στα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα που επωφελήθηκαν της πασοκικής διανομής δανεικού πλούτου.
Η πρώτη νέα μεταπολιτευτική γενιά κάτι σπούδαζε και κάπως εύκολα ή δύσκολα και ανάλογα με τα εισοδήματα της οικογένειας, αποκτούσε κάποιον τίτλο σπουδών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Αφού λοιπόν μεταβατικά για λίγο διάστημα αγάπησε πολύ τα ρεμπέτικα, το γύρισε λίγο λίγο στο έντεχνο και ύστερα, ανάλογα την ηλικία και το κοινωνικό στρώμα, στο εισαγόμενο ραποσκυλάδικο ή κάποτε σε χεϊβομεταλάδικο ροκ. Λίγο λίγο τα παλιά πάθη ξεθώριασαν τόσο όσο και οι φωτογραφίες του Μπελογιάννη, ίσως και εκείνες του Τσε.
Φτηνιάρικος κοσμοπολιτισμός
Τα μικρά και μεγάλα πασοκογενή “νέα τζάκια” απέκτησαν σφριγηλή σάρκα και ρευστά οστά. Έτσι, τα παιδιά των παιδιών της γενιάς της μεταπολίτευσης (πενήντα χρόνια δεν είναι λίγα), εξαμερικανίζονται ολοταχώς. Με τον καιρό έγιναν ανορεξικά, άρχισαν να υποφέρουν από καταθλίψεις, έφτασαν να δυσφορούν κάποτε ακόμα και για το φύλο τους. Η εγγονή της θειάς με το τσεμπέρι έγινε νεοφεμινίστρια. Ο εγγονός του μπάρμπα με την γκλίτσα, του παππού με το κομπολόι και τις ζεϊμπεκιές, που ξέμεινε στην συλλογική μνήμη σαν γραφικό επιβίωμα λαϊκής κουλτούρας, συχνάζει στα Εξάρχεια. Ως φοιτητής έγινε κάποτε και Antifa. Αγάπησε και τον εναλλακτικό τουρισμό σε αναξιοποίητους τουριστικά προορισμούς.
Αυτό το νέο είδος μικροαστικού ριζοσπαστισμού, κάπου μεταξύ των παλαιών χίπηδων και των νέων “εναλλακτικών αριστερών”, εφάρμοσε πρακτικά και το πρώτο staycation, που τότε δεν το έλεγαν έτσι, όχι μόνο στα Μάταλα ή λίγο αργότερα στις παραλίες γυμνιστών της Ίου ή της Χιλιαδούς, αλλά καταλαμβάνοντας σταδιακά πολλά “ρόδινα ακρογιάλια” μικρών και μη τουριστικών νησιών (Γαύδος, Αντίπαρος, Τήλος, Κουφονήσια, Δονούσα, Κίμωλος, Ικαρία, Αιγιάλη Αμοργού, Άη Στράτης, Ανάφη κλπ.)
Ο παραπάνω φτηνιάρικος κοσμοπολιτισμός των κατασκηνωτών της πρώην παρθένας ελληνικής παραλίας, δεν είχε βέβαια την εθνολογική περιέργεια και τον αρχαιολογικό σεβασμό του παλαιού παραδοσιακού Ευρωπαίου τουρίστα-προσκυνητή. Αντίθετα, ο εναλλακτικός τουρισμός των δεκαετιών ’80 και ’90 συμπορεύτηκε όχι μόνο με τον περιορισμό των εξόδων, αλλά και με την αδιαφορία, αν όχι την περιφρόνηση πολλών Ελλήνων, ιδίως “εναλλακτικών” για ήθη, έθιμα και παραδόσεις των τόπων.
«Το κακό με την Ελλάδα είναι ότι έχει πολλούς Έλληνες» έλεγαν με κάποιο χιούμορ μεταξύ τους οι Έλληνες, ιδίως οι “φυσιολάτρες”, που προφανώς τους δυσαρεστούσε η παρουσία όχι μόνο των σκουπιδιών στις ακτές, αλλά και των νεαρών ιθαγενών κοντά στις σκηνές τους και τα αρνητικά σχόλια των μεγαλύτερων. Ελάχιστοι από τους παραπάνω “εναλλακτικούς” ήταν, ωστόσο, σε θέση να εκτιμήσουν τα πράγματα στην Ελλάδα της εποχής.
Νεόπτωχοι απάτριδες
Να όμως που τα πράγματα έρχονται κάπου κάπου ανάποδα για τους νεόπτωχους απάτριδες καταναλωτές τουριστικών προϊόντων. Εκεί λόγου χάρη που ο νεαρός πολίτης είχε μάθει, όπως κάθε προοδευτικός σύγχρονος άνθρωπος, ότι θα πρέπει μάλλον να αδιαφορεί για την έννοια της πατρίδας, αναγκάζεται τώρα εκ των αντικειμενικών συνθηκών να συρρικνώσει τις επιλογές του για φθηνές διακοπές εντός της χώρας που “τυχαία”, όπως νομίζει, ζει. Συνεπώς, να εντοπίσει τις θερινές απολαύσεις του κάπου κοντά στο σπίτι, ανάμεσα σε πολλούς άλλους συντοπίτες του, εξίσου οικονομικά ευάλωτων με αυτόν.
Όλοι αυτοί οι συμπαθείς νέοι ως δυνάμει “πολίτες του κόσμου” δήλωναν βέβαια ότι επιθυμούσαν έναν κόσμο πιο δίκαιο, την ισότητα μαζί με την ελευθερία. Δηλαδή να έχουν όλοι οι άνθρωποι πρόσβαση σε όλο και περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, ακόμα και πολυτελείας, από τα οποία οι πιο φτωχοί παραμένουν αδίκως στερημένοι και προφανώς να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Οι διακοπές σε μια ξεχασμένη παραλία της Ανάφης ήταν βέβαια ένα από αυτά τα αγαθά. Με τέτοιες επιθυμίες και δηλώσεις, πολλοί πίστεψαν ότι ήταν “προοδευτικοί”, ενδεχομένως και “αριστεροί”.
Προφανώς, πιστεύουν ότι έχουν από την φύση τους άπειρα ατομικά δικαιώματα που ο άδικος “παλιός κόσμος” εμποδίζει να πραγματοποιηθούν. Οι ταξικές αντιθέσεις έδωσαν τη θέση τους σε ένα δήθεν ανθρωπιστικό αντιρατσισμό που ονειρεύεται μια “καλή παγκοσμιοποίηση” και βαυκαλίζεται με το όραμα ενός κόσμου ανοιχτού και χωρίς σύνορα, μια μικρογραφία του οποίου μπορεί ο καθένας να ζήσει κάθε καλοκαίρι σε μια παραλία της Ανάφης! Όλοι αυτοί οι νέοι, προφανώς λάτρεψαν τα ταξίδια, ιδίως τα εξωτικά. Η έννοια του ταξιδιού, ιδίως εκείνου που ενέχει διασυνοριακή εμπειρία, απέκτησε για τους δυτικούς σχεδόν υπερβατική σημασία.
Πρώτα από όλα βέβαια σχετική με τους μετανάστες: αυτοί ως νέοι “της γης οι κολασμένοι”, αντικατέστησαν στις ηθικοπολιτικές φαντασιώσεις του δυτικού μικροαστικού ριζοσπαστισμού την πάλαι ποτέ εγχώρια εργατιά. Το ταξίδι έδωσε επίσης στον δυτικό τουρίστα, καθώς και στην αργόσχολη επιδοτούμενη “τάξη” των πάσης φύσεως σπουδαστών, το προσχηματικά ιδεολογικό πλαίσιο του ανοίγματος των οριζόντων ή της γνωριμίας με άλλους πολιτισμούς.
Και γιατί όχι; «Θαύμα η πρόοδος!», θα ανακράξει από μέσα της η κοσμοπολίτικα σκεπτόμενη σύγχρονη κουτσοβαγγέλενα. «Καθόλου θαύμα!», θα της απαντούσε κάποια σκουλαρικάτη πανελίστρια τηλεοπτικής εκπομπής που εξειδικεύεται στον στιγματισμό του ανορθολογισμού κάθε παραδοσιακής κοινωνίας: «Μόνο η επιστήμη κάνει θαύματα!». Και προφανώς, τα συχνά ταξίδια στο εξωτερικό για λόγους αναψυχής δεν ερμηνεύονται μόνον από την αύξηση των εισοδημάτων, αλλά και από τη νομοτελειακή εξέλιξη των δυτικών κοσμοαντιλήψεων και του δικαιωματισμού. Υποστηρίζεται δε τεχνολογικά και πρακτικά αυτή η εξέλιξη, από τις τεράστιες προόδους στους τομείς των Μέσων Μαζικής Μετακίνησης και Επικοινωνίας.
Τα μυαλά πήραν αέρα
Τα κοινωνικά αιτήματα της μπλοκαρισμένης μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας από το 1980 μέχρι τα μνημόνια σχεδόν, σε γενικές γραμμές ικανοποιήθηκαν. Το μεταμοντέρνο αέναο παρόν της καταναλωτικής ευημερίας και αυτοεκπλήρωσης εγκαταστάθηκε στις κοινωνικές νοοτροπίες. Υποτίθεται ότι έτσι αναβαθμίστηκαν όχι μόνο υλικά, αλλά και ιδεολογικά καθώς και πολιτισμικά, σημαντικά στρώματα του πληθυσμού. Τα μυαλά πήραν αέρα, πολύ αέρα. Με τόσο πολύ αέρα παραφούσκωσαν από την ιδέα του κοινωνικά ανοδικού και “προοδευτικού” δυναμισμού τους. Πέταξαν στα ουράνια του δικαιωματισμού και του καταναλωτισμού.
Η ελληνική κοινωνία επιτάχυνε ξαφνικά την πορεία της προς την παρακμή με την πεποίθηση ότι η γη της επαγγελίας ήταν πλέον κοντά. Στις 22/6/1995, ο καθηγητής Νίκος Χριστοδουλάκης δημοσίευσε σε άρθρο στον Οικονομικό Ταχυδρόμο τα εξής: «Εδώ και 15 χρόνια οι κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις, οι φορείς, τα συνδικάτα έχουν κυριευτεί από μια καλπάζουσα ανυπομονησία εκπλήρωσης “εδώ και τώρα” των αυξημένων καταναλωτικών αναγκών των στρωμάτων που κατά καιρούς εκπροσωπούσαν ή υποστήριζαν, μετακυλίοντας στο μέλλον την απαιτούμενη προσπάθεια εξεύρεσης των πόρων που θα τις χρηματοδοτούσαν».
Αυτός ο μακροοικονομικός λαϊκισμός –όπως υπογράμμιζε ο αρθρογράφος– συνίσταται σε καταναλωτικές παροχές για τις οποίες η κυβέρνηση προς άγραν ψήφων και για να γίνει αρεστή, «αναγκάζεται να δανειστεί για να αποπληρώσει το χρέος που δημιουργείται, προβαίνει σε αύξηση της φορολογίας σε μελλοντικές χρονικές περιόδους, επιβαρύνοντας τις επερχόμενες γενεές». Φωνές βοώντων εν τη ερήμω. Τώρα είναι ο λογαριασμός που καλούνται να πληρώσουν οι “επερχόμενες γενεές”, στα πλαίσια του χρέους των 400 δισ. που οφείλουμε. Τώρα είναι που μια μέση οικογένεια δεν έχει τα μέσα να κάνει ούτε μία εβδομάδα διακοπές.
Στο πλαίσιο της πολύπλευρης κρίσης εμφανίζεται στον Δυτικό Κόσμο το staycation. Μη γελιόμαστε: η παγκοσμίως κρίσιμη εικοσαετία 1980-2000 βρίσκεται πάλι από πίσω (κατάρρευση ανατολικού συνασπισμού, επέκταση της διεθνοποίησης των αγορών υπό την ηγεμονία των τραπεζών, απότομη αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς τον Δυτικό Κόσμο, παραγωγική και οικονομική ισχυροποίηση της ανατολικής Ασίας, ενίσχυση του ανεξέλεγκτου διευθυντηρίου των Βρυξελλών, Αραβική Άνοιξη και πόλεμος κατά της τρομοκρατίας κλπ).
Φτωχοπροδρομικός τουρισμός
Λίγο μετά έφτασαν οι πανδημίες και οι υγειονομικοί εγκλεισμοί. Λίγο λίγο κόπηκαν οι πολλές δια ζώσης επικοινωνίες και τα ταξιδάκια. Να είναι καλά το διαδίκτυο, μπορείς λέει να γνωρίσεις τον κόσμο και από το σπίτι σου, να “επικοινωνείς” από τον καναπέ σου! Υποθέτουμε ότι στην προέκταση των “Μένουμε Σπίτι”, το staycation μοιάζει να αποτελεί ένα είδος λαϊφσταϊλάτης εθελοντικής εκλογίκευσης των περιορισμών που επιβάλλονται στις μετακινήσεις των ασθενέστερων οικονομικά και συνεπώς πολυπληθέστερων ομάδων του πληθυσμού. Διότι επιτέλους, για ποιον είναι το staycation;
Όχι μόνο για το νεόπτωχο Έλληνα, που έστω για λόγους lifestyle, θα ήθελε να κάνει διακοπές μακριά από το σπίτι του και να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Είναι ίσως και κυρίως για τον μικρομεσαίο Ευρωπαίο, που εκμεταλλευόμενος προσφορές και φθηνά αεροπορικά εισιτήρια, προσπαθούσε κι αυτός να ταξιδέψει ή κουτσά στραβά να “γνωρίσει τον κόσμο”, εν μέρει αναπαράγοντας στην πιο φτηνιάρικη εκδοχή, το τουριστικό lifestyle των πιο ευκατάστατων, στα μεγάλα ξενοδοχεία τους και στα κρουαζιερόπλοιά τους.
Δημιουργήθηκαν μάλιστα από γνωστές ΜΚΟ, με “αριστερή” προφανώς ρητορική, κάποια “αντιτουριστικά κινήματα” που θεωρούν μόνο τους λαθρομετανάστες ευπρόσδεκτους ξένους. Με κοινωνικούς, ταξικούς όρους, θα λέγαμε λοιπόν ότι το staycation μοιάζει να περιφέρεται ιδεολογικά στον αστερισμό του γνωστού “ευρωπαϊκού αντιλαϊκισμού”. Να καθιστά “προοδευτικό lifestyle” τον εγκλωβισμό των λιγότερο προνομιούχων πολιτών στις χώρες καταγωγής τους. Το τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο οικονομικά, για χώρες σαν την Ελλάδα που έχουν καταντήσει “μεσογειακά Πόρτο Ρίκο” και σε μεγάλο βαθμό ζουν από αυτόν τον μικρομεσαίο φτωχοπροδρομικό τουρισμό, είναι μια άλλη συζήτηση.
Η εξιδανίκευση της μιζέριας του σύγχρονου staycation, στον αντίποδα της ταξιδιάρικης υπερκινητικότητας και των διακοποδανείων των προηγούμενων εποχών, έρχεται σήμερα να συμπληρώσει την αισθητική και ιδεολογική ασχήμια του ήδη διαμορφωμένου κακού γούστου: ούτε τα “ψηλά βουνά”, ούτε το “περιγιάλι το κρυφό”, ούτε οι αυλές με τα γιασεμιά δεν συγκινούν πια εδώ και πολύ καιρό τους νεοέλληνες και αλλοδαπούς τουρίστες των νεότερων ιδίως ηλικιών.
Όλοι θα προτιμούσαν θέρετρα πολυτελείας με μεγάλες θαλαμηγούς κι αφού ο κουμπαράς δεν αντέχει, κάποια βολική προσομοίωση: έστω τα beachbar με τις ακριβές ξαπλώστρες! Άλλωστε, αν δεν υπήρχε τόση οικονομικά και πολιτισμικά εξαθλιωμένη πελατεία δεν θα υπήρχε στην Ελλάδα τουλάχιστον, τόση παραθαλάσσια αθλιότητα. Παράλληλα, αφού όλα εδώ και τώρα απολαμβάνονται, προφανώς εδώ και τώρα πληρώνονται. Και είναι βέβαια ευχάριστο για τον πολιτισμικά αποικιοκρατούμενο, καταναλωτή υπηρεσιών θερινής ευημερίας, έστω εικονικής, να αισθάνεται ότι δεν είναι χειραγωγούμενο θύμα ή κορόιδο. Θέλει να αισθάνεται απαιτητικός καταναλωτής που επέλεξε συνειδητά τις καλύτερες και οικονομικότερες προσφορές για διακοπές κοντά στο σπίτι του!
==========
Σχόλια