του Γιώργου Κοντογιώργη, π Πρύτανη Παντείου
1. Το κυπριακό: από εθνικό σε ιδεολογικό διακύβευμα
Το κυπριακό αποτελεί μία χαρακτηριστική περίπτωση
προβλήματος που ανέδειξε τη θεμελιώδη παθογένεια του ελληνικού πολιτικού
συστήματος, του γεγονότος δηλαδή ότι αποτέλεσε εξ αρχής και συνεχίζει
να αποτελεί στη ρίζα του ξένο σώμα έναντι της ελληνικής κοινωνίας και
γενικότερα έναντι του ελληνισμού και του εθνικού/κοινού συμφέροντος. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις, από τη στιγμή που
αποφάσισαν να ανοίξουν το κυπριακό ζήτημα, προσέγγισαν τη διαχείρισή του
υπό το πρίσμα των εσωτερικών τους προτεραιοτήτων ενώ στο πεδίο της
εξωτερικής πολιτικής αντιπαρήλθαν το δίλημμα να εφαρμόσουν μία καθαρά
εθνική πολιτική υποτάσσοντάς το στις ευρύτερες θεωρήσεις τους για την
ασφάλεια του εσωτερικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος που
κληροδότησε ο εμφύλιος και ευρύτερα στις προτεραιότητες του ιδεολογικού
πατριωτισμού που διακινούσαν.
Είναι γεγονός ότι το κυπριακό περιέχει μια ιδιομορφία.
Οι άμεσα ενδιαφερόμενες χώρες, η Ελλάδα, η Βρετανία, η Τουρκία και υπό
μίαν έννοια η Κύπρος, ανήκουν στο ίδιο, στο δυτικό στρατόπεδο. Αν το
κυπριακό τέθηκε ως πρόβλημα στη διεθνή σκηνή κατά τη δεκαετία του 1950
οφείλεται στο γεγονός αυτό. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να εγείρει
διεκδικήσεις σε μία Κύπρο που θα ανήκε σε χώρα του ανατολικού
στρατοπέδου.
Το κυπριακό, λοιπόν, αποτέλεσε ενδοδυτικό πρόβλημα με
κάποια ειδικά χαρακτηριστικά που λειτούργησαν καθοριστικά για την
εξέλιξή του. α) Η κατέχουσα χώρα, η Βρετανία, ήταν ακόμα ηγετική δύναμη
στη δυτική συμμαχία, γεγονός που δεν εκτιμήθηκε ανάλογα από τους
αρχικούς συντελεστές του ανοίγματος του κυπριακού φακέλου. β) Η Ελλάδα,
περιθωριακή και όλως εξαρτημένη αλλά σημαντική στρατηγικά χώρα,
κατακυρώθηκε στη Γιάλτα υπέρ των δυτικών, ενώ συγχρόνως έβγαινε από τις
στάχτες του εμφύλιου με βιώματα και με ένα καθεστώς που είχε ανάγκη από
τη δυτική εξωτερική στήριξη. γ) Οι χώρες που διεκδίκησαν δικαιώματα στην
Κύπρο, η Ελλάδα και η Τουρκία, ανήκαν στην ίδια συμμαχία και εκαλούντο
να καλύψουν κοινά γεωστρατηγικά συμφέροντα της δυτικής συμμαχίας στην
περιοχή. δ) Η Κύπρος, ως αποικία, δεν ανήκε στη Δύση με την ίδια έννοια
που ανήκαν η Ελλάδα και η Τουρκία. Αναμφισβήτητα όμως η στρατηγική της
θέση δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες ως προς την «ευαισθησία» των
Δυτικών γι’ αυτήν.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, τα περιθώρια ελιγμών των
ελληνικών κυβερνήσεων ήταν περιορισμένα, όχι όμως και ανελαστικά
οροθετημένα. Όφειλαν να δράσουν βασικά στο δυτικό στρατόπεδο όπου η
Ελλάδα είχε κατακυρωθεί. Οι περιορισμοί, ωστόσο, επιβάλλονταν
περισσότερο από το γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας
προσέγγισαν το κυπριακό υπό το πρίσμα του ιδεολογικού τους πατριωτισμού,
δηλαδή με πρόσημο την προσημείωσή τους στο συμφέρον του δυτικού ή του
ανατολικού ηγεμόνα. Με την έννοια αυτή, η παραδοσιακή θητεία στη
μηρυκαστική εθελοδουλία που διακρίνει την ελλαδική άρχουσα τάξη απέκτησε
ασφαλές καταφύγιο στον μεταπολεμικό διπολισμό, του οποίου το τίμημα
έμελλε να καταβάλει η διαχείριση του κυπριακού προβλήματος. Καμία από
τις πολιτικές παρατάξεις δεν ήταν διατεθειμένη να απεμπολήσει τα
εξωτερικά της στηρίγματα προκειμένου να διαμορφώσει μια εθνική πολιτική
για το κυπριακό που θα επιστράτευε τις δυνάμεις του ελληνισμού και θα
αξιοποιούσε τις γεωπολιτικές δυνατότητες της χώρας ώστε να
μεγιστοποιήσει τη διαπραγματευτική της θέση. Τούτο εξηγεί τη διαρκή
εμμονή των ελληνικών (και των κυπριακών) κυβερνήσεων να αποστρέφονται
την ιδέα της δημιουργίας θεσμών που θα επεξεργάζονταν πολιτικές με
στρατηγικές προεκτάσεις στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.
Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η πολιτική προσημείωση
του κομματικού καθεστώτος στην Ελλάδα και στην Κύπρο υπέρ του
ιδεολογικού πατριωτισμού δεν επέτρεψε στους ιθύνοντές του να
διαπραγματευθούν με τον δυτικό, ιδίως, παράγοντα μια θετική για τον
ελληνισμό λύση του κυπριακού προβλήματος με δεδομένο το ανήκειν της
Κύπρου στον Τρίτο Κόσμο. Ο Χαρίλαος Φλωράκης δήλωνε το 1984 ότι η
προσέγγιση των ελληνικών εθνικών θεμάτων, ενοίς και του κυπριακού,
ελάμβανε υπόψιν «τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων
εργαζομένων της χώρας μας σε συνδυασμό με τα συμφέροντα του παγκόσμιου
κομμουνιστικού κινήματος». Ανάλογη, προφανώς, ήταν η πολιτική επιλογή
της Δεξιάς και του Κέντρου.
Όταν έθεσα στον Εζεκία Παπαϊωάννου το ερώτημα σε ποιον
βαθμό θα ήταν διατεθειμένο το ΑΚΕΛ να αποδεχθεί την αντικατάσταση του
τουρκικού στρατού κατοχής με νατοϊκό στρατό στο πλαίσιο ενός πρώτου
βήματος για την άρση των συνεπειών της εισβολής, με στεντοριαία φωνή
αναφώνησε: «ποτέ»!.. Με εξουσιοδότησε μάλιστα να μεταφέρω τη δήλωσή του
δημόσια. Δεν αμφιβάλλω ότι οι θέσεις του ΑΚΕΛ δεν ήταν μοναχικές.
Η προσέγγιση του κυπριακού υπό το πρίσμα αυτό ανήκει
στις σταθερές της ελληνικής άρχουσας τάξης, σε βαθμό που μπορεί να
ισχυρισθεί κανείς χωρίς επιφυλάξεις ότι το σύνολο των καταστροφών που
συσσωρεύθηκαν στον ελληνισμό στη διάρκεια του «ελεύθερου» βίου του
οργανώθηκαν ή είχαν ως αφετηρία την Αθήνα. Θα έλεγα μάλιστα ότι συν τω
χρόνω το κυπριακό, όπως και τα άλλα εθνικά ζητήματα (λ.χ. το σκοπιανό),
αντιμετωπίσθηκαν από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως βαρίδια από τα οποία
επιζητούσαν να απαλλαγούν, χωρίς όμως να εκτεθούν στα μάτια των
ψηφοφόρων τους.
Θα σταθώ ιδιαίτερα στην περίπτωση της διαχείρισης του
κυπριακού προβλήματος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς
αποκαλύπτει πώς από ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της ελληνικής πλευράς
μεταβλήθηκε σε μεγίστη αδυναμία.
2. Η Ευρώπη ενώπιον του κυπριακού προβλήματος
Η δήλωση της Τουρκίας ότι δεν αναγνωρίζει τη θεσμική
οντότητα της κυπριακής πολιτείας αποτελεί την κορύφωση ενός γενικότερου
προβλήματος το οποίο από ορισμένους χαρακτηρίσθηκε «θεσμικό παράδοξο».
Το παράδοξο αυτό είναι εντούτοις διαφορετικής φύσεως και οπωσδήποτε πολύ
πιο σύνθετο από ό,τι επιχειρείται να εμφανισθεί.
Με τη συνθήκη του Μάαστριχτ η Ε.Ε. μετεξελίχθηκε από
απλή διακρατική οντότητα διεπόμενη από μία διεθνή συνθήκη σε ανεξάρτητο
πολιτικό σύστημα. Αν και το νέο αυτό συμπολιτειακό –κι όχι ομοσπονδιακό–
μόρφωμα δεν έχει ακόμη, ως προς πολλά, ολοκληρωθεί, η πράξη γένεσής του
έχει επιφέρει καίριες αλλαγές στο καθεστώς τόσο της Ένωσης όσο και των
κρατών μελών του. Η Ε.Ε. έχει αποκτήσει εφεξής ένα καθεστώς διεθνούς
υποκειμένου που προσιδιάζει στα κράτη μέλη του διεθνούς συστήματος. Υπό
την έννοια αυτή, τα κράτη μέλη έχουν πάψει να αποτελούν απλά υποκείμενα
του Διεθνούς Δικαίου. Έχουν μεταλλαχθεί επίσης σε θεσμικά υποκείμενα του
ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Μολονότι το ευρωπαϊκό πολιτικό
οικοδόμημα εξακολουθεί να είναι ατελές, χαρακτηριζόμενο ως ένα
«πολιτειακό σύστημα χωρίς κράτος», τα μέλη του κατέχουν ήδη θέση
εσωτερικού δικαίου της Ένωσης. Επομένως, κάθε αμφισβήτηση του νομικού
καθεστώτος –και μάλιστα της ύπαρξης– ενός κράτους μέλους συνιστά ισάξια
αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού πολιτειακού οικοδομήματος.
Εν προκειμένω, η δήλωση της Τουρκίας για την κυπριακή
πολιτεία αφορά ευθέως αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής συμπολιτείας. Η μη
αναγνώριση της κυπριακής πολιτείας μεταφράζεται σε μη αναγνώριση της
Ε.Ε. Κατά τούτο, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα, σε κάθε διαπραγμάτευση
της γείτονος με τους φορείς του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.
Η μη αναγνώριση συνάδει με πολλά άλλα ερωτήματα που
εγείρει η στρατηγική εμπλοκή της Τουρκίας στο κυπριακό ζήτημα, τα οποία
αφορούν εξίσου άμεσα την ευρωπαϊκή συμπολιτεία. Δυνάμει των συνθηκών,
που επανελήφθησαν στο Σχέδιο Ανάν, επιφυλάσσεται στην κυπριακή πολιτεία
ένα καθεστώς προτεκτοράτου σύμφωνα με το οποίο οι προστάτιδες χώρες
διατηρούν ες αεί στο έδαφός της στρατιωτικές δυνάμεις και διαθέτουν
απεριόριστο ουσιαστικά δικαίωμα πολιτικής και στρατιωτικής παρέμβασης
στα εσωτερικά της πράγματα.
Επιπλέον, το Σχέδιο Ανάν εισήγαγε στο κυπριακό πολιτικό
σύστημα θεμελιώδεις αποκλίσεις από την ομοσπονδιακή αρχή, προκειμένου να
εναρμονισθεί στο καθεστώς της «προστασίας». Οι παρεκκλίσεις αυτές το
προίκιζαν με έναν χαρακτήρα συγχρόνως αντι-δημοκρατικό και επιχειρησιακά
αδιέξοδο. Διότι εντέλει η απαγόρευση σε ένα τμήμα της ευρωπαϊκής
κοινωνίας να εμβαθύνει στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της Ένωσης
και, περαιτέρω, στο καθεστώς της «λαϊκής κυριαρχίας» πλήττει καταφανώς
τον δημοκρατικό πολιτισμό της.
Οι πρόνοιες αυτές εγείρουν ένα μείζον ζήτημα για την
Ευρώπη. Το πολιτικό σύστημα της Ένωσης περιλαμβάνει ήδη στους κόλπους
του ως θεσμικό υποκείμενο όχι ένα ανεξάρτητο κράτος, αλλά ένα
προτεκτοράτο του οποίου η πολιτική βούληση και ύπαρξη εξαρτώνται από τη
βούληση και τις στρατηγικές προτεραιότητες τρίτων χωρών, εκ των οποίων
μια (και εφεξής δύο) είναι μη μέλος. Ο στρατός κατοχής επί της Κύπρου
αποτελεί στρατό κατοχής εδάφους της Ένωσης. Η διατήρηση των εγγυήσεων
για την ύπαρξη του κυπριακού κράτους και του πολιτικών του
(συμπεριλαμβανομένου και του στρατιωτικού αγήματος για το σκοπό αυτό)
εξισούται ουσιαστικά με ένα ανάλογο δικαίωμα επί του ευρωπαϊκού
πολιτειακού οικοδομήματος.
Η αποσιώπηση της διάστασης αυτής του κυπριακού ζητήματος
αποτελεί υπεκφυγή η οποία δεν αναιρεί την πραγματικότητα. Πώς θα
αντιδρούσαν άραγε οι Βρυξέλλες στην περίπτωση που η Τουρκία ασκούσε εκ
νέου το απορρέον από τις συνθήκες δικαίωμα επέμβασης; Για να γίνει
κατανοητό το μέγεθος του διακυβεύματος αυτού, αρκεί στη θέση της Κύπρου
να τοποθετήσουμε την Ιταλία, και μάλιστα τη Γαλλία ή τη Γερμανία.
Αμεσότερα, η αποδοχή του καθεστώτος «προστασίας» και βεβαίως οι πρόνοιες
του Σχεδίου Ανάν υποδήλωναν ότι η Ε.Ε. αποδεχόταν οι αποφάσεις της να
μην εφαρμόζονται σε ένα μέρος του εδάφους της. Δεν αναφέρομαι στις
μεταβατικές διατάξεις, αλλά σε αυτές που υποβάλλουν την Ε.Ε. σε ένα
διαρκές καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας σε ό,τι αφορά το κυπριακό
έδαφος. Έτσι, διατάξεις του πολιτειακού καθεστώτος (π.χ. του
Συντάγματος) της Ένωσης και κρίσιμες αποφάσεις της που θα θεωρηθούν ότι
αντίκεινται στο «ειδικό καθεστώς» της κυπριακής πολιτείας δεν θα
εφαρμόζονται στο έδαφός της. Και αν υποθέσουμε ότι η Ένωση προχωρεί στη
διαμόρφωση μιας κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής πώς οι
πρόνοιές της θα γίνουν συμβατές με το καθεστώς της περιορισμένης
κυριαρχίας, των εγγυήσεων ή του δικαιώματος επέμβασης μιας τρίτης χώρας
στο έδαφός της;
Αξίζει να υπενθυμίσω ότι στην πρώτη περίοδο της
πρωθυπουργίας του ο Ερντογκάν είχε αντιτείνει σε επικριτές του ότι η
Τουρκία όφειλε να συνεκτιμήσει ότι αφ’ ης στιγμής η Κύπρος είχε εισέλθει
ως πλήρες μέλος της Ε.Ε. η χώρα του κατείχε ευρωπαϊκό έδαφος, όπερ δεν
μπορούσε να το αγνοήσει κατά τη διαπραγμάτευση μιας πιθανής λύσης. Τούτο
σημαίνει σε απλά ελληνικά ότι έκτοτε η θέση της Κύπρου στην Ε.Ε.
μεταβλήθηκε ήδη σε πρόβλημα για την κυπριακή και την ελληνική κυβέρνηση
και σε συγκριτικό πλεονέκτημα για την Τουρκία.
Αρκεί να αναφέρω ότι όταν επρόκειτο να συζητηθεί η
έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε.
(2005) ο διευθυντής της γαλλικής εφημερίδας Le Monde με κάλεσε να γράψω
άρθρο για να ενημερωθεί το γαλλικό κοινό για το κυπριακό πρόβλημα. Τότε
αναγγέλθηκε η επίσκεψη του Κύπριου προέδρου στη γαλλική πρωτεύουσα.
Προκειμένου να λάβει τη δέουσα δημοσιότητα το κυπριακό επιχείρημα
πρότεινα να ζητηθεί από τον Κύπριο πρόεδρο συνέντευξη και το άρθρο μου
να αναμείνει για να την συνοδεύσει. Με έκπληξή μου διαπίστωσα ότι το
άρθρο μου δεν δημοσιεύθηκε και σε ερώτησή μου η απάντηση του διευθυντή
ήταν αποκαλυπτική: από το γραφείο τύπου ενημερώθηκε ότι ο Πρόεδρος
παρακάλεσε να μην δημοσιευθεί. Το επιχείρημα; Διαφωνούσε με την άποψη
που διατύπωνα να μην συναινέσει η Κύπρος έως ότου η Τουρκία αναγνωρίσει
την υπογραφή της, δηλαδή έως ότου αναγνωρίσει την κυπριακή πολιτεία. Για
την ελληνική, ελλαδική και κυπριακή πολιτική τάξη ευθύνονται πάντα
κάποιοι κακοί ξένοι που πιέζουν και όχι εκείνοι που είναι πρόθυμοι, αντί
να διαπραγματευθούν, να υποκύψουν στις πιέσεις.
Οι ανωτέρω υποθέσεις υποδεικνύουν, νομίζω, την κατεύθυνση της λύσης.
(α) Η Ε.Ε. όφειλε να υποχρεωθεί να θέσει το ζήτημα της
αναγνώρισης της κυπριακής πολιτείας ως προαπαιτούμενο της έναρξης των
διαπραγματεύσεων. Είναι προαπαιτούμενο διότι αφορά στην αναγνώριση του
ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος με το οποίο η Τουρκία προσέρχεται να
διαπραγματευθεί. Δεν νοείται διαπραγμάτευση με κάποιον που δεν
αναγνωρίζεις την ύπαρξή του. Ο εκδημοκρατισμός, η οικονομική σύγκλιση,
τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.λπ. αποτελούν μέρος του πακέτου της
προσαρμογής. Η αναγνώριση όχι. Η κυπριακή πολιτεία είχε στα χέρια της το
απόλυτο επιχείρημα, αρνούμενη την υπογραφή της σε συμφωνίες επί του
«πακέτου» της διαπραγμάτευσης έως ότου η Τουρκία δήλωνε ότι την
αναγνωρίζει.
(β) Όλες οι πρόνοιες που υποβάλλουν την κυπριακή
πολιτεία σε καθεστώς προτεκτοράτου (εγγυήσεις κ.λπ.) όφειλαν να
κηρυχθούν από την Ένωση ασύμβατες με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και να
τεθούν ως προϋπόθεση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της
γείτονος χώρας, στο μέτρο που συνεπάγονται γι’ αυτήν ένα καθεστώς
περιορισμένης κυριαρχίας. Η Ένωση δεν είχε άλλη επιλογή παρά να εγείρει
το ζήτημα αυτό κατά τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία και συγχρόνως
έναντι των δυο άλλων κρατών μελών που εμπλέκονταν στο καθεστώς της
«προστασίας».
(γ) Ομοίως, η άρση του καθεστώτος κατοχής ευρωπαϊκού
εδάφους από τρίτη χώρα –που, επιπλέον, επιθυμεί να διαπραγματευθεί την
ένταξή της στην Ένωση–, αποτελεί ζήτημα αρχής και, θα έλεγα, πολιτικής
αξιοπρέπειας, στο μέτρο που αποτελεί διεθνές πολιτειακό υποκείμενο.
(δ) Η Ε.Ε. όφειλε και εξακολουθεί να οφείλει να εισέλθει
ως κύριος εταίρος στη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού και διαμόρφωσης
του πολιτικού συστήματος της κυπριακής πολιτείας. Εν προκειμένω,
εμπλεκόμενοι φορείς είναι η Ένωση και η Τουρκία. Η θέση του ΟΗΕ στο
κυπριακό έγκειται στην ανάληψη ενός διαμεσολαβητικού ρόλου μεταξύ των
εμπλεκομένων μερών, της Ε.Ε. και της Τουρκίας. Η Κύπρος καλείται να
διαπραγματευθεί υπό την ιδιότητά της ως θεσμικό υποκείμενο της Ένωσης με
δικαίωμα βέτο και κατά τούτο δικαιούται να αρνηθεί ρυθμίσεις που θα την
υπέβαλαν σε καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας και προστασίας.
(ε) Είναι καθόλα θεμιτό να προβλεφθούν μεταβατικές
ρήτρες προκειμένου να κατοχυρωθεί η ομαλή μετάβαση των κατεχόμενων
εδαφών στο ευρωπαϊκό περιβάλλον ασφαλείας. Η προστασία της
τουρκοκυπριακής κοινότητας μπορεί και οφείλει να επιδιωχθεί όχι με την
υποβολή του ευρωπαϊκού πολιτειακού οικοδομήματος υπό την αίρεση της
Τουρκίας αλλά με την εναρμόνιση του κυπριακού κράτους (και των
ομόσπονδων «πολιτειών» του) σε αυτό. Αποτελεί αντίφαση η Τουρκία να
διαπραγματεύεται τον εκδημοκρατισμό της και την προστασία των
μειονοτήτων της υπό την πίεση της Ε.Ε. και συγχρόνως να μην αποδέχεται
το καθεστώς της μειονότητας στους τουρκοκυπρίους ή να μην της
εμπιστεύεται την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας.
Είναι προφανές ότι η τοποθέτηση της αναγνώρισης της
κυπριακής πολιτείας ως προαπαιτούμενου για την Τουρκία θα έθετε σε άλλη
βάση το πλαίσιο και το περιεχόμενο της επίλυσης του κυπριακού. Σε ό,τι
αφορά την Ελλάδα η υιοθέτηση της προβληματικής αυτής μοιάζει εξαιρετικά
απόμακρη. Όχι διότι δεν είναι «υποστηρίξιμη» στο πλαίσιο της Ε.Ε., αλλά
διότι η «εθνική συνεννόηση» που επήλθε τα τελευταία χρόνια
επικεντρώνεται στη συμφωνία ότι η μετάθεση του κυπριακού –και, ιδίως,
των ελληνοτουρκικών διαφορών– σε ευθετότερο χρόνο θα αναγκάσει την
Τουρκία να προσέλθει στην επίλυσή τους. Καλλιεργείται μάλιστα η εντύπωση
ότι μέσω των διαπραγματεύσεων για την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα
επιλυθούν επωφελώς για την Ελλάδα όλα τα προβλήματα μαζί της. Δεν
συνεκτιμάται, ωστόσο, ότι όσο η Τουρκία θα προχωρεί στη διαπραγμάτευση
–και στην επίλυση– των κεφαλαίων της ένταξης που την αφορούν τόσο η θέση
της Ελλάδας θα αποδυναμώνεται και, συνεπώς, θα διολισθαίνει σε λύσεις
που θα ικανοποιούν τη γείτονα.
Υπό το πρίσμα της υπεκφυγής προσεγγίζεται και το δίλημμα
αν συμφέρει την Ελλάδα μια Τουρκία εντός ή εκτός της Ε.Ε. Έτσι όπως
τίθεται το ζήτημα, συνάγεται βασικά ότι η Ελλάδα έχει ήδη διολισθήσει
στην αντίληψη ενός καθεστώτος φινλανδοποίησης έναντι της Τουρκίας, την
οποία μακροχρόνια συνομολογεί ότι θα ήθελε να στεγάσει στο περιβάλλον
του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Διότι δυσκολεύομαι όντως να αποδεχθώ ότι η
πολιτική τάξη της χώρας δεν αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις της εισόδου
της γείτονος στην Ένωση για το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα.
Ώστε η διαχείριση της αναγνώρισης της Κύπρου ως
προδικαστικού ζητήματος είναι επιβεβλημένη από τη φύση του ευρωπαϊκού
πολιτειακού συστήματος, αφού χωρίς την υπογραφή του θεσμικού υποκειμένου
της Ένωσης, της Κύπρου, δεν μπορεί να παραχθεί νομικό αποτέλεσμα. Είναι
επίσης εφικτή εξ επόψεως συσχετισμών στο περιβάλλον ιδίως της Ένωσης
αλλά και λόγω των ευρύτερων γεωπολιτικών συνθηκών. Η παρούσα συγκυρία
προσφέρει στην Ελλάδα μια εξαιρετική ευκαιρία να υποχρεώσει τη γείτονα
να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του
κυπριακού προβλήματος με συνομιλητή την Ένωση, παραιτούμενη από τη
βεβαιότητά της ότι έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου μπορεί να επιτύχει
το σύνολο των στόχων της χωρίς κόστος. Με διαφορετική διατύπωση, το
πρόβλημα της Ελλάδας απ’ αρχής μέχρι σήμερα είναι εσωτερικό και
συνίσταται στο γεγονός ότι η άρχουσα τάξη, με πρώτη την πολιτική,
αποτελεί ξένο σώμα προς τη χώρα και τα συμφέροντά της.
Επί προεδρίας Κυπριανού εισηγήθηκα τη δημιουργία ενός
Εθνικού Κέντρου για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής για τη διαχείριση του
κυπριακού και μίας Τράπεζας Τεκμηρίωσης που θα συγκέντρωνε πληροφόρηση
για τις πολιτικές διαδρομές των κρατών που εμπλέκονταν στο όλο ζήτημα.
Τη σχετική απόφαση υπογράψαμε εγώ ως πρύτανης του Παντείου και ο Κύπριος
υπουργός Χριστοφίδης. Η απόφαση αυτή που συνοδευόταν με την πρόθεση
δημιουργίας Πανεπιστημίου στην Κύπρο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και
ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Πολλά χρόνια μετά, επί προεδρίας Χριστόφια,
προσκληθείς από ιδιωτικό πανεπιστήμιο από κοινού με τον Γεράσιμο Αρσένη
προκειμένου να μιλήσουμε για τον «Ερντογκανισμό», έθεσα στο σύνολο των
πολιτικών ηγετών οι οποίοι παρίσταντο –λόγω Αρσένη– το ερώτημα για την
τύχη του εγχειρήματος. Εκεί δεν έλαβα απάντηση, προφανώς. Όταν όμως στο
δείπνο που ακολούθησε επανήλθα ερωτώντας ενώπιον όλων έναν εξ αυτών η
απάντηση ήταν απερίφραστη: «δεν το θέλουμε διότι θα μας δεσμεύει
πολιτικά». Σε Αθήνα και Λευκωσία η διαρκής επωδός ήταν και εξακολουθεί
να παραμένει το δόγμα ότι μια στρατηγική για τον ελληνισμό (εδώ για το
κυπριακό) θα δέσμευε τους κυβερνώντες πολιτικά!…
3. Η στρατηγική της λύσης για το κυπριακό πρόβλημα
Εκτιμώ ότι η συζήτηση για μια λύση του κυπριακού που θα
ικανοποιεί στο ελάχιστο την ελληνική πλευρά οφείλει να συνεκτιμά σειρά
παραμέτρων που θα απαντά στο υπαρξιακό ερώτημα για τον εναπομείναντα
ελληνισμό και, για τους πιο φιλόδοξους, για τη θέση της Ελλάδας/Κύπρου
στη γεωπολιτική κονίστρα. Αυτές είναι:
(α) Η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Κύπρος
αποτελεί το μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Δεν εγγράφω το γεγονός αυτό
σε μια εκτατική πολιτική εναντίον της γείτονος χώρας αλλά σε μια
προοπτική με πρόσημο την ίδια την επιβίωση του ελληνισμού. Η ματιά της
Κύπρου, ούσας στην ανατολική Μεσόγειο, φθάνει μέχρι την Ανατολία. Το
γεγονός αυτό το γνωρίζει πλήρως η Τουρκία και δεν μπορεί παρά να το
συνεκτιμήσει στις σκέψεις της σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα. Η άμυνα της
Ελλάδας έχει ως προϋπόθεση τον αμυντικό βραχίονα της Κύπρου, ιδίως εάν
σκεφθεί κανείς την εφιαλτική προοπτική των συσχετισμών δύναμης που θα
διαμορφωθούν σε λίγα μόλις χρόνια από σήμερα. Εάν χαθεί η Κύπρος τα
σύνορα της Ελλάδας δεν θα είναι στα Δωδεκάνησα αλλά στο Λιτόχωρο και
στην Εύβοια. Η ιμιοποίηση όχι μόνο της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας θα
είναι μαθηματικά προδιαγεγραμμένη.
(β) Από μίαν άλλη άποψη η Κύπρος λόγω της γεωγραφικής
της θέσης αποτελεί τη γεωπολιτική μήτρα της ανατολικής Μεσογείου και της
Μέσης Ανατολής. Όποιος φιλοδοξεί να καταλάβει ηγετική θέση στον κόσμο
και όχι απλώς στην ευρύτερη περιοχή οφείλει να ελέγξει τη Μεγαλόνησο.
Εν προκειμένω, δεν χρειάζεται να κοπιάσει κανείς για να
τεκμηριώσει το σχετικό επιχείρημα. Αρκεί να μελετήσει ακροθιγώς τον
Νταβούτογλου, θεωρητικό του νεοοθωμανικού δόγματος. Ιδού πως σκιαγραφεί
με λιτό και όλως διαφανή τρόπο τη στρατηγική θέση της Κύπρου και τον
μεσοπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό της Τουρκίας να μεταβάλει την Κύπρο σε
προτεκτοράτο και να επιτύχει την σε βάθος χρόνου απορρόφησή της.
Ο Νταβούτογλου, έχει ισχυρισθεί χωρίς περιστροφές ότι
ακόμη και αν δεν υπήρχε ένας Τούρκος στο Νησί, η Τουρκία θα έπρεπε να
τον επινοήσει για να δικαιολογήσει την παρέμβασή της: «Η Κύπρος, θα πει,
βρίσκεται μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν την Ασία από την Ευρώπη, και
της διώρυγας του Σουέζ, η οποία χωρίζει την Ασία από την Αφρική, επέχει
επίσης τόπο μιας σταθερής βάσης και αεροπλανοφόρου που είναι σε θέση να
ελέγχει τις περιοχές του Περσικού κόλπου και της Κασπίας και τις
υδάτινες αρτηρίες του Άντεν και του Ορμούζ, οι οποίες αποτελούν τις
σημαντικότερες υδάτινες περιοχές που συνδέουν Ευρασία και Αφρική. Δεν
μπορεί κανείς να παραβλέψει τη στρατηγική θέση της Κύπρου… Μια χώρα που
παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο
στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Δεν μπορεί να είναι
δραστήρια στις παγκόσμιες πολιτικές, διότι αυτό το μικρό νησί. κατέχει
μία θέση που μπορεί να επηρεάσει άμεσα τους στρατηγικούς συνδέσμους
μεταξύ της Ασίας και της Αφρικής, της Ευρώπης και της Αφρικής και της
Ευρώπης και της Ασίας…. Στο πλαίσιο αυτό το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα
συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μία χρονίζουσα
τουρκοελληνική ένταση…. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς
αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων
(Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης)» (Αχμέτ Νταβούτογλου, Το στρατηγικό
βάθος, Εκδόσεις Ποιότητα).
Υπό το πρίσμα αυτό, στο ερώτημα εάν η Ελλάδα και η
Κύπρος περιλαμβάνουν στον σχεδιασμό τους τη συμπερίληψή τους στο
γεωπολιτικό άθλημα των Δυνάμεων που διαμορφώνουν τον χάρτη της περιοχής η
απάντηση είναι καταφανώς αρνητική. Οι άρχουσες, κατά το πολιτικό
σύστημα της εκλόγιμης μοναρχίας, δυνάμεις που κυβερνούν τον τόπο και οι
πέριξ αυτών συγκατανευσιφάγοι που νέμονται το δημόσιο αγαθό δίκην
πρυτανείου σίτισης δεν κρύβουν ότι το κυπριακό δεν περιλαμβάνεται στους
σχεδιασμούς τους ούτε υπό τη μία ούτε υπό την άλλη εκδοχή. Η παράδοση
της αυτόβουλης «ξενοκρατίας» του 19ου αιώνα και η βελτιωμένη εκδοχή των
«Γουναριστών» που επανήλθε συν τω χρόνω στη διάρκεια της μεταπολίτευσης
λειτουργεί ως «εθνικό» καταπίστευμα στην καθεστωτική λογική στο σύνολο
του πολιτικού φάσματος. Όντως, οι πολιτικές δυνάμεις της μεταπολίτευσης
προσεγγίζουν τον ελληνισμό και την ελληνική κοινωνία με πρωτοφανή
απέχθεια, το κράτος ως λάφυρο, τον δημόσιο ως ιδιωτικό χώρο με πρόσημο
τη ανενδοίαστη νομή του και τα εθνικά θέματα ως ασήκωτο βάρος.
Υπό το πρίσμα αυτό, η φαυλεπίφαυλη προσημείωση της χώρας
στο καθεστώς της κομματοκρατίας προώρισται να γίνει εμφανής ως προς τις
συνέπειές της σε λίγα χρόνια, όταν η Τουρκία θα έχει καταλάβει από κάθε
άποψη το καθεστώς της περιφερειακής υπερδύναμης, ενώ στον αντίποδα η
Ελλάδα (και η Κύπρος) θα αντιμετωπίζουν υπαρξιακό πρόβλημα εξαιτίας της
απροσχημάτιστης λεηλασίας στην οποία την υπέβαλαν διαχρονικά και κατ’
αυτάς τις τελευταίες δεκαετίες οι άρχοντές της.
4. Ποια η ενδεδειγμένη λύση για την Κύπρο
Από την εποχή της τουρκικής εισβολής στην κυπριακή
πολιτεία η σταθερά επιλογή στην οποία βασίσθηκε η προοπτική μιας λύσης
του κυπριακού προβλήματος ήταν και εξακολουθεί να είναι η λεγόμενη
«δικοινοτική και διζωνική ομοσπονδία».
Η συντριπτική απόρριψη του σχεδίου Ανάν από την κυπριακή
κοινωνία έδιδε στον τότε πρόεδρο Παπαδόπουλο τη μοναδική νομιμοποίηση
και ευκαιρία να διέλθει το κατώφλι των γεγονότων, να διακηρύξει το τέλος
της αδιέξοδης αυτής «συμφωνίας» και να αξιώσει την έναρξη
διαπραγματεύσεων από μηδενική αφετηρία, σύμφωνα με αρχές που θα απέδιδαν
μια βιώσιμη λύση στο κυπριακό πρόβλημα. Διότι εντέλει η αρχή της
«διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας» απλώς προσημειώνει, ως σταθμός,
την προοπτική μιας οριστικής επίλυσης του προβλήματος, που θα
«ιμιοποιεί» ολόκληρη την Κύπρο, μεταβάλλοντάς την θεσμικά σε προσάρτημα
της Τουρκίας.
Εκτιμώ ότι μια βιώσιμη λύση του κυπριακού πρέπει να
εξουδετερώνει τις φυγόκεντρες τάσεις που συναρτώνται αναπόφευκτα με
εξωγενείς στρατηγικές βλέψεις ή που αποβλέπουν στην ομηροποίηση του
κυπριακού ελληνισμού και εντέλει στην «κυπριοποίηση» της μη κατεχόμενης
εισέτι Κύπρου.
Τα στοιχεία της λύσης αυτής θα μπορούσαν να είναι τα ακόλουθα:
(1) Η θέσμιση μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας με
αρμοδιότητες στην εξωτερική πολιτική, στην άμυνα, στη χάραξη των γενικών
εσωτερικών πολιτικών (λ.χ. της οικονομικής πολιτικής και όσων
υπερβαίνουν τις επιμέρους περιφέρειες, όπως η δημοσιονομική,
εκπαιδευτική, γλωσσική, πολιτισμική κ.λπ. πολιτική) και στην εποπτεία
και εφαρμογή της συνταγματικής τάξης (του συντάγματος και των νόμων) σε
όλο το κυπριακό έδαφος.
(2) Η περιφερειακή διαίρεση της κυπριακής πολιτείας με
βάση γεωγραφικά και όχι εθνοτικά κριτήρια. Προτείνεται, στο πλαίσιο
αυτό, η δημιουργία τεσσάρων ομόσπονδων δημοτικών περιφερειών στο έδαφος
που κατέχεται σήμερα από τις τουρκικές δυνάμεις και αναλόγως ισάριθμες
περιφερειακές πολιτείες στο λοιπό έδαφος του κυπριακού κράτους.
(3) Προϋποτίθεται η αποχώρηση του σημαντικότερου μέρους
των εποίκων, η επιστροφή των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν λόγω της
κατοχής και η ελεύθερη κυκλοφορία (και εγκατάσταση) προσώπων, με πρόσημο
το ζην, το επιχειρείν, την ιδιοκτησία στο έδαφος της κυπριακής
πολιτείας. Πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η δικοινοτική/διζωνική
συγκρότηση της Ομοσπονδίας.
(4) Η περιφερειακή συγκρότηση της πολιτείας, με τον
τρόπο που υποδεικνύεται ανωτέρω, σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις της
παραγράφου (3) (που υπονοεί την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες
τους), θα διευκολύνει σημαντικά την επίλυση του εδαφικού ζητήματος, το
οποίο είναι προφανές ότι οφείλει να ακυρώνει το γεγονός της κατοχής
προκειμένου να είναι εναρμονισμένο με την αρχή της αναλογίας προς τα
πληθυσμιακά μεγέθη όλων και όχι μόνο των δύο εθνοτήτων.
(5) Η συγκρότηση/επάνδρωση των πολιτειακών οργάνων
οφείλει να γίνεται με γνώμονα την αρχή της πλειοψηφίας είτε του συνόλου
του πληθυσμού της επικράτειας (για την κεντρική κυβέρνηση κ.λπ.) είτε
της κάθε δημοτικής περιφέρειας. Θα μπορούσε, στο πλαίσιο αυτό, να
αποδεχθεί κανείς την εγκαθίδρυση μιας σχετικής ρύθμισης η οποία να
προνοεί την αναλογική εκπροσώπηση των πληθυσμιακών ιδιαιτεροτήτων (λ.χ.
εθνοτικών, φύλου κ.λπ.) στους θεσμούς.
(6) Η συγκρότηση ενός Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με
αρμοδιότητες Συνταγματικού Δικαστηρίου και Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στο δικαστήριο αυτό, το οποίο θα είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή ή
την ερμηνεία του Συντάγματος και των νόμων, θα μπορούν να προσφεύγουν οι
πολίτες, οι θεσμοί της κεντρικής πολιτείας και οι περιφερειακοί θεσμοί.
(7) Οίκοθεν νοείται ότι η επίλυση του κυπριακού εισάγει
ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της ολική αποστρατιωτικοποίηση της
Νήσου και την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, ιδίως αυτών που
αφορούν στις λεγόμενες «εγγυήτριες» δυνάμεις. Η κεντρική κυπριακή
πολιτεία, η οποία θα έχει την ευθύνη της εποπτείας των συνόρων, της
εσωτερικής ασφάλειας, της εφαρμογής της συνταγματικής νομιμότητας και
της έννομης τάξης, θα διαθέτει για τον σκοπό αυτό την αναγκαία
στρατιωτική/αστυνομική δύναμη. Οι «νομαρχιακές» περιφέρειες θα διαθέτουν
περιορισμένη αστυνομική δύναμη για τη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων.
Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της
κυπριακής πολιτείας προτείνεται να τεθεί υπό την υψηλή ευθύνη διεθνών
θεσμών (λ.χ. του ΟΗΕ) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας αποτελεί όχι
απλώς μέλος αλλά και οργανικό θεσμικό λειτουργό της.
(
Η «ικανότητα» της ελλαδικής και της κυπριακής πολιτικής
τάξης να μεταβάλει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα του ελληνισμού σε μείζονα
μειονεκτήματα (όπως την περίπτωση της ιδιότητας της Κύπρου ως πλήρους
μέρους της Ε.Ε. και ως γεωπολιτικού κόμβου, του Αιγαίου ως σημαίνοντος
επικοινωνιακού διαύλου, της Κρήτης κ.λπ.), δεν φαίνεται να προβληματίζει
την ελληνική πλευρά στο ζήτημα των χειρισμών της υπόθεσης των
κοιτασμάτων (αερίου κ.λπ.) στον υποθαλάσσιο χώρο της κυπριακής και της
ελληνικής ΑΟΖ. Εκτιμώ ότι η επίλυση του ζητήματος της διέλευσης των
αγωγών και της επιλογής εταίρων για την εκμετάλλευσή τους πρέπει να
αποτελέσει στοιχείο μείζονος προβληματισμού, καθώς μπορεί να βαρύνει
καθοριστικά στην επίλυση του κυπριακού αλλά και προοπτικά στην
ανεξαρτησία του κυπριακού κράτους. Εννοώ πολύ απλά ότι η διέλευση των
αγωγών από το έδαφος της Τουρκίας θα αποτελέσει ένα καταστατικής
σημασίας στρατηγικό πλεονέκτημα γι’ αυτήν, με μακροχρόνιες άκρως
δυσμενείς επιπτώσεις για το μέλλον της Νήσου.
(9) Εκτιμώ ότι με βάση τα γεωπολιτικά δεδομένα που έχουν
διαμορφωθεί στην ευρύτερη περιοχή, η επίτευξη μιας συμφέρουσας για την
κυπριακή πολιτεία λύσης είναι και σήμερα εφικτή. Υπό τον όρο ότι η
ελληνική πολιτική τάξη θα οδηγήσει καταλλήλως τις εξελίξεις προς την
κατεύθυνση μιας διαφορετικής βάσης, όπως αυτή που περιγράφεται ανωτέρω,
και θα προσέλθει περαιτέρω στις διαπραγματεύσεις με δικό της σχέδιο,
εναρμονισμένο στη διεθνή νομιμότητα, και θέληση να επιστρατεύσει τα
γεωπολιτικά επιχειρήματα του ελληνισμού και τις δυνάμεις του.
Διαφορετικά, στο μέτρο που το κράτος των Αθηνών
προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις με τη γείτονα με μέτρο την ατζέντα της
«γαλάζιας πατρίδας» και την εγκατάλειψη του κυπριακού στη μοίρα του, το
αποτέλεσμα προδικάζεται εξ υπαρχής επώδυνο. Θα απομένει μόνο η
διαχείριση της συνθηκολόγησης ενώπιον της ελληνικής (και της κυπριακής)
κοινωνίας προκειμένου να λειανθούν οι αντιδράσεις και να πεισθεί ότι
ήταν αναπόφευκτη, αντιμέτωπη με το ψευδές δίλημμα της επιλογής μεταξύ
του πολέμου και της ειρήνης.
Στο κλίμα αυτό, η περαιτέρω συρρίκνωση του ελληνισμού θα
αποκτήσει νομοτελειακά χαρακτηριστικά ψυχορραγήματος, για τα οποία θα
ενοχοποιηθεί εντέλει ο ίδιος.
*Το παρόν άρθρο περιέχεται στο αφιέρωμα για τα 50
χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου του
Περιοδικού Τετράδια των Εκδόσεων Στοχαστής (Άνοιξη/Φθινόπωρο 2024)
Σχόλια