Τί δείχνει η στάση της Αθήνας στο επεισόδιο της Κάσου – Η νομική και πολιτική διάσταση

ΤΣΙΛΙΩΤΗΣ ΧΑΡΗΣ 

Τα γεγονότα: Το πλοίο “Ievoli Relume” της ιταλικής εταιρίας NextGeo, διενήργησε για λογαριασμό της γαλλικής εταιρείας Nexans, έρευνες βυθού για την ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Κύπρου σε μεγάλο βαθμό εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδας ζώνης 6 ναυτικών μιλίων) στην περιοχή νοτίως της Κάσου. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Επειδή, όμως, οι έρευνες διενεργήθηκαν στα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης των 6 ναυτικών μιλίων και σε έναν μικρότερο βαθμό και σε διεθνή ύδατα κατά μισό περίπου ν.μ. πέραν της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, τουρκικά πολεμικά πλοία κινητοποιήθηκαν, παρεμποδίζοντας το έργο του ιταλικού πλοίου. Ο λόγος ήταν ότι οι Τούρκοι εδώ και δεκαετίες αρνούνται ότι τα νησιά του Αιγαίου (κατά συνέπεια και η Κάσος) έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης, και (μετά το 1982 και την υπογραφή της Σύμβασης για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας) και ΑΟΖ, τα οποία, πάντα κατά τους αυθαίρετους και εξωφρενικούς από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, αλλά και γεωγραφίας ισχυρισμούς τους επικάθηνται της υφαλοκρηπίδας της Ανατολίας.

Επιπλέον, μετά την υπογραφή του παράνομου τουρκολυβικού μνημονίου “οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών” θεωρούν ότι το συγκεκριμένο σημείο εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας, εντάσσεται στο ως άνω σύμφωνο, οπότε ανήκει και με την “βούλα του συμφώνου” σε περιοχή όπου η Τουρκία ασκεί τάχα κυριαρχικά δικαιώματα. Το ότι η νομιμότητα του παραπάνω συμφώνου δεν έχει αναγνωριστεί από την διεθνή κοινότητα αφήνει προφανώς την Τουρκία αδιάφορη.

Λόγω της αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στην περιοχή από την Τουρκία, το ιταλικό πλοίο αποσύρθηκε από αυτήν, αν και ο ΑΔΜΗΕ ως φορέας υλοποίησης του έργου εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία ισχυρίζεται ότι το πλοίο εκπλήρωσε την αποστολή του και για αυτό αποσύρθηκε. Η δε ελληνική πλευρά, διά του κυβερνητικού εκπροσώπου, παρά το ότι δεν απέστη από τις πάγιες ελληνικές θέσεις, προσπάθησε κατευναστικά να υποβαθμίσει το συμβάν στο πλαίσιο του κλίματος καλής συνεννόησης, που υποτίθεται ότι υπάρχει τον τελευταίο χρόνο μεταξύ των δύο χωρών, στο πλαίσιο της Διακήρυξης των Αθηνών.

Η νομική διάσταση

Με αφορμή το περιστατικό αυτό ακούστηκαν και γράφτηκαν ακόμα μία φορά απόψεις σχετικά με την νομική διάσταση του θέματος που φανερώνουν σύγχυση όσον αφορά έννοιες όπως κυριαρχία, κυριαρχικά δικαιώματα, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ κ.τ.ό. Ας τα ξεκαθαρίσουμε από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, μην υποβαθμίζοντας όμως και την πολιτική διάσταση, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω.

Η χώρα μας ασκεί εθνική κυριαρχία μόνο εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης των 6 ναυτικών μιλίων, με τον περιορισμό εκ του Διεθνούς Δικαίου της ανοχής εντός και διά της αιγιαλίτιδας ζώνης αβλαβούς διέλευσης πλοίων που φέρουν ξένη σημαία. Πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης η παράκτια χώρα και βέβαια και η χώρα μας δεν ασκεί κυριαρχία, παρά μόνο κυριαρχικά δικαιώματα εντός της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (αν υπάρχει) ή διοικητικές αρμοδιότητες (εντός της συνορεύουσας ζώνης αν υπάρχει).

Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης του 1982 η χώρα μας έχει το δικαίωμα (όχι όμως υποχρέωση, όπως εσφαλμένα υποστηρίζεται) να επεκτείνει το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρι τα 12 ν.μ. (και όχι κατ’ ανάγκην στα 12 ναυτικά μίλια) δεν σημαίνει ότι ασκεί κυριαρχία. Στο συγκεκριμένο όμως σημείο που διεξήχθη το έργο που ανέλαβε το ιταλικό πλοίο, καθώς μέρος αυτού βρισκόταν εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης, η χώρα μας ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα εκ της υφαλοκρηπίδας, δεδομένου ότι το έργο αφορούσε την πόντιση καλωδίων στον βυθό, αλλά και της ΑΟΖ η οποία οριοθετήθηκε με την Αίγυπτο, δυνάμει της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας του 2020, η οποία έχει αναγνωρισθεί από την ΕΕ και την διεθνή κοινότητα.

Συνεπώς, απολύτως νομίμως διεξήχθησαν στο συγκεκριμένο σημείο υποθαλάσσιες έρευνες για λογαριασμό της χώρας μας, όχι μόνο στο πλαίσιο άσκησης κυριαρχίας εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και των κυριαρχικών δικαιωμάτων οικονομικής εκμετάλλευσης του βυθού που πηγάζουν, σύμφωνα με την Διεθνή Σύμβαση του 1982, από την υφαλοκρηπίδα και την οριοθετηθείσα ΑΟΖ.

Η πολιτική διάσταση στο επεισόδιο της Κάσου

Η Τουρκία βέβαια αμφισβητεί τα παραπάνω, εκθέτοντας τα όσα παράλογα προαναφέρθηκαν. Το θέμα δεν θα έπρεπε να είναι, όμως, το τι παράλογο και κυρίως παράνομο ισχυρίζεται η Τουρκία, η οποία μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αλλά πώς αντιμετωπίζεται από τον διεθνή παράγοντα. Διότι, ακόμα και η θέση ότι δεν “ανακατευόμαστε σε αμφισβητούμενες περιοχές”, θεωρώντας ότι οι παράνομες θέσεις της Τουρκίας εγείρουν θεμιτή “αμφισβήτηση”, καταλήγει τελικά και ουσιαστικά υπέρ της Άγκυρας, διότι αυτή είναι που προβαίνει σε εξωφρενικά παράνομες τοποθετήσεις, ο δε τελικώς ζημιωμένος είναι η χώρα μας, η οποία αν και έχει το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος της, τελικά δεν μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτό, ακόμα και από την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία που τόσο διπλωματικό κεφάλαιο ξοδεύτηκε για να υπογραφεί.

Στο σημείο αυτό θα επαναλάβουμε την θέση που παγίως υποστηρίζει η χώρα μας από το 1975 (γνωστή ως δόγμα Καραμανλή), ότι η μοναδική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και (μετά το 1982) και της ΑΟΖ, η οποία πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης της Χάγης, αφού υπογραφεί το σχετικό συνυποσχετικό. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και για αυτούς που βλέπουν με κατανόηση την θέση της Άγκυρας ότι υπάρχουν και άλλες διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, η επίλυση της διαφοράς αυτής από το Διεθνές Δικαστήριο είναι (ή τουλάχιστον πρέπει να είναι) εκ των ων ουκ άνευ για την χώρα μας, διότι διαφορετικά θα μπούμε στην ratio της Τουρκίας, δηλ. της μοιρασιάς διά των διαπραγματεύσεων, κατά την λογική “τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μας”.

Επειδή η Τουρκία γνωρίζει ότι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ των νησιών, είναι η μόνη χώρα που υποστηρίζει τις θέσεις αυτές και ότι η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι διαφορετική σε σχέση με τις απόψεις της, αρνείται την παραπομπή της διαφοράς στην Χάγη, ή σε έναν ελιγμό για να δεχθεί κάτι τέτοιο βάζει και άλλα θέματα προς δικαστική επίλυση μεταξύ των οποίων και την αποστρατιωτικοποίηση, ακόμα και την κυριαρχία των νησιών, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δεχθούμε εμείς ένα τέτοιο ενδεχόμενο

Η πραγματικότητα

Η πολιτική πραγματικότητα είναι, όμως, ότι με βάση τις θέσεις αυτές και την διαχρονική εμμονή όλων των τουρκικών κυβερνήσεων σε αυτές, η όποια επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών καταλήγει σε άτοπο (absurdum). Σε αυτό συμβάλλει και η χαλαρή αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας, έργω τε και λόγω, από την ΕΕ και την διεθνή κοινότητα, η οποία αν και αναγνωρίζει το δίκαιο των ελληνικών θέσεων, αρνείται να αναλάβει την εξημέρωση του θηρίου για τους δικούς της λόγους, όπως έχω υποστηρίζει εδώ παλαιότερα.

Το άτοπο αυτό θα συνεχίζεται και εμείς ως λαός θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό, εάν δεν έχουμε μάθει ήδη. Εκτός κι αν η χώρα μας δεχθεί αυτό που δεν αποκρύπτουν πλέον οι Τούρκοι την “φινλανδοποίησή” της, δηλ. στο πλαίσιο μίας περιορισμένης κυριαρχίας, να ακολουθεί σε θέματα τουρκικού ενδιαφέροντος τις τουρκικές θέσεις. Ήδη το μοντέλο αυτό λειτουργεί σε περιορισμένη μορφή στην Θράκη, κυρίως στην Ροδόπη, με το καθεστώς μίας ιδιότυπης συνδιαχείρισης του μουσουλμανικού στοιχείου. Βέβαια, εάν ανοίξει αυτός ο ασκός του Αιόλου, η Τουρκία δεν θα έχει σταματημό στην βουλιμία της να περιορίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα ακόμα και την κυριαρχία της Ελλάδας, αναιρώντας ακόμα και το κεκτημένο της ελληνικής επανάστασης και ανεξαρτησίας του 19ου αιώνα.

Αν και η πολιτική της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, η οποία στο θέμα αυτό κατά πολύ ομοιάζει με την αντίστοιχη της οκταετίας της κυβέρνησης Σημίτη, δεν βρίσκεται ακόμα σε αυτό το σημείο, η πολιτική που ακολουθείται τον τελευταίο χρόνο με αποκορύφωμα την Διακήρυξη των Αθηνών και την έκτοτε πρακτική εφαρμογή της, όπως έδειξε και το τελευταίο επεισόδιο, οδεύει προς αυτήν την κατεύθυνση.

===========

 

Σχόλια