The New York Times: Η Ευρωπαϊκή Ενωση μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα από εκείνα τα χαζοχαρούμενα σχέδια του 19ου αιώνα για την διεθνοποίηση μιας ενιαίας γλώσσας, την Εσπεράντο.
Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αυτόν τον μήνα, οι ψηφοφόροι στις περισσότερες από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συσπειρώθηκαν γύρω από κόμματα που την περιφρονούν. Οι αναλυτές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάτι κάνει λάθος η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο τα συγκεκριμένα παράπονα των ψηφοφόρων που οδήγησαν στα αποτελέσματα των εκλογών ήταν εθνικά και όχι ευρωπαϊκά.
Στη Γαλλία, όπου το θεωρούμενο ταμπού κόμμα Εθνική Συσπείρωση ξεπέρασε το κόμμα του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν με περισσότερες από διπλάσιες ψήφους, οι ψηφοφόροι ήταν θυμωμένοι για τη μεταναστευτική πολιτική του προέδρου και την περιφρόνηση που δείχνει απέναντι στο εκλογικό σώμα σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Στη Γερμανία, όπου ένα σκληρό δεξιό κόμμα αγκυροβολημένο καλά στην πρώην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία έλαβε περισσότερες ψήφους από οποιοδήποτε από τα τρία κυβερνώντα κόμματα, οι ψηφοφόροι τιμώρησαν την κυβέρνηση για την περιφρόνηση που έδειξε στα ζητήματα των ενεργειακών πολιτικών.
Τέτοιοι ψήφοι διαμαρτυρίας, ασφαλώς, απηχούν περιστασιακές απογοητεύσεις για αντίστοιχες ευρωπαϊκές πολιτικές για την μετανάστευση και την ενέργεια. Αλλά ο κυβερνητικός μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες δεν είναι ποτέ εκεί που βρίσκονται οι καρδιές και οι ελπίδες των ψηφοφόρων. Πράγματι, αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα με την ένωση: όχι τι κάνει αλλά τι είναι.
Εχοντας ιδρυθεί στον απόηχο του Ψυχρού Πολέμου για να συγχωνεύσει τα έθνη-κράτη της Ευρώπης σε μια «ολοένα στενότερη ένωση» και να σχηματίσει μια ηπειρωτική κυβέρνηση που θα ασκούσε ένα νέο είδος πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε να είναι πιο ξεπερασμένη από τα έθνη-κράτη τα οποία προοριζόταν να αντικαταστήσει. Η επιβολή κοινών κανόνων και νόμων σε έθνη που για δεκαετίες ή αιώνες θεωρούσαν τη νομοθετική διαδικασία ως δική τους δημοκρατική υπόθεση κατέληξε να είναι πιο δύσκολη από όσο φαινόταν. Η Ευρωπαϊκή Ενωση μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα από εκείνα τα χαζοχαρούμενα σχέδια του 19ου και 20ού αιώνα για την διεθνοποίηση μιας ενιαίας γλώσσας, την Εσπεράντο.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η συμφωνία του 1992 για το νόμισμα, την ιθαγένεια και την ελεύθερη κυκλοφορία πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, συντάχθηκε για έναν κόσμο που βρίσκονταν στο τέλος του. Τότε, μόνο μια χούφτα πλουσιότερων χωρών - μεταξύ αυτών η Γαλλία, η Γερμανία, η Βρετανία και η Ολλανδία - είχαν σημαντική μετανάστευση και ήδη οι πλειοψηφίες ήταν δυσαρεστημένες με αυτό. Αυτές οι χώρες ήταν βιομηχανικές δυνάμεις, με οικονομίες δομημένες για να ευνοούν τους εργαζόμενους και παροχές που ζήλευαν σε όλο τον κόσμο. Είχαν μεγάλους στρατούς, τους οποίους δεν έδειχναν πλέον να χρειάζονται τώρα που τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Ένας τρόπος για να δούμε το project Ευρωπαϊκή Ενωση, στην πραγματικότητα, ήταν ως κωδικοποίηση των αξιών που είχαν κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο. Το ότι οι αξίες κερδίζουν πολέμους είναι ένας τολμηρός ισχυρισμός, αλλά τότε, η Δύση είχε έντονη αυτοπεποίθηση. Ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου (και αργότερα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ απέδιδε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ότι έφερε «50 χρόνια ειρήνης», μόνο που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είχε ακόμη ιδρυθεί όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Μια πιο νηφάλια ανάλυση θα έβλεπε ότι αυτή η ειρήνη οφείλεται στην στην αμερικανική ισχύ, την επαγρύπνηση του ΝΑΤΟ και την ρωσική επιφυλακτικότητα.
Από την αρχή, η ένωση ήταν η έκφραση μιας σχέσης αγάπης-μίσους με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τη μια πλευρά, ήταν κάτι που ευνοούσε την άμιλλα. Η Ευρώπη έπρεπε να είναι, όπως η Αμερική, μια υπόσχεση, ένα όνειρο, ένα πολυεθνικό πείραμα βασισμένο σε δικαιώματα και αρχές, όχι σε αίμα και χώμα. Ήταν ένα συνταγματικό έργο. Όταν επισκέπτηκε την Ουάσιγκτον στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ έκανε μια βόλτα σε ένα βιβλιοπωλείο Borders αναζητώντας βιβλία για την ίδρυση της αμερικανικής δημοκρατίας.
Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανταγωνίζονταν την Αμερική. Σήμαινε την εδραίωση των εθνών της ηπείρου σε ένα στρατιωτικό-οικονομικό μπλοκ σχεδόν μισού δισεκατομμυρίου ανθρώπων, σε βαθμό ώστε οι Ευρωπαίοι να μην χρειάζεται πλέον να χορεύουν στο ρυθμό της αμερικανικής αυτοκρατορίας. Για τους Γάλλους και τους γαλλόφιλους θεωρητικούς που συνέλαβαν την Ενωση, ήταν ένα παράτολμο εγχείρημα οικοδόμησης κράτους όπως εκείνο του Καρδινάλιου Ρισελιέ και στην συνέχεια του Καρδινάλιου Μαζαράν και του Υπουργού Κολμπέρ υπό τον βασιλιά τους Λουδοβίκο 14ο. Αμερικανοί διπλωμάτες επαινούσαν συχνά την Ε.Ε.  Ήταν αφελείς.
Υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να αποκτηθεί η απαιτούμενη δύναμη για την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής υπερδύναμης : ο σφετερισμός προνομίων των υπαρχόντων εθνικών κρατών της ηπείρου. Καθήκοντα που ανατέθηκαν στις Βρυξέλλες θεωρήθηκε ότι της είχαν ανατεθεί μόνιμα. Ο αγώνας για την ηγεσία μεταξύ των Βρυξελλών και των εθνικών πρωτευουσών δεν ήταν δίκαιος : Οι Βρυξέλλες ήταν μια λιτή, μοχθηρή, αποτελεσματική και ιδεολογικά ενοποιημένη γραφειοκρατία στελεχωμένη με σχεδιαστές πολιτικών συστημάτων. Tα παλιά έθνη-κράτη ήταν μία με δύο ντουζίνες ακατάστατες, αμφιλεγόμενες πολυκομματικές δημοκρατίες που δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε τίποτα. Στις αρχές αυτού του αιώνα, το Λονδίνο, το Βερολίνο, η Ρώμη και η Αθήνα ήταν πολύ λιγότερο αυτοδιοικούμενες πρωτεύουσες από ό,τι ήταν παλιά, προς δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων και προς όφελος των λαϊκιστών. Το Brexit ήταν το αποτέλεσμα.
Αναδύθηκε σιγά-σιγά ένα οργουελικό λεξιλόγιο. Τα ανώτερα στελέχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεωρούνται ευρέως ως πολιτικοί που είχαν αποτύχει στις δικές τους εθνικές σκηνές, αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ως «Ευρώπη» και σε όποιον αντιτάσσονταν στα σχέδια οικοδόμησης του νέου κράτους ως «αντιευρωπαϊστές». Σύντομα ο «αντιευρωπαϊσμός» μπήκε στη λίστα των «κακών χαρακτηρισμών» που έδιναν αφορμή για μομφές και εξοστρακισμό. Πολιτικοί περιγραφόμενοι ως «ρατσιστές, ξενοφοβικοί και αντιευρωπαϊστές» έμπαιναν στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος.
Θα μπορούσε κανείς να δει το ευρωπαϊκό σχέδιο με πιο σκοτεινούς όρους : ως η αναδρομική αξίωση της ειρήνης της περιόδου του  Ψυχρού Πολέμου από μια γενιά ηγετών — baby boomers, ή 68ers, όπως τους αποκαλούν συχνότερα στην Ευρώπη — που είχαν την τύχη να βρίσκονται στη μέση της καριέρας τους όταν γκρεμίστηκε ο τοίχος. Η ανάδυση της Ενωσης συνοδεύτηκε με την ανάδυση ενός «χαζοχαρουμενισμού» σχετικά με τα μαθήματα του Ψυχρού Πολέμου, παρόλο που η γενιά του 1968 ήταν βαθιά διχασμένη ως προς αυτό, και για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο εκείνη η γενιά ήταν πολύ μικρή για να θυμάται. Λες και ο ναζισμός και ο σοβιετικός κομμουνισμός ήταν απλώς δύο κατηγορίες για να τσουβαλιάζουμε όλους τους «αντιευρωπαϊους μέσα σε αυτές. Εφόσον οι baby boomers είχαν ακόμα γονείς και παππούδες να τους πουν για τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αυτό ήταν αρκετό για να παγιωθεί η αντίθεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως νοσταλγία του πολέμου.
Για να κατανοήσουμε τη σημερινή δυσαρέσκεια με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα  βοηθούσε να δούμε τις πρόσφατες εκλογές ως διαδοχή γενεών και όχι ιδεολογικά. Έχει ξαφνιάσει ορισμένους παρατηρητές ότι στη Γαλλία, η Εθνική Συσπείρωση, που προέρχεται από το σκληροπυρηνικό Εθνικό Μέτωπο που ίδρυσε ο Ζαν-Μαρί Λεπέν το 1972, συγκέντρωσε τόσες πολλές ψήφους από τους νέους : το 28% των 35άρηδων, περισσότερες από κάθε άλλο κόμμα. Μεταξύ των ψηφοφόρων κάτω των 25 ετών, η Εθνική Συσπείρωση πήρε το 25 %. Στη Γερμανία, το εθνικιστικό και αντιμεταναστευτικό κόμμα AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) υπερτριπλασίασε την ψήφο του στους ψηφοφόρους κάτω των 25 ετών, σε 16% από 5%, σε σχέση με τις τελευταίες ευρωεκλογές πριν από πέντε χρόνια.
Αν και στα 46 του ένας νεαρός ηγέτης για τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ο Μακρόν είναι σχεδόν δύο δεκαετίες μεγαλύτερος από τον 28χρονο ηγέτη του Εθνικού Ράλι, Τζορντάν Μπαρντελά. Όταν η σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, ο Μπαρντλά δεν είχε γεννηθεί ακόμη. Ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός σε αυτόν και στους συγχρόνους του από ό,τι σε εκείνους που προσκολλώνται στις όμορφες αναμνήσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990.
Τότε, οι φιλοευρωπαίοι ενσάρκωναν την περιβαλλοντική υπεράσπιση την αυτοέκφραση και αυτοπραγμάτωση και άλλες αξίες που περιγράφονταν από τον πολιτικό επιστήμονα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, Ronald Inglehart, ως «μετα-υλιστικές». Αντιθέτως σήμερα, η ευρωπαϊκή πολιτική —και η γαλλική πολιτική πάνω απ' όλα— είναι ωμά υλιστική. Τα πιο εκρηκτικά ζητήματα των τελευταίων εκλογών ήταν η αγοραστική δύναμη, η τιμή του πετρελαίου ντίζελ, η ηλικία συνταξιοδότησης και η έλλειψη στέγης (συχνά καταλαμβάνονται από μετανάστες που περιμένουν ακροάσεις για το άσυλο).
Κόμματα σκληρής γραμμής όπως η Εθνική Συσπείρωση και η Εναλλακτική για τη Γερμανία, με τις προτάσεις τους να περιορίσουν τα δικαιώματα ασύλου, να σταματήσει η προώθηση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων και η ανάκτηση των ευνοικών συνταξιοδοτικών προυποθέσεων ταιριάζουν σε αυτήν την πραγματικότητα. Είτε αρέσει είτε όχι, τέτοιες προτάσεις τίθενται στον δημοκρατικό διάλογο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κλείνει βιαστικά τις συζητήσεις επικαλούμενη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συνθήκη για τους πρόσφυγες που δίνει προτεραιότητα στους μετανάστες ή επικαλούμενη τα ανώτατα όρια δημοσιονομικού ελλείμματος που απαιτούν να διατηρούνται χαμηλά τα κοινωνικά επιδόματα. Αυτές οι προτάσεις είναι μερικές φορές λογικές, αλλά το κοινό είναι λιγότερο διατεθειμένο να τις ακούσει από ό,τι ήταν στα χρόνια της ακμής της δεκαετίας του 1990.
Οι Ευρωπαίοι δεν θεωρούν πλέον δεδομένη την ευημερία. Μια δεκαετία μετά το Μάαστριχτ, φαινόταν ότι ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η Nokia και η Ericsson μπορεί να κάνουν με τα κινητά τηλέφωνα ό,τι έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες με τα δεδομένα. Αλλά αυτό δεν προέκυψε. Σήμερα, σύμφωνα με την κατάταξη του Forbes, καμία από τις 15 κορυφαίες ψηφιακές εταιρείες στον κόσμο δεν είναι ευρωπαϊκή. Αυτό δεν είναι απλώς μια ταπείνωση. Σημαίνει επιπλέον ότι η Ευρώπη δεν έχει πολλά για να οικοδομήσει μια αξιόπιστη οικονομική ανάκαμψη.
Τίποτα δεν καταδεικνύει καλύτερα την αμφίθυμη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον τρόπο με τον οποίο η προσοχή του λαού στράφηκε στις εθνικές εκλογές τη στιγμή που ο Μακρόν τις προκάλεσε στον απόηχο των αποτελεσμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι εκλογές που προκήρυξε είναι οι πραγματικές εκλογές. Είναι εκεί που ο κυρίαρχος λαός θα αποφασίσει για τα ιδανικά του, την ιστορία του, το πεπρωμένο του.
Ακόμη και σε αυτό το ειδικά γαλλικό πλαίσιο, η αμοιβαία ακατανοησία μεταξύ των γενεών μας λέει πολλά για τις προοπτικές του ευρωπαϊκού μπλοκ. Οι σύμμαχοι του Μακρόν προειδοποιούν ότι με την άνοδο της αντιευρωπαϊκής Εθνικής Συσπείρωσης, οι μαύρες μέρες της συνεργασίας της Γαλλίας με τους Ναζί στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επιστρέφουν. Ο υπουργός Εσωτερικών του, Ζεράλντ Νταρμπανάν, παρομοίασε ακόμη και τις συμφωνίες κατανομής ψήφων άλλου κόμματος με τον Μπαρντελά με τη Συμφωνία του Μονάχου, το σύμφωνο του 1938 στο οποίο η Γαλλία, η Βρετανία και η Ιταλία μάταια προσπάθησαν να αποφύγουν τον πόλεμο αποδεχόμενοι τις εδαφικές απαιτήσεις του Χίτλερ στην Τσεχοσλοβακία. Τέτοιες συγκρίσεις έκαναν να κάνουν παλιότερα τους ταλαντευόμενους ψηφοφόρους να σκεφτούν δύο φορές.
Όμως η Εθνική Συσπείρωση δεν φαίνεται σήμερα σαν ένα κόμμα που αξίζει ιδιαίτερα τον αποκλεισμό ή τον αφορισμό. Μπορείτε να προσθέσετε όσα επιρρήματα θέλετε στο "ακροδεξιό", αλλά οι ορισμοί του δεξιού και του αριστερού έχουν γίνει θολοί. Ο Μπαρντελά παρευρέθηκε σε μια πορεία κατά του αντισημιτισμού μετά τις επιθέσεις της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου. Το αριστερό κόμμα του Μελανσόν δεν ήταν εκεί. Ο Serge Klarsfeld, ένας 88χρονος επιζών του Ολοκαυτώματος που έκανε καριέρα φέρνοντας τους Ναζί στη δικαιοσύνη, είπε ότι θα ψήφιζε υπέρ του δεξιού Μπαρντελά έναντι του αριστερού Μελανσόν εάν οι δυο τους αντιμετωπίσουν ποτέ ο ένας τον άλλον στον δεύτερο γύρο. Το αφήγημα, που θέλει τους δεξιούς επικριτές της Ευρώπης να χαρακτηρίζονται ως επίδοξοι Ναζί έχει ανατραπεί.
Christopher Caldwell
The New York Times
23/6/24

==============

via Babis Georges Petrakis


 

Σχόλια