Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
Στόχος του Ρετσόρι δεν είναι να καταγράψει τις ακρότητες αλλά να μεταφέρει στο χαρτί τα βασικά συστατικά του παλιού κόσμου και την υπερπροσωπική φύση της ποίησης.ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩΠρόκειται, ουσιαστικά, για τη στάση που υιοθετεί ως προσωπικό οδοδείκτη και στάση ζωής ο ίδιος ο Ρετσόρι, διατηρώντας την αποστασιοποίηση του ανθρώπου που έχει βιώσει τον τελευταίο αχό ενός κόσμου που χάνεται και καταφέρνοντας να μείνει όρθιος, κόντρα στην ίδια του τη μοίρα, για να αποδώσει με την πολύχρωμη καλλιτεχνική του παλέτα τα ξεφτισμένα του χρώματα.
Ως εκ τούτου, τα απομνημονεύματά του με τον τίτλο Τα περσινά χιόνια, που μόλις κυκλοφόρησαν σε εξαίσια μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου από τις εκδόσεις Δώμα, διαβάζονται όχι μόνο ως μια προσωπική αυτοβιογραφία ενός από τους παλιούς κοσμοπολίτες της Ευρώπης αλλά και ως ένας υποβλητικός αποχαιρετισμός σε μια ήπειρο που απώλεσε τη βάση της συνείδησής της μαζί με τους μύθους και τους θρύλους που την έθρεψαν, μετατρέποντας το πολύχρωμο αυτό χωνευτήρι σε ψυχρή γεωπολιτική σκακιέρα.
«Ο κόσμος πριν από το 1914», δηλαδή προτού οι «κιμαδομηχανές της Υπρ και του Τάννεμπεργκ» διαλύσουν τις αυταπάτες του, ήταν «ένας κόσμος που έδινε σημασία στον πολιτισμό», γράφει ο Ρετσόρι με μια ρομαντική αναπόληση που φέρνει στον νου τον Κόσμο του χτες του Στέφαν Τσβάιχ και με την υπαρξιακή μελαγχολία αλλά και τη βαθιά ειρωνεία του Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ. Σύμφωνα με αυτή την αριστοκρατική θεώρηση, πηγή όλου του κακού μοιάζει να είναι η μικροαστική αποκήρυξη των υψηλών αγαθών και της μόρφωσης, με το ερώτημα για το αν αυτή είναι επαρκής για να δικαιολογήσει την αποστασιοποίηση του συγγραφέα από τις ακρότητες που ακολούθησαν να πλανάται διαρκώς.
Ο ίδιος μοιάζει να απαντά, δίνοντας έμφαση στον απομονωτισμό ως οικογενειακή, γονιδιακή κατάσταση: ο πατέρας του, που έδειχνε μια εγγενή απέχθεια για το χρήμα, προτιμούσε να ασχολείται με το κυνήγι, επιλέγοντας τον ρομαντικό απομονωτισμό της φύσης, και η μητέρα του, κρύβοντας την κατάθλιψή της στη μανιακή ενασχόληση με την τάξη και την προστασία των οικογενειακών αξιών, δεν κατάφερε ποτέ να συνομιλήσει με τον έξω κόσμο που, ούτως ή άλλως, στεκόταν πάντοτε εχθρικός απέναντί τους. Οι γυναίκες ήταν, στα μάτια της, δυνάμει ερωμένες του διαρκώς άπιστου γαργαντουικού ανδρός, ενώ κάθε απόπειρα εξωστρέφειας αποτελούσε μια διαρκή πηγή απειλής και μικροβίων.
Ακόμη, όμως, και αν ο πατέρας ή η μητέρα του δεν ήταν ικανοί παράγοντες για να απομακρύνουν τον υιό Ρετσόρι εσωτερικά από αυτή την παράξενη οικογένεια, το κατάφερναν οι διαφορετικές δασκάλες και νταντάδες αλλά και η μεγάλη του αδελφή που του μετέφερε τον ανταγωνισμό και την τελειομανία της τάξης τους. Εξαίρεση αποτελούσε η αγαπημένη του τροφός Κασσάνδρα, που με την πηγαία και αρχέγονη καλοσύνη της και τη μανία της να τον σφίγγει στην αγκαλιά της και να τον τυλίγει με τα μακριά της μαλλιά έγινε η θηλυκή δύναμη που τον προστάτευε από έναν κόσμο σε σύγκρουση και αποδρομή.
Καμία μετέπειτα ανάμνηση δεν φάνηκε ικανή να αντισταθμίσει την αμεσότητα και την αθωότητα εκείνης της αγάπης, το πικαρέσκο φρόνημα αυτής της λαϊκής γυναίκας που τον μεγάλωσε με τη χαρά των προφορικών αφηγήσεων και παραμυθιών, γεγονός που διαφαίνεται στην αμεσότητα της λαγαρής αφήγησης και στον ξεκάθαρα διασκεδαστικό τόνο της γραφής του Ρετσόρι, ακόμα και αν πρόκειται για την περιγραφή των πιο τραγικών συμβάντων.
Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο, και πιο τρυφερό, μαζί με αυτό που είναι αφιερωμένο στην πρόωρα χαμένη αδελφή του, κεφάλαιο του βιβλίου για την Κασσάνδρα που πολλές φορές φέρνει στον νου τα αντίστοιχα, αφιερωμένα στις κυρίες του σπιτιού, πρώτα κεφάλαια του Ναμπόκοφ στο αριστουργηματικό Μίλησε Μνήμη. Ακόμα και ο στυλιστικός εστετισμός και ο αντίστοιχος κοσμοπολιτισμός φαίνεται να έχει τη σφραγίδα του Ρώσου συγγραφέα, ο οποίος δεν κατάφερε, όπως ο Ρετσόρι, να χωνέψει την αισθητική ισοπέδωση της Αμερικής ή να καταλάβει πώς και γιατί ο γερμανικός ρομαντισμός μετατράπηκε στη φονική μηχανή του Γ’ Ράιχ. Παρότι ο αντισημιτισμός δεν είναι κάτι που κρύβει ο Ρετσόρι ως συγγραφέας του βιβλίου Αναμνήσεις ενός αντισημίτη, αφού, όπως παραδέχεται, εκφραστής του ήταν σε έναν βαθμό ο πατέρας του, προτιμά, όπως πολλοί αριστοκράτες που έκλεισαν επιμελώς τα μάτια, να μην αναφέρεται στις ανατριχιαστικές, ισοπεδωτικές προεκτάσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στόχος του δεν είναι να καταγράψει τις ακρότητες αλλά να μεταφέρει στο χαρτί τα βασικά συστατικά του παλιού κόσμου και την υπερπροσωπική φύση της ποίησης, τη μυστηριακή σύζευξη των ντελικάτων στοιχείων που την παράγουν. Kαι να δει τι απέμεινε από την ψυχή της παλιάς Ευρώπης που, κατά τη γνώμη του, εντοπιζόταν όχι στο κέντρο αλλά στις παρυφές της. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για έναν αξεπέραστο ρομαντισμό, για τον αμψβουργικό πόθο της διατήρησης των παλιών τρόπων, την ανάγκη για περίσκεψη και παραστατική ανάδειξη όλων των δυνατοτήτων της ζωής, όπως στην ασπίδα του Αχιλλέα που πάνω της απεικονίζονταν όλα τα χαμένα στοιχεία της φύσης, όλες οι μορφές του ανθρώπινου κλέους – ορισμένες αντέχουν στον χρόνο σαν τους χαρακτηριστικούς σοφούς γέροντες που κάθονται πάνω στους λαξεμένους λίθους μέσα σε έναν ιερό κύκλο.
Αυτός ο κύκλος θαρρείς ότι διαπερνά κάθε κεφάλαιο του βιβλίου που επανέρχεται εμμονικά στο θέμα της εστίας, των προγόνων και της απαρασάλευτης αλήθειας των αριστοκρατικών αξιών όχι με τη βεβαιότητα ενός απευκταίου εθνικισμού αλλά με ρωμαλέα ορμή και πολιτιστική έξη.
Άλλωστε, αυτό είναι για τον ίδιο τον συγγραφέα και στοχαστή το κέντρο βάρους: η ποιητικότητα που δικαιολογεί και τις επιλογές των περιγραφών. Προτιμά έτσι την εξεζητημένη βαρβαρότητα του πατέρα να την παρομοιάζει με αυτήν του Πάνα του Κνουτ Χάμσουν και τον ίδιο με «κοζάκο στον πίνακα του Ρέπιν», την ατμόσφαιρα στο παλιό σπίτι στο Τσέρνοβιτς με τους πίνακες του Μπονάρ και τον χαμένο κόσμο της απώλειας με τα παραμύθια του Μπρεντάνο και την Ουντίνε του Φουκέ, που διάβαζε η αδελφή του.
Κάπου εκεί στην εσκεμμένη και αγωνιώδη ανάγκη για εξεύρεση του ωραίου ως αντιστάθμισμα στη βία υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές που αποκαλύπτουν τον βαθύ πόνο του ίδιου και της οικογένειάς του, που βίωσαν την εξορία, τον χωρισμό, τον πρόωρο θάνατο της μικρής του αδελφής και τελικά την εξαθλίωση και τη φτώχεια, όπως η μητέρα του, την οποία περιμάζεψε –τι ειρωνεία!– ένας μαύρος Αμερικανός φαντάρος «όπως σηκώνεις το κουτάβι από το σβέρκο», λέγοντάς της «we’re all the same underdogs». O γιος της, σκληρός σαν και κείνη, παραδέχεται πως δεν ανέλαβε ποτέ κανέναν φιλεύσπλαχνο ρόλο ίσως γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι ο οικογενειακός περίγυρος ή το ανθρώπινο περιβάλλον μπορεί πραγματικά να σε σώσει.
Καθώς, όμως, η οικογένεια υποχωρεί ως εικόνα απέναντι στη δική της φαινομενικότητα, όπου οι βασικές κατηγορίες διαλύονται από την ίδια την πραγματικότητα σαν τις διαρκείς ονειροπολήσεις του συγγραφέα, το ερώτημα είναι τι απομένει από αυτή την παλιά πανσπερμία και πίστη στο μέλλον και από μια Ευρώπη που δεν έχει, όπως τότε, περιθώρια για ψευδαισθήσεις. Τα σημερινά αδιέξοδα και τα βαθιά ερωτήματα που φέρνει στο φως η πρόσφατη άνοδος της ακροδεξιάς είναι που καθιστούν βιβλία σαν του Στάινερ για την κρίση της Ευρώπης ή του Ρετσόρι, που εκδίδονται αμφότερα από το Δώμα, πιο επίκαιρα από ποτέ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Σχόλια