Βασίλης Ξυδιάς
Μιὰ ἀπόπειρα κατανόησης τοῦ ἰδεολογικοῦ ρεύματος μὲ τὸ παράξενο ὄνομα ‘δικαιωματισμός’.
Αναδημοσίευση από τον ιστότοπο Αντίφωνο
Τὸ ἄρθρο αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόπειρα κατανόησης τοῦ ἰδεολογικοῦ ρεύματος μὲ τὸ παράξενο ὄνομα ‘δικαιωματισμός’ – μιὰ προσπάθεια ἐντοπισμοῦ τῆς ἀνθρωπολογικῆς ἀντίληψης ποὺ τὸ διέπει, καὶ μιὰ σύντομη, στὸ τέλος, νύξη γιὰ τὴ θεολογικὴ ἀντιμετώπισή του. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Ὁ ὅρος ‘δικαιωματισμός’ δὲν εἶναι γενικὰ ἀποδεκτός, οὔτε ὑπάρχει ὁμοφωνία ὡς πρὸς τὸ τὶ ἀκριβῶς σημαίνει.[i] Ἐν τούτοις χρησιμοποιεῖται συχνὰ στὸν δημόσιο λόγο ἐδῶ καὶ ἀρκετὰ χρόνια γιὰ νὰ περιγράψει μὲ ἀρνητικὴ καταφανῶς χροιὰ ὅσους ἐπικαλοῦνται τὴν ἔννοια τοῦ δικαιώματος μὲ τρόπο κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἦττον μονομερή, ὑπερβολικὸ καὶ καταχρηστικό. Ἂν δοῦμε τὸ θέμα ἀπὸ νομικὴ μόνο ἄποψη, ἀγνοώντας πρὸς στιγμὴν τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι δικαιωματισμὸς εἶναι ἡ πρόταξη τῆς ἔννοιας τοῦ δικαιώματος, ἀποσπασμένου ἀπὸ τὴ συμμετρικὴ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης. Εἶναι δηλαδὴ ἡ μονομερὴς ἔμφαση στὴν κατοχύρωση ὁρισμένων δικαιωμάτων, παραβλέποντας τὶς ἀντίστοιχες ὑποχρεώσεις.[ii]
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα τὸ πρᾶγμα περιπλέκεται. Διότι τὸ τὶ προτάσσεται καὶ τὶ παραβλέπεται κάθε φορὰ εἶναι ἀσφαλῶς θέμα ἐπιλογῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὅρος ἦταν ἐξ ἀρχῆς καὶ παραμένει πολιτικὰ φορτισμένος. Δὲν στιγματίζει ἁπλῶς μιὰ λαθεμένη ἠθικὴ στάση· καταγγέλλει μιὰ ἰδεολογικὴ διαστροφή. Ποιὰ εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ διαστροφή; Εἶναι καὶ αὐτὸ ἀντικείμενο διαμάχης. Σήμερα συμπλέκονται στὴ δημόσια συζήτηση δύο ἀντιφατικὲς ἀπαντήσεις στὸ ἐρώτημα αὐτό. Ἄλλοι βλέπουν στὸν δικαιωματισμὸ μιὰ σύγχρονη αἴρεση τοῦ πολιτικοῦ φιλελευθερισμοῦ· τὴν πιὸ ἀκραία ἔκφραση τοῦ μεταμοντέρνου ἰδεώδους τῆς ‘διαφορετικότητας’. Ἄλλοι, στὸν ἀντίποδα τῶν πρώτων, τὸν βλέπουν σὰν μιὰ ὄψη τοῦ σύγχρονου ἀντισυστημικοῦ ‘λαϊκισμοῦ’ καὶ τοῦ χρεώνουν τὶς ἐκδηλώσεις κοινωνικῆς ἀπειθαρχίας τῶν τελευταίων χρόνων (ἀνυπακοὴ στὰ μέτρα κατὰ της πανδημίας, ἄρνηση τοῦ ἐμβολιασμοῦ κλπ). Θὰ προσπαθήσουμε νὰ ξεδιαλύνουμε κάπως τὸ τοπίο.
Φιλελεύθερος καὶ λαϊκιστικὸς δικαιωματισμὸς
Αὐτὸ ποὺ κατὰ βὰση καταγγέλλεται τὶς τελευταῖες δεκαετίες σὰν δικαιωματισμὸς εἶναι μιὰ ὑπερβολικὴ ἢ καταχρηστικὴ μέριμνα γιὰ τὴν ἰδιαίτερη προστασία διαφόρων μειονοτικῶν κοινωνικῶν ὁμάδων (δικαιώματα τῶν μαύρων, τῶν μεταναστῶν, πολιτικὲς γιὰ τὰ φύλα, κλπ κλπ) ποὺ πάει πακέτο μὲ τὴν ‘πολιτικὴ ὀρθότητα’ καὶ τὶς λεγόμενες ‘ταυτοτικὲς πολιτικές’. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὁ δικαιωματισμὸς εἶναι πράγματι ἕνας μεταμοντέρνος φιλελευθερισμός, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ κυρίαρχη ἰδεολογία. Δίνει ἐδῶ καὶ χρόνια τὸν τόνο στὰ μέσα ἐνημέρωσης, χρωματίζει τὸν καθημερινὸ λόγο καὶ τὴ νομοθεσία, ἐπηρεάζει πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς τῶν περισσότερων κυβερνήσεων στὸν δυτικὸ κόσμο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔρχεται πολὺ συχνὰ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ συντηρητικὴ κοινὴ γνώμη, καθὼς ἀναγνωρίζει ὡς ‘δικαιώματα’ ἀντιλήψεις καὶ συμπεριφορὲς ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀντίθετες μὲ τὶς ἀξίες καὶ τὴ νοοτροπία τῆς κοινωνικῆς πλειοψηφίας.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ πολλοί βλέπουν στὸν δικαιωματισμὸ ἕναν ἐλιτίστικο προοδευτισμὸ ποὺ ἀπειλεῖ τὶς ἠθικὲς ἀξίες, τὴ θρησκευτικὴ παράδοση, τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα καὶ τὴ συνοχὴ τῆς κοινωνίας. Ἡ κριτικὴ αὐτὴ ἐκφράζεται συστηματικὰ ἀπὸ τὴν ἀντισυστημικὴ λαϊκὴ ἢ λαϊκιστικὴ δεξιά.[iii] Ὑπάρχουν ὅμως καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀπορρίπτουν τὸν δικαιωματισμὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ πολιτικοῦ φάσματος, ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς ἄκρας ἀριστερᾶς. Γι’ αὐτοὺς ἡ ἐπιλεκτικὴ ὑπεράσπιση τῶν δικαιωμάτων τῆς α΄ ἢ τῆς β΄ ἐπιμέρους ὁμάδας σημαίνει τὴν παραίτηση ἀπὸ τὸ ὅραμα τῆς καθολικῆς ἀλλαγῆς τῆς κοινωνίας· τὴν ἀπορρόφηση τοῦ ἐπαναστατικοῦ ριζοσπαστισμοῦ ἀπὸ τὸν ‘ἀστικὸ’ φιλελευθερισμό.[iv] Ὑπάρχουν, τέλος, καὶ οἱ μετριοπαθεῖς φιλελεύθεροι ποὺ ἐπικρίνουν τὶς ὑπερβολὲς τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας· κυρίως τὴ λογοκρισία ποὺ τείνει νὰ ἐπιβληθεῖ στὸν δημόσιο λόγο, ἀκόμα καὶ σὲ βάρος μεγάλων ἔργων τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας (Ὅμηρος, Σαίξπηρ κ.ἄ,), σὰν μέτρο, ὑποτίθεται, ἐναντίον τοῦ ρατσισμοῦ, τοῦ σεξισμοῦ καὶ τῆς πατριαρχίας.[v]
Πολὺ διαφορετικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ λαϊκιστικοῦ δικαιωματισμοῦ. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐκδοχὴ ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε σχετικὰ πρόσφατα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πανδημίας, γιὰ νὰ στιγματίσει ὅσους δὲν συμμορφώθηκαν μὲ τὰ κυβερνητικὰ μέτρα κατὰ τοῦ κορωνοϊοῦ – ἀρχικὰ ὅσους δὲν πειθάρχησαν στὸ λοκντάουν (τὶς ὁμάδες τῶν νέων ποὺ ἀπαιτοῦσαν τὸ ‘δικαίωμά’ τους στὴ διασκέδαση, τὸ τμῆμα τῶν πιστῶν ποὺ ὑπερασπίζονταν τὸ ‘δικαίωμά’ τους στὸν ἐκκλησιασμὸ κ.ο.κ.), καὶ στὴ συνέχεια ὅσους ἀρνήθηκαν νὰ ἐμβολιαστοῦν ἐπικαλούμενοι τὸ δικαίωμά τους νὰ ὁρίζουν τὸ σῶμα τους.[vi] Σὲ ὅλα αὐτὰ ἡ ἐκκλησία βρέθηκε, ὅπως ξέρουμε, στὸ μάτι τοῦ κυκλώνα, ἐνῶ πολὺ συχνὰ ὁ λαϊκιστικὸς αὐτὸς δικαιωματισμὸς συνέπεσε καὶ μὲ διαμαρτυρίες γιὰ θέματα ἐθνικοῦ χαρακτήρα, μὲ τὴν ἀντίδραση στοὺς μετανάστες καὶ μὲ ἄλλα θέματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ταυτότητα.[vii]
Εἶναι πάντως πολὺ ἀμφίβολο ἂν γιὰ τὶς περιπτώσεις τῆς ‘λαϊκιστικῆς’ ἀνυπακοῆς εἶναι δόκιμη ἡ χρήση τοῦ ὅρου δικαιωματισμός. Ἀπὸ στενὰ νομικὴ ἄποψη (αὐτὴ ποὺ ἀνέφερα στὴν ἀρχὴ: τ.ἔ. καταχρηστικὴ ἔμφαση στὴν ἔννοια τοῦ δικαιώματος παραβλέποντας τὶς ἀντίστοιχες ὑποχρεώσεις), μπορεῖ ὄντως οἱ ἀκρότητες τοῦ φιλελεύθερου καὶ τοῦ λαϊκιστικοῦ δικαιωματισμοῦ νὰ εἶναι παρόμοιες. Ἂν ὅμως τοποθετήσουμε τὸ πράγμα στὸ ἱστορικὸ καὶ πολιτικό του πλαίσιο, τότε γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ‘δικαιωματισμοῦ’ δὲν εἶναι κατηγορία τῆς φιλοσοφίας τοῦ δικαίου· εἶναι ἔννοια ‘πολεμικὴ’ μὲ συγκεκριμένη ἱστορικὴ ἀφετηρία καὶ συγκεκριμένη πολιτικὴ πρόθεση. Δὲν προῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ μιὰ γενικὴ διάθεση νὰ στιγματιστεῖ κάθε ἐν γένει κατάχρηση τῆς ἰδέας τοῦ δικαιώματος, ἀλλὰ σὰν κριτικὴ στὴν ἀμερικανικὴ ‘Νέα Ἀριστερὰ’ ποὺ ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’80, καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ ’90 καὶ ταύτισε τὸ ‘ἀτομικὸ δικαίωμα’ μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ‘διαφορετικότητας’, μὲ τὴν πολιτικὴ ὀρθότητα καὶ τὶς ‘ταυτοτικὲς πολιτικές’· σὲ αὐτὸ πού, ὅπως εἴδαμε, ἐξελίχθηκε σὲ ἡγεμονικὸ λόγο ὁλόκληρου τοῦ σύγχρονου δυτικοῦ κόσμου.
Τὰ πράγματα ξεκαθαρίζουν ἂν σκεφτοῦμε ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὅροι, ἀκόμα καὶ οἱ ‘θεωρητικὲς’ ἔννοιες, προκύπτουν σὰν ἀποτέλεσμα τῶν ἐκατέρωθεν προπαγανδιστικῶν ἐλιγμῶν, ὅπου μέσα στὸ γενικὸ κλῖμα ἰδεολογικῆς πολεμικῆς τῶν τελευταίων χρόνων κάθε πλευρὰ προσπαθεῖ νὰ οἰκειοποιηθεῖ τὰ ὅπλα τῆς ἀντίπαλης καὶ νὰ τὰ στρέψει ἐναντίον της. Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, οἱ ἀρνητὲς τοῦ ἐμβολιασμοῦ ἐπικαλοῦνται τὸ δικαίωμά τους νὰ ὁρίζουν τὸ σῶμα τους σὰν νὰ τοὺς ἀνήκει ἀπολύτως, στὴν πραγματικότητα ἀναπαράγουν ἀντεστραμμένο τὸ φιλελεύθερο δικαιωματιστικὸ μοτίβο. Κάτι ἀνάλογο κάνουν καὶ οἱ ἀντιλαϊκιστὲς ποὺ ἐπικρίνουν τοὺς προηγούμενους γιὰ δικαιωματισμό. Ἀναπαράγουν ἀντεστραμμένη τὴν ἀντιφιλελεύθερη ἀντιδικαιωματιστικὴ κριτική. Γιὰ τοὺς πρώτους, τοὺς ἀντισυστημικούς, εἶναι μιὰ ἀντανακλαστικὴ κίνηση: νὰ υἱοθετήσουν τὰ ἐννοιολογικὰ ἐργαλεῖα τοῦ ἱσχυροῦ. Γιὰ τοὺς δεύτερους, τοὺς φιλελεύθερους, εἶναι ἡ εὐκαιρία νὰ ἐπιστρέψουν τὴ ρετσινιὰ τοῦ «δικαιωματιστὴ» στοὺς ἀντιπάλους τους.
Κατόπιν τούτων, τὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ λαϊκιστικὸ δικαιωματισμὸ συνιστᾶ κατὰ τὴ γνώμη μου πολιτικὴ ἀνορθογραφία. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὸ ποὺ ὀνομάσαμε λαϊκιστικὸ δικαιωματισμὸ δικαιώνεται ἀπὸ νομική, ἠθικὴ ἢ πολιτικὴ ἄποψη – αὐτὸ εἶναι ἄλλο θέμα. Ξεκαθαρίζει ὅμως τὸ θεωρητικὸ τοπίο γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀκτινογράφηση τοῦ βαθύτερου καὶ αὐθεντικοῦ πυρήνα τοῦ δικαιωματισμοῦ: ποὺ τελικὰ δὲν εἶναι ἡ ‘λαϊκιστικὴ ἀνευθυνότητα’· οὔτε γενικῶς ἡ νομικὴ κατάχρηση τοῦ δικαιώματος (εἴτε ἀπὸ φιλελεύθερη, εἴτε ἀπὸ λαϊκιστικὴ σκοπιά)· οὔτε ἡ ἠθικὴ καὶ πολιτικὴ ὑπερβολὴ ποὺ χαρακτηρίζει ὅλα τὰ φαινόμενα δικαιωματισμοῦ γιὰ τὰ ὁποῖα μιλήσαμε παραπάνω. Ἂν ὑπάρχει κάποιο οὐσιαστικὸ νόημα στὴ συζήτηση περὶ δικαιωματισμοῦ, καὶ ἂν ἀξίζει νὰ ἀσχολούμαστε μὲ αὐτὸν ἀπὸ θεολογικὴ σκοπιά, εἶναι ἐπειδὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ἠθικὴ καὶ ὀντολογικὴ καινοτομία, σαφέστατα φιλελεύθερης ἔμπνευσης, ἢ ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ ποῦμε ‘μεταφιλελεύθερης’.
Μεταφιλελεύθερος ἀτομισμὸς
Πολλοί, ἀντὶ γιὰ ‘φιλελευθερισμὸ’ (liberalism), προτιμοῦν νὰ κάνουν λόγο γιὰ ‘ἐλευθερισμὸ’ ἢ ‘λιμπερταριανισμὸ’ (libertarianism) ἀκριβῶς γιὰ νὰ διαχωρίσουν τὸν κλασικὸ φιλελευθερισμὸ (τύπου Λόκ, Μὶλ κλπ) ἀπὸ τὸν ὕστερο καὶ πιὸ ἀπόλυτο φιλελευθερισμὸ γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶμε ἐδῶ.[viii] Στὴν πραγματικότητα ὅμως τὸ πρόβλημα δὲν λύνεται μὲ διευκρινήσεις καὶ διαχωρισμοὺς στὸ ἐπίπεδο τῆς ὁρολογίας καὶ μόνο. Ἡ σύγχυση τῶν ἐννοιῶν ὀφείλεται κατὰ τὴ γνώμη μου στὴ βαθύτερη σύγχυση ποὺ ὑπάρχει σὲ σχέση μὲ τὴν οὐσία, ἡ ὁποία ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς ἀνεπαίσθητες ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀλλὰ πολὺ ριζικὲς μεταλλάξεις τοῦ ἄτόμου καὶ τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ 20ου αἰώνα. Ὅσο τὸ ζήτημα αὐτὸ δὲν θίγεται στὴν ἀνθρωπολογική του οὐσία κάθε προσπάθεια νὰ διευκρινιστοῦν τὰ πράγματα στὸ ἐπίπεδο τῆς ὁρολογίας (εἴτε μὲ τὴν εἰσαγωγὴ νεολογισμῶν, εἴτε μὲ τὴν ἀνανοηματοδότηση παλαιότερων ὅρων) ἁπλῶς μεταθέτει τὴ σύγχυση.
Κατ’ οὐσίαν δικαιωματισμὸς εἶναι ἡ ἀπαγγίστρωση τῆς ἰδέας τοῦ ‘ἀτομικοῦ δικαιώματος’ ἀπὸ τὸ ἠθικὸ καὶ πολιτικὸ πλαίσιο ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέκυψε ἱστορικά· ἡ αὐτονόμησή του, καὶ ἡ ἀναγωγὴ του σε ἔννοια-αἰχμὴ μιᾶς σύγχρονης μετανεωτερικῆς ἀνθρωπολογίας. Εἶναι ἡ ἠθικὴ ἀπαίτηση τοῦ σύγχρονου, τοῦ ἀτομικοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὸν ἀπόλυτο αὐτοπροσδιορισμό του. Μιλᾶμε γιὰ ἀτομικὸ αὐτοπροσδιορισμό, ὄχι μόνο σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ κράτος ἢ τὴ θέληση τῆς πλειοψηφίας (ὅπως ὑποστήριζε ὁ κλασικὸς φιλελευθερισμός), ἀλλὰ καὶ πρὸς ὁτιδήποτε δὲν εἶναι προϊὸν τῆς ἀπολύτως ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀτομικοῦ ὑποκειμένου· πρὸς ὁτιδήποτε ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ‘ἐξωτερικὸ’ πρὸς τὸν ἀτομικὸ ‘ἑαυτό’. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὁ δικαιωματισμὸς ἀπορρίπτει ὡς καταναγκασμὸ τὶς ‘ἐξωτερικὲς’ πρὸς τὸ ἄτομο ἀπαιτήσεις τῆς κοινωνίας καὶ τῶν κληρονομημένων παραδόσεων, ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια του τὴ φύση.
Γιὰ παράδειγμα… Τὸν Νοέμβριο τοῦ 2018 ὁ Ἐμὶλ Ράτελμπαντ, Ὀλλανδὸς τηλεπαρουσιαστής, ‘γκουροὺ τῆς θετικότητας’, προσέφυγε στὰ δικαστήρια ζητώντας νὰ ἀλλάξει ἡ ἡμερομηνία γέννησής του κατὰ εἴκοσι χρόνια (ἀντὶ γιὰ 1949 ἡ ταυτότητά του νὰ γράφει 1969). Διότι, ὅπως ἐξήγησε, ὁ χρόνος τῆς φυσικῆς του γέννησης δὲν ἀντιστοιχεῖ στὴ σημερινὴ βιολογική του κατάσταση, εἶναι δὲ γι’ αὐτὸν πρόξενος ἀδικιῶν στὸν ἐρωτικὸ καὶ στὸν ἐπαγγελματικὸ τομέα. Σὰν ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα προσκόμισε ἰατρικὲς ἐξετάσεις, φωτογραφίες τοῦ σφιχτοῦ του σώματος, καθὼς καὶ τὴ συνηγορία τοῦ ἱατροῦ του ποὺ δήλωνε πὼς ἡ πραγματικὴ βιολογικὴ ἠλικία τοῦ πελάτη του εἶναι μεταξὺ 40 καὶ 45 ἐτῶν. Οἱ δικαστὲς ἀπέρριψαν τὸ αἴτημα τοῦ Ράτελμπαντ, ἀλλὰ αὐτὸς ἔκανε σαφὲς πὼς δὲν θὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἀγώνα, καὶ πὼς θὰ ἐφεσιβάλει τὴν ἀπόφαση. «Μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τὸ ὄνομά σου, μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τὸ φύλλο σου, γιατί νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τὴν ἠλικία σου», είπε.[ix] Θὰ ἔχει μάλιστα ὑπέρ του καὶ τὰ ἐπιχειρήματα ἑνὸς ἐπιστημονικοῦ ἄρθρου ποὺ μὲ ἀφορμὴ τὴ δική του ὑπόθεση δημοσιεύθηκε λίγους μῆνες ἀργότερα στὸ περιοδικὸ Journal of Medical Ethics, ἀπὸ τὰ σημαντικότερα διεθνῶς σὲ θέματα βιοηθικῆς.[x]
Τὸ περιστατικὸ δὲν εἶναι μοναδικὸ στὸ εἴδος του. Ἡ ἀπαίτηση νὰ μπορεῖ κανεὶς «νὰ εἶναι» αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται δὲν εἶναι πιὰ ἕνας ἁπλὸς τρόπος τοῦ λέγειν. Ἔχει καταλάβει τὸν δημόσιο χῶρο, ἰδίως τὴ διαφήμιση καὶ τὸ τηλεοπτικὸ life-coaching σὰν δημιουργὸς μιᾶς οἰονεῖ ἐναλλακτικῆς πραγματικότητας. Τώρα διεισδύει καὶ στὴν κοινωνία. Στὴν Ὰγγλία μιὰ 37χρονη γυναίκα παντρεύτηκε πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια ἕνα δέντρο, ἀλλάζοντας τὸ ἐπώνυμό της σὲ Ἔλντερ (ποὺ στὰ ἀγγλικὰ σημαίνει κάτι μεταξὺ Πρεσβυτέρας καὶ Κουφοξυλιᾶς). Ὅπως ἐξήγησε σὲ συνέντευξή της, «ὁ δεσμὸς ποὺ νιώθει μὲ τὸ συγκεκριμένο δέντρο εἶναι πολὺ πιὸ βαθὺς ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο.[xi] Τὸ 2019 ἕνας 27χρονος Ἰνδὸς μήνυσε τοὺς γονεῖς του ἐπειδὴ τὸν γέννησαν χωρὶς τὴν ἄδειά του, ἐνῶ, ὅπως λέει, τὰ παιδιὰ «δὲν πρέπει νὰ γεννιοῦνται ἐὰν δὲν τὸ ἐπιθυμοῦν τὰ ἴδια».[xii] Εἶναι ἕνας ἀκραῖος ἠθικὸς ὑποκειμενισμός, ποὺ ξεπερνώντας κάθε φουτουριστικὴ φαντασία ἐξελίσσεται σὲ ἰσχυρὸ νομικὸ ἐπιχείρημα ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ ὁρίζει τὸ ἰδιωτικὸ καὶ τὸ δημόσιο δίκαιο σὲ μιὰ χώρα ἢ καὶ παγκοσμίως.
Ὑπάρχουν βέβαια ἰσχυρὲς ἀκόμα ἀντιστάσεις· τὸ εἴδαμε στὴν ἀπόφαση τοῦ Ὀλλανδικοῦ δικαστηρίου. Ὅμως τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν εἶναι αὐτό, καὶ ὅλο καὶ περισσότερα ὀχυρὰ τοῦ παλαιοῦ κόσμου πέφτουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Στὸ θέμα τῶν φύλων οἱ ἄμυνες ἔχουν καταρρεύσει ἀπὸ καιρό. Δὲν μιλᾶμε πιὰ μόνο γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς ‘κλασικῆς’ ἀλλαγῆς φύλου (ἀπὸ ἄνδρας σὲ γυναίκα καὶ ἀντίστροφα), ἡ ὁποία ἤδη ἐπιδοτεῖται ἀπὸ πολλὰ κρατικὰ ἀσφαλιστικὰ συστήματα. Οὔτε γιὰ τοὺς γάμους προσώπων τοῦ ἴδιου φύλου, ποὺ ἐπίσης ἔχουν κατοχυρωθεῖ μὲ διάφορες μορφές. Πλέον πολλὰ κράτη προχωροῦν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο στὴ νομικὴ ἀναγνώριση τοῦ ‘ρευστοῦ’ ἢ ‘ἀσαφοῦς’ ἢ ‘μη-δυαδικοῦ’ (non-binary) τρίτου φύλου, τοῦ ‘ἄφυλου’ (agender) ἢ ‘φυλοπαράξενου’ (genderqueer).[xiii] Ὁ Πρόεδρος Ὀμπάμα, ὄντας πρωτομάστορας αὐτῆς τῆς πολιτικῆς, συνήθιζε νὰ περιλαμβάνει στοὺς λόγους του καὶ τὰ τρία φύλα, ἀπευθυνόμενος ὄχι μόνο στοὺς ἄρρενες καὶ στὰ θήλεα, ἀλλὰ καὶ στὰ ουδέτερα (αὐτοί, αὐτὲς καὶ αὐτ@).
Ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα στὸν ἄνθρωπο τῶν δικαιωμάτων
Ἂς μὴ μᾶς παραπλανᾶ ἡ ‘ἀβάσταχτη ἐλαφρότητα’ αὐτῶν τῶν παραδειγμάτων. Αὐτὸ ποὺ ζοῦμε δὲν εἶναι ἐπιστημονικὴ φαντασία. Εἶναι τὸ μέλλον ποὺ ἔχει ἤδη εἰσβάλει στὸ παρόν. Ἡ βασικὴ ἰδέα εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶπε ὁ νέαζων Ὀλλανδός: Τὸ τὶ εἶμαι ὀφείλει νὰ προσδιορίζεται ἀπὸ πράγματα ποὺ ἐγὼ ἔχω ἐπιλέξει καὶ ὄχι ἀπὸ πράγματα καὶ καταστάσεις ποὺ ποὺ μοῦ ἔχουν συμβεῖ ἄθελά μου, ὅπως π.χ. τὸ ὄνομά μου, τὸ φύλλο μου, ἡ ἠλικία μου, τὸ εἶδος μου, τὸ εἶδος τοῦ συντρόφου μου κλπ. Ποιὸς μοῦ ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ μὲ φέρει στὴ ζωή; Ἢ ποιὸς μὲ ρώτησε ἂν θέλω πράγματι νὰ εἶμαι ἄνθρωπος καὶ δὲν μοῦ ταιριάζει καλύτερα νὰ εἶμαι δέντρο, ψάρι ἢ κάποιο μικτό, ὑβριδικὸ εἶδος; Καὶ δὲν ἔχουμε ἀκόμα δεῖ σχεδὸν τίποτα ἀπὸ τὶς δυνατότητες τοῦ μετανθρώπου (transhumanism).
Τὸ πῶς ἀπὸ τὶς ἀρχικὲς διακηρύξεις τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων (ἐλευθερία τῆς συνείδησης κλπ) φτάσαμε σὲ αὐτὸν τὸν ἰδιότυπο φουτουριστικὸ δικαιωματισμὸ εἶναι μιὰ μεγάλη ἱστορία, ἡ ὁποία συμπίπτει μὲ τὶς περιπέτειες τοῦ δυτικοῦ κόσμου καὶ εἰδικότερα τῆς Ἀμερικῆς τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 20ου αἰώνα. Κρίσιμος μεταβατικὸς σταθμὸς ἦταν ἡ σύνδεση τῶν δικαιωμάτων μὲ τὸν ἀγώνα γιὰ κοινωνικὴ ἀλλαγὴ τὴ δεκαετία τοῦ ’70, ἀφοῦ εἶχαν προηγηθεῖ οἱ ἀγῶνες γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν μαύρων, οἱ χίπις, τὸ ἀντιπολεμικὸ κίνημα γιὰ τὸ Βιετνάμ καὶ ὁ Μάης τοῦ ’68.[xiv] Μετὰ τὸ τέλος τοῦ ψυχροῦ πολέμου, τὴν κατάρρευση τοῦ σοσιαλιστικοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν ἦττα τοῦ κομμουνιστικοῦ ὁράματος, καὶ μέσα σὲ ἕνα κλῖμα ποὺ ἡ πρόταξη τοῦ ‘κοινωνικοῦ’ κινδύνευε νὰ διωχθεῖ σὰν κομμουνισμός, τὰ δικαιώματα ἦταν τὸ σημεῖο ποὺ συνέπεσαν δύο ἀντίθετες ἔως τότε ἐπιδιώξεις: (α) ἡ ὑπεράσπιση τοῦ φιλελεύθερου δυτικοῦ κόσμου ἔναντι τῆς ‘κομμουνιστικῆς ἀπειλῆς’, καὶ (β) ἡ ἐλπίδα διαφόρων διεκδικητικῶν κινημάτων γιὰ ἄμεσες καὶ ὁρατὲς κοινωνικὲς βελτιώσεις (ἀντιρατσισμός, φεμινισμός, δικαιώματα ὁμοφυλόφιλων, προστασία περιβάλλοντος). Ὅλα αὐτὰ συγκρότησαν τὸ ὑβριδικὸ ὅραμα μιᾶς νέας ἀτομικιστικῆς, μεταφιλελεύθερης, δημοκρατικῆς οὐτοπίας, ἐξ ἴσου ἀπόλυτης μὲ τὴν ἀντίπαλη οὐτοπία τοῦ κομμουνισμοῦ.[xv]
Δὲν ἦταν ὅμως μόνο αὐτό. Στὸ βάθος αὐτῶν τῶν πολιτικῶν καὶ ἰδεολογικῶν μετατοπίσεων βρίσκεται μιὰ καίρια ἀνθρωπολογικὴ μετάλλαξη, ποὺ συνέβη στὰ χρόνια αὐτά, καὶ ποὺ δὲν τὴν ἔχουμε ἀκόμα πολυχωνέψει. Εἶναι τὸ πέρασμα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀτομισμοῦ ἀπὸ τὴν πρώιμη νεωτερική του φάση στὴ φάση τῆς μετανεωτερικότητας: ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ ἄτομο τοῦ συμφέροντος στὸ ἄτομο τῆς ἐπιθυμίας.[xvi] Δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ χῶρος γιὰ νὰ ἐπεκταθοῦμε στὸ ζήτημα αὐτό. Θὰ σταθῶ μόνο σὲ ἕνα σημεῖο. Στὸ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ ἡ πιὸ ἐξελιγμένη, ἡ πιὸ ἀκραία, ἡ ἀπόλυτη ἐκδοχὴ τοῦ αἰτήματος τῆς αὐτονομίας· τῆς ἰδέας δηλαδὴ ποὺ ἀποτελεῖ κινητήριο μοχλὸ τῆς νεωτερικότητας σὲ ὅλα της τὰ στάδια, ἀπὸ τὴ γέννησή της μὲ τὸν Διαφωτισμὸ μέχρι τὸ τωρινὸ γεροντικὸ στάδιο τῆς λεγόμενης ‘μετανεωτερικότητας’. Ἐκεῖ εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐντοπίσει τὸν χαρακτήρα τοῦ πράγματος, τὶς ρίζες του, ἀλλὰ καὶ τὴν προοπτική του. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ δικαιωματισμὸς δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ παρέκκλιση ἀπὸ τὴ θεμελιώδη ἰδέα τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων – ἕνα παραστράτημα, μιὰ ὑπερβολὴ – ποὺ θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ συμμαζευτεῖ μὲ τὴν ἐπίκληση εἴτε τῶν συμβατικῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, εἴτε τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν τῶν προηγούμενων φάσεων τῆς νεωτερικότητας. Ὁ ἀσκὸς τοῦ Αἰόλου ἔχει ἀνοίξει, καὶ οἱ ἀέρηδες ποὺ ἔχουν ξαμολυθεῖ δὲν συμμαζεύονται πιά. Ἡ ἀνθρωπότητα, θέλοντας καὶ μή, εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ πλεύσει ὑπὸ τὸ κράτος τῶν ἀνέμων αὐτῶν μέχρι τέλους.
Καὶ εἶναι ἐδῶ ἀκριβῶς ποὺ ἀποκτᾶ νόημα ἡ θεολογικὴ προσέγγιση τοῦ φαινομένου. Διότι ἀλλιῶς θὰ ἀρκοῦσαν γιὰ νὰ μποῦν τὰ πράγματα στὴ θέση τους εἴτε ἡ ὀρθὴ πολιτική, εἴτε ἡ ἐπίκληση στὴ φρόνηση τοῦ καθενός. Ὅμως, καλῶς ἢ κακῶς, αὐτὰ εἶναι μάταια· πλέον δὲν λειτουργοῦν. Ὑπάρχει μιὰ κινέζικη παροιμία, βουδιστικῆς προελεύσεως, ποὺ λέει πὼς ὅταν σὲ κυνηγάει ὁ δράκος μὴν προσπαθεῖς νὰ ξεφύγεις· μπες μέσα του.
Αὐτὴ νομίζω εἶναι ἡ μόνη πνευματική, καὶ ταυτοχρόνως ἡ μόνη ρεαλιστικὴ διέξοδος – γιὰ ὅσους τουλάχιστον αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη τῆς ‘συνάντησης’ τοῦ ‘πνευματικοῦ’ μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ[xvii]. Διέξοδος θεμελιωμένη στὴ χριστιανικὴ βεβαιότητα ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο, καὶ γενικὰ στὴν κτίση, καμμία κακία ποὺ νὰ μὴ συνιστᾶ διαστροφὴ κάποιας ἀγαθῆς δύναμης, κληρονομημένης ἀπὸ τὸν Δημιουργό.
Ἑπομένως, ἂν ὑπάρχει θεραπεία δὲν θὰ τὴ βροῦμε σὲ κάποια ὑποτιθέμενη ‘ἐπιστροφὴ’ στὴν πρότερη κατάσταση τοῦ σώφρονος ἀτόμου-πολίτη (ποὺ μᾶλλον δὲν εἶχε ὑπάρξει ποτέ). Θὰ προσέβλεπα σὲ μιὰ θεραπευτικὴ διείσδυση στὸ βάθος τοῦ προβλήματος: στὴν ἐμβάθυνση στὸν ἐσώτερο πυρήνα αὐτοῦ τοῦ πόθου γιὰ αὐτοπροσδιορισμό, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ ἀπὸ τὸ θεοειδὲς αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἂν ὑπάρχει στὶς μέρες μας ἐκκλησία ποὺ διατηρεῖ ζωντανὸ αὐτὸν τὸν πόθο στὴν αὐθεντικὴ θεοειδή του μορφή, θὰ πρέπει να βρεῖ τρόπο νὰ ρωτήσει τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο – ὄχι πατερναλιστικά, ἀλλὰ ἀδελφικὰ – τὶ εἶναι τελικὰ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἐπιθυμεῖ; Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ σχέση τῆς ἐπιθυμίας μὲ τὴν φύση του;
————————————-
Τὸ κείμενο αὐτὸ δημοσιεύτηκε σὲ μιὰ συντομευμένη ἐκδοχή του στὸ θεολογικὸ περιοδικὸ «Σύναξη»: «Τὸ δικαίωμα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ», Σύναξη, τ. 162, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2022, σελ. 49-56.
=============
Σχόλια