Jean Baudrillard - Tαξίδια στην ‘υπερπραγματικότητα’

Titos Christodoulou


Ήδη ο Στρουκτουραλισμός ήταν η πρώτη θεωρία που είχε αμφισβητήσει την αξιοπιστία κι επιστημική προτερότητα του φυσικού αντικειμένου.
Τώρα, με την προσομοίωση, ο Baudrillard αντιπαρατάσσει την προσομοίωση (simulation) σε μια άνευ προηγουμένου πρωταρχική θέση στην κοινωνική ζωή, ως θέαμα κι όχι ως γεγονός.
‘Προαγωγός’ της μετανεωτερικότητας, ο προκλητικός σημειολόγος και προφήτης του «τέλους» Baudrillard περιέγραψε ένα καπιταλισμό που θριαμβεύει (ανα)παράγοντας ‘σημεία’ και ‘σύμβολα’ για μια κοινωνία της μαζικής κατανάλωσης για την οποία το πραγματικό και η προσομοίωσή του καταρρέουν το ένα στο άλλο, σαγηνεύοντάς μας σε μια ‘υπερπραγματικότητα’(hyperreality) που υπερέχει του χαμένου πρωτότυπού της σε αρτιότητα και έλξη.
Mιά όμορφη μέρα, στις ακτές του δυτικού Ειρηνικού, με αεράκι ιδανικό για τα κύματα του σέρφιγκ, ο επισκέπτης θαυμάζει τις τέλειες συνθήκες για το σπορ. Θαυμάσια παραλία, με τα πιο τέλεια υψηλά κύματα, τσουλήθρες για το νερό, μέχρι κι ένα ηφαίστειο. Τόσο τέλεια που μοιάζουν ψεύτικα. Ή, πιο σωστά, τόσο τέλεια ψεύτικα, που μοιάζουν αληθινά.
Διότι, με την περιγραφή αυτή ανοίγει το βιβλίο του Βρετανού πολιτισμικού κριτικού David Boyle ‘Authenticity: Brands, Fakes, Spin and the Lust for Real Life’ (Flamingo, 2006 - Αυθεντικότητα: Μάρκες, Πλαστά, Διαφημιστικές Προωθήσεις και η Επιθυμία για την Πραγματική Ζωή).) Πρόκειται, συγκεκριμένα, για το θεματικό πάρκο Ocean Dome στην Ιαπωνία, έναν τεράστιο θόλο από γυαλί και ατσάλι, στην χώρα με την εκλεκτική ιδιοφυϊα για τα πιο φινιρισμένα θεματικά πάρκα.
Το βιβλίο έπεσε τυχαία στα χέρια μου, σε βιβλιοπωλείο μεταχειρισμένων, ένα από τα τυχαία ευρήματα στις τακτικές μας ανασκαφές στα βιβλιοπωλεία μεταχειρισμένων, περι-διαβάζοντας ως flanneur, ένα δειλινό στο Charing Cross Road του Λονδίνου.
Έτσι, με τον ευπρόσδεκτο τρόπο των “serendipities” πρωτοσυνάντησα την έννοια της «hyperreality». O συγγραφέας, ήδη γνωστός μας και από το The Tyranny of Numbers (Η Τυραννία των Αριθμών), ανήκει στους «Νέους Ρεαλιστές», τους ανθρώπους εκείνους που αντιπροσωπεύουν, για τον David Boyle, την νέα κοινωνική και πολιτισμική έκρηξη, τις φιλοσοφικές αρχές της οποίας κατέγραφε το ως άνω βιβλίο: δηλαδή την αποφασιστική απόρριψη του ψεύτικου, του φτιαχτού, του πλασαρισμένου και του μαζικά παραγόμενου – ή παραγόμενου για τις μάζες. Κοντολογίς, την νοσταλγική αποθυμιά του «αυθεντικού».
Η περιγραφή του Boyle δίνει έναν δεικτικό ορισμό αυτού που ο σημειολόγος Jean Baudrillard ονόμασε «υπερπραγματικότητα», εννοώντας με αυτήν την κυριαρχία του σημείου στον βαθμό που να σκοτώνει την πραγματικότητα, αντικαθιστώντας την με την υπερπραγματικότητα.
Η «hyperreality» διαμείβεται στο κενό ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό, όπου τα σημεία αντιπροσωπεύουν μια νέα πραγματικότητα που οι άνθρωποι θεωρούν τόσο πραγματική όσο κι η πραγματικότητα - ή, απλά έπαυσαν να διαχωρίζουν ανάμεσα στα δύο.
Την ίδια αναφορά στην κατασκευή υπερπραγματικοτήτων κάνει και ο σημειολόγος Uberto Eco στην συλλογή άρθρων του ‘Travels in Hyperreality’ όπου, όμως, εστιάζεται κυρίως στο γεγονός του φαινομένου κι ειδικά στην αμερικανική εκδοχή του ως παιγνιώδους και συναρπαστικής σημειολογικής επένδυσης πολιτισμικών και ιστορικών πραγματικοτήτων, με σκοπό την άκοπη (και άσκοπη) μάθηση, πιο κοντά στις πρακτικές του «theming» και του «infotainment» και με κυρίαρχο παράδειγμα την Disneyland.
Η προβληματική του ‘theming’ απησχόλησε τον γράφοντα στα κείμενά του για την φιλοσοφία του τουρισμού και την πρακτική της κατασκευής «εικονικών τόπων για την πώληση πραγματικών προορισμών», όπου δηλαδή οι τόποι σκηνοθετούν in situ τους εαυτούς των ως υπερπραγματικές εκδόσεις και ζωντανά θεματικά μουσεία της διαφημιστικά προωθούμενης, πλασαρισμένης (‘spun’) «παράδοσης». Έχετέ το αυτό υπόψιν, όταν επισκεφθείτε τα Λεύκαρα και δείτε τις γρηούλες να κάνουν σμιλί στον δρόμο, έξω από τα σπίτια τους, για κατανάλωση από το τουριστικό βλέμμα, το «gaze».
Η μετακίνηση από την νεωτερικότητα της παραγωγής του απόλυτα τυποποιημένου, μαζικού, προβλέψιμου και μέχρι τελευταίου μορίου ελέγξιμου προϊόντος, στην μετανεωτερικότητα της αναπαραγωγής του εικονικού, του φτιαχτού, του παιγνιώδους σε μια οικονομία της σημειολογικής αποπλάνησης και του theming, αντιπροσωπεύεται στα γειτονικά στην βιβλιοθήκη μας βιβλία:
The McDonaldization of Society, του George Ritzer (1993) και The Disneyization of Society, του Βρετανού κοινωνιολόγου Alan Bryman (2004.) Η κυριαρχία της προσομοίωσης: ‘simulacra’ και‘models’ Θα εννοούσε την αυτο-αναπαραγωγική λειτουργία των «προσομοιώσεων», της καρκινογενούς μετάστασης του φτιαχτού («fake») ο Boyle, όπως την εξήγησε σημειολογικά (και φιλοσοφικά) με τα simulacra του ο Baudrillard.
Τα τελευταία τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου του πρώτου παρατηρούν ότι η αντίδραση των Νέων Ρεαλιστών στην νοσταλγική αναζήτηση του αυθεντικού, τελικά απορροφάται από την βιομηχανία του «φτιαχτού» με την πονηρή παραγωγή «πλαστών αυθεντικών», λανσαρισμένων, και υπερτιμολογημένων, ως «γνησίων δειγμάτων αυθεντικότητας».
Τελικά, «η νοσταλγία δεν είναι αυτό που ήτανε».
Ένα κρίσιμο αποτέλεσμα της ανάλυσης της κατανάλωσης από τον Baudrillard με τους όρους των σημείων είναι ότι υπονομεύεται η διάκριση ανάμεσα σε αληθινές και ψευδείς, πραγματικές και επίπλαστες ανάγκες που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιζαν στην κριτική σχολή της Φραγκφούρτης.
Η κριτική της κατανάλωσης με μοραλιστικούς όρους δεν οδηγεί πουθενά, αφού ο λόγος (discourse) της κατανάλωσης ήδη εμπλέκει έναν αντίλογο. H ανατατική πρόσληψη και εορταστική διαφήμιση της υπεραφθονίας και περίσσειας στην καταναλωτική κοινωνία αναπαράγεται με τα εισαγωγικά μιας κριτικής της καταναλωτικής κοινωνίας, στον βαθμό που ακόμη κι η διαφήμιση σκόπιμα παρωδεί την διαφήμιση. Έτσι, υποδεικνύει ο Baudrillard, κάθε «αντί» απορροφάται και ξεδοντιάζεται κι ο Μαρξ εξαποστέλλεται σε μια παρωχημένη εποχή.
Η κοινωνία της κατανάλωσης καταναλώνει και την άρνησή της επιβεβαιώνοντας, έτσι, την παντοδυναμία και κυριαρχία της. Τα θύματα είναι υποψιασμένα, όχι λιγότερο θύματα, αλλά ευτυχή στην αυτοσυνειδησία της κατάστασής τους. Η εικόνα του Τσε και τα συνθήματα διαμαρτυρίας κοσμούν μοδάτα T-shirts, φτιαγμένα, παρατηρεί κι ο Boyle, σε απάνθρωπα sweatshops του Τρίτου Κόσμου.
Ο Baudrillard ήδη εγκολπώνεται τα μαθήματα του δασκάλου του Guy Debord, για τον οποίο ζούμε σε μια κοινωνία του θεάματος, Society of the Spectacle, όπου θέαμα δεν είναι μονάχα η διαφήμιση, η τηλεόραση και τα ΜΜΕ, αν και, βέβαια, είναι κι αυτά σημαντικά εργαλεία και απόψεις του.
Το «Spectacle», για την μαρξιστική κριτική του Debord, είναι το σύνολο των μεθόδων, κατασκευών και επικοινωνιών σε μια προηγμένη καπιταλιστική κοινωνία με τις οποίες κατασκευάζεται μια ψευδής πραγματικότητα για να κρύψει την πραγματική, υποβαθμισμένη πραγματικότητα που οικοδόμησε ο Καπιταλισμός.
Είναι εδώ που αντλεί επιχειρήματα ο Baudrillard, μιλώντας για το πόσο «εικονικές» είναι οι εμπειρίες μας, καθώς οι μάρκες, «brands», λειτουργούν ως εργαλεία για την απόσπαση της προσοχής μας από την πραγματικότητα και την προσήλωσή μας στα σύμβολα, τα σημεία και τις προσομοιώσεις που την υποκαθιστούν μολύνοντάς την τόσο, ώστε τα σημεία να προηγούνται της πραγματικότητας, μη έχοντας πια καμιά αναφορά σε αυτήν.
Το Αυγό πριν την Κότα: ‘The Code’
Το σύστημα των σημείων αρχικά στα γραπτά του Baudrillard δηλωνόταν με την ονομασία ‘Code’, ήδη όμως, στο Symbolic Exchange and Death (1975) o όρος κερδίζει μια κεφαλαιώδη σημασία παραπέμποντας φανερά σε ο,τιδήποτε σηματοδοτεί πληροφοριακούς κώδικες αναπαραγωγής, από τον δυαδικό κώδικα της ψηφιακής τεχνολογίας ως τον γενετικό κώδικα του DNA, και συνοψίζοντας την προτερότητα που παίρνει η αναπαραγωγή από το σημείο και μάλιστα ως το «αρχικό» και «πρωτότυπο» η ίδια.
Ο κώδικας υποδηλοί ότι αυτό που αναπαράγεται δεν είναι ένα αντίγραφο, κάποιου φυσικού, πρωτότυπου αντικειμένου. Η αντίθεση ή διαφορά αντιγράφου και πρωτοτύπου, αντίθετα, καθίσταται τώρα χωρίς νόημα και περιττή. Ο Κώδικας αναλαμβάνει μια πρωτεύουσα θέση, προηγείται του αντικειμένου, το Αυγό είναι πριν την Κότα.
Ήδη ο Στρουκτουραλισμός ήταν η πρώτη θεωρία που είχε αμφισβητήσει την αξιοπιστία κι επιστημική προτερότητα του φυσικού αντικειμένου. Τώρα, ο Baudrillard αντιπαρατάσσει την προσομοίωση (simulation) σε μια άνευ προηγουμένου πρωταρχική θέση στην κοινωνική ζωή. Ως πρότυπα και διαδικασίες καθαρής αναπαραγωγής, ο κώδικας και οι προσομοιώσεις επιτρέπουν την υπέρβαση της πραγματικότητας όπως αυτή εννοείτο στην ξεπερασμένη εποχή της «παραγωγής».
Στις εξηγήσεις του για την εξέλιξη της έννοιας του «πλαστού» (counterfeit) γίνεται φανερό πώς η αναπαραγωγή έχει υποκαταστήσει κάθε έννοια που συνδεόταν με την παραγωγή. Με τα «πλαστά» αντικείμενα, στην εποχή της Αναγέννησης, η διαφορά μεταξύ πραγματικού και ψεύτικου ήταν σαφής. Στην εποχή της βιομηχανικής παραγωγής, οι διαδικασίες της παραγωγής καθιστούσαν τον εαυτό τους πρόδηλο, αφού η εργατική δύναμη αντιπροσώπευε μια μετρούμενη αξία.
Τώρα, στην εποχή της προσομοίωσης, κρίσιμη είναι η αναπαραγωγή, όχι η παραγωγή. Μάλιστα, η αναπαραγωγή στην εποχή της προσομοίωσης περιλαμβάνει και τις δυο πλευρές της εξίσωσης της εποχής της παραγωγής, αφού αναπαράγεται μαζί κι η αναπαραγωγή: τόσο η αναπαραγωγή όσο κι η αρχή της αναπαραγωγής περιλαμβάνονται στον Κώδικα. Αρχή των πραγμάτων δεν είναι το αρχικό πράγμα, ως πρότυπο, αλλά τύποι, φόρμουλες, αριθμοί και κώδικες αναπαραγωγής.
Κι αφού πηγή (origin) της αναπαραγωγής είναι η αρχή (principle) της παραγωγής, κι όχι το αντικείμενο που παράγεται, είναι δυνατή μια πλήρης αναστροφή (reversibility): το τελευταίο πρωτότυπο, original, που παρήχθη μπορεί τέλεια να αναπαραχθεί. Η διαφορά ανάμεσα σε πραγματικό και την αναπαράστασή του έχει εντελώς αρθεί. Αυτή είναι η εποχή των «simulacra», της προσομοίωσης και των ομοιωμάτων. ‘Όταν ένα αντικείμενο είναι όμοιο με ένα άλλο, δεν είναι ακριβώς όμοιο, αλλά περισσότερο όμοιο!
Η «techno» εποχή.
Oι ιδέες του Baudrillard για την προσομοίωση οφείλουν, εξ άλλου, πολλά και στον Marschal McLuhan και το Understanding Media του, στο οποίο εμβάθυνε σε βιβλιοκριτική του το 1967. H τεχνολογία για τον Baudrillard συνιστά το «παράδειγμα» της μετανεωτερικής εποχής μας, στο σύνολό της, όπου, όπως υποδεικνύει στο Τhe Ecstasy of Communication (1983), «η σκηνή κι ο καθρέφτης έχουν δώσει την θέση τους στην οθόνη και το δίκτυο».
America: τα simulacra της Disneyland
Οι ιδέες αυτές, όπως κι η κυρίαρχη πια ιδέα της υπερπραγματικότητας βρίσκουν την αποθέωσή τους στο «America» (1988), έργο ανάμεσα στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο (travelogue) και την πολιτισμική ανάλυση, στο οποίο παρουσιάζει την Αμερική ως το μοντέλο του «υπερπραγματικού μας μέλλοντος».
Μια χώρα το «νόημα» της οποίας βρίσκει στην εξαφάνιση της πραγματικότητας πίσω από την ιλουστρασιόν, σαγηνευτική επιφάνεια της προσομοίωσης: «δεν πρέπει να ξεκινήσεις από την πόλη και να προχωρήσεις στην οθόνη– πρέπει να ξεκινήσεις από την οθόνη και να προχωρήσεις στην πόλη».
Η Disneyland καμουφλάρει το γεγονός ότι η «πραγματική» Αμερική είναι η ίδια μια Disneyland. Το Los Angeles και η Αμερική που το περιβάλλει δεν είναι πια πραγματικά, απλώς προσομοιώσεις. Και οι παλιμπαιδισμοί του τόπου δεν περιορίζονται στο Μαγικό Βασίλειο της Disneyland, αλλά πρόκειται για ένα εκφυλισμό στο παιδιάρισμα που είναι οι ΗΠΑ.
Η Disneyland και άλλοι «φανταστικοί σταθμοί» κρύβουν ακριβώς αυτό. Η προσομοίωση εδώ δεν αφορά την αλήθεια ή το ψέμα σημείων όπως η Disneyland, αλλά αποσκοπεί να κρύψει ότι το πραγματικό δεν είναι πραγματικό, να διασφαλίσει ότι η αρχή της πραγματικότητας δεν απειλείται.
Ο Πόλεμος του Κόλπου που δεν Συνέβη
Ενσωματωμένος στο σύστημα και την αρχή της αναστρεψιμότητας, ακόμη κι ο Θάνατος, όπως υπαινίσσεται ο τίτλος του Symbolic Exchange and Death, δεν συμβαίνει πραγματικά. Το είδος των προκλητικών αφορισμών του Baudrillard που κατέστησε τους αμύντορες της πραγματικότητας κριτές του, όπως ο Christopher Norris, αλλά και μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας, ορκισμένους εχθρούς της φερόμενης επιπολαιότητας του λόγου του.
Υπερπραγματικός, γι’αυτό όχι πραγματικός;
Ο Baudrillard δημοσίευσε για τον Πόλεμο του Κόλπου τρία άρθρα στην Liberation (4.9.91 – 29-3.91). Πρίν την έναρξή του δήλωσε ότι δεν μπορούσε να λάβει χώρα (όχι με την κυριολεξία της έκφρασης, που ωστόσο είναι ό,τι επέβαλαν οι Αμερικανοί με την εισβολή τους!)
Το άρθρο περίμενε ότι με τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και μόνο η υπενθύμισή τους με τις δημόσιες αμερικανικές πολεμικές προετοιμασίες, θα απετρέπετο ο πόλεμος. Δεύτερο άρθρο, όταν άρχισαν να πέφτουν οι «εικονικές» βόμβες, στην διάρκεια του Πολέμου αρνιόταν ότι αυτός συμβαίνει: «όταν οι περιγραφές της παρουσίασης συμφύρονται με το γεγονός, αυτό παύει να είναι πραγματικό», κάπως όπως «είναι στο δελτίο ειδήσεων της TV, άρα δεν συμβαίνει!»
Μετά τον πόλεμο δήλωσε στην εφημερίδα, αλλά και τηλεόραση, ότι είχε δίκηο, αφού αυτό που συνέβη δεν ήταν πόλεμος, ήταν ένας «μη-πόλεμος», μια εκφοβιστική «αποτροπή του πολέμου».
Ενδεικτικό του εμπαιγμού με τον οποίο δέχθηκε η ακαδημαϊκή κοινότητα τις «φονικές της πραγματικότητας» δηλώσεις του po-mo θεωρητικού είναι άρθρο που βρίσκω στα ράφια μου, στο εράνισμα από τα «best-of» του αμερικανικού ακαδημαϊκού περιοδικού Lingua Franca, το Quick Studies, του Alexander Star (ed), Νew York 2003.
Σε σύντομο τετρασέλιδο σκωπτικό Review με τον τίτλο «Τhe Reality Gulf», o Scott McLeeme (22-4) περιγελά, αρυόμενος κι από τον Christopher Norris, που κάγχαζε στο Uncritical theory: Postmodernism, Intellectuals and the Gulf War ότι «ο Baudrillard έχει πει μερικές από τις μεγαλύτερες ανοησίες που έχουν ακουστεί στους κύκλους της Γαλλικής διανόησης».
Bέβαια, η κλίση του Baudrillard στις προκλητικές παραδοξολογίες δεν βοήθησαν στο σοβαρό του image: δεν είναι ένας Lyotard σημειώνει ένα βιβλίο. Αλλά πίσω από την πρόταση ότι ο πόλεμος ήταν μια εικονική του προσομοίωση στις οθόνες του CNN, κρύβεται μια πρόσκληση στην σοβαρή μας σκέψη κατά πόσο μία σύγκρουση στην οποία η μία πλευρά χάνει 200.000 χωρίς να έχουν καν δει τον αντίπαλο, εκτός ίσως στην τηλεόραση κι αυτοί, ενώ η άλλη πλευρά χάνει μόνον 70, κι αυτούς από φίλια πυρά, μπορεί να αποκληθεί «πόλεμος» με όποια συνήθη ή λεξικογραφική έννοια του όρου. Ο μη-πόλεμος ήταν η συνέχιση της μη-πολιτικής με άλλα μέσα.

Σχόλια