του Νίκου Σταθόπουλου*
Πώς θα ορίζαμε το «υπαρξιακό πρόβλημα» της χώρας; Μα πώς αλλιώς αν όχι σαν μια οριακή κατάσταση όπου η υπόσταση, η ταυτότητα και το ιστορικό νόημα αποσυντίθενται, δημιουργώντας ένα κενό σαν «αναξιοποίητο οικόπεδο» ή σαν «μοιραία εξέλιξη»; Ο τόπος μας βουλιάζει σε μια λειτουργική ανυποληψία, δηλαδή σε μια γενικευμένη ατιμωτική υπηρετικότητα που τείνει να ενσωματωθεί στη συλλογική ψυχολογία ως «ματαίωση». Μια πατρίδα που απλώς αναζητά «μεσσιοποιημένο» Τραγικό Πρόσωπο (π.χ. Μάγδα Φύσσα ή, τώρα, Μαρία Καρυστιανού) ως άτυπο «ηγέτη» μιας απεγνωσμένης συναισθηματικότητας, είναι μια άσφαιρη και άκρως επικίνδυνη απολίτικη σπασμωδικότητα, χωρίς κρίση και βούληση. Λείπουν πια όχι μόνο τα οράματα και οι δυνάμεις, αλλά και τα «πνευματικά ραντάρ» ανίχνευσης των ελπίδων με ονοματεπώνυμο! Ζούμε καιρούς κατάμαυρους από τα πολλά φώτα, και πικρά χαμένους στην κοινωνική αγραμματοσύνη! Μια κρίσιμη μάχη ενάντια στον επικείμενο εθνικό θάνατο είναι η Κατανόηση, «Μάθαινε και τ’ απλούστερα! Γι’ αυτούς / που ο καιρός τους ήρθε / ποτέ δεν είναι πολύ αργά! / Μάθαινε το αβγ, δε σου φτάνει, μα συ / να το μαθαίνεις…», όπως προτρέπει ο Μπρεχτ. Πνιγμένοι στο Θέαμα απεμπολούμε τη Μνήμη και τη Γνώση. Βασική πλευρά του «υπαρξιακού προβλήματος» είναι η εθελοντική ασυνειδησία! Χρειαζόμαστε Αντιστεκόμενους Μαθητές! ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
***
Στον ΣΤ΄ Λόγο («Γύρω σε μια φωτιά») του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» ο, τότε μαινόμενος κατά της εθνικής παρακμής, Κωστής Παλαμάς, θα «εντοπίσει», μέσα στη βαθιά αίσθηση συλλογικής ευθύνης, δηλαδή χωρίς πολιτικές και εθνικιστικές παρωπίδες, τον «κινητήριο παράγοντα» των συλλογικών κινήσεων στην ιστορία, και θα τον απαθανατίσει με έναν συγκλονιστικό επικολυρικό οίστρο, ως εξής :
«Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες, / και με ονόματα τους κράζουν πονηρά / κλέφτες και απελάτες και προδότες, / τους μισούν οι βασιλιάδες, κι όλ’ οι τύραννοι, / κι είναι μέσα στους σκυφτούς, τα παλληκάρια, κι είναι μες στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες»… Απεικονίζει τους Κλεφταρματολούς, την ένοπλη πλευρά της βαθύτερης ανυπότακτης φύσης του λαού… Αυτή είναι η «δύναμη» που, με τη «μεταφυσική» των «αρχέγονων διαθέσεων» του υποκειμένου μιας αληθινής ταυτότητας, θα «σπρώξει μπροστά» την ακίνητη ιστορία μιας αλλόκοτης κοινωνίας ιδιότυπων και ανακατεμένων σχέσεων. Βέβαια, οι συγκαιρινοί μας «σοφολογιότατοι», οι βαθιά και καμαρωτά υπεύθυνοι για το αποκαρδιωτικό γιουροβιζιονικό «πολιτισμικό κιτς» της κας Μ. Σάττι, αμφισβητούν το πρωτείο των «χθόνιων κοινωνικών δυνάμεων» (που βρίσκονται σε άμεση, όχι εννοιοκεντρική, σχέση με την ιστορία, και συνεπώς διεκδικούν ταυτοποιημένη «θέση στον ήλιο»), και «χώνουν» τη δύσμοιρη κοινωνία σε «θεωρητικούρες» χωρίς την τιμιότητα της σπουδής και την ηθική της ευθύνης, απλά σαν εντεταλμένα όργανα της Επικυριαρχίας. Αλλά όπως το ’21, έτσι και σήμερα, ενάντια στην εξωνισμένη αυθεντία τους πρέπει να «πάει το ποτάμι». Οι Πρωτοπορίες είναι ασφαλώς σωστικές και πολύτιμες, αλλά μόνο στον τύπο ενός Ρήγα Βελεστινλή που, συνδυάζοντας Θεωρία με Πράξη, αποθέωσε την ανεξάρτητη κρίση σε ρήξη με την «εγκεκριμένη σοφία» των τότε «καθ’ ύλην αρμοδίων». Με τη Χάρτα του απομνημείωνε την Ελληνική Συνέχεια και έδινε στον εθνικό πόθο βάθος χρόνου και ύψος πνευματικότητας! Οι Επαναστάσεις, όταν είναι επαναστάσεις και όχι πραξικοπήματα, γίνονται από Λαούς με βιωμένο ιστορικό πρόσωπο…
Ο Νίκος Σβορώνος («Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού») διαπιστώνει: «Η νέα τούτη πορεία του ελληνισμού αρχίζει να διαγράφεται από το τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, για να διαρκέσει, περνώντας από διάφορα στάδια, ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι η περίοδος που ένας παλαιός λαός, με την προοδευτική του διαμόρφωση σε συντελεσμένο έθνος, ανανεώνεται και αποτελεί μια καινούργια ιστορική οντότητα, τον Νέο Ελληνισμό, δηλαδή το Ελληνικό Έθνος»… Η Επανάσταση του ’21 βιώνεται ως ανάγκη και υπαρκτική εντελέχεια από ένα λαό που «κρατά» από τους «αρχαίους ημών προγόνους» και μέσω κρατικοποιημένης συγχώνευσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού στην όλη υπόσταση του Χριστιανικού Βασίλειου της Ανατολής (οι ηγεμόνες της «Αυτοκρατορίας της Νίκαιας» υπογράφανε ως «Έλληνες Βασιλείς» με την εθνοπολιτισμική σημασία του όρου Έλλην). Μέσω αυτού του βιώματος υφαίνεται ένας ευρύς και σύνθετος ιστός αντιστασιακών δράσεων που, μέσα από τους λαβυρίνθους της ιστορίας και της γεωπολιτικής, θα καταλήξει στον μεγαλειώδη Αγώνα του λαού μας. Υπάρχει μια χωνεμένη συνείδηση που «ενστικτωδώς» ξέρει και να σωπαίνει προφυλακτικά και να αρθρώνει μια ανώτερη συμβολική τάξη αντιστεκόμενης καρτερίας και να «εκπαιδεύεται» στον αγώνα. Από τα πρώτα μοιρολόγια με προσμονή «αναστάσιμης ουράνιας επέμβασης» μέχρι το ντουφεκίδι στα βουνά, μια ανάσα λευτεριάς δρόμος! Το «υπαρξιακό πρόβλημα» το λύνει η σωστά μελετώμενη ιστορία και η πίστη στην «οργή των θεών» που φωλιάζει στην αμηχανία του επισφαλούς πλήθους. Τα πάντα είναι ζήτημα ταυτότητας και λόγου!
Ο Παναγιώτης Κονδύλης, στην Εισαγωγή στο μνημειώδες «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού» γράφει, αναφερόμενος στην κοινωνική σύσταση του ελληνισμού τις παραμονές της Επανάστασης: «Όπως γνωρίζουμε σήμερα, ο φεουδαλισμός δυτικού τύπου ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη αστικής τάξης (επίσης, δυτικού τύπου): αυτή είναι η απάντηση στο πολυσυζητημένο ερώτημα, γιατί ο καπιταλισμός αποτελεί αρχικά και ουσιαστικά ευρωπαϊκό φαινόμενο […] Όλα αυτά σημαίνουν ότι την ιδιομορφία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του ελλαδικού χώρου γύρω στο 1800 θα την κατανοήσουμε όχι ξεκινώντας […] από την αντίθεση «φεουδαλικός-αστικός», αλλά περιγράφοντας συγκεκριμένα την ιδιότυπη πατριαρχική κοινωνική του οργάνωση [….] ορισμένα τμήματά της βρέθηκαν κάτω από την επιρροή καπιταλιστικών σχέσεων αναπτυσσόμενων σε διεθνές επίπεδο. Η επιρροή αυτή, φθάνοντας σε ορισμένη ένταση, ανάγκασε σχετικά μικρές ομάδες της πατριαρχικής τουρκοκρατούμενης κοινωνίας να αποσπασθούν από αυτή και να ενταχθούν απευθείας στο διεθνές καπιταλιστικό κύκλωμα, ιδιαίτερα στην εμπορική και εφοπλιστική του έκφανση, ασκώντας τώρα εκ των έξω μικρότερη ή μεγαλύτερη πίεση για την αναμόρφωση του χώρου καταγωγής τους. Ωστόσο, η πίεση τούτη στάθηκε ατελέσφορη γιατί οι φορείς της οικονομικής ανόδου […] δεν είχαν ποτέ αποβάλει τα κεντρικά πατριαρχικά τους γνωρίσματα, δηλαδή δεν ήσαν ποτέ αστικοί-καπιταλιστικοί»… Αυτή η «μη αποβολή» της «αρχαϊκής ταξικότητας» είναι μια προσθήκη καίρια στην κρίση ότι ο συνειδησιακός-πολιτισμικός παράγοντας είναι καθοριστικός στο συνδυασμό του με την οικονομία, την πολιτική και τη γεωπολιτική. Το 1821 δεν συναρτάται «γενετικά» κατ’ αποκλειστικότητα με καμιά «κοινωνιολογία»: είναι «τέκνο της ανάγκης (ενώ φθίνει η Πύλη και ανέρχονται οι «εθνικισμοί») κι ώριμο τέκνο της οργής (δηλαδή του θυμωμένου ώριμου εθνικού πόθου για ανεξάρτητη πατρίδα με το δικό της πολιτισμικό στίγμα)». Σε αυτά τα «ιδιοσυστασιακά υλικά» της Επανάστασης θα ανιχνεύσουμε τους όρους αναστοχασμού και προοπτικής μέσα στο εκάστοτε «υπαρξιακό ζήτημα» της χώρας. Γιατί; Μα διότι οι «ιδρυτικοί» προσδιορισμοί εγγράφονται στη λειτουργική εσωτερικότητα του συλλογικού προσώπου ως κατευθυντήρια μοτίβα προσανατολισμού, σε αναλογία με το λεγόμενο «συλλογικό ασυνείδητο»: αλλιώς δεν έχει νόημα το λεγόμενο «αντιστασιακό φρόνημα» ούτε το «αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι…», τίποτα, όλα είναι μια συμπτωματικότητα. Οι «σύγχρονοι» θέλουν αυτά τα «υλικά» για Τέχνη, δηλαδή για αποπολιτικοποίηση και μουσειοποίηση, αλλά η Τέχνη έπεται της Πράξης που δίνει στη ζωή τη «θεατρικότητα» γνήσιων καταπιεσμένων αναγκών. Το ’21 πύκνωσε το απέραντο underground του χρόνου σε μια «γενέθλια τελετή» που έκανε την ιστορία τίμια με τον εαυτό της και εντελώς συγκεκριμένη, δηλαδή «εσμέν ουν Έλληνες το γένος» και όχι μια ξεπουλημένη Αφαίρεση σαν τις αθλιότητες με τη ροζ σημαία και την αφίσα του Φεστιβάλ: ο Καραϊσκάκης ξέρετε πώς θα είχε απαντήσει σε αυτά!
Χωρίς το ’21 δεν θα υπήρχαμε. Και τώρα πάνε να το «ακυρώσουν» για να πάψουμε να υπάρχουμε, διότι εκεί, στις «υπόγες» του, είναι τα χρυσά μυστικά της διαδρομής μας στο χρόνο. Κανένα παρελθόν δεν είναι χωρίς διαρκή επικαιρότητα, αν το Υποκείμενο είναι χωρίς έφεση στην εξαφάνιση…
Ήταν μια, και κοσμογονική και θυελλώδης, εποχή «γέννας»! Και ο «κόσμος του πνεύματος» ο ελληνικός, είχε χωριστεί σε «τάσεις» την ίδια στιγμή που ο «φακίρ φουκαράς» της λιγομίλητης αξιοπρέπειας, χτυπούσε τις καμπάνες μιας θρησκευτικής συνέχειας σαν «φανατισμό» καλλιέργειας σιδερένιας υπομονής με ξεκάθαρα νοήματα. Οι ποικίλες όψεις της Ελίτ «διερευνούσαν» πάντα «λύσεις» με ξενικό προσανατολισμό: η «Τουρκογραικών Βασιλεία» του κλασικού φαναριωτισμού (των ξεπεσμένων βυζαντινών «τζακιών»), η «Ρωσογραικών Βασιλεία» του παροικιακού ελληνισμού της Μαύρης Θάλασσας με την πλαισίωση των «γνήσιων ορθόδοξων» δυνάμεων (σε εποχές, μάλιστα, επιθετικής προσηλυτιστικής διείσδυσης των παπιστών και έξαρσης της κατευθυνόμενης χρησμολογίας), και, τελευταία στη σειρά της εξωραϊσμένης υποτέλειας, η «Γραικογαλλική Δημοκρατία» του «πεφωτισμένου» Κοραή που, όπως και η πλειονότητα των «προοδευτικών», ονειρευόταν μια «ανώτερης τάξης» προτεκτορατοποίηση. Η σταθερή τάση των «πάνω» προς την Ξενοκρατία, φωτισμένη πλέον πολλαπλώς στους προσδιοριστές της, είναι εκ των καίριων αρνήσεων που πρέπει να αρθρώσει η σύγχρονη ελληνική κοινωνία… [οι ορολογίες από το «ξεχασμένο» σπουδαίο κείμενο του Μιχάλη Περάνθη, «Ο αληθινός Κοραής»]
«Τι στοχάζεσθε, αδελφοί μου Έλληνες, δια τους ομογενείς μας, όπου πόρρω της Ελλάδος ευρίσκονται; […] Οι περισσότεροι από αυτούς ούτε καν ερωτώσι αν η Ελλάς υπάρχη πλέον. Η πατρίς αυτών είναι καμία πόρνη, η δε συναναστροφήν των συνίσταται εις ό,τι άλλο ημπορείτε να στοχασθήτε, και όχι ποτέ δια την δυστυχίαν της πατρίδος […] Οι περισσότεροι προσπαθούσι με κάθε κόπον να μιμηθώσιν την κακοήθειαν των αλλογενών, δια να μην γνωρίζονται ότι είναι ‘Ελληνες […] Ω εντροπή του γένους μας και θανατηφόρος πληγή της πατρίδος! […] Ευθύς όπου αλλάξουν τα φορέματα της πατρίδος, θέλουσιν εξ αποφάσεως να φανώσιν αλλογενείς…» αντηχούν οι κεραυνοί Ανωνύμου του Έλληνος, στην Νομαρχία του, εναντίον της εξελισσόμενης αλλοτρίωσης, του πολιτισμικού αποχαρακτηρισμού. Ξέρει ο σπουδαίος συντάκτης ότι ένας λαός βουτηγμένος στα κακορίζικα έθη της μίμησης του ξενικού, χάνει τη ζωντάνια του προσωπικού και εκφυλίζεται σε μια τυποποιημένη μάζα. Ο αγώνας ενάντια στον πολιτισμικό εξανδραποδισμό είναι κρίσιμος συντελεστής αντιμετώπισης του «υπαρξιακού προβλήματος». Και χωρίς «ναι μεν αλλά», αλλά ανένδοτα, με τη γόνιμη διαλεκτικότητα που δεν είναι η υποταγή στη «γοητεία της αντίφασης» αλλά η απογείωση στο «χάος» με αενάως πρώτιστο μέλημα τον Εαυτό και την διαρκώς εν κινήσει ιστορικότητά του…
Πνευματικές ηγεσίες που «θεωρητικοποιούν» την αυτολύπηση και αίσθηση προσωπικής ματαίωσης, «δημόσιοι παράγοντες» και «οικονομικοί συντελεστές» (οι εκάστοτε «παραγωγικοί φορείς», δηλαδή οι Έχοντες/Κατέχοντες, όχι οι εργαζόμενοι…) που μόνιμη έγνοια τους το Κέρδος και μόνιμος «αλγόριθμός» τους το «κόστος-όφελος», και, βέβαια, οι Πολιτικοί, το «πολιτικό προσωπικό» σε μια μόνιμη εκποιητική αργομισθία «ποίμανσης» με όρους χειραγώγησης… Αυτοί για τους οποίους γράφει ο Μακρυγιάννης ενώ «καίγεται ο τόπος» από την ιερή βία του Αγώνα: «Είχαν τον Άργειον Πάγον να τους προμηθεύη τ’ αναγκαία του πολέμου κι αυτείνοι, οι αφεντάδες, κάθονταν εις τα καράβια κι έτρωγαν κι έπιναν, κι εκείνους οπού κιντύνευαν δια την πατρίδα τούς προμήθευαν διχόνοιαν και διαίρεσιν αναμεταξύ τους»…
Η «ιθύνουσα σκέψη» του Αγώνα, το αδίστακτο σινάφι των «χαλασοχώρηδων», μεσολαβεί τις σχέσεις υπανάπτυξης και υποτέλειας, καθώς ό,τι εξελίσσεται δεν είναι η φυσική ανάπτυξη της παραδοσιακής θεσμικότητας αλλά η επιβολή ασύμβατων μοντέλων. Σαν σμήνος από άγριες σφήκες χυμάνε οι Πολιτικάντηδες να βαλσαμώσουν τον Αγώνα στις «μορφές» που και στείρες αντιγραφές είναι, αλλά και χυδαία νοθευμένες από τον τύπο πελατειακότητας που άνθισε επί Τουρκοκρατίας. Ο super star της άρχουσας ασημαντότητας είναι ο τάχα «πρίγκιψ» Μαυροκορδάτος, αυτός ο –κατά τον Δημήτρη Φωτιάδη– «πιο διαβολεμένος απ’ όλους τους Φαναριώτες που ήρθανε στην Ελλάδα».
Με μοναδική παραστατικότητα φιλοτεχνεί το ποιόν του Μαυροκορδάτου (αλλά και των λοιπών όντως λήσταρχων της εθνικής προσπάθειας) ο Φωτάκος: «Ήλθε δια να παρατηρήση τα πράγματα εκ του πλησίον, και δια να εισχωρήσει εις αυτά εμιμήθη την πονηρίαν του σκαντζόχοιρου, όστις, ως λέγουν, δια να έμβη εις την φωλιάν του στρώνει τις βελόνες του δέρματός του και γίνεται ισχνός, και αφού έμβη μέσα εις αυτήν, έπειτα φουσκώνει, γίνεται ένα κουβάρι βελόνες, και δεν χωρεί τίποτε άλλο εις την φωλιάν του»… Εκπληκτική μεταφορική απόδοση της ύπουλης χυδαιότητας ενός αγύρτη που εν ονόματι «υψηλών ιδεών» (αστικός φιλελευθερισμός, αποτυπωμένος σε απονεκρωμένα συνταγματικά «τεφτέρια» αλλά απλώς επίκληση όταν βόλευε) υπηρέτησε με τυφλή συνέπεια την Ξενοκρατία ειδικά στη «γραμμή» της αγγλικής αποικιοκρατίας. Πολιτικός «μοντέλο» ως προς το ήθος, τη σκέψη και την εγκληματική παρασκηνιακότητα του «πολιτικού ζώου» που ταυτίζει την «πρόοδο» και το «καλό» του λαού με την απόλυτη εθνοκρατική εξάρτηση και την τυφλή διεθνική δορυφοροποίηση.
Με βαθύ μίσος για τους λαϊκούς αγωνιστές και τους «αρχιτέκτονες» της ωραιότερης Ευρωπαϊκής Ανυπακοής του καιρού: «προείδομεν το κακόν» [σ.σ. την Επανάσταση!], γράφει ο αλιτήριος στην άθλια επιστολή του προς τον Δ. Υψηλάντη τον Οκτώβριο του 21: «[….] αυτοί οι άνθρωποι [σ.σ. οι ιδρυτές της Φιλικής!] ηπάτησαν και το γένος ακόμα περισσότερον, διότι η αποστολική των περιωρίζετο εις μιαν απέραντον ψευδολογίαν, της οποίας τώρα βλέπομεν τα αποτελέσματα [!]… πώς να μη δακρύση τινάς, όταν ακούη τους αδελφούς του [σ.σ. εννοεί τους προκρίτους/κοτζαμπάσηδες!] με δάκρυα καταρομένους τους αιτίους της καταστροφής των;… και είναι λέγω ένοχοι [σ.σ. οι Φιλικοί και οι καπετάνιοι που σήκωσαν τα όπλα!] διότι δεν ημπορώ παρά να ονομάσω ενοχήν την κακοήθειαν των ανθρώπων εκείνων…». «Κακοήθεια» η πιο φωτεινή στιγμή της εθνικής απελευθερωτικής ανδρείας, κι αυτό καθαρά ειπωμένο από έναν δούλο των Άγγλων: Οι μεθοδεύσεις του για τα δάνεια-αλυσόδεμα του έθνους στην αποικιοκρατική ίντριγκα του βρετανικού τραπεζικού κεφαλαίου και η «απογειωμένη» τριτοκοσμικής δουλοφροσύνης Πράξη Υποτέλειας, φωτίζουν τον πυρήνα μιας Πολιτικής (Τάξης και Κουλτούρας) που όρισε τη νεοελληνική κρατικοπολιτική μοίρα με όρους διαρκούς ακυρωτικής τραγωδίας παντός του ελληνικού…
***
Υπάρχει κάτι διαφορετικό σήμερα; Πολλές δεκαετίες υποταγής στην «ευγενή» και «πεπολιτισμένη» δεσποτεία των Άγγλων, και μετά, πάντα καρυδότσουφλα στο ρεύμα των καιρών, οι πιο εξευτελισμένοι υπήκοοι των ΗΠΑ και ως ένα βαθμό του συνασπισμένου ευρωπαϊκού Κεφαλαίου (της Ε.Ε.), μας φέρνουν σε ένα παρόν αδιαφοροποίητης σχέσης με την Ξενοκρατία. Μέσα σε χίλιες μάσκες και τυφλωτικές ορολογίες, μιζαδόροι «εξυπηρετητές» διεθνικών, «εξωχώριων», δομών οικονομικής και πολιτικής Επικυριαρχίας, πλέον, σε συνθήκες πλανητικού πολιτισμού του Κεφαλαίου, αποδομούν σε πρόγραμμα θανάτου τον τόπο. Ο «μαυροκορδατισμός», εξειδικευμένη όψη του διάχυτου Φαναριωτισμού, συνιστά την πεμπτουσία της Ιθύνουσας Πολιτικής χωρίς πια διακρίσεις «προσήμων». Είναι τόσο φανερή η κατεύθυνση της συγκροτημένης λαϊκής οργής, όταν αυτή ξεπεράσει τις likeμανείς ψευτοθρηνωδίες ή «αγανακτήσεις»: Έμπρακτη άρνηση της Πολιτικής των «ειδικών», η επιστροφή στην Πολιτική των οραματικών αιτημάτων μέσα από μια διαρκή «Πνύκα» λαϊκής αυτενέργειας, η απολυτοποίηση του «αντιοθωμανικού Παρτιζάνικου»: Πού αλλού είναι η προοπτική; Αν, δηλαδή, μιλάμε για εθνική έγνοια και για λαϊκό καημό και όχι για κόλπα «χαλασοχώρηδων» και ιλουστρασιόν μιζέριες μεταγιάπηδων του μαρκετινίστικου φατριασμού…
Ποιο βάθος κακοποίησης της συλλογικής ψυχής έχει αλλάξει από τότε; Η «εξέλιξη» και η «διαφοροποίηση των δομών», ναι, είναι δεδομένα, αλλά όχι σαν αναίρεση της βαθιάς «κατάρας» που επίμονα «ροκανίζει» αυτή τη γη. Το ’21 εναντιώθηκε σε όλη αυτή τη «σαβούρα» μιας ιστορίας που εξαρχής ορίστηκε από τον Ετεροκαθορισμό… «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ ‘Αγγλου / Πέλαγο μέγ’, αλοίμονο, βαρεί το καλυβάκι», θα δώσει την πλήρη μορφή αυτού του νοήματος ο Σολωμός: είναι η Επιβουλή και η Επικυριαρχία που συμπιέζουν προς την κόλαση τον Ελληνισμό, με συνεργούς τους «Φαναριώτες» (στις μέρες μας είναι κανονικοί οφικιάλιοι υπό διεθνή προστασία και μισθοδοσία) και τους «Οργανικούς Διανοούμενους»-ιμάντες των εξ Εσπερίας ιδεολογημάτων που δίνουν στο ισόβιο κόμπλεξ επαρχιωτισμού των «κάτω» το λούστρο μιας «πλανητικής τομής στην εξέλιξη». Αυτό το δικό μας «κάστρο» έχει εξαρχής «πέσει» από μέσα, σταθερά προδομένο και περιφρονούμενο. Πρώτο βήμα η αποκατάσταση της αγάπης γι’ αυτό, η εδραίωση μιας Σχέσης με τη μοίρα του. Κι όποιος πιστεύει ότι αυτό θα το κάνει με μια «σκέψη» που ανέκαθεν «έπινε νερό» στη «βρύση» του Φαλμεράιερ, ε είναι απλά ηλίθιος ή αγύρτης!
Οι κατασυκοφαντούμενοι σήμερα (και από ποιους; Από τις νεοοδαλίσκες του Χίλτον και των Βρυξελλών…) «Ημίθεοι του 21», με τη «στοιχειώδη σοφία» της κατακαθισμένης εμπειρίας αιώνων, πέταξαν στα σκουπίδια τη λογική του Συμβιβασμού, και προώθησαν, με τη γνησιότητα της «αμάθειας», ένα συναρπαστικό «πρόγραμμα» εθνικολαϊκής αναγέννησης στηριγμένης στην παράδοση και με το αυτί απροκατάληπτα αλλά και με ωραιότατη «βλάχικη» αυτοαναφορικότητα προς τη Δύση. Σε αυτή την εξωακαδημαϊκή κουλτούρα πολιτικού πράττειν βρίσκεται ο «μίτος της Αριάδνης». Χωρίς το ’21 δεν θα υπήρχαμε. Και τώρα πάνε να το «ακυρώσουν» για να πάψουμε να υπάρχουμε, διότι εκεί, στις «υπόγες» του, είναι τα χρυσά μυστικά της διαδρομής μας στο χρόνο. Κανένα παρελθόν δεν είναι χωρίς διαρκή επικαιρότητα, αν το Υποκείμενο είναι χωρίς έφεση στην εξαφάνιση…
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας
Σχόλια